Για τον Δάσκαλό μου Νότη Μαυρουδή
Οι αναμνήσεις μιας μαθήτριας
Στο μέσο μιας εκδρομής ξύπνησα ξημερώματα από έναν εφιάλτη και είδα στο κινητό μου δεκάδες μηνύματα συλλυπητηρίων. Δεν καταλάβαινα. Μέσα σε αυτά κι έναν λινκ από σάιτ που με πληροφορούσε το αδιανόητο. Ο Νότης ο Μαυρουδής δεν υπήρχε πια. Ο Νότης Μαυρουδής ο κιθαρίστας, ο μουσικοσυνθέτης, ο αρθρογράφος, ο μουσικός παραγωγός. Κι αμέσως η παράλογη ερώτηση στον εαυτό μου: «Για τον Δάσκαλο μου λένε;» Όλες αυτές τις μέρες της βαθιάς μου θλίψης απομονώθηκα από όλους σχεδόν και παντού σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, δημοσιογραφικά σάιτ και σόσιαλ μίντια έβλεπα παντού την φωτογραφία του, διάβαζα για το έργο του, άκουγα τα τραγούδια του κι όμως δεν μπορούσα να ξεφύγω από την ερώτηση: «Για τον Δάσκαλό μου λένε;». Ο Νότης Μαυρουδής ήταν πολλά. Είχε κάνει πολλά. Τεράστιο έργο στην τέχνη της μουσικής και την κιθάρα. Αλλά για μένα μια εικόνα έχει μόνο. Είναι ο Δάσκαλός μου και η σκέψη μου είναι κολλημένη μέρες τώρα στην ηλικία των 13 όταν τον πρωτογνώρισα.
Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του 80 όταν στο ωδείο Σύγχρονη Ωδή στα Μελίσσια ο διευθυντής του ωδείου πήρε από κάθε δάσκαλο κιθάρας έναν μαθητή για να επανδρώσει την τάξη όπου θα δίδασκε ο Νότης Μαυρουδής. Είχα πάντα μια άνεση στην κιθάρα αν και δεν ήμουν ιδιαίτερα μελετηρή. Πάντα υπήρξα τεμπέλα σε ότι έκανα. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι πήγαμε μπροστά στον κύριο Νότη που φυσικά δεν γνώριζα και που η οικογένειά μου με πληροφόρησε για να μην φανώ και άσχετη ποιος ακριβώς ήταν.
Θυμάμαι τον Νίκο, τον Βαγγέλη, τον Δημήτρη που έναν έναν τους καλούσε να παίξουν κάτι για να τσεκάρει την τεχνική και να δει τις αδυναμίες της. Αγόρια με δαχτυλάρες έπαιζαν μπροστά του κι εκείνος τους έκανε παρατηρήσεις και τους διόρθωνε καθώς τους έλεγε τι ανάγκες είχαν και σε τι θα επικεντρώνονταν στο μάθημα. Εγώ θυμάμαι μέσα στην εφηβική μου αλητεία να προσπαθώ να του τραβήξω την προσοχή με κάθε τρόπο. Τον ρώτησα ακόμα κι αν όντως ήταν αυτός που έγραψε το «πρωινό τσιγάρο» και του ζήτησα μάλιστα να μου το παίξει για να βεβαιωθώ ότι αυτός ήταν ο περιβόητος Μαυρουδής για τον οποίον μου είχαν μιλήσει. Το έπαιξε κοιτώντας με σοβαρά και λίγο αυστηρά για να ξεφορτωθεί προφανώς το θρασύτατο κοριτσάκι και κατόπιν ασχολήθηκε με τα αγόρια και τις δαχτυλάρες τους. Θυμάμαι να κοιτάω τα δικά μου μικροσκοπικά δάχτυλα και να σχεδιάζω μέσα στην εφηβική μου κωλοπαιδίαση τον τρόπο με τον οποίο θα του τραβούσα κι άλλο την προσοχή. Το μυαλό δούλευε πυρετωδώς. Αν δεν μπορεί ένα κορίτσι να τραβήξει την προσοχή τότε ποιος μπορεί να το κάνει; Θυμάμαι σαν χτες όταν το πιο ταλαντούχο από τα αγόρια με τις δικές του δαχτυλάρες του είπε πως θα έπαιζε το πρώτο και το δεύτερο μέρος από το Feste Lariane του Mozzani κι ένιωσα τεράστια ικανοποίηση πως επιτέλους είχα βρει τον τρόπο. Όταν ο Δημήτρης τελείωσε κι ο κύριος Νότης του μιλούσε και τον συμβούλευε, είχε έρθει κι η δική μου σειρά να παίξω.
«Εσύ τι θα παίξεις;» με ρώτησε.
«Εγώ θα σας παίξω… το τρίτο μέρος από το Feste Lariane (tremolo)» του είπα κι εκείνος μειδίασε.
Σκέφτομαι τώρα ως δασκάλα πως από μέσα του θα είπε: «Χριστέ μου! Τι έπαρση! Ποιος ξέρει τι στραβο-διδαγμένο τρέμολο θα ακούσω.» Τον θυμάμαι λοιπόν να συνεχίζει να μιλάει στον Δημήτρη μη δίνοντας σημασία στην πανηγυρική μου ανακοίνωση. Θυμάμαι ακόμα το χαμόγελο της εφηβικής μου αλητείας να φωτίζει μέσα μου όταν με την περιφερειακή μου όραση τον είδα να γυρίζει ξαφνικά προς το μέρος μου, να με ακούει προσεκτικά και να μην ασχολείται με τα αγόρια και τις δαχτυλάρες τους μέχρι το τέλος του μαθήματος. Ένα 13χρονο πειρατο-κόριτσο κατάφερε να του τραβήξει την προσοχή.
Φυσικά η συνέχεια δεν ήταν ρόδινη κιθαριστικά. Ούτε το πρωινό τσιγάρο μου έβαλε να παίξω όπως ήλπιζα ούτε και κανένα άλλο κομμάτι για τα επόμενα, αρκετά η αλήθεια είναι, μαθήματα. Με ένα φοβερά γρήγορο δεξί χέρι αλλά με ασθενικό ήχο και με ένα αριστερό που δεν άντεχε ούτε μπαρέ ούτε λεγκάτα έφαγα δυο μήνες με ασκήσεις. Τα αγόρια προχωρούσαν κι έπαιζαν κομμάτια. Η Νικολέττα (ποτέ δεν με είπε Λέττα παρά μόνο μετά από πολλά χρόνια και λόγω των βιβλίων) είχε να φέρνει σε κάθε μάθημα μόνο χρωματικές ασκήσεις, κλίμακες, ασκήσεις με λεγκάτα, ασκήσεις με μπαρέ, ασκήσεις με ανοίγματα κι όλα τα βαρετά πράγματα για ένα παιδί. Μου στοίχισε όταν σε μία συναυλία του ωδείου ο Δημήτρης έπαιξε αντιπροσωπεύοντας την τάξη του Νότη Μαυρουδή στο ωδείο κι εγώ όχι. Κι όσο θύμωνα τόσο μελετούσα κιθάρα. Γιατί κιθάρα, όπως πρέπει να μελετάς την κιθάρα, πριν πάω στον Νότη Μαυρουδή δεν είχα μελετήσει ποτέ. Ως το τέλος της χρονιάς είχα φτιάξει δάχτυλα τόσο δυνατά και είχα ανεβάσει τόσο την μουσικότητα και τον ήχο μου που έβγαινα σε όλες τις συναυλίες και μάλιστα τελευταία. Ως το τέλος της χρονιάς έπαιζα κιθάρα όπως κανένας άλλος συμμαθητής μου εκείνης της πρώτης κιθαριστικής ομάδας. Ως το τέλος της χρονιάς η Νικολέττα είχε βρει Δάσκαλο.
Χρόνια περάσανε και οι συμμαθητές μου στην ομάδα αλλάζανε. Πολλοί σταμάτησαν. Άλλοι έρχονταν, άλλοι φεύγανε. Εγώ εκεί σταθερή. Να πηγαίνω κάθε Τετάρτη στις 5.00 μμ και να φεύγω στις 9.00 μμ παρακολουθώντας όλα τα μαθήματα των συμμαθητών μου κι όχι απλά μένοντας μόνο για το δικό μου μάθημα. Και όταν ήμουν αδιάβαστη είχα βρει τον τρόπο να μην ακούω κατσάδα. Του πήγαινα λουλούδια από τον κήπο μου. Με είχε αγαπήσει τόσο που όσο αυστηρός κι αν ήταν (ένα λάθος και ξανά το κομμάτι για την επόμενη φορά) ήξερα πως δεν θα με μαλώσει και θα την σκαπούλαρα μέχρι την επόμενη. Γιατί δεύτερη φορά στην σειρά δεν νοούνταν να είμαι αδιάβαστη κι ας έκοβα όλον τον κήπο. Δεν μου φώναξε ποτέ. Δεν με μάλωσε ποτέ. Δεν με πρόσβαλλε ποτέ. Έπαιρνε μόνο αυτό το παγωμένο ύφος όταν επέμενα για κάτι: «Μα έτσι δεν είναι;» ρωτούσα. «Παίξε ότι θες! Εγώ είμαι τρελός!» απαντούσε και γυρνούσε το κεφάλι. Άντε τώρα να μιλήσεις. Θυμάμαι μια φορά γύρω στα 15 με τις ορμόνες της εφηβείας στο φουλ να βάζω τα κλάματα. Κοριτσάκι μωρέ ήμουν. «Τι ευαισθησίες είναι τώρα αυτές;» είπε. «Σιγά που θα σου ξαναδώσω αυτή την ικανοποίηση!» σκέφτηκα από μέσα μου με πείσμα και για την κιθάρα που σου δίνει δυο χαρές και δέκα λύπες δεν ξαναέχυσα ούτε ένα δάκρυ.
Θυμάμαι να μας λέει κάτι ανέκδοτα ήρεμα και με σωστά δομημένο λόγο, χωρίς τους γνωστούς θεατρινισμούς που βάζουμε όλοι στα ανέκδοτα και να γελάει δυνατά στο τέλος τους. Ένα γέλιο πολύ πολύ αστείο. Θυμάμαι να μας λέει ιστορίες για τον δάσκαλό του τον Δημήτρη Φάμπα και τα δύσκολα χρόνια της κλασικής κιθάρας στην Ελλάδα όταν κάποιοι «τρελοί» σε εποχές πείνας και ανέχειας μετέτρεψαν την κιθάρα από λαϊκό σε λόγιο όργανο. Θυμάμαι να μας μιλάει για τον Ευάγγελο, την Λίζα, τον Κώστα, τους δικούς του συμμαθητές και την πορεία τους. Θυμάμαι να μας σπρώχνει να πηγαίνουμε σε κιθαριστικές συναυλίες και σεμινάρια, να αγοράζουμε δίσκους βινυλίου για να ψάχνουμε τα κομμάτια που μας έδινε να παίξουμε. Πού γιουτιούμπ τότε! Το χαρτζιλίκι μας και στα δισκοπωλεία της Αθήνας να ψάχνουμε τα έργα του Σορ, του Αλμπένιθ, του Μπαχ, του Μπάριος και του Βίλα Λόμπος. Κι όταν κατάφερνα ένα απαιτητικό κομμάτι και έλεγα: «Καλά το παίζω φοβερά!» μου έλεγε πάντα χαμογελώντας: «Λίγη σεμνότητα δεν βλάπτει παρακαλώ!» Θυμάμαι να με βάζει να κάνω μάθημα στους μικρούς συμμαθητές μου και να με καθοδηγεί. Είχε καταλάβει από νωρίς πως η ικανότητά μου ως δασκάλα ήταν πολύ μεγαλύτερη από την σολιστική και γι αυτό με προετοίμασε σωστά εμφυτεύοντας μέσα μου τον σπόρο της διδασκαλίας. Θυμάμαι να πηγαίνουμε για καφέ μετά το μάθημα μετά από δική μου πρόταση. «Νικολέττα εσύ φτιάχνεις τις παρέες» μου έλεγε. Και πάντα, μα πάντα να μας κερνάει. «Εγώ είμαι ο δάσκαλος!» έλεγε και δεν σήκωνε αντίρρησή. Θυμάμαι να βγαίνουμε μετά τις συναυλίες σε μεζεδοπωλεία μαζί με τους νέους μου συμμαθητές τον Νίκο, τον Αλέξη, τον Δημήτρη, τον Μιχάλη, τον Γιάννη, τον Μάνο (για πολλά χρόνια μέχρι το δίπλωμα μου κανένα κορίτσι) και μαζί και με άλλους κιθαριστές και γονείς και ω… τι μαγική στιγμή! Να μιλάει στο τραπέζι ήρεμα, τραγουδιστά και να κρεμόμαστε όλοι από τα χείλη του και κανείς μα κανείς να μην τον διακόπτει. One man show. Έκανε μάγια ο Δάσκαλος στις παρέες. Μάγια που κανένας δεν ήθελε να λύσει. Θυμάμαι καλοκαίρια στο χωριό στην Κουκουράβα στο σπίτι του και στην Πορταριά στο δικό μου μαζί με την Βάσω και την Μαφάλντα το σκύλο τους. Μου χάρισαν και μένα το παιδί της Μαφάλντα τον Μάγκα. Βόλτες, τραπέζια, επισκέψεις, Χριστούγεννα και Πάσχα. Θυμάμαι τις εξετάσεις κάθε χρόνο στο ωδείο όταν αντί για τις συμβατικές επιτροπές δασκάλου και διευθυντή, έφερνε πάντα γνωστούς κιθαριστές να μας ακούσουν και να μας κρίνουν. Και φυσικά θυμάμαι ένα πτυχίο και ένα δίπλωμα για το οποία μελετούσα για ώρες κάθε μέρα ενήλικη πια. Και την χαρά να ακούω πάντα λόγια όμορφα από τους γνωστούς σολίστ-δασκάλους και τον Δάσκαλο αμίλητο να κοιτάει με περηφάνια χωρίς να χρειάζεται να πει τίποτα για μένα για να με εμψυχώσει, να με δικαιολογήσει, να με επαινέσει. Δεν χρειαζόταν. Μας είχε μάθει τα πάντα. Έπρεπε να σταθούμε μόνοι μας. Με θάρρος και σκληρή κιθαριστική προσήλωση και μουσική ευπρέπεια.
Δύο ακόμα αναμνήσεις πολύ σημαντικές μου έρχονται στο νου. Το 1998 στο φεστιβάλ κιθάρας του Ευάγγελου Ασημακόπουλου και της Λίζας Ζώη στην Πάτρα ήταν καλεσμένος ως ομιλητής. Είχε σπρώξει τον Νίκο, τον Αλέξη και μένα να πάμε. Μετά το τέλος του φεστιβάλ όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, πήγαμε σε ένα ταβερνάκι όπως κάνουν πάντα σε αυτό το φεστιβάλ. Στο ένα τραπέζι κάθονταν οι δάσκαλοι. Στο άλλο τραπέζι εμείς οι μαθητές τους. Όλοι μας κιθαριστές και μια κιθάρα δεν είχαμε φέρει. Μια σκεβρωμένη κιθάρα της κακιάς ώρας κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν ο Αλέξης που την ξεκρέμασε κι άρχισε να παίζει Σιδηρόπουλο.
«Δάσκαλε θα παίξεις να τραγουδήσουμε;» τον ρωτήσαμε. Αρνητικά μας έγνεψε από το τραπέζι των δασκάλων. Εκεί με τους δικούς του συμμαθητές και φίλους μιλούσε για τα σοβαρά, λόγια πράγματα της κλασικής κιθάρας που εμάς καθόλου δεν μας ενδιάφεραν τότε. Εμείς θέλαμε μόνο να παίζουμε, να τραγουδάμε, να γελάμε και να φλερτάρουμε. Τον θυμάμαι όμως πάντα να ρίχνει κλεφτές ματιές στο δικό μας τραπέζι. Όταν η ώρα πήγε 12 σαν τις Σταχτοπούτες έφυγαν οι δάσκαλοι μας και άδειασε το τραπέζι τους. Όλοι εκτός από έναν. Εκείνον τον έφηβο, δικό μας δάσκαλο, που ήρθε στο τραπέζι μας και με τα χέρια του προτεταμένα προς τον Αλέξη χωρίς καμία κουβέντα ζήτησε την σκεβρωμένη κιθάρα του τοίχου.
«Νικολέττα, έμαθα πως έχεις ωραία φωνή. Συνόδευσε με.» είπε.
Και η νύχτα γέμισε με το δυνατό χαρακτηριστικό παίξιμο της κιθάρας του, με όλα τα τραγούδια και με όλες τις εικόνες του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Λοΐζου, του Διονύση Σαββόπουλου και μερικές, λίγες μόνο και σεμνές, του Νότη Μαυρουδή. Και η ζωή ήταν μπροστά μας με τις χαρές, τα γέλια και τις στιγμές της νεότητας κι ο Αλέξης, ο Νίκος κι εγώ χαμογελούσαμε, γιατί ήταν η σειρά μας να κοιτάμε ο ένας τον άλλον περήφανα καθώς τα άλλα παιδιά, των άλλων σπουδαίων δασκάλων του φεστιβάλ, έβλεπαν με θαυμασμό τον δικό μας δάσκαλο επί το έργο. Εκείνο τον δάσκαλο που γέμιζε το χώρο γύρω του με τραγούδια, χαμόγελα, τέχνη, μαγεία.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν το Μάιο που μας πέρασε. Τον έβλεπα τον Δάσκαλο τα τελευταία 20 χρόνια μόνο σε φεστιβάλ και διαγωνισμούς πια και στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου από τις οποίες ποτέ δεν έλειψε. Η ζωή μας μεγάλωσε αρκετά και οι υποχρεώσεις της μας έκανε πια να βρισκόμαστε σπάνια. Στο φεστιβάλ Παλαιού Φαλήρου της Αλεξάνδρας και του Γιάννη είχα συνοδεύσει μια μικρή ομάδα μαθητών μου. Φυσικά δεν τον χαιρέτησα παρά μόνο όταν τελείωσε ο διαγωνισμός. Δεν πλησίαζα ποτέ τον Δάσκαλο πριν παίξουν οι μαθητές μου. Αλλά αυτός -μεγάλη γάτα ο Νότης Μαυρουδής- είχε σταμπάρει ποια παιδιά συνόδευα για να παίξουν. Έβλεπα από μακριά την αγωνία και την περηφάνια του όταν έπαιξαν η Βασιλική, η Μαριλένα, ο Ορφέας και η Ζωή. Αυτός άλλωστε ήταν ο κιθαριστικός τους παππούς.
«Γεια σας Δάσκαλε!» του είπα στο τέλος.
«Τα σέβη μου κυρία μου!» μου είπε χαμογελώντας με αυτό το χαμόγελο που γνωρίζω από τα 13 μου χρόνια. Εκείνο της αγάπης και της βαθιάς ικανοποίησης πως έκανα καλή δουλειά, γιατί έκανε εκείνος πρώτα καλή δουλειά.
Ότι είμαι, ότι έγινα, ότι ονειρεύτηκα, ότι έφτιαξα, το οφείλω σε αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν κιθαριστής, ήταν συνθέτης, ήταν καλλιτέχνης. Για μένα όμως ήταν ο Δάσκαλός μου με ένα Δ κεφαλαίο που έχουν ελάχιστοι άνθρωποι που μαθαίνουν όχι μουσική, όχι κιθάρα, όχι οποιαδήποτε γνώση ή τέχνη. Εκείνο το Δ που έχουν οι άνθρωποι που μεγαλώνουν μαζί μας, που στέκουν στις σημαντικές στιγμές της ζωής μας, που μας μαθαίνουν πως η ίδια η ζωή είναι αγάπη και προσφορά.
Μέσα στα πολλά μηνύματα που πήρα αυτές τις μέρες υπήρχε πάντα η ίδια φράση. «Είσαι τυχερή!» Κι είμαι αλήθεια πολύ τυχερή. Ο Νότης Μαυρουδής υπήρξε για μένα ο καλύτερος Δάσκαλος που είχα ποτέ και θα μπορούσα να έχω. Δάσκαλος ζωής που λίγοι τυχεροί άνθρωποι συναντάνε στο δρόμο τους.
Σε χαιρετώ Δάσκαλε. Δάσκαλέ μου. Δεν θα έχω πια ποιον να φωνάζω Δάσκαλο κι αυτό με πονάει πιο πολύ από όλα. Σε ευχαριστώ για όλα. Είσαι, είσαι, είσαι πάντα ο Δάσκαλος μου και κανένας χωρισμός δεν θα αλλάξει τον ενεστώτα χρόνο για μένα.
Σ’ αγαπώ πάντα.
Καλό σου ταξίδι.
Η Νικολέττα σου που έχει πάντα, όπως είπες, καλή σχέση με τα λουλούδια και τα παραμύθια.
Λέττα Βασιλείου
7 Ιανουαρίου 2023
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Το περιεχόμενο του κειμένου, το φωτογραφικό, βιντεογραφικό ή ηχητικό υλικό καθώς και η επιμέλεια του άρθρου είναι ευθύνη του συγγραφέα)
Το TaR, εκπληρώνοντας το όραμα του ιδρυτή του Νότη Μαυρουδή (1945-2023), συνεχίζει να λειτουργεί ως μία ελεύθερη και αυστηρά μη κερδοσκοπική μουσική διαδικτυακή κοινότητα, που βασίζεται αποκλειστικά στην εθελοντική εργασία και στην εγκυρότητα των συνεργατών του. Δεν απασχολεί επαγγελματίες δημοσιογράφους, διορθωτές κλπ, άρα δεν έχει την υποδομή και τους πόρους ώστε να ελέγχει την ακρίβεια των πληροφοριών και την πνευματική ιδιοκτησία του υλικού που παρατίθεται (κειμένου, εικόνων, βίντεο, ηχογραφήσεων κλπ). Βασίζεται αποκλειστικά στην καλή πίστη του αρθρογράφου, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος για τις απόψεις του και για το υλικό που επιλέγει, από το προσωπικό του αρχείο. Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι θίγεται από την χρήση πληροφοριών και υλικού παρακαλείται να το δηλώσει άμεσα ώστε να γίνει άμεση διόρθωση (tar.onlinemag@gmail.com). Το TaR έχει ως στόχο να στηρίξει την ποιοτική μουσική δημιουργία κι όχι να θίξει με οποιονδήποτε τρόπο τους δημιουργούς και το έργο τους. Επίσης, η πληροφόρηση που το TaR παρέχει μέσω των ενημερωτικών στηλών του για συναυλίες, εκδόσεις, σεμινάρια, διαγωνισμούς, φεστιβάλ κλπ εξαρτάται αποκλειστικά από τα Δελτία Τύπου που στέλνουν οι ενδιαφερόμενοι καλλιτέχνες ή διοργανωτές, τα οποία το TaR δημοσιεύει πάντα "καλή τη πίστει". Το TaR δεν φέρει ευθύνη για πιθανές ανακρίβειες και βασίζεται στην βοήθεια των αναγνωστών ώστε να διορθώνονται τα όποια προβλήματα. Διαχειριστής: Κώστας Γρηγορέας Ιδρυτής: Νότης Μαυρουδής |