Για τα κριτήρια της μουσικής κριτικής την εποχή του διαδικτύου*
Του Μάρκου Τσέτσου
Στα λίγα που θα πω δεν θα αναφερθώ στα κριτήρια που χρησιμοποιούν ή πρέπει να χρησιμοποιούν οι μουσικοκριτικοί για να κρίνουν μουσικά έργα και εκτελέσεις, αλλά στα κριτήρια μιας καλής μουσικής κριτικής σήμερα, σε μια εποχή ιστορικά πρωτόγνωρης πρόσβασης σε ένα τεράστιο και ολοένα διευρυνόμενο απόθεμα μουσικών έργων, εκτελέσεων, πληροφοριών και σχολίων. Πριν προχωρήσω, ωστόσο, αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω έμφαση στην αναγκαιότητα της μουσικής κριτικής, μιας δραστηριότητας όχι πάντοτε και όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους μουσικούς, οι οποίοι πολλές φορές την αντιμετωπίζουν ως παράσιτο που τρέφεται από τους χυμούς της ζωντανής μουσικής δημιουργίας και αναδημιουργίας.
Τα μουσικά έργα και οι εκτελέσεις τους λοιπόν, δεν είναι φυσικά αντικείμενα αλλά προϊόντα επίδοσης στην παραγωγή και αναπαραγωγή μουσικής, ως ιδιαίτερης και αναντικατάστατης ανθρώπινης πολιτισμικής δραστηριότητας. Όπως κάθε προϊόν επίδοσης, εργαλείο, μηχάνημα, σύγγραμμα, θεσμός, ηθική πράξη, άθλημα κ.ο.κ., τα μουσικά έργα και οι εκτελέσεις τους είναι αντικείμενα κριτικής και η κριτική μια διαδικασία που αποσκοπεί στην αξιολόγηση, σε μία κρίση δηλαδή, που αποφαίνεται αν ένα εργαλείο, ένα μηχάνημα και, εν προκειμένω, ένα έργο ή μια εκτέλεση είναι καλά ή κακά στο σύνολο ή ως προς επιμέρους πτυχές τους. Με άλλα λόγια, η έννοια της κριτικής είναι συμφυής της έννοιας της επίδοσης και για το λόγο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαία. Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να αξιολογούν τις επιδόσεις τους σε ο,τιδήποτε παράγουν ή αναπαράγουν, δημιουργούν ή αναδημιουργούν. Προϊόν επίδοσης όμως είναι και η ίδια η κριτική, στο βαθμό που εκφέρεται δημόσια και απευθύνεται σε άλλους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν κάθε δικαίωμα να κρίνουν μια κριτική όπως ακριβώς κρίνουν μουσικά έργα και εκτελέσεις, μουσικά βιβλία και όργανα, μουσικούς θεσμούς και πολιτικές. Υπάρχουν λοιπόν δεσμευτικά κριτήρια κρίσης της μουσικής κριτικής, κι αν ναι, πώς θα μπορούσαμε να τα σκεφτούμε στη σημερινή εποχή, την εποχή του διαδικτύου; Ο περιορισμένος χρόνος δεν επιτρέπει να μακρηγορήσω, οπότε θα είμαι σύντομος.
Immanuel Kant
Η φιλοσοφική συζήτηση περί αξιολογικών κρίσεων, στις οποίες καταλήγουν και οι μουσικές κριτικές, προσφέρει τέσσερις τουλάχιστον κύριες δυνατότητες. Σύμφωνα με εκείνη την οποία διατύπωσε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant, καλή είναι μια καλλιτεχνική κριτική, εν προκειμένω μια μουσική κριτική, εφόσον εκφέρεται χωρίς σκοπιμότητα, εφόσον είναι ανιδιοτελής. Ο καλός κριτικός δε εκφέρει άποψη με γνώμονα προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες, επαγγελματικούς ανταγωνισμούς και συμφέροντα, φιλικές ή οικογενειακές σχέσεις, ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις ή προσωπικές αισθητικές προτιμήσεις, αλλά με αποκλειστικό γνώμονα τις αισθητικές αρετές του έργου ή της εκτέλεσης που κρίνονται, ανεξαρτήτως τάσης και ρεύματος. Και παρότι για τον Kant δεν υπάρχουν αντικειμενικά και δεσμευτικά αξιολογικά κριτήρια, όσο πιο ανιδιοτελείς και για το λόγο αυτό «καθαρές», όπως λέει, είναι οι κρίσεις, τόσο αυξάνει η πιθανότητα οι κριτικοί να συγκλίνουν τελικά στις κρίσεις τους για έργα και συνθέτες, εκτελέσεις και εκτελεστές.
David Hume
Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, εκείνη του Σκώτου φιλόσοφου David Hume, κάθε έργο και, στην περίπτωση της μουσικής, κάθε εκτέλεση έχουν αρετές και ελαττώματα τα οποία όμως δεν είναι σε θέση να ακούσουν όλοι οι ακροατές, παρά μόνον όσοι διαθέτουν «ισχυρή αίσθηση, ενωμένη με λεπταισθησία, βελτιωμένη από την εμπειρία, τελειοποιημένη από τη σύγκριση και απαλλαγμένη από κάθε προκατάληψη». Με άλλα λόγια, ο καλός κριτής πρέπει να ακούει καλά και προσεκτικά όσο γίνεται περισσότερες λεπτομέρειες, δομικές σχέσεις και ιδιότητες, να βελτιώνει το εύρος και το βάθος της ακρόασής του μέσα από την επαναλαμβανόμενη ακρόαση έργων και εκτελέσεων, να τελειοποιεί τούτη την ακρόαση μέσα από τη σύγκριση με άλλα έργα και άλλες εκτελέσεις και φυσικά – συμφωνώντας σε αυτό με τον Kant – να αναστοχάζεται πάνω στις προκαταλήψεις του προκειμένου να απαλλάσσεται από αυτές.
Monroe Beardsley
Η πρόταση του Αμερικανού φιλόσοφου Monroe Beardsley εστιάζει στην αισθητική εμπειρία. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ο καλύτερος σύμβουλος του καλού κριτικού είναι η εμπειρία που αποκομίζει από την επαφή του με τα μουσικά έργα και τις εκτελέσεις τους. Όσο πιο ενιαία, περιεκτική, πλούσια δηλαδή σε ποιότητες και αποχρώσεις, και έντονη είναι αυτή η εμπειρία, τόσο καλύτερα τα έργα ή οι εκτελέσεις που την προσφέρουν. Το πρόβλημα φυσικά με μια τέτοια πρόταση είναι ότι διαφορετικοί κριτές ενδέχεται να βιώνουν ίδιες ως προς την ενότητα, την περιεκτικότητα και την ένταση αισθητικές εμπειρίες απέναντι σε ανόμοια και ενίοτε άνισης καλλιτεχνικής αξίας έργα ή εκτελέσεις. Με άλλα λόγια, μια θεωρία της αισθητικής εμπειρίας δεν προσφέρει εγγυήσεις αντικειμενικότητας των κριτικών που βασίζονται σε αυτήν. Και η αντικειμενικότητα διασφαλίζεται με την έξοδο από την αισθητική εμπειρία και την στροφή προς τις αρετές ή τα ελαττώματα των ίδιων των έργων ή των εκτελέσεών τους.
Carl Dahlhaus
Η πρόταση του μεγάλου Γερμανού μουσικολόγου Carl Dahlhaus, τέλος, δίνει έμφαση στην ιστορική ενημερότητα της μουσικής κριτικής. Μια ιστορικά ενημερωμένη κριτική θα λάβει υπόψη ότι πριν από τον 19ο αιώνα βασικό κριτήριο καλλιτεχνικής αξίας ήταν η λειτουργικότητα των μουσικών έργων, το κατά πόσο καλά εξυπηρετούσαν τις διάφορες κοινωνικές χρήσεις τους. Καλή εκκλησιαστική μουσική ήταν εκείνη που προσέφερε την απαιτούμενη εκφραστική στήριξη στο θρησκευτικό κείμενο και καλή συμφωνική μουσική εκείνη που προσέφερε ψυχαγωγία σε ένα ακροατήριο κατά βάση αριστοκρατικό και σε κάθε περίπτωση μορφωμένο. Μόνο κατά τον 19ο αιώνα, με την είσοδο τη μουσικής στη δημόσια σφαίρα και στα αστικά στρώματα, τα κριτήρια καλλιτεχνικής αξίας γίνονται αμιγώς αισθητικά και τα μουσικά έργα ή οι εκτελέσεις τους κρίνονται για αυτό που είναι και όχι για εκείνο που εξυπηρετούν. Στην περίπτωση της νέας μουσικής, τέλος, βασικό κριτήριο γίνεται η συμβολή των έργων και των εκτελέσεων στην εξέλιξη της μουσικοσυνθετικής τεχνικής, αφενός, και της ερμηνευτικής ανάδειξης των δομικών διαστάσεων των έργων, αφετέρου. Πρότυπο μιας τέτοιας κριτικής στάσης υπήρξε, φυσικά, ο Γερμανός φιλόσοφος Theodor Adorno. Σύμφωνα λοιπόν με την πρόταση του Dahlhaus, ο ιστορικά ενημερωμένος κριτικός δεν θα πρέπει να κρίνει τη μουσική προ του 19ου αιώνα με γνώμονα την αισθητική ή ιστορική της αξία αφαιρώντας από τη λειτουργική, ούτε όμως και τη μουσική του 20ού και του 21ου αιώνα με γνώμονα τη λειτουργική ή την αισθητική της αξία αφαιρώντας από την ιστορική. Φυσικά, στη μεταμοντέρνα κατάσταση ακυρώνεται και αυτή η συνθήκη και τα κριτήρια σχετικοποιούνται στο σύνολό τους.
Theodor Adorno
Αν με ρωτούσατε ποιαν από τις παραπάνω τέσσερις προτάσεις καλής κριτικής θα προτιμούσα, θα σας έλεγα εκείνη του David Hume. Θεωρώ πως τα έργα και οι εκτελέσεις τους βρίθουν από αρετές ή και ελαττώματα τα οποία η προσεκτική και βελτιωμένη από την εμπειρία, τη σύγκριση και τη γνώση ακρόαση μπορεί να αναδείξει και να κατονομάσει. Πιστεύω επίσης ότι η κριτική δεν χρειάζεται, σήμερα ειδικά, να επικαλείται, οιονεί δογματικά, ένα κλειστό σύνολο κριτηρίων, αλλά να ανοίγεται στο καινούργιο, να προσπαθεί να κατανοεί την αισθητική σκοπιμότητα καινοφανών καλλιτεχνικών ιδιοτήτων, έχοντας ωστόσο πάντοτε κατά νου ότι δεν είναι όλα τα έργα ή όλες οι εκτελέσεις εξίσου πλούσιες σε καλλιτεχνικές ιδιότητες, παλιές ή νέες. Και ενδεχομένως αυτό είναι και το καθοριστικό κριτήριο καλλιτεχνικής αξίας, όπως τουλάχιστον υποστηρίζω στο βιβλίο μου Το μουσικό αγαθό (Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2020).
Πώς σχετίζονται τα παραπάνω με την εποχή του διαδικτύου; Πρώτα απ' όλα, το διαδίκτυο προσφέρει πρόσβαση από το σπίτι, χωρίς την ανάγκη δαπανηρών και χρονοβόρων μετακινήσεων δηλαδή, σε βασικές αν μη τι άλλο πληροφορίες γύρω από έργα, συνθέτες και εκτελεστές, πρόσβαση σε ρεπερτόρια και τεκμήρια δυσπρόσιτα σε χώρες της περιφέρειας με ανεπαρκείς υποδομές σε βιβλιοθήκες και συναυλιακούς χώρους όπως η Ελλάδα και, τέλος, πρόσβαση σε παρτιτούρες, για όσους τουλάχιστον μουσικοκριτικούς ξέρουν να τις διαβάζουν. Όλα αυτά συμβάλλουν στον εμπλουτισμό και την εμβάθυνση της μουσικής εμπειρίας και γνώσης που απαιτούνται για τη διατύπωση καλών, δηλαδή εμπεριστατωμένων, πειστικών και δεσμευτικών κρίσεων για έργα και εκτελέσεις. Ενδεχομένως ακόμα πιο σημαντική είναι η συμβολή του διαδικτύου στην ανάρτηση εκτενών και ενδελεχώς επεξεργασμένων κριτικών σε ιστοσελίδες μουσικής κριτικής, όπου δεν ισχύουν οι ολοένα και πιο ασφυκτικοί περιορισμοί χώρου των έντυπων μέσων. Κατά την ταπεινή μου άποψη η μουσική κριτική έχει εξασφαλίσει σήμερα περισσότερο από ποτέ τους όρους μιας αναβάθμισής της. Εναπόκειται στην προαίρεση των μουσικοκριτικών η αξιοποίηση αυτών των όρων ενόψει ενός κοινωνικά χρήσιμου σκοπού.
*Κείμενο εισήγησης στην ημερίδα «Η Κριτική στην Εποχή του Διδικτύου» που διοργάνωσε το Σωματείο Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου & Χορού και πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουνίου του 2024.
Μάρκος Τσέτσος
Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.
Ιούνιος 2024
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Το περιεχόμενο του κειμένου, το φωτογραφικό, βιντεογραφικό ή ηχητικό υλικό καθώς και η επιμέλεια του άρθρου είναι ευθύνη του συγγραφέα)
Το TaR, εκπληρώνοντας το όραμα του ιδρυτή του Νότη Μαυρουδή (1945-2023), συνεχίζει να λειτουργεί ως μία ελεύθερη και αυστηρά μη κερδοσκοπική μουσική διαδικτυακή κοινότητα, που βασίζεται αποκλειστικά στην εθελοντική εργασία και στην εγκυρότητα των συνεργατών του. Δεν απασχολεί επαγγελματίες δημοσιογράφους, διορθωτές κλπ, άρα δεν έχει την υποδομή και τους πόρους ώστε να ελέγχει την ακρίβεια των πληροφοριών και την πνευματική ιδιοκτησία του υλικού που παρατίθεται (κειμένου, εικόνων, βίντεο, ηχογραφήσεων κλπ). Βασίζεται αποκλειστικά στην καλή πίστη του αρθρογράφου, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος για τις απόψεις του και για το υλικό που επιλέγει, από το προσωπικό του αρχείο. Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι θίγεται από την χρήση πληροφοριών και υλικού παρακαλείται να το δηλώσει άμεσα ώστε να γίνει άμεση διόρθωση (tar.onlinemag@gmail.com). Το TaR έχει ως στόχο να στηρίξει την ποιοτική μουσική δημιουργία κι όχι να θίξει με οποιονδήποτε τρόπο τους δημιουργούς και το έργο τους. Επίσης, η πληροφόρηση που το TaR παρέχει σχετικά με συναυλίες, εκδόσεις, σεμινάρια, διαγωνισμούς, φεστιβάλ κλπ εξαρτάται αποκλειστικά από τις πληροφορίες που παρέχουν οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες και το TaR τις δημοσιεύει πάντα "καλή τη πίστει". Το TaR δεν φέρει ευθύνη για πιθανές ανακρίβειες και βασίζεται στην βοήθεια των αναγνωστών ώστε να διορθώνονται τα όποια προβλήματα. Διαχειριστής: Κώστας Γρηγορέας Ιδρυτής: Νότης Μαυρουδής |