Γάμοι εξ αριστεράς χειρός στη νεοελληνική μουσική.
Όψεις απόκλισης από τη μουσική Ευρώπη.
Στο Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, ως «γάμος εξ αριστεράς χειρός» ή «μοργανατικός» ορίζεται «ο νομικά έγκυρος γάμος που συνάπτεται ανάμεσα σε άρρενα γόνο ευγενούς οίκου, κυρίως βασιλικής γενιάς, και σε γυναίκα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης∙ σε τέτοιον γάμο η σύζυγος δεν γίνεται κοινωνικώς ισότιμη με τον σύζυγο και τα τέκνα δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα στους τίτλους του πατέρα». Εκ πρώτης όψεως δείχνει παράδοξο ένα κείμενο για την ελληνική μουσική να ξεκινάει έτσι. Τι δουλειά έχουν ο «γόνος ευγενούς οίκου» και η «γυναίκα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης», πόσο μάλλον ο κοινωνιολογικός όρος «μοργανατικός γάμος», με τη μουσική; Το ερώτημα δείχνει εύλογο αν δούμε το πράγμα επιφανειακά. Αν όμως επιχειρήσουμε μιαν αλληγορική ανάγνωση, αμέσως θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο «γόνος ευγενούς οίκου» αναφέρεται στην έντεχνη μουσική ευρωπαϊκού προσανατολισμού και η «γυναίκα χαμηλότερης κοινωνικής τάξης» στη λαϊκή μουσική∙ η οποία μάλιστα, στην Ελλάδα, σύνηψε ούτε λίγο ούτε πολύ τρεις γάμους με τον ευρύτερο χώρο της έντεχνης μουσικής: έναν με τη σύγχρονη έντεχνη ποίηση, έναν με τη συμφωνική ορχήστρα και έναν τρίτο με τις αίθουσες συναυλιών έντεχνης μουσικής. Εδώ είμαι βέβαιος ότι θα διατυπωθεί η εξής ένσταση: μα ανάλογα φαινόμενα δεν συναντάμε με ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα και στη Δύση; Πόσες φορές έχουμε δει ροκ συγκροτήματα λ.χ. να συμπράττουν με συμφωνικές ορχήστρες ή λαϊκές ορχήστρες να παίζουν σε γνωστές αίθουσες συναυλιών έντεχνης μουσικής; Ή και το ανάποδο, μεγάλοι τενόροι λ.χ. να τραγουδούν εμπορική μουσική συνοδεία ορχήστρας ελαφράς μουσικής; Όλα αυτά είναι αλήθεια, κανείς δεν θα διαφωνήσει. Έχουμε όμως συνειδητοποιήσει την έκταση, το βάθος και την ιδεολογική βαρύτητα που έχουν αποκτήσει ανάλογα φαινόμενα στην Ελλάδα; Έχουμε συνειδητοποιήσει αρκούντως ότι αυτές οι αποκλίνουσες μορφές μουσικής πρακτικής έχουν διεισδύσει και εντωμεταξύ ενσωματωθεί οργανικά στα καλλιτεχνικά προγράμματα των ελάχιστων εξειδικευμένων συναυλιακών χώρων και σε αυτά των επίσης ελάχιστων επίσημων φεστιβάλ; Έχουμε παρατηρήσει πώς συνωστίζεται ο πολιτικός κόσμος και οι επίσημοι πολιτειακοί φορείς σε τέτοιες εκδηλώσεις και πόση επιδεικτική αδιαφορία δείχνουν ακόμα και για επετείους παγκοσμίως γνωστών Ελλήνων συνθετών όπως ο Σκαλκώτας; Πόσους από αυτούς θα δούμε στις εκδηλώσεις για το έτος Καλομοίρη που έρχεται; Αν αναρωτηθούμε όλα αυτά, θα συνειδητοποιήσουμε πόσο σημαντικό είναι να ξεκινήσει επιτέλους μία σοβαρή δημόσια συζήτηση για την κατάσταση της νεοελληνικής μουσικής σήμερα. Γιατί σε λίγο, και με αφορμή την κρίση, φοβάμαι πως θα είναι πολύ αργά.
(α) Λαϊκή μουσική και σύγχρονη έντεχνη ποίηση
Ας δούμε τώρα έναν-έναν αυτούς τους «γάμους εξ αριστεράς χειρός» που σύνηψε η λαϊκή και λαϊκότροπη μουσική με τη μη λαϊκή τέχνη. Δεν θα την ονομάσω «λόγια» γιατί σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να δεχτώ ότι η μουσική ενός Mozart λ.χ., ή αν θέλετε ενός Καλομοίρη και ενός Αντωνίου, απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στις μορφωτικές ελίτ. Αν κάποιοι αυτό επιθυμούν, είναι δικό τους ζήτημα∙ μάλλον θέλουν να κρατήσουν χαμηλά τη μορφωτική στάθμη των Ελλήνων πολιτών. Όπως και να έχει το πράγμα, ένα από τα πράγματα για τα οποία πάλεψε η ευρωπαϊκή μουσική απ’ όταν καθιερώθηκε το μουσικοθεατρικό είδος της όπερας, είναι η μουσική να συμβαδίζει με την ποίηση στη μορφή και το περιεχόμενό της, ή αλλιώς, τα δύο αυτά στοιχεία, της ποίησης και της μουσικής, να βρίσκονται σε αισθητική ισορροπία στο εσωτερικό της φωνητικής μουσικής. Στο πλαίσιο αυτό, αυτονόητο ήταν -και έως ένα βαθμό εξακολουθεί να είναι- η ποίηση επώνυμων εγγράμματων ποιητών να μελοποιείται από επώνυμους επαγγελματίες συνθέτες, η δε ανώνυμη λαϊκή ποίηση να αφήνεται στην οργανική της σχέση με την επίσης ανώνυμη λαϊκή μουσική. Μη νομιστεί ότι το αυτονόητο αυτών των παντρεμάτων δεν είναι παρά προϊόν σύμβασης η οποία εύκολα κι ανέξοδα μπορεί να σπάσει∙ τόσο η έντεχνη ποίηση και η έντεχνη μουσική, όσο και η λαϊκή ποίηση και η λαϊκή μουσική «παντρεύονται» στη βάση κοινών αισθητικών αξιών, μιλούν την ίδια γλώσσα, για να το πούμε απλά. Η έντεχνη μουσική καλείται να παρακολουθήσει τις νοηματικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις της ποίησης, προσαρμόζοντας τις μουσικές μορφές της σε αυτές τις διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα την τεράστια ποικιλία των ειδών και των μορφών φωνητικής μουσικής στην ευρωπαϊκή έντεχνη μουσική παράδοση. Βεβαίως συμβαίνει και το αντίστροφο: η ποίηση μπορεί να κληθεί τουλάχιστον να μην παρεμποδίσει την αυτοτελή ανάπτυξη της μουσικής μορφής, όπως συμβαίνει, π.χ., στα λιμπρέτα της όπερας του 18ου αιώνα. Η λαϊκή μουσική, από την άλλη, αναπαράγει απλώς τις μορφές που συνδέονται άρρηκτα με το εκάστοτε είδος της λαϊκής ποίησης, χωρίς μέλημα προσαρμογής στις νοηματικές και συναισθηματικές μεταβολές του στίχου. Άλλωστε, ο στίχος είναι εδώ που έχει τα πρωτεία και όχι η μουσική, τυποποιημένη κατά το μάλλον ή ήττον. Και ακριβώς αυτή η τυποποίηση της μουσικής μορφής στη λαϊκή μουσική είναι που διευκολύνει τη συναισθηματική μέθεξη στα νοήματα της λαϊκής ποίησης.
Τι γίνεται τώρα στην περίπτωση που η λαϊκή μουσική, το λαϊκό τραγούδι, συνάπτει «γάμο μοργανατικό» με τη σύγχρονη έντεχνη ποίηση; Απλά, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις σύνθετες και ενίοτε ακραίες μεταβολές νοήματος και συναισθήματος της περίτεχνης αυτής στιχουργικής, ισοπεδώνοντας τες κυριολεκτικά. Ως αποτέλεσμα όχι μόνο η μουσική δεν προσαρμόζεται στην ποίηση αλλά προσαρμόζει την ποίηση βίαια στις απλές και επαναληπτικές μορφές της. Η πολλάκις σχολιασμένη, ακόμα και από τον ίδιο τον συνθέτη, αναντιστοιχία μουσικής και γλώσσας στην περίφημη διατύπωση «πήραμε τη ζωή μας∙ λάθος!» του Σεφέρη, όπου η λαϊκότροπη μουσική αναγκαστικά αγνοεί την άνω τελεία μετά τη «ζωή μας» όπως υπάρχει στο πρωτότυπο, αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα αυτής της προβληματικής σύζευξης της λαϊκής μουσικής με τον έντεχνο στίχο. Για να μην αναφερθούμε στους πάσης φύσεως παρατονισμούς από τους οποίους βρίθουν αυτού του είδους τα, «έντεχνα» κατά τα άλλα, τραγούδια. Μια απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο γνωστό επιχείρημα ότι μέσω της λαϊκής μουσικής η έντεχνη ποίηση γίνεται κτήμα του λαού, είναι ότι η ποίηση αυτή καλό θα ήταν να γίνεται σωστά κτήμα του λαού και όχι εσφαλμένα. Και εν πάση περιπτώσει, το απλό γεγονός ότι ελάχιστοι από τους απλούς ανθρώπους που γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά αυτά τα τραγούδια είναι σε θέση να απαγγείλουν από μνήμης τους στίχους χωρίς τη μουσική, αποτελεί κατά τη γνώμη μου απτή απόδειξη ότι την ποίηση αυτή ο λαός τελικά δεν την έμαθε· τις όμορφες μελωδίες που συνέθεσαν με γνώση επαγγελματίες συνθέτες έμαθε. Όσο για την «εντεχνότητα» αυτών των μελωδιών, είναι νομίζω πασιφανές σε όσους έχουν ελάχιστες γνώσεις μουσικής ότι μια μελωδία σαν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη είναι αισθητά πιο σύνθετη και πλούσια από τις τέσσερις νότες του «όταν σφίγγουν το χέρι» στη μελοποίηση του Ρίτσου από τον Θεοδωράκη.
(β) Λαϊκή μουσική και συμφωνική ορχήστρα
Ο δεύτερος μοργανατικός γάμος συνάφθηκε μεταξύ λαϊκής μουσικής και συμφωνικής ορχήστρας. Αυτό που παραγνωρίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ουσιώδης, οργανική και όχι επιφανειακή, μηχανιστική σχέση μεταξύ μουσικής και ενορχήστρωσης σε κάθε είδος μουσικής, έντεχνο ή λαϊκό. Η ανάπτυξη της συμφωνικής ορχήστρας συνδέθηκε στην έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική παράδοση με την εξέλιξη του είδους και της μορφής σονάτα και τις σύνθετες απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν την εξέλιξη. Συνδέθηκε δε με τη σταδιακή αυτονόμηση της μουσικής δημιουργίας από τις επιταγές του λαϊκού γούστου, αστικού και μη. Η συμφωνική ορχήστρα και η συμφωνική μουσική έγιναν τα κατεξοχήν σύμβολα της ευρωπαϊκής ιδέας για τη μουσική ως τέχνη στη νεότερη εποχή. Έγιναν προνομιακοί φορείς του κύρους που η έντεχνη μουσική απολαμβάνει στα μάτια όχι μόνο της μορφωτικής ελίτ, αλλά και των λιγότερο μορφωμένων στρωμάτων της κοινωνίας. Προφανώς αυτό ακριβώς το κύρος θεώρησαν σκόπιμο να αξιοποιήσουν οι ηγήτορες του νεοελληνικού μουσικού μας λαϊκισμού. Έπρεπε από τη μια να καταπλήξουν το αδαές ακροατήριο και από την άλλη να αποδείξουν τις καλλιτεχνικές τους αρετές στους επαΐοντες. Με άλλα λόγια να νομιμοποιηθούν από το σύνολο της κοινωνίας. Και απ’ ότι φαίνεται το κατόρθωσαν, τουλάχιστον όσον αφορά τον απλό λαό και τους πολιτικούς του κόλακες, που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να στηρίξουν θεσμικά, και οικονομικά αν χρειαστεί, τις αισθητικά προβληματικές καλλιτεχνικές τους φιλοδοξίες. Και βέβαια το κύρος της συμφωνικής ορχήστρας δεν εκμεταλλεύθηκαν μόνο οι συνθέτες αλλά και οι μετονομασθέντες σε «ερμηνευτές» λαϊκοί τραγουδιστές, κυρίως παλαιάς κοπής, που οι δισκογραφικές τους εταιρίες έκριναν ότι έπρεπε πάση θυσία να κρατηθούν στο προσκήνιο (ασχέτως αν εντωμεταξύ έχασαν τη φωνή με την οποία τους προίκισε η φύση και μόνον αυτή). Μεγάλοι χαμένοι της υπόθεσης ήταν τόσο η συμφωνική ορχήστρα, που βίαια προσάρμοσε τις δυνατότητές της στο στενό ένδυμα της λαϊκότροπης μουσικής μορφής, όσο και η λαϊκή μουσική που δείχνει τόσο αταίριαστη στο «φράκο» της συμφωνικής της επένδυσης.
(γ) Η λαϊκή μουσική στην αίθουσα συναυλιών
Στην ελλαδική μουσική μας πραγματικότητα το λαϊκό και λαϊκότροπο τραγούδι εγκατέλειψε τις ταβέρνες και τα καπηλειά, ακόμα και τα γήπεδα και τους ανοικτούς χώρους και στρογγυλοκάθισε στους «ναούς» της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής για να επικυρώσει συμβολικά, για μία ακόμη φορά, την από καιρό επιβληθείσα κυριαρχία του. Μπαίνοντας στις αίθουσες συναυλιών, το λαϊκό τραγούδι είτε ακύρωσε εκ των πραγμάτων το στοιχείο που του έδινε ζωή, τη συμμετοχή δηλ. του ακροατηρίου, είτε στη χειρότερη περίπτωση μετέτρεψε τους χώρους στους οποίους δέσποσε σε κατάστηματα νυκτερινής διασκέδασης (σιγοτραγούδισμα, παλαμάκια κ.ο.κ.). Κέρδισε όμως και κάτι παραπάνω: να γίνει μουσικό έργο τέχνης, που αναπαράγεται από επαγγελματίες μουσικούς σε εξειδικευμένους χώρους και για ένα κοινό που υποτίθεται ότι το θαυμάζει για τις αισθητικές του αρετές.
Τελειώνοντας, ας γυρίσουμε στον λεξικογραφικό ορισμό του γάμου εξ αριστεράς χειρός ή μοργανατικού. Τυπικά ο γάμος αυτός είναι εφικτός: κανένας δεν εμποδίζει τον ευγενή να παντρευτεί γυναίκα κατώτερης τάξης· στη δική μας περίπτωση κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει ένα συνθέτη να συνενώσει λ.χ. το λαϊκότροπο μέλος με τη σύγχρονη έντεχνη ποίηση (άλλωστε το έχουν ήδη τολμήσει όχι μόνο με τον Ελύτη και το Σεφέρη, αλλά και με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη και άλλους). Υπάρχει όμως ένας όρος: οι απόγονοι ενός μοργανατικού γάμου δεν έχουν κανένα κληρονομικό δικαίωμα επί της περιουσίας και των προνομίων του πατρός τους· και το τίμημα αυτό καλούνται να αποδεχθούν τόσο ο ευγενής όσο και η λαϊκή σύζυγός του. Αναλόγως, τα καλλιτεχνικά προϊόντα των παντρεμάτων που περιγράψαμε παραπάνω, παρότι νόμιμα από τυπική άποψη, δεν μπορούν να εγείρουν αξιώσεις ισότιμης αισθητικής αναγνώρισης με τα από ουσιαστική άποψη νομιμοποιημένα. Αν η κοινωνική και καλλιτεχνική μας ευαισθησία θεωρεί απαράδεκτες τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές διακρίσεις, τότε ας θεωρήσει τουλάχιστον δίκαιο και θεμιτό κάθε χώρος στη μουσική να αναπτύσσει τη σχετική του αυτονομία και να μην επιδιώκει την καθυπόταξη των άλλων. Γιατί μια τέτοια καθυπόταξη έχει σιγά-σιγά συντελεσθεί εντός της νεοελληνικής μουσικής πραγματικότητας. Και τα αποτελέσματά της θα τα δούμε σύντομα σε όλο τους το εύρος.
(Το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση «Ελληνική μουσική κι Ευρώπη: Σχέση μονόδρομη ή αμφίδρομη;», που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών στο πλαίσιο του «Φεστιβάλ Εθελοντισμού Χωρίς Σύνορα. Έλληνας Πολίτης – Ευρωπαίος Πολίτης» και που έλαβε χώρα στο Athens Hilton στις 17 Δεκεμβρίου 2011)
Μάρκος Τσέτσος
mtsetsos@music.uoa.gr
(Δεκέμβριος 2011)
Τεχνική επμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας