ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΗ
20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
(φωτό: Νίκος Σερβίτης - επεξεργασία: Κώστας Γρηγορέας)
Όπως πάντα, η απόσταση χρόνου προσφέρει τη δυνατότητα μιας ψύχραιμης κρίσης απέναντι σε γεγονότα σημαντικά που μας συμβαίνουν. Μόνο έτσι μπορεί η σκέψη να συνυπολογίσει κάθε λεπτομέρεια. Έτσι, με τον Κυριάκο Τζωρτζινάκη, όλοι όσοι τον γνώρισαν, άλλοι στενοί του φίλοι, άλλοι απλώς γνωστοί, άλλοι μαθητές του, άλλοι συνεργάτες του, έχουν κάτι να πουν, λόγια αγάπης, να διηγηθούν, να θυμηθούν.
Εμείς εδώ, απόψε, θελήσαμε να ξετυλίξουμε για λίγο το κουβάρι της θύμησης και να επικοινωνήσουμε με μνήμες προσωπικές, συλλογικές, να πούμε και να συνειδητοποιήσουμε για άλλη μια φορά πως ο φίλος μας είναι ο κιθαριστικός συνθέτης που ανανέωσε το ρεπερτόριο στη δεκαετία του ’80 και μας έβαλε μέσα σε ένα τοπίο ρυθμολογικών και αρμονικών υπερβάσεων για την εποχή που έδρασε συνθετικά.
Σκέφτομαι πως τότε, όσοι τον ζήσαμε από κοντά, δεν είχαμε αντιληφθεί πως αυτός ο φίλος θα εξελισσόταν σε μια τόσο σημαντική περσόνα στη δημιουργία ρεπερτορίου για κιθάρα με ανοιχτούς ορίζοντες προς τα μουσικά ρεύματα και τις πολύπλοκες ρυθμολογίες της εποχής. Που σημαίνει πως το ακουστικό του οπλοστάσιο ήταν ήδη γεμάτο από νεαρή ηλικία και είχε την άνεση να ακούει δίσκους προχωρημένους για την εποχή και να μας ταρακουνάει εμάς τους ορθολογιστές της κλασικής φόρμας που δύσκολα «παρεκκλίνουμε» από στιλιστικές και δήθεν αισθητικές συνταγές που μας κουτρουβαλιάζουν και μας καθιστούν πολλές φορές τουρίστες της μουσικής φόρμας και όχι γητευτές μιας μουσικής απόλαυσης. Με λίγα λόγια, όλη η παρέα του Κυριάκου επωφελήθηκε από την παρουσία του, τις παραινέσεις του, τις προτροπές και τους δρόμους που με τον τρόπο του μας άνοιγε.
Κάτοχος μιας πολύ ενδιαφέρουσας δισκοθήκης βινυλίου, με καλές κλασικές ορχήστρες, με καλούς μαέστρους, με τζαζίστες γνωστούς και άγνωστους, με αγγλοσάξονες μπαλαντίστες τραγουδιστές της folk, rock, pop, με cantautori Ιταλούς αφού έζησε ως φοιτητής αρχιτεκτονικής στη Φλωρεντία, με τη γνώση του (από τότε) γύρω από το θεατρικό-τραγουδιστικό καμπαρέ και η ενημέρωσή του τελειωμό δεν είχε! Ομολογώ πως στο πρόσωπό του είχα βρει έναν «συνοδοιπόρο» και (δεν το κρύβω) κατά κάποιον τρόπο, «σύντροφο της ίδιας πλευράς», εκείνος πιο ανοικτός από εμένα σε πιο πολύπλευρες μορφές μουσικής απελευθέρωσης…
Συνδεθήκαμε άμεσα. Όταν κι εγώ εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα από το Μιλάνο. Έπαιξε ρόλο και η δική μου εμπειρία στην ίδια χώρα, την Ιταλία και είχαμε να πούμε πολλά. Ένοιωσα πως με έλκυε η παρουσία του και δεν αργήσαμε να ανταλλάσουμε απόψεις που πολλές φορές κατέληγαν σε αντιθέσεις και διαφωνίες όπως συχνά συμβαίνει με φίλους που έχουν την ανάγκη να φτιάξει ο καθένας το χώρο του και το δικό του περίγραμμα. Όλα θαρρείς και έγιναν με αστραπιαία ταχύτητα. Μέσα από το μαθητικό περιβάλλον του Φάμπα, είχαμε πολλές ευκαιρίες να συζητάμε και αμέσως έδειχνε σαν το ψάρι έξω από το νερό, αφού οι μουσικές του σκέψεις και η προχωρημένη αντιληπτικότητά του ήταν δύσκολο να «συμβιβαστούν» με αντιλήψεις παλαιωμένες. Συνδεθήκαμε στενά εξ’ αρχής και μάλιστα έγινα και κουμπάρος του (με ολοκαίνουργιο κουστούμι παρακαλώ) παντρεύοντάς τον με τη Νέλλη. Ύστερα, από το 1982 που ξεκίνησε η έντυπη έκδοση του TaR, υπήρξε επίμονος υποστηρικτής (και αρθρογράφος) αυτής της προσπάθειας, μαζί με τον Ασημακόπουλο, τον Γρηγορέα, τον Μονεμβασίτη, την Καλογρηάδου, τον Ατσιδάκο, τον Οικονομάκη, τον Αμαραντίδη, τον Γαλάτη, την Ντάκουρη, τον Αδάμ κα.
Ήταν συγχρόνως και η περίοδος που συναντιόμασταν συχνά στο σπίτι του Γαλατσίου μαζί με την παρέα. Τον Ασημακόπουλο, τον Γρηγορέα, τον Μπουντούνη, τον Διαμαντή, τον Κολλανιάν, τον Ζαφειρέλη, τον Γιακουμάκη, τον πρόωρα χαμένο Παπικινό και άλλα παιδιά. Σκάκι, εξαντλητικά ανέκδοτα, ακροάσεις, κιθάρα, συζητήσεις. Πρέπει να πω πως είχε δημιουργηθεί μια ιδιότυπη …ΚΟΒΑ και νοιώθω πως ο Κυριάκος ήταν περίπου σαν …πρόεδρος.
Δεν επιθυμώ να φτιάξω μια ψευδή εικονική πραγματικότητα γύρω από τον εκλιπόντα. Τέτοια πράγματα δεν θα ταίριαζαν σε κείνον και δεν συνηθίζω σε λιτανείες τέτοιου είδους. Εξ’ άλλου, εδώ μέσα, υπάρχουν παλαιοί φίλοι του που γνωρίζουν τα πράγματα και θυμούνται και -βεβαίως- είναι σε θέση να ελέγχουν τυχόν μεγαλοστομίες των ομιλητών. Ασφαλώς και δεν μαζευτήκαμε εδώ για να δοξάσουμε, αλλά για να καταθέσουμε νηφάλια το περίγραμμα ενός κιθαριστή με εμφανείς επιρροές από τη τζαζ- έναν κλασικό- ακουστικό- συνθέτη- αρχιτέκτονα- καλό ακροατή- ραλίστα αυτοκινήτων- δεινό σκακιστή- ανεκδοτίστα και άλλα τόσα.
Είχε στο μυαλό του τη ρήση vivere pericolosamente, αλλιώς δεν εξηγούνται οι παρακινδυνευμένες οδηγήσεις του, οι ταχύτητες και τα τρακαρίσματα με ακριβά για την εποχή σπορ αυτοκίνητα, που τον έκαναν να επισκέπτεται ενίοτε τα χειρουργεία, ιδιαίτερα στο ΚΑΤ.
Σε κάποια στιγμή, μου τηλεφωνεί για να μου ανακοινώσει πως συμπλήρωσε κάποια κομμάτια που είχε ξεκινήσει από το 1974. Μου τα έδειξε και μιλήσαμε πολύ για αυτά. Ύστερα άρχισε να γράφει τις πρώτες του Σπουδές για κιθάρα. Ήταν οι «12 Σπουδές για κιθάρα» (1976), επηρεασμένος από το γεγονός της χρησιμότητας των «Απλών Σπουδών» του Κουβανού Leo Brower που στη δεκαετία του ’70 τάραξαν τα νερά στο εκπαιδευτικό κατεστημένο της κιθάρας, βάζοντας τις βάσεις για κάτι πιο ελεύθερο και ανατρεπτικό από τους κλασικούς εκπαιδευτές της περιόδου με τους Carulli, Giuliani, Aguado, Sor, Pujol, κλπ. Ο Κυριάκος έπιασε το μήνυμα της εποχής. Χρειαζόταν ένα διαφορετικό αεράκι, μια τομή, μια μουσική που να σηματοδοτεί ένα άλλο ρεύμα, που να περιέχει έναν εκσυγχρονισμό, που να αφουγκράζεται τις ανανεωτικές ανάγκες ενός κιθαριστικού ρεπερτορίου που θα άνοιγε έναν άλλον κύκλο έμπνευσης, που μοιραία όφειλε να ξεφύγει από έναν επαναλαμβανόμενο κλασικισμό κουράζοντας ερμηνευτές και κοινό. Ήταν λοιπόν εκείνος που θεμελίωσε την τότε νέα εποχή της ελληνικής κιθάρας δίχως να το γνωρίζει κι αυτός κι εμείς. Γιαυτό και δεν περιορίστηκε στη σύνθεση κιθαριστικών έργων αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα όργανα και σε πιο σύνθετες μορφές οργάνων.
Θυμάμαι έναν διάλογο που έγινε περίπου έτσι και είναι ενδεικτικός:
-Κουμπάρε, του έλεγα, με ανησυχεί αυτή η βιασύνη σου να γράφεις για όργανα που είναι πιο μακριά από σένα. Γιατί δεν περιορίζεσαι στην κιθάρα;
-Κουμπάρε, μου έλεγε, νοιώθω πως αν δεν γράψω, θα σκάσω. Είναι το αναβολικό μου. Μη με παρεξηγείς. Εξ’ άλλου, δεν θα τα παίξει κανείς. Τα γράφω για μένα…
Τον προτιμούσα ως συνθέτη κιθάρας. Δεν θέλω να υποστηρίξω πως ήταν ο μόνος που έγραφε και πως το τοπίο ήταν ορφανό από ελληνικά έργα, όμως η απόσταση του χρόνου μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε πως τα λίγα ελληνικά έργα για κιθάρα εκείνης της εποχής του ’70 που διαθέταμε, ήταν τα καλοδομημένα κιθαροκεντρικά αλλά με επαναλαμβανόμενη φόρμα κομμάτια του Δημήτρη Φάμπα, καθώς και τα δύστροπα, έως και (κατά τη γνώμη μου) φλύαρα, του Νίκου Μαμαγκάκη. Τα όσα άλλα ελληνικά κομμάτια για κιθάρα εκείνης της εποχής δεν αντέχουν να παρατεθούν σε μια σοβαρή συζήτηση… Σε κείνη τη στιγμή, ο Κυριάκος δρα συνθετικά με ασυνήθιστη συχνότητα ξαφνιάζοντάς μας με την δημιουργική παραγωγή του.
Συναντάω στο αρχείο μου κομμάτια από το 1974 έως το 1988. Τι συνέβη; Ποιες μυστικές δυνάμεις μεσολάβησαν για να εκραγεί θαρρείς ένα ηφαίστειο και επί δεκατέσσερα συναπτά χρόνια (τα τελευταία του) να βγάζει μια τέτοια συνθετική φλόγα; Τόσο συχνά, τόσο επίμονα. Ποιος θα εξηγήσει ένα τέτοιο φαινόμενο που το συναντάμε σε μετρημένα πρόσωπα της ιστορίας της μουσικής, ιδιαίτερα σε δημιουργούς που δεν ξεκίνησαν τη συνθετική τους δράση από νεαρότατη ηλικία. Ο Τζωρτζινάκης θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα, άρχισε και τελείωσε συνθετικά στα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο τελευταίο διάστημα, την ίδια εποχή που άρχισαν να εμφανίζονται τα συμπτώματα της αρρώστιας, σε σύντομο χρόνο, άδειασε η ενέργειά του, παρ’ όλο που συνέχιζε να γράφει. Τα τελευταία του κομμάτια, υποθέτω πως ήταν δυο Πρελούδια που έχουν ημερομηνίες 7 και 12 Ιουλίου του 88. Έναν χρόνο μετά, στις 22 Οκτωβρίου, λυγίζει από την επάρατο νόσο, λίγο πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια.
Εμείς εδώ στο TaR, με τη σημερινή εκδήλωση, τιμούμε τη μνήμη μιας τέτοιας προσωπικότητας που μας ενέπνευσε και έδωσε μια ποιότητα στις αντιλήψεις των κιθαριστικών αγκυλώσεων του ’70 και του ’80. Πιθανολογώ πως δίχως την παρουσία του, οι κιθαριστικές σκέψεις των σύγχρονων αξιόλογων συνθετών (του Γρηγορέα, του Μπουντούνη, του Μουλουδάκη, κ.α) θα είχαν ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους.
Και επειδή η ιστορία κυλάει με ιδέες, προβληματισμούς και αμφισβητήσεις, στο πρόσωπό του Κυριάκου συναντήσαμε όλοι έναν αστείρευτο bon viveur της κιθάρας, της μουσικής και της ζωής. Τέτοιες παρουσίες είναι που μπορούν να αλλάξουν και να ενισχύσουν τη δυναμική και την οντότητα της μουσικής. Εμείς είχαμε την τύχη να τον έχουμε ανάμεσά μας…
Νότης Μαυρουδής
(5/2/2010)
Ομιλία που έγινε στην εκδήλωση-συναυλία του TaR "Κυριάκος Τζωρτζινάκης, 20 χρόνια μετά",
στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας στις 5/2/2020