ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΣΑΜΑΚΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Αφορμή για τη συνάντησή μας με τον πιανίστα και συνθέτη Γιώργο Βαρσαμάκη είναι η κυκλοφορία του νέου δίσκου του με τίτλο: “Aurora.” Πρόκειται για έναν δίσκο μουσικής δωματίου, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η κιθάρα, καθότι εκτός από έργα για μια ή δυο κιθάρες, περιλαμβάνει τη «σουίτα για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων».
«Με την κιθάρα δεν είχα τη σταθερή σχέση που έχω με το πιάνο. Μέχρι που γνώρισα τον Γιώργο Τοσικιάν που άρχισε να συνεργάζεται μαζί μου γύρω στο 2007. Από τότε, μου δόθηκε η ευκαιρία μέσω ενός εξαιρετικού σολίστα να γνωρίσω καλύτερα την κιθάρα» αναφέρει ο Γιώργος Βαρσαμάκης.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας σε ένα υπαίθριο καφέ της πλατείας Κοραή και ενώ αναφέρεται στη βαθιά του σχέση με τον κινηματογράφο, πλησιάζει το τραπέζι μας ένας επαίτης εποφθαλμιώντας το πακέτο με τα τσιγάρα του. Διακόπτουμε τη συζήτηση: «είναι το τελευταίο, αλλά… πάρτο!» Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την παρατήρηση, ότι ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του να προσφέρει το όντως τελευταίο τσιγάρο του πακέτου: “Εγώ βλέπω μόνο ανθρώπους, δεν μπορώ να δω τους παράγοντες που τους οδήγησαν εκεί. Αν έχω, θα τον βοηθήσω και δεν θα σκεφτώ ότι αυτός είναι πχ αλλοδαπός και ήρθε από κει και γιατί ήρθε και μου κάνει κακό και όλα αυτά που λένε συνήθως. Έχουμε πάψει να βλέπουμε τον άλλον ως άνθρωπο! Μπορεί κανείς να έκανε σφάλματα. Αλλά δεν διακρίνεις ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που κοιμάται στο κρύο! Δεν καταλαβαίνω γιατί το παραβλέπουμε αυτό! ή …μάλλον καταλαβαίνω: γιατί είναι όλος ο καπιταλιστικός τρόπος σκέψης και όλη η ιδεολογία που μας έχουνε «περάσει». Δηλαδή, ότι αυτός κάτι δεν έκανε καλά και τώρα είναι εκεί! Αλλά τώρα με την κρίση, αυτό απεδείχθη ότι δεν ισχύει. Δεν είναι ότι κάτι δεν κάνεις καλά εσύ! Το πράγμα είναι πολυεπίπεδο. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να φθάσεις σε αυτή την κατάσταση που να μην έχεις! Ήδη, πολύς κόσμος δεν έχει τα απαραίτητα πλέον. Αυτό με έχει πληγώσει πολύ. Με επηρεάζει και με πειράζει πάρα πολύ…»
Αυτό ακριβώς το πλούσιο συναισθηματικό υπόβαθρο αντανακλά και η μουσική του Γιώργου Βαρσαμάκη. Μια ωραία ευκαιρία να την απολαύσετε από κοντά, αποτελεί η επικείμενη συναυλία του, στις 3 Ιουλίου, στο Θέατρο της Ρεματιάς!
«Θα συνεχίσω να κάνω συναυλίες και να γράφω μουσική. Τώρα αν έρθει πρόταση για να κάνω μουσική για ταινία, σαφώς και είναι καλοδεχούμενη».
Τ.Β. Έχετε σπουδές ανώτερων θεωρητικών, (πτυχίο Φούγκας), γεγονός που δεν είναι αυτονόητο για τους επαγγελματίες συνθέτες. Πιστεύετε ότι κανείς μπορεί να γίνει συνθέτης χωρίς ένα πλαίσιο τυπικής εκπαίδευσης;
Γ.Β. Πιστεύω ότι μπορεί να τα καταφέρει. Σαφώς οι σπουδές βοηθάνε πάρα πολύ, αλλά μπορεί κανείς να τα καταφέρει αν αφεθεί ελεύθερος και ακούσει πάρα πολλή μουσική. Όπως υπάρχει η αντίληψη ότι οι ποιητές πρέπει να έχουν διαβάσει πάρα πολλή ποίηση, έτσι και οι μουσικοί πρέπει να έχουν ακούσει πάρα πολλή μουσική και να την έχουνε αναλύσει με το δικό τους τρόπο. Πιστεύω αυτό είναι το πρωτεύον και μετά οι σπουδές συνεπικουρούν στο να δομηθεί καλά ο συνθέτης. Σαφώς, θέλει σπουδές για να γράψει κανείς έργο για συμφωνική ορχήστρα, δεν μπορείς διαφορετικά. Αλλά αν θες να γράψεις ένα έργο για ένα μικρό σύνολο από έγχορδα, για ένα κουαρτέτο ή για ένα άλλο σύνολο, μπορείς να το κάνεις.
Τ.Β. Χωρίς καθόλου ωδειακές σπουδές;
Γ.Β. Σαφώς θα πρέπει να ξέρεις να παίζεις ένα μουσικό όργανο. Εννοώ, ότι δεν είναι απαραίτητο να έχεις το πτυχίο της φούγκας ή της σύνθεσης. Αυτό βέβαια δεν θα αρέσει σε πολλούς. Αλλά επειδή έχω συναντήσει συνθέτες χωρίς σπουδές θεωρητικών, διαπιστώνω ότι αν αναλύσουν τη μουσική που ακούνε και καταφέρουν να καταλάβουν την ενορχήστρωση, γράφουν μουσική! Για μένα το σημαντικό στη μουσική είναι η μελωδία. Αν ο συνθέτης μπορεί να αποδώσει τη μελωδία, το πώς θα την αποδώσει τεχνικά, με ποια όργανα κτλ μπορεί να το βρει και αυτό μέσα από ψάξιμο. Βέβαια από την άλλη, οι σπουδές θα σε βοηθήσουν να έχεις ένα πιο άρτιο σύνολο, θα σου «χτίσουν» καλύτερα τη μελωδία. Όμως ο πυρήνας της σύνθεσης, δεν θα έρθει μέσα από τις σπουδές κατά τη γνώμη μου.
Τ.Β. Άρα είναι θέμα ταλέντου;
Γ.Β. Είναι θέμα ταλέντου και πώς έρχεσαι σε επαφή με τη μουσική: πόσο ακούς και κατά πόσον την αναλύεις. Η προϋπόθεση είναι να είσαι «ανοικτός», να ακούς διάφορα ρεύματα. Εμένα οι σπουδές δεν μπορώ να πω ότι μου έδωσαν κάτι ιδιαίτερο ως προς αυτό που κάνω. Με βοήθησαν βέβαια στο να μπορώ να στήσω ένα πιο μεγάλο σύνολο πιο εύκολα. Αλλά ουσιαστικά αυτό δεν σου δίνει κάτι, αν δεν έχεις τη μελωδία, αν δεν έχεις την ουσία της μουσικής! Πιστεύω λοιπόν πιο πολύ στο ταλέντο, στη σχέση που σε συνδέει με τη μουσική, στο να βιώνεις μουσικά την καθημερινότητά σου και μετά στις σπουδές.
Τ.Β. Οι σπουδές σας, σας οδήγησαν στο να συνθέτετε πρώτα γράφοντας παρτιτούρα ή χρησιμοποιείτε άλλες τεχνικές πχ προγράμματα υπολογιστών κτλ
Γ.Β. Eγώ είμαι της γενιάς που πέτυχα την «εποχή του υπολογιστή» στο ξεκίνημά της (παλιά τα γράφαμε σε ένα τετρακάναλο κασετοφωνάκι ή στο πιάνο). Μετά αυτό έγινε στον υπολογιστή. Δηλαδή παίζω στο πιάνο, αυτοσχεδιάζω, βρίσκω τις ιδέες και από κει και πέρα τις ενορχηστρώνω και με τους μουσικούς ηχογραφούμε σε έναν υπολογιστή. Βέβαια η τελική ηχογράφηση γίνεται στο studio, από φυσικά όργανα. Αλλά ως ένα δείγμα ενορχήστρωσης, να ακούς το αποτέλεσμα που θέλεις ή να πειραματιστείς, βοηθάει ο υπολογιστής. Εκεί γράφω και την παρτιτούρα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς να γράφει χειρόγραφη παρτιτούρα.
Τ.Β. Το 2005, ο Αργύρης Ζήλος στο «Αθηνόραμα» είχε γράψει, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος σε σας: «Υπό το φώς της τέχνης του Μάικλ Νάιμαν και του Μέρτενς κι έτερων ρομαντικών του μινιμαλισμού…» Συμφωνείτε με την παραπάνω άποψη σε ό,τι αφορά τις μουσικές σας επιρροές;
Γ.Β. Προετοιμάζοντας το δίπλωμα του πιάνου, αναλύσαμε όλη την κλασική μουσική, παίξαμε κλασικούς, ρομαντικούς συνθέτες και σύγχρονους. Μετά, σαφώς με «κέρδισε» το κίνημα του Μινιμαλισμού. Ήταν το κίνημα που με άγγιξε πάρα πολύ από τη σύγχρονη μουσική (η σύγχρονη ατονάλ δεν με άγγιξε, δεν με εκφράζει). Μετά στράφηκα στο κίνημα του Μινιμαλισμού, καθώς μου αρέσουν συνθέτες όπως ο Φίλιπ Γκλας, ο Στιβ Ράιχ, ο Βιμ Μέρτενς. Ειδικά, ο Μέρτενς, είναι κατά τη γνώμη μου κορυφαίος! Μετά, μου αρέσει πολύ η κινηματογραφική μουσική και όλοι οι συνθέτες που γράφουν για κινηματογράφο. Αλλά σαφώς στον πρώτο δίσκο και στο δεύτερο (μάλλον σε αυτό αναφέρεται η κριτική του κ Ζήλου) ήμουν πολύ επηρεασμένος από την μινιμαλιστική μουσική και η επιρροή αυτή βγαίνει. Θα μου άρεσε να μπορούσα να το προσεγγίσω λίγο, (γιατί δεν το προσεγγίζω) αλλά το θεωρώ κορυφαίο κίνημα.
Τ.Β. Το έργο σας περιλαμβάνει ορχηστρική μουσική και όχι μελοποίηση ποιημάτων ή στίχων. Αυτό το αποδίδετε περισσότερο στις επιρροές σας ή υπάρχουν κάποιοι άλλοι λόγοι;
Γ.Β. Όταν ξεκίνησα, γύρω στα 20, άκουγα πολύ ραδιόφωνο και ποτέ δεν άκουγα να μεταδίδει ορχηστρική μουσική. Μου έλειπε η ορχηστρική μουσική! Βέβαια άκουγα και «Τρίτο Πρόγραμμα», αλλά και εκεί μεταδιδόταν κυρίως κλασική μουσική. Ήθελα να ακούσω ορχηστρική μουσική και δεν άκουγα σχεδόν τίποτα από το ραδιόφωνο. Άκουγα συνέχεια τραγούδια και κάπως αυτό ίσως να με επηρέασε αρνητικά. Σας δίνω μια πολύ αυθόρμητη εξήγηση, τώρα που το σκέφτομαι. Στη συνέχεια, είδα πώς γίνονται τα τραγούδια, πώς έχει δημιουργηθεί όλη η δισκογραφία, το πώς προωθούνται… με αποθάρρυνε και αυτό λίγο. Αλλά ξεκίνησα με το δίλημμα κάποια στιγμή να κάνω τραγούδια ή ορχηστρική μουσική. Είχα ξεκινήσει να γράφω τραγούδια, είχα αρχίσει ένα demo με μια τραγουδίστρια
Τ.Β. Έγραφε κάποιος άλλος τους στίχους;
Γ.Β.Nαι, είχα γράψει και εγώ υπήρχαν και στίχοι από άλλους
Τ.Β. Αυτά πότε ακριβώς συνέβαιναν;
Γ.Β. Το 1996. Εκείνη την εποχή που είχα αρχίσει να κάνω το πρώτο demo με τραγούδια και ξαφνικά τα παράτησα και έκανα το “born reborn», τον πρώτο μου δίσκο. Μετά θέλησα να συνεχίσω έτσι. Δεν είμαι αρνητικός στα τραγούδια, στο στίχο ή και στην ποίηση- ακόμα στο να μελοποιήσει κάποιος ένα ποίημα. Έχουν γίνει αρκετές καλές δουλειές και αρκετές πολύ κακές, γιατί η ποίηση είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο και δεν ξέρω αν μελοποιείται. Αλλά είμαι «ανοικτός» σε αυτά. Απλά συνεχίζω αυτή την πορεία που κάνω, γιατί με εκφράζει περισσότερο.
Γ.Β. Από την κλασική μουσική, από τον Bach και τον Beethoven πάρα πολύ, καθώς και από το ρεμπέτικο. Κάποια περίοδο συσχέτιζα τον Beethoven με τον Βαμβακάρη. Δηλαδή μου έβγαζε μια δυναμική το ρεμπέτικο και αυθόρμητα έχω θεωρήσει ότι σε μια γενίκευση- καθ΄υπερβολή ίσως- είναι η κλασική μουσική της Ελλάδας! Σαφώς δεν είναι βέβαια τόσο δομημένη. Σαφώς δεν είναι το ίδιο. Αλλά είχαν τρομερές μελωδίες! Οι μελωδίες του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη είναι σαν άριες, έχουν πολύ βάθος. Με είχε επηρεάσει πολύ αυτή η μουσική. Βέβαια μετέπειτα άκουσα Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο...
Τ.Β. Παρά το γεγονός ότι είστε διπλωματούχος σολίστ πιάνου, έχετε γράψει μεταξύ άλλων και έργα μουσικής δωματίου για κιθάρα. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό, είναι ότι στον πρόσφατο δίσκο σας “Aurora” περιλαμβάνεται η «σουίτα για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων» καθώς και έργα για μια ή δυο κιθάρες. Ποια στοιχεία της κιθάρας σας εμπνέουν;
Γ.Β. Η κιθάρα πάντα ήταν ένα όργανο με το οποίο είχα μια «περίεργη» σχέση. Κάποιες στιγμές στο παρελθόν άκουγα συνέχεια έργα για κιθάρα, άλλοτε αποστασιοποιούμουν. Με την κιθάρα δεν είχα τη σταθερή σχέση που έχω με το πιάνο. Μέχρι που γνώρισα τον Γιώργο Τοσικιάν που άρχισε να συνεργάζεται μαζί μου γύρω στο 2007. Από τότε, μου δόθηκε η ευκαιρία μέσω ενός εξαιρετικού σολίστα να μπορέσω να γνωρίσω καλύτερα την κιθάρα. Έγραφα βέβαια έργα για κιθάρα, είχα γράψει και πριν συνεργαστώ με τον Γιώργο, αλλά αν δεν τον γνώριζα, δεν θα έγραφα ένα αυτούσιο έργο για κιθάρα. Ο νέος δίσκος είναι το αποτέλεσμα μιας σχέσης συνεργασίας και φιλίας. Είναι ένα έργο το οποίο κάποια στιγμή είπαμε ότι έπρεπε να το κάνουμε. Και ενώ το συζητούσαμε ήδη από το 2008 – 2009, τελικά προέκυψε τώρα. Και ήταν καλό που ωρίμασε αυτή η συνεργασία. Με βοήθησε πάρα πολύ, συνεργαστήκαμε τόσο ωραία και βγήκε αβίαστα, δεν με κούρασε καθόλου αυτή η δουλειά.
Τ.Β. Πώς εμπνευστήκατε τον τίτλο του νέου σας δίσκου;
Γ.Β. Βγήκε σε συνεργασία ο τίτλος με εμένα με τον Γιώργο, με τη Γρηγορία. Αμφιταλαντευόμασταν, αλλά με το μύθο της Aurora, αυτό μας έδωσε την ιδέα.
Τ.Β. Συμφωνείτε με κάποια αντίληψη που θέλει την κιθάρα τρόπον τινά υποδεέστερη σε σχέση με άλλα όργανα;
Γ.Β. Κανένα όργανο για μένα δεν είναι υποδεέστερο. Όλα τα όργανα έχουνε τη μαγεία τους τη χάρη τους, απλά κάποια είναι πιο εύκολο να φανούν. Μόνο που βλέπεις τον κιθαρίστα να αγγίζει τις χορδές και να βγαίνει αυτός ο ήχος δεν μπορεί να είναι υποδεέστερος, ούτε να παίζει δευτερεύοντα ρόλο πουθενά!
Τ.Β. Το «υποδεέστερος» ίσως ήταν αδόκιμο, αλλά το είπα με την έννοια ότι ίσως έχει κάποιες εγγενείς αδυναμίες που καθιστούν δύσκολη τη διαδικασία σύμπραξης με άλλα μουσικά όργανα.
Γ.Β. Ναι, έχει μια δυσκολία, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Τόσοι συνθέτες, διαχρονικά χρησιμοποιούν όλα τα όργανα και τα έχουν αναδείξει εκεί που δεν το περιμένεις! Για παράδειγμα, το ακορντεόν. Πάντα το είχαμε στο μυαλό μας διαφορετικά. Απλά ο Piazzolla το έχει αναδείξει! Και ενώ θυμάμαι μικρός έβλεπα στις γειτονιές ανθρώπους να ζητιανεύουν με το ακορντεόν, βλέπεις σήμερα να «μπαίνει» σε μέγαρα Μουσικής και να ερμηνεύει μουσικά έργα! Για παράδειγμα ακορντεονίστες έχουν παίξει έργα του Νάιμαν σε κάποιες συναυλίες που έχω δει.
Τ.Β. Στη συναυλία σας, στο μουσείο Μπενάκη, ακούσαμε κάποια έργα που είναι ανέκδοτα. Επίκειται κάποιος νέος δίσκος;
Γ.Β. Είχα σκοπό από του χρόνου, μάλλον το 2016. Παράλληλα, τον τελευταίο καιρό, μου είχαν γεννηθεί κάποια θέματα, τα επεξεργάστηκα και έτσι τα παρουσιάσαμε στη συναυλία. Κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί και αυτό το έργο. Τώρα έχω γύρω στα πέντε θέματα που έχω δουλέψει και που με έχουνε πάει στο καινούργιο ύφος και με οδηγούν πώς θα προχωρήσω. Αλλά πότε θα ολοκληρωθεί, δεν ξέρω.
Τ.Β. Τι εννοείτε όταν λέτε «καινούργιο ύφος»;
Γ.Β. Δεν θα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Θα κινείται πάλι σε αυτό το πλαίσιο, απλά ίσως-σε ό,τι αφορά το ύφος-να χρησιμοποιήσω πιάνο και έγχορδα. Προς τα εκεί οδηγούμαι, αλλά δεν έχω ακόμη κατασταλάξει. Απλά πιστεύω ότι θα είναι κάτι διαφορετικό, αλλά όχι ανατρεπτικά διαφορετικό. Κάθε χρόνος που περνάει σε διαφοροποιεί, σκέφτεσαι διαφορετικά. Και ελπίζω να είναι κάτι λίγο διαφορετικό που να με πάει λίγο πιο μπροστά. Ο σκοπός μου είναι να πηγαίνω λίγο πιο μπροστά από τις προηγούμενες δουλειές. Να νοιώθω και εγώ ότι πήγα καλύτερα, προχώρησα, ότι κάτι διαφορετικό έχει το κάθε έργο μου. Γιατί δεν υπάρχει λόγος να βιαστώ, δεν με «κυνηγάνε» οι δισκογραφικές…
Τ.Β. Κάποιος χαρακτήρισε τα έργα σας μελαγχολικά;
Γ.Β. Ένας σε κάποια κριτική είχε γράψει ότι είναι… μελαγχολικά αισιόδοξα (!) Εγώ δεν μπορώ να χαρακτηρίσω τη μουσική μου. Το τι εκλαμβάνει κάποιος, είναι υποκειμενικό. Με όλους όσοι έχω μιλήσει, ο καθένας εκλαμβάνει και κάτι άλλο. Σε άλλον «βγάζω» αισιοδοξία, άλλος κοιμίζει τα μωρά, σε άλλον αρέσει η μουσική μου όταν οδηγεί, σε άλλον του φέρνει εικόνες. Και αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορώ να πω! Είναι εικόνες που μάλλον έχω και τις δημιουργώ μέσω της μουσικής. Το συνειδητοποιώ, το νοιώθω!
Τ.Β. Υποθέτω, όμως δεν πρέπει να γίνεται συνειδητά αυτό, έτσι δεν είναι;
Γ.Β. όχι, δεν γίνεται συνειδητά
Τ.Β. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον! Θέλετε να μας μιλήσετε γι΄αυτό;
Γ.Β. Η σύνθεση έρχεται σε μια περίοδο όπου νοιώθω κάτι που δεν είναι πολύ συγκεκριμένο… Απλώς είναι κάποιες περίοδοι που δεν γράφω τίποτα και άλλες που νοιώθω κάτι μέσα μου, οπότε αρχίζω να παίζω πολύ πιάνο! Συνθέτω και αυτομάτως υπάρχει μια ενότητα, γιατί αυτή την περίοδο είμαι «κάπως». Οπότε βιώνω κάποιες συναισθηματικές καταστάσεις που μπορεί να είναι διαφορετικές κάθε φορά. Δημιουργείται έτσι ένα έργο που έχει μια ενότητα, αλλά εκείνης της περιόδου. Δηλαδή, κάπως έτσι «λειτουργεί». Δεν γράφω, γιατί «τεχνικά» πάω να γράψω. Από τον Δεκέμβρη που τελειώσαμε το έργο δεν έχω ακουμπήσει! Κάποια στιγμή θα βρεθώ σε μια κατάσταση και θα μου γεννηθούν εικόνες και συναισθήματα, οπότε κάπως έτσι γίνεται.
Ένας Έλληνας συνθέτης είχε πει:«δεν πιστεύω αυτούς που κάθονται σε ένα βράχο, ατενίζουν τη θάλασσα και γράφουν! η σύνθεση για μένα είναι δουλειά!» Όπως και πολλοί κλασικοί το έβλεπαν από αυτή την οπτική. Το ίδιο έλεγε κάποιος από τους γνωστούς κλασικούς συνθέτες (νομίζω ο Tchaikovsky): «σηκώνομαι στις 6 το πρωί και πάω για δουλειά». Πώς πάει κάποιος σε ένα γραφείο… το ίδιο! Η σύνθεση είναι δουλειά.
Τ.Β. Δεδομένου ότι η δισκογραφία περνάει κρίση και η γενικότερη οικονομική συγκυρία δεν βοηθάει, αντιμετωπίσατε δυσκολίες σε ό,τι αφορά είτε τη δημιουργία του πρόσφατου δίσκου σας, είτε γενικότερα στα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Γ.Β. Η δισκογραφία για μένα, για τη μουσική που κάνω, δεν υπήρχε, δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστικά! Το λέω καθ΄ υπερβολή, αλλά δεν υπήρξε με την έννοια της δισκογραφίας που έχει πχ ο Μέρτενς ή κάποιοι άλλοι στο εξωτερικό. Και τώρα δεν υπάρχει δισκογραφία, εταιρείες, δισκοπωλεία… Εμένα δεν με επηρεάζει αυτό! Έχω βρει την εταιρεία μουσικών παραγωγών κι εκδόσεων ΕΜΣΕ Πολιτιστική Δράση, όπου εκεί οι άνθρωποι είναι πολύ δεκτικοί. Έχουν τα έργα μου και όπου υπάρχουν δισκοπωλεία και δέχονται αυτή τη μουσική, τα προωθούν. Από κει και πέρα ούτως ή άλλως, δεν ζεις, δεν κάνεις αυτό το έργο για να έχεις οικονομικές απολαβές από αυτό. Το κάνεις για να υπάρχει ένα έργο ηχογραφημένο, να το παρουσιάσεις σε κάποιες συναυλίες, να το προχωράς. Και όσοι συναντήσουν αυτό το έργο, θα το συναντήσουν.
Τ.Β. Το διαδίκτυο διαδραματίζει έναν ρόλο προς την κατεύθυνση προώθησης της μουσικής σας;
Γ.Β. Είναι το μόνο που έχει μείνει για τους νέους δημιουργούς. Εγώ είμαι τυχερός, γιατί πρόλαβα την αρχή του ραδιοφώνου και με στήριξε πολύ! Ειδικά οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που παίζανε τραγούδια, το «Δεύτερο» και ο «Μελωδία», που έγινε χορηγός στους δίσκους που έκανα, έπαιζε πάρα πολύ, τόσο για τα μέτρα τα δικά μου, όσο και για τα μέτρα της ορχηστρικής μουσικής. Χωρίς καν να τους ξέρω παίζανε τη μουσική μου! Και στο «τρίτο πρόγραμμα» με στήριξαν πάρα πολύ! Ακόμη και τώρα, παίξανε μουσική μου στις εκπομπές τους, παραγωγοί όπως πχ ο κ. Φλωράκης και ο κ. Μαλλούχος. Όμως σήμερα που οι ραδιοφωνικοί σταθμοί άλλαξαν το προφίλ τους, έχει μείνει κυρίως το διαδίκτυο. Έρχεται κόσμος στη συναυλία και λένε: «ήρθαμε γιατί το είδαμε στο διαδίκτυο». Δεν έχουμε κάτι άλλο, μόνο το «Τρίτο» υπάρχει! Τι να προλάβει να παίξει και αυτό! Βέβαια, σήμερα υπάρχουν και κάποιοι άλλοι σταθμοί που παίζουν μουσική, όπως το «κόκκινο», αλλά είναι πολύ μικρό για να στηριχτεί ένας νέο δημιουργός, οπότε ουσιαστικά μόνο το διαδίκτυο έχει μείνει. Άλλωστε και εγώ cd από κει αγοράζω πλέον, γιατί δισκοπωλεία δεν υπάρχουν! Και ό,τι καινούργιο θέλω να ακούσω, το αναζητώ από κει! Για παράδειγμα, όταν θέλω να ακούσω τον καινούριο δίσκο του Μέρτενς στο διαδίκτυο θα μπω. Στο ραδιόφωνο αποκλείεται να τον ακούσω! Σε διάφορα site που έχουν πλατφόρμες μουσικές βρίσκεις όλη τη δουλειά του. Και soundtrack από εκεί ακούω.
Τ.Β. To 2013 κυκλοφόρησε το “OST original soundtrack”. Οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ είναι οι καλλιτέχνες που σας επηρέασαν περισσότερο;
Γ.Β. Αυτά τα άτομα σημαίνουν για μένα αυτό που θα ήθελα να κάνω. Δηλαδή, οι σκηνοθέτες συνεργάζονται με μουσικούς, κάνουν ταινίες. Για μένα ο κινηματογράφος είναι η ύψιστη μορφή τέχνης ούτως ή άλλως. Αυτή η διεργασία είναι που από μικρός πάντα παρακολουθούσα πηγαίνοντας και βλέποντας πολλές ταινίες και πάντα με μάγευε αυτό! Το soundtrack που έγινε η μουσική του Σπύρου του Ανδρεάδη και του Φάνη του Λογοθέτη πραγματεύεται τη μουσική στον κινηματογράφο και είχε συνεντεύξεις από όλους αυτούς τους ανθρώπους, είναι κάτι πολύ όμορφο.
Τ.Β. Πότε ξεκίνησε αυτή η στενή σχέση σας με τον κινηματογράφο και τι σημαίνει αυτό για σας, έχετε κάποιες βλέψεις, θέλετε να επικεντρωθείτε εκεί περισσότερο;
Γ.Β. Εγώ αφήνω τα πράγματα να έρθουν όπως έρθουν. Δεν έχω ούτε βλέψεις, ούτε σχέδια (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μουσική). Ούτως ή άλλως να μην συνθέσω μουσική δεν γίνεται! Είναι κάτι που δεν σταματάει! Απλώς, μπορεί να κάνω μεγαλύτερες παύσεις. Αλλά όπως τώρα δημιούργησα αυτό το έργο με τον Γιώργο τον Τοσικιάν, όπως αυτό δεν περίμενα, απλώς άδραξα τη στιγμή και μαζί με το Γιώργο κάναμε αυτή τη δουλειά, θα συνεχίσω να κάνω συναυλίες και να γράφω μουσική. Τώρα αν έρθει πρόταση για να κάνω μουσική για ταινία, σαφώς και είναι καλοδεχούμενη.
Τ.Β. Υπάρχει η μουσική κάποιας ταινίας που αισθάνεστε ότι σας σημάδεψε;
Γ.Β. H ταινία που με σημάδεψε πάρα πολύ είναι «σινεμά ο Παράδεισος»! Τόσο η μουσική, όσο και η ταινία, με είχαν σημαδέψει. Βέβαια και άλλες ταινίες, πιο ιδιαίτερες, όπως το “Jude.” Αλλά το «σινεμά ο Παράδεισος» είναι για μένα κάπως εμβληματική ταινία. Εκείνο το παιδάκι, ο Τότο, το θυμάμαι σαν τώρα!
Τ.Β. Ανήκετε σε μια γενιά ανθρώπων που θεωρείται ευνοημένη από την άποψη ότι δεν βίωσε δύσκολα χρόνια και παράλληλα πέρασε τα χρόνια της νεότητας και αποκαταστάθηκε επαγγελματικά σε μια περίοδο ευμάρειας, πριν την κρίση. Αισθάνεστε ότι σας εκφράζει η γενιά σας; «Συνομιλείτε» δημιουργικά μαζί της;
Γ.Β. Εγώ νοιώθω ότι είμαι λίγο έξω και αποτραβηγμένος από τη στάση ζωής και τη νοοτροπία της γενιάς μου. Όχι ότι είμαι πολύ έξω, απλώς δεν βίωσα πολύ αυτή την υλιστική άποψη, να πάρω ένα ακριβό αυτοκίνητο, ένα καλό σπίτι, να κάνω διακοπές σε ξενοδοχεία υπερπολυτελή ή οτιδήποτε -δεν βίωσα έτσι την περίοδο της οικονομικής άνεσης. Μπόρεσα και αγόρασα έναν υπολογιστή, αξιοποίησα την τεχνολογία και αυτό ήταν πολύ σημαντικό, αλλά θυμάμαι να γράφω μουσική συνέχεια! Δεν ακολουθούσα πολύ τον τρόπο ζωής του σύγχρονου life style. Και φαίνεται ότι ξεκίνησα να γράφω μουσική το 2004 και από τότε το ίδιο κάνω και τώρα! Βέβαια, παράλληλα σπούδασα, οπότε γέμιζα έτσι το χρόνο μου, δεν είχα πολύ καιρό για άλλα πράγματα.
Τ.Β. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι που δεν σας έδωσα την αφορμή με τις ερωτήσεις;
Γ.Β. Είναι πιο απλή και η ζωή και η μουσική… Πάντα μας πιάνει το άγχος! Είναι πολύ δύσκολο όταν δεις ότι αυτό που πας να κάνεις δεν υλοποιείται ή ότι μπορεί τελικά να το μάθουν εκατό άνθρωποι, ενώ θα μπορούσαν να το μάθουν περισσότεροι. Αν δεις σε βάθος αυτό που κάνεις, τελικά τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό στη ζωή. Αν κάνεις αυτό που αγαπάς και οι συγκυρίες σε αφήσουν να το κάνεις, πρέπει να νοιώθεις τυχερός! Εγώ θεωρώ ότι είμαι τυχερός που μπορώ να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μουσική, να κάνω αυτό που θέλω. Αυτό είναι το δύσκολο για έναν δημιουργό: το πώς θα βρει τα χρήματα να χρηματοδοτήσει την παραγωγή του! Είναι πολύ σημαντικό! Ας πούμε, τη μουσική μου, τη χρησιμοποιήσανε σε κάποια σήριαλ και από κει έχω κάποιες απολαβές για να παράγω το επόμενο έργο. Αυτή η παραγωγή, το cd που βλέπετε, κόστισε κάποια χρήματα. Το θέμα είναι για τον κάθε δημιουργό πού θα βρει τα χρήματα κάθε φορά! Και αυτό που όλοι φοβόμαστε είναι ότι μπορεί να θες να ηχογραφήσεις ένα έργο και να μην μπορείς! Αυτό το κόστος είναι που όλους μας δυσκολεύει. Τώρα αυτό αν το βρούνε εκατό άνθρωποι, χίλιοι ή εκατό χιλιάδες, αυτό δεν επαφίεται μόνο σε μένα, αλλά είναι και θέμα συμπτώσεων, τύχης, αλλά βέβαια και κινήσεων ίσως πιο προσεκτικών. Αν λοιπόν επικεντρωθείς και γράφεις μουσική, είναι νομίζω πολύ σημαντικό από μόνο του, χωρίς απαραίτητα να είναι κάτι σημαντικό για την ανθρωπότητα ή για τον κόσμο. Αλλά έτσι προχωράς. Αυτό που σκέφτομαι, που με απασχολεί στην κάθε δουλειά που κάνω, είναι να υπάρχει κάτι το οποίο να νοιώθω ότι με εξελίσσει.
Διαβάστε επίσης: http://www.tar.gr/content/content.php?id=4932
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Ιούνιος 2015
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)