Μια υπέροχη μουσική βραδιά είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η πιανίστα Έφη Αγραφιώτη, σε ένα απολαυστικό και ‘γεμάτο’ ρεσιτάλ, εμφατικά μας υπενθύμισε τη μαγεία του να είναι η μουσική ο πρωταγωνιστής. Κάτι που παγκοσμίως δεν είναι πλέον και τόσο αυτονόητο, ακόμα και σε αυτού του είδους τις συναυλιακές αίθουσες, οι οποίες (ας μην ξεχνάμε) για αυτόν ακριβώς το σκοπό είναι αισθητικά, αλλά και τεχνικά, προορισμένες.
Αντί άλλων σχολίων παραθέτω το ενδιαφέρον σημείωμα της Αγραφιώτη στο πρόγραμμα του ρεσιτάλ (κλικ εδώ) και παραδίδω τη 'σκυτάλη' στον, ειδικότερο από εμένα, πιανίστα και συνθέτη Παναγιώτη Θεοδοσίου.
Κώστας Γρηγορέας
Για το ρεσιτάλ πιάνου της Έφης Αγραφιώτη
«ΑΠΟ ΤΟΝ J.S. BACH ΣΤΟΝ C. FRANCK»
(30 Νοεμβρίου 2011 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών)
Δεν αποτελεί έκπληξη η ζωντανή πραγμάτωση της εκφραστικής ωριμότητας ενός καλλιτέχνη, όταν αυτή αποτελεί την φυσική απόρροια μιας πλούσιας, γνήσιας και κατά πάντα δημιουργικής πορείας. Όταν βέβαια ο καλλιτέχνης αυτός είναι η πιανίστα Έφη Αγραφιώτη, και η πραγμάτωση ήταν το ρεσιτάλ που έδωσε την προηγούμενη εβδομάδα στην αίθουσα «Δ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, τότε η παραπάνω δήλωση βρίσκει την καθαρή εφαρμογή της.
Από τον J.S Bach στον C. Franck και ανάμεσα τους οι Robert και Clara Schumann, ο Gabriel Faure, ο Claude Debussy και ο George Gershwin. Θεματικός άξονας, το τρίπτυχο «Πρελούδιο, Χορικό και Φούγκα». Ένα ταξίδι στους τελευταίους αιώνες της ευρωπαϊκής μουσικής με τον χαρακτηριστικό ελάσσονα τρόπο να διατρέχει όλα τα έργα του ρεσιτάλ. Από το αυστηρό ύφος του πολυφωνικού baroque του 18ου αιώνα στον μεστό ομοφωνικό ρομαντισμό των μέσων του 19ου, στον αισθησιασμό του ήχου στο κατώφλι του 20ο αιώνα και στην jazz του μεσοπολέμου.
Όσοι από μας βρέθηκαν εκεί τη βραδιά εκείνη μοιράστηκαν σίγουρα τη συγκίνηση μιας ερμηνείας γεμάτης πάθος και λυρισμό, αλλά και μιας ισορροπίας μοιρασμένης εξίσου ανάμεσα στην πιστότητα του μουσικού κειμένου και την ποιητική πρωτοτυπία. Είναι αλήθεια ότι η Έφη Αγραφιώτη δεν διαλαλεί τη μουσική της πορεία. Ούτε την μαθητεία της σε κύκλους σεμιναρίων και μαθημάτων πλάι στον A.B. Michelangeli ή τον C. Arrau, τον Nikita Magaloff, τον Αχιλλέα Κολάση, την Νικολάγιεβα Βασίλιεβνα και τον Guido Agosti. Το πάθος για τη γνώση της μουσικής βέβαια είναι σε όλους μας το πιο γνωστό της χαρακτηριστικό.
ADAGIO Bach's Sonata in F minor for violin & continuo, BWV 1018) by EFI AGRAFIOTI
Η ίδια η ερμηνευτική πράξη ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα της παρουσίασης του προγράμματος στάθηκε μάρτυρας του καλλιτεχνικού εύρους της ελληνίδας σολίστ. Τα μάλλον άγνωστα πρελούδια του G. Faure έργο 102 του 1909 άνοιξαν το ρεσιτάλ οδηγώντας μας με διακριτικότητα στον πράο, αλλά γεμάτο δύναμη και φαντασία ηχητικό κόσμο του Γάλλου συνθέτη. Η Toccata αρ. 5 σε μι ελάσσονα BWV 914 του 1710 με την καταληκτική φούγκα του Γερμανού κάντορα μαζί με το χορικό πρελούδιο “Nun komm’ der Heiden Heiland” BWV 659 έτσι όπως το επεξεργάστηκε ο F. Busoni μας θύμισαν με τον αντιπροσωπευτικότερο τρόπο την καταγωγή τόσο του πρελουδίου, όσο του χορικού και της φούγκας. Στο μέσον του πρώτου μέρους μια μοντέρνα πινελιά μέσα από τους ήχους του ιδιαίτερα κινητικού πρελουδίου (“assex anime et tres rythme”) από την περίφημη σουίτα για πιάνο των ετών 1901 – 1902 του C. Debussy (εδώ η μνήμη δεν μπορεί να μην ανακαλέσει αυτόματα τον Michelangeli…). Στη συνέχεια δύο από τα «Επτά κομμάτια σε φόρμα φουγκέττας» έργο 126 του 1853 καθώς και το «Πρελούδιο και Φούγκα» έργο 16, αρ.1 του 1845 των Schumann (του Robert ή της Clara - μικρή ούτως η άλλως η διαφορά), αναβίωσαν το τόσο χαρακτηριστικό ύφος των «επιγόνων» με μια γνήσια και πρωτογενώς ρομαντική έκφραση ενώ το 1ο από τα γνώριμα «Τρία Πρελούδια για πιάνο» του 1926 του G. Gershwin αποτέλεσε μια διασκεδαστική ανάπαυλα, ανάμεσα στις ελάσσονες και παράλληλα μεγαλειώδης θλίψεις των υπόλοιπων έργων του πρώτου μέρους.
Rachmaninov-Etude - Tableau no 6. Effie Agrafioti by EFI AGRAFIOTI
Στο δεύτερο, δύο έργα δέσποζαν με το αισθητικό ανάστημα, αλλά και με τη διάρκεια τους. Η πολυσυζητημένη Χρωματική Φαντασία και Φούγκα BWV 903 των ετών 1717 – 1723 του J.S Bach και το πιο αντιπροσωπευτικό έργο της βραδιάς, που δίνει και το γενικό τίτλο στο πρόγραμμα, το «Πρελούδιο, Χορικό και Φούγκα» σύνθεση του 1884, του C. Franck.
Και τα δύο ερμηνεύτηκαν με μια αφοπλιστική απλότητα, από αυτές που ώθησαν έναν Arrau να μιλήσει για «…μια μεγαλειώδη αποτύπωση του εκφραστικού μεγαλείου του απλού…». Το έργο του Bach στάθηκε σαν στέρεο και συμπαγές οικοδόμημα που αγκαλιάζει (σχεδόν ευλογεί κατανυκτικά, αλλά και με την απαιτούμενη αυστηρότητα) τον επισκέπτη – ακροατή του. Από την άλλη ο Franck με το τριμερές -«χρωματικό» επίσης- μνημειώδες έργο του οδήγησε την σολίστ στο έπακρο της ερμηνευτικής της ισχύος κλιμακώνοντας λεπτό προς λεπτό την εκφραστική της δύναμη ως την τελευταία σελίδα του.
Ύστατη έκπληξη, η Bagatelle n.26 (που δεν είναι άλλη από το περίφημο “Fur Elise”) του L. v. Beethoven αφιερωμένη από την σολίστα στους μικρούς ακροατές της βραδιάς. Κι ήταν τόσο παρήγορο που η αίθουσα Δ. Μητρόπουλος υποδέχτηκε εκείνο το βράδυ πολλούς νέους και πολύ νέους σε ηλικία ακροατές.
Κάπως έτσι έκλεισε ο κύκλος της μουσικής αυτής συνάντησης. Από τον Faure που δεν γνωρίζαμε, στον Beethoven που νομίζαμε ότι γνωρίζαμε…
Θεοδοσίου Παναγιώτης
panagiotis.theodossiou@gmail.com
(Δεκέμβριος 2011)
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας