GEORGE ENESCU
Ένας εμβληματικός Ρουμάνος μουσικός
Είμαι στο Βουκουρέστι και με εντυπωσιάζει από την πρώτη ώρα το πόσο και το πώς οι Ρουμάνοι τιμούν τον συνθέτη Ζορζ Ενέσκου, έχοντας δώσει το όνομά του σε δρόμους, μουσεία, κτήρια, πολιτιστικές δραστηριότητες και πολιτιστικά ιδρύματα. Φιλαρμονική Ζορζ Ενέσκου, φεστιβάλ Ζορζ Ενέσκου, Μουσείο, υποτροφίες… τιμούν επίσης την οικογένεια της συζύγου του, της Μαρίας Καντακουζηνού. Η οικογένεια των Καντακουζηνών (Cantacuzino) είναι παλαιά ιστορική οικογένεια πριγκίπων της Βλαχίας, που έχει τις ρίζες της στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό.
Ο πατέρας του μετέπειτα συνθέτη, Μολδαβός χωρικός, λατρεύει τη μουσική και διευθύνει χορωδίες, αλλά παίζει επίσης κιθάρα και συνοδεύει την καλλίφωνη σύζυγό του. Από τα οκτώ παιδιά τους επέζησε μόνον ο μετέπειτα συνθέτης, που γεννήθηκε το 1881. Ήταν από νωρίς πρόδηλα τα εξαιρετικά μουσικά προσόντα του μικρού. Ο πατέρας του τον οδήγησε στο Ωδείο του Ιασίου και αργότερα στη Βιέννη (1888-1894) όπου ο Georges Enescu μελέτησε βιολί με σπουδαίους καθηγητές. Tο παιδί-θαύμα, που ήταν τότε μόλις 12 ετών, με τις συναυλίες του, προκάλεσε σπουδαία σχόλια στον τύπο.
Μετά τη Βιέννη βρίσκεται στο Παρίσι, όπου συνεχίζει μουσικές σπουδές στο Ωδείο: σύνθεση με τον Jules Massenet και τον Gabriel Fauré, αντίστιξη με τον André Gedalge και βιολί με τον Martin Pierre Marsick. Καλλιεργεί ιδιαίτερη φιλία και πολύτιμες συνεργασίες με τους Alfred Cortot, Pablo Casals, Jacques Thibaud, Maurice Ravel, Jean Roger-Ducasse, Florent Schmitt και Paul Ducas.
Ο Enescu συνέθετε αδιάκοπα, μουσική δωματίου κυρίως και μελωδίες.
Σύχναζε στα σαλόνια του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της πριγκίπισσας Εlena Bibescos και ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη και στη Ρωσία. Στην πατρίδα του, τη Ρουμανία, τον υποδέχτηκαν ιδιαίτερα θερμά το 1913, όταν πήγε για να διευθύνει Richard Wagner, αποσπάσματα των Meistersinger και του Ταξιδιού του Siegfried στο Ρήνο.
Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο διευθύνει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, που δεν είχε ερμηνευτεί μέχρι τότε στο σύνολό της, στο Βουκουρέστι. Εκτός από πολλές φιλανθρωπικές συναυλίες για τον Ερυθρό Σταυρό και προσπάθειες να ιδρύσει την Φιλαρμονική ορχήστρα στο Iaşi, ο Enescu ολοκληρώνει μερικά σπουδαία έργα, όπως τη δεύτερη Σουίτα του για ορχήστρα (1915) και τη δεύτερη Συμφωνία του (1918), έργα στα οποία εκτιμάται ιδιαίτερα η πρωτοτυπία των ιδεών του. Εκείνη την εποχή μοιράζει το χρόνο μεταξύ Γαλλίας, της δεύτερης πατρίδας του, που τον ανακήρυξε μάλιστα Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1924) και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών (1929) και τη Ρουμανία, όπου συνάντησε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την περίφημη για την μόρφωση και την κοινωνική προσφορά πριγκίπισσα Μαρία Καντακουζηνού (Maria Cantacuzino).
O Enescu είναι ο ιδρυτής και ο πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου των Ρουμάνων Συνθετών. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε ως μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, Συνθετών και Εκδοτών της Γαλλίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παίζει με τον Leopold Stokowski, στην κεντρική Ευρώπη συνεργάζεται με τους πιο γνωστούς σολίστες και τις καλύτερες ορχήστρες. Από ένα χρονικό σημείο συνδέεται με θερμή φιλία με τον Béla Bartók. Έχει μια παροιμιώδη, καταπληκτική μουσική μνήμη για την οποία διηγούνται πολλές ιστορίες.
Ο Yehudi Menuhin μίλησε πολλές φορές για τον Enescu και την καθοριστική συνάντηση του με αυτόν. «Μου δίδαξε τα σπουδαιότερα πράγματα για τη μουσική και το βιολί με το παράδειγμα, όχι με πολλά λόγια! Είχε πηγαία ικανότητα να μετατρέπει τη γνώση σε ζωτικό μήνυμα, να δίνει μορφή στην αίσθηση, με άλλα λόγια έδινε ζωή στη μουσική. Μαθητές του υπήρξαν ο Christian Ferras, ο Ivry Gitlis, ο Arthur Grumiaux. Ήταν όμως και ο νονός του πιανίστα Ντίνου Lipatti. Ο πιανίστας τον ονόμαζε πνευματικό πατέρα.
Επέστρεψε στην πατρίδα του (η οποία τον τίμησε ανακηρύσσοντας τον μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, το 1932. Προσφέρει εκείνα τα χρόνια τεραστίας σημασίας έργο στην μουσική ζωή της Ρουμανίας. Ο ίδιος εμπράκτως βοηθάει και την σύγχρονη μουσική δημιουργία της εποχής, παίζοντας και διευθύνοντας έργα νέων συνθετών και αντιμετωπίζοντας με πάθος και δυναμισμό τις αντιρρήσεις και τον πόλεμο των συντηρητικών κύκλων που τον πολεμούν. Όταν η πολιτική κατάσταση ηρέμησε στην περιοχή, μετακάλεσε στο Βουκουρέστι μεγάλου κύρους σολίστες όπως τον βιολιστή David Oistrakh και τον πιανίστα Emil Gilels, τον Yehudi Menuhin και πολλούς ακόμα.
Το κομμουνιστικό καθεστώς τον ανάγκασε να αυτοεξοριστεί. Στο Παρίσι εκτέθηκε σε σοβαρά προβλήματα υγείας και δυσκολεύτηκε οικονομικά, αλλά παρέμεινε ενεργός, δεν έχασε το υπέροχο χιούμορ του, ούτε την ταπεινότητα του. Συνέχισε να παίζει και να συνθέτει.
Ο συνθέτης αναχώρησε τη νύχτα της 3 προς 4 Μαΐου 1955. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Père Lachaise (τομέας 68).
Ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του μπορεί να φωτίσει την κεντρική ιδέα της ζωής του: "Η τελειότητα που ενθουσιάζει τόσο πολλούς ανθρώπους, δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που έχει σημασία στην τέχνη είναι να δονείται να δονεί την ίδια στιγμή όλους τους άλλους. Γι’ αυτό εργάστηκα τόσο πολύ..."
ΑΚΟΥΣΤΕ:
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας