[σκληρό… barock & κυκλοφορίες]
ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ J. S. BACH
Σκέψεις επ΄ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου βιβλίου με μεταγραφές για δύο κιθάρες
επιλεγμένων έργων μουσικής μπαρόκ.
Μετά από μακρά κυοφορία, πλησιάζει στη γέννησή της η σειρά μεταγραφών - διασκευών, για μία ή δύο κιθάρες, έργων από την Αναγεννησιακή και Μπαρόκ φιλολογία. Το πρώτο βιβλίο περιλαμβάνει δύο αγαπημένα έργα του J.S. Bach, την Σουίτα σε Μί ελάσσονα BWV 996 και το "Πρελούδιο-Φούγκα-Αλλέγκρο" BWV 998, σε μεταφορά για δύο κιθάρες, ενώ το δεύτερο μιά επιλογή έργων του Francesco da Milano για σόλο κιθάρα (με την εξαίρεση ενός κανόνα για δύο). Υπάρχουν ακόμα και άλλα ενδιαφέροντα, πιστεύω, έργα που αναμένουν τη σειρά τους.
Πρόκειται για χρηστικές εκδόσεις, που δεν έχουν τη φιλοδοξία να αποτελέσουν μιά πλήρη μουσικολογική ανάλυση η οποία είναι δουλειά των ειδικευμένων επιστημόνων. Όμως, ο πρόλογος του κάθε βιβλίου, περιέχει κατά το δυνατόν συνοπτικά όλα τα απαραίτητα για τον αναγνώστη-ερμηνευτή βοηθητικά στοιχεία, απεικονίζοντας ταυτόχρονα την άποψή μου για το τι πρέπει να περιλαμβάνει ο πρόλογος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ελπίζω πως οι αναγνώστες του θα τον κρίνουν ως ουσιώδη και περιεκτικό.
Ο πρόλογος του πρώτου αυτού βιβλίου αποτελείται από έξι μικρά κεφάλαια, που τιτλοφορούνται κατά σειρά: I. Ο συνθέτης, II. Tα όργανα, III. Oι "Σουίτες για Λαούτο", IV. Γιατί δύο κιθάρες;, V. Oι μεταγραφές και VI. Τα έργα. Στο παρόν άρθρο δημοσιεύονται τα τέσσερα πρώτα, αφήνοντας τα δύο επόμενα που επεξηγούν πιο συγκεκριμένα τα επιμέρους στοιχεία της έκδοσης και των έργων για όσους ενδιαφερθούν να την αποκτήσουν. Τέλος, ας μου επιτραπεί να υπερηφανευτώ ότι κατέβαλα ιδιαίτερη προσπάθεια να είναι εύχρηστη και η ίδια η μορφή του βιβλίου που θα είναι δεμένο με σπιράλ ώστε να ανοίγει ανεμπόδιστα στο αναλόγιο και θα περιλαμβάνει πτυσσόμενες σελίδες όπου είναι απαραίτητο, ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν τα γυρίσματα σε ακατάλληλα σημεία κατά την μελέτη ή εκτέλεση σε κοινό.
Στόχος και ευχή μου είναι μέσα από αυτές τις εκδόσεις οι κιθαριστές όχι μόνο να πλησιάσουν στην κατανόηση των συγκεκριμένων έργων, αλλά και να "μπολιαστούν" με την νοοτροπίοα μιάς περισσότερο συνειδητής και αναλυτικής προσέγγισης των μουσικών κειμένων εν γένει.
I. Ο συνθέτης
"Η συνεχιζόμενη ζωτικότητα της μουσικής του δεν μπορεί εύκολα να αποτιμηθεί με λίγα λόγια, αλλά ανάμεσα στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της που ξεχωρίζουν είναι τα συμπυκνωμένα και προσωπικού ύφους θέματα, η κοπιώδης μουσική εφευρετικότητα, η ισορροπία ανάμεσα στα αρμονικά και αντιστικτικά στοιχεία, η δύναμη του ρυθμού, η καθαρότητα της μορφής, το μεγαλείο των αναλογιών, η ευφάνταστη χρήση εικόνων και συμβόλων, η ένταση της εκφραστικότητας, ελεγχόμενη πάντα από μιά κεντρική αρχιτεκτονική ιδέα, και η τεχνική τελειότητα της κάθε λεπτομέρειας". (C.Palisca-D.J.Grout, Ιστορία της Δυτικής μουσικής, εκδ. Νorton, 4η έκδοση, Λονδίνο 1988)
Περιττό να επαναλάβουμε την γνωστή (αν και όχι πλήρη στις λεπτομέρειες) βιογραφία τού - πιθανώς - μεγαλύτερου συνθέτη όλων των εποχών. Όσον αφορά τη μουσική του γλώσσα, ενώ από τη μιά μεριά ακολουθεί όλους τους κώδικες και τα στερεότυπα του καιρού του, είναι ταυτόχρονα τόσο μεγαλοφυής ώστε αποκαλύπτει και δυνατότητές τους που ήταν ώς τότε αφανείς. Όσον αφορά την προσωπικότητά του, ίσως το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι έζησε μιά λιτή, πιεσμένη ζωή, δουλεύοντας ακατάπαυστα, άλλοτε εις δόξαν Κυρίου και άλλοτε κατ' επιταγή του κυρίου-εργοδότη του, παράγοντας με εκπληκτικούς ρυθμούς αριστουργήματα. Ήταν πρωτίστως οργανίστας και τσεμπαλίστας και η φήμη του ως δεξιοτέχνη και αυτοσχεδιαστή τής πιο πολύπλοκης πολυφωνίας ήταν σχεδόν μυθική, παρότι το συνθετικό του στυλ εθεωρείτο από τους συγχρόνους του υπερβολικά λόγιο και συντηρητικό ή "εκτός μόδας" - καθώς όπως πάντα το ευρύ κοινό ψάχνει για κάτι πιο ελαφρύ και εύπεπτο. Έγραψε μουσική σχεδόν κάθε είδους εκτός από Όπερα, πάντοτε υψηλής ποιότητας και ιδιαίτερων τεχνικών απαιτήσεων. Χωρίς να επιδιώκει ως αυτοσκοπό την πρωτοτυπία, συγκέντρωσε όλα τα ώς τότε γνωστά ποιοτικά στοιχεία της μουσικής και τα αναγέννησε σ' ένα δικό του ιδίωμα που είναι ταυτόχρονα γερά στερεωμένο στο παρελθόν και πολύ μπροστά από την εποχή του, γεμάτο από πρωτότυπες ιδέες, με αποτέλεσμα να επηρεάσει όσο κανείς τους σπουδαιότερους συνθέτες των επομένων γενεών. Σήμερα, είναι ίσως ο συνθέτης που, περισσότερο από κάθε άλλον, δυσκολεύει τους μελετητές του να βρουν στο έργο του την παραμικρή ατέλεια, πόσο μάλλον έστω και μια σελίδα δεύτερης ποιότητας που να μην είναι αντάξιά του.
Από όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του, δεν προκύπτει καμμιά ένδειξη ότι φανταζόταν την επίδραση που θα είχε το έργο του σε βάθος χρόνου. Ένας μουσικός αυτού του βεληνεκούς προφανώς θα είχε επίγνωση της αξίας του και ίσως και κάποια πικρία που δεν μπόρεσε ποτέ όπως άλλοι να αποκτήσει οικονομική άνεση, αλλά μάλλον δεν προέβλεψε ποτέ ότι θα αποτελούσε το μεγαλύτερο και απαιτητικότερο σχολείο για τους μουσικούς σ' όλο τον πλανήτη, αιώνες μετά το θάνατό του.
II. Tα όργανα
Tο λαούτο υπήρξε επί αιώνες το κυρίαρχο όργανο στην Eυρώπη, με τον ίδιο τρόπο που κυριαρχούν σήμερα το πιάνο και το βιολί. Ήταν το όργανο που συνόδευε κάθε είδους μουσική, τραγούδια και χορό. Οι πιο μακρινοί του πρόγονοι, τα πρώτα νυκτά έγχορδα με την χαρακτηριστική κατασκευή που αποτελείται από σκάφος, μπράτσο και χορδές που παίζονταν με φτερό - όπως σήμερα το λαγούτο στα Ελληνικά νησιά, φαίνεται πως γεννήθηκαν στη Μεσοποταμία πριν 4.000 χρόνια. Ο άμεσος πρόγονος του Ευρωπαϊκού λαούτου είναι το ούτι, που πέρασε στην Ευρώπη τον 8ο αιώνα μέσω της Αραβικής κτήσης της Ιβηρικής. Είναι και ονοματοδότης του, αφού από αναγραμματισμό του Aραβικού al ud (=το ξύλο) προέκυψε το Iσπανικό laùd.
Mε το πέρασμα του χρόνου και την εξέλιξη της μουσικής, απέκτησε περισσότερες χορδές και διαφορετική τεχνική στην παραγωγή του ήχου, με χρήση των δακτύλων αντί της πένας· έτσι, εξελίχθηκε σε πολυφωνικό όργανο, κατάλληλο για αντιστικτική συνοδεία αλλά και σολιστική παρουσία. Tο συναντάμε σε πολυάριθμους τύπους και ποικίλα μεγέθη, με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους ως προς την κατασκευή του οργάνου και των χορδών, το κούρδισμα και την τεχνική. Πρωταγωνίστησε στη μουσική μέχρι τον 18ο αιώνα, στη διάρκεια του οποίου η σημασία του έφθινε σταδιακά ώσπου να σβήσει εντελώς.
Στην Γερμανία και την Γαλλία του ώριμου μπαρόκ, ο τύπος που επικράτησε είχε 13-14 διπλές επί το πλείστον (με την εξαίρεση των δύο πρώτων) χορδές, σε ένα ιδιότυπο κούρδισμα που βασίζεται περισσότερο στα διαστήματα 3ης παρά 4ης - για την ακρίβεια, φα΄- ρε΄- λα - φα - ρε - Λα στις πρώτες έξι (συγχορδία ρε μινόρε) και μιά διατονική οκτάβα από Σολ έως Λα΄ ή Σολ΄ στις υπόλοιπες. Το κούρδισμα αυτό το καθιστά όργανο μοναδικό ακόμα και μέσα στα όρια της στενής οικογένειας, περιορίζοντας τους συνθέτες που μπορούσαν να γράψουν γι' αυτό μόνο σε όσους ήταν οι ίδιοι γνώστες της τεχνικής του. Ήδη από τον 17ο αιώνα, η οργανική μουσική κερδίζει έδαφος έναντι της φωνητικής και οι συνθέτες προτιμούν να γράφουν περισσότερο ιδιωματικά για τα διάφορα όργανα, εκμεταλλευόμενοι δηλαδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους - κάτι που επομένως δεν μπορούσε να ισχύει για την σχέση του Bach με το λαούτο, τουλάχιστον όχι χωρίς την, διαπιστωμένη άλλωστε, συνεργασία με τους "ειδικούς", δηλαδή λαουτίστες. Ίσως ο ελάχιστος αριθμός των συνθέσεών του για το όργανο αυτό, παρά την σημαντική θέση που κατείχε ακόμη την εποχή εκείνη στον κόσμο της μουσικής, να είναι ακριβώς αποτέλεσμα των πολλών ιδιαιτεροτήτων του.
Το τσέμπαλο, σε αντίθεση με την αρχαιότατη καταγωγή του λαούτου, εφευρέθηκε προς το τέλος του 14ου αιώνα - καταγόμενο έμμεσα, ως νυκτό, από το ψαλτήρι και το κανονάκι, με την καθοριστική διαφορά της χρήσης μηχανισμού και πλήκτρων. Πέρασε πολλά στάδια εξέλιξης, εμφανίζοντας σημαντική ποικιλία τύπων και μεγεθών. Στην εξελιγμένη μορφή του μπορεί να παρομοιαστεί με μιά οριζόντια χρωματική άρπα που αντί να παίζεται με τα νύχια των χεριών χρησιμοποιεί τεχνητά που κινούνται με πληκτρολόγιο. Διαθέτει, αναλόγως του τύπου του, έως και τρεις πλήρεις ομάδες χορδών, δύο πληκτρολόγια και βοηθητικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν στον εκτελεστή να διαφοροποιεί τόσο το ηχόχρωμα όσο και την ένταση του οργάνου. Ως προς τα άλλα πληκτροφόρα, παρότι χρησιμοποιούν την ίδια παρτιτούρα (με την εξαίρεση όσων έργων για όργανο έχουν πεντάλ), το πληκτρολόγιο είναι το μοναδικό κοινό τους στοιχείο. Η φύση του ήχου είναι εντελώς διαφορετική στο καθένα: στο μεν εκκλησιαστικό όργανο που είναι πνευστό ο ήχος παράγεται από αυλούς, στο δε (μεταγενέστερο) φορτεπιάνο από κρούση των χορδών. Ο νυκτός ήχος του τσέμπαλου είναι επομένως συγγενικός όχι με αυτά τα πληκτροφόρα, αλλά με τα νυκτά όπως η άρπα, το λαούτο και η κιθάρα, προς τα οποία η μεταφορά της μουσικής γίνεται χωρίς ιδιαίτερες υφολογικές διαφοροποιήσεις. Στη διάρκεια της Αναγέννησης, μάλιστα, ώς τον 17ο αιώνα της ιδιωματικής γραφής, τσέμπαλο, άρπα και λαούτο είχαν κάποιο μέρος του ρεπερτορίου τους κοινό.
III. Oι "Σουίτες για Λαούτο"
Η αρίθμηση από 1 έως 4 των έργων που αποκαλούνται "σουίτες για λαούτο" και αντιστοιχούν στα έργα με αριθμό καταλόγου BWV 996, 997, 995 και 1006a, είναι εντελώς αυθαίρετη και δεν απαντάται πουθενά εκτός της κιθαριστικής βιβλιογραφίας. Απ' αυτά, μόνον μέρη του ενός, της σουίτας BWV 997 σε ντο ελάσσονα προορίζονταν εξ όσων γνωρίζουμε αποκλειστικά για το λαούτο. Η 995 είναι μεταγραφή της 1011 για σόλο βιολοντσέλο και η 1006a της 1006 για σόλο βιολί, ενώ η 996 είναι κατά πάσα πιθανότητα γραμμένη για ένα τύπο τσέμπαλου με εντέρινες χορδές, το Lautenwerk. Σύμφωνα με πηγές της εποχής, το όργανο αυτό μπορούσε με τις κατάλληλες ρυθμίσεις (και το κατάλληλο παίξιμο, προφανώς) να ξεγελάσει με τον ήχο του και επαγγελματία λαουτίστα. Στην άποψη ότι το έργο είναι γραμμένο για το Lautenwerk συνηγορεί η ίδια η υφή του, με την πυκνή αντίστιξη και τις 4φωνες συγχορδίες σε στενή θέση στις χαμηλές περιοχές που είναι εξαιρετικά δύσκολο να παιχτούν αυτούσιες στο λαούτο (ενώ στην κιθάρα εντελώς αδύνατο). Όσο για το Preludio-Fuga-Allegro, όπως συνηθίσαμε να το λέμε, BWV 998, σώζεται σε χειρόγραφο του Bach με την ένδειξη "για το τσέμπαλο ή το λαούτο", σε συνέχεια της παλιάς πρακτικής του κοινού ρεπερτορίου που ανέφερα πιο πάνω. Τα έργα αυτά, κάπως μεμονωμένα στον όγκο του έργου του συνθέτη δεν έχουν τύχει της προσοχής που θα τους άξιζε από τους μουσικολόγους-αναλυτές, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα έργα για σόλο τσέμπαλο, βιολί και τσέλο. Ωστόσο, είναι πραγματικά αριστουργήματα και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους πολυαναλυμένους "συγγενείς" τους. Οι ελλείψεις αυτές στην έρευνα και την ανάλυση ακολουθούν μέχρι σήμερα και τους κιθαριστές, που δείχνουν ελάχιστη επιλεκτικότητα απέναντι στις διασκευές που χρησιμοποιούν και σχεδόν ποτέ δεν ανατρέχουν στα αυθεντικά κείμενα. Η μεταφορά της μουσικής του Βach στην κιθάρα απαιτεί συνδυασμό γνώσης του οργάνου, της μουσικής γλώσσας του Μπαρόκ και ιδιαίτερης μελέτης του έργου του Bach. Η παρούσα έκδοση δεν φιλοδοξεί βεβαίως να είναι μιά πλήρης μουσικολογική ανάλυση, αλλά ένας οδηγός για την κατανόηση και ερμηνεία αυτών των σπουδαίων έργων.
IV. Γιατί δύο κιθάρες;
Είμαι σίγουρος ότι πολλοί κιθαριστές θα διαφωνήσουν ή θα αναρωτηθούν ποιό το νόημα της μεταφοράς σε δύο κιθάρες έργων που ήδη έχουν μεταγραφεί για μία. Ο κυριώτερος (και επαρκής από μόνος του) λόγος είναι ότι μόνο έτσι μπορούν να ακουστούν όπως πρέπει! Θεωρώ δεδομένο ότι προέχει ο σεβασμός του κειμένου και των προθέσεων του συνθέτη. Στις σολιστικές μεταγραφές που υπάρχουν γίνονται αναγκαστικά πάρα πολλοί συμβιβασμοί: τόσο σε νότες, αφού πολλές παραλείπονται ή αλλάζουν οκτάβα αλλοιώνοντας τις φράσεις και καταστρέφοντας την πολυφωνία, όσο και στα tempi που είναι ζωτικής σημασίας, ιδίως σε κάποια γρήγορα μέρη που δεν μπορούν να έχουν τη ζωντάνια του ρυθμού και την ομαλή ροή που χρειάζονται, παιγμένα σε μία κιθάρα. Εάν προσπαθήσει κανείς να αποφύγει τους περισσότερους απ' αυτούς τους συμβιβασμούς, θα οδηγηθεί σε αρκετές περιπτώσεις σε "ακροβατικές" λύσεις που δίνουν δυσανάλογα μικρή βελτίωση στο ηχητικό αποτέλεσμα σε σχέση με την προσπάθεια που απαιτούν. Αντιθέτως, το μοίρασμα των φωνών στα δύο όργανα κάνει πολύ πιο ξεκάθαρο το πολυφωνικό κείμενο, απελευθερώνει το ρυθμό, αφήνει περιθώρια για προσθήκη ποικιλμάτων και επιτρέπει σωστές επιλογές στο φραζάρισμα και τη δακτυλοθεσία, που είναι αδύνατο να γίνουν στη σολιστική εκδοχή.
Υπάρχει επίσης και παιδαγωγική σκοπιμότητα, αφού οι σπουδαστές της κιθάρας θα μπορούν να προσεγγίσουν τουλάχιστον κάποια μέρη των έργων αυτών σε πρωιμότερο στάδιο των σπουδών τους, κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένης της φτώχειας του κιθαριστικού ρεπερτορίου σε πολύ σημαντικούς συνθέτες. Τέλος, οι κιθαριστές υποφέρουν έτσι κι αλλιώς (ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούν ή δεν το παραδέχονται) από απομονωτισμό και δεξιοτεχνικό ανταγωνισμό και τους χρειάζονται οι ευκαιρίες να ξεφεύγουν από αυτόν μέσα από συνεργασίες.
Νίκος Παναγιωτίδης
(Ιούλιος 2010)
nikpanlt@yahoo.gr
BLOG: http://panagiotidistar.wordpress.com/
Επιμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας