[συνέντευξη]
Γιώργος Κοντογιώργος
Αγναντεύοντας τα κύματα του Αιγαίου
Ένα κοντσέρτο για πιάνο είναι απλώς αφορμή για την παρακάτω σύντομη συζήτηση με έναν διακριτικό μουσικό, διαχρονικό συνθέτη, που οι φίλοι του Nέου Kύματος πρωταγάπησαν σαράντα σχεδόν χρόνια πριν και οι νέοι μουσικόφιλοι ανακαλύπτουν ξανά σήμερα, δια μέσου των εξαιρετικών σημερινών του μουσικών καταθέσεων. Σας την μεταφέρω:
Ε.Α. Η διαδρομή σου από το 1965 μέχρι σήμερα ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς εντός των συνηθισμένων πλαισίων; ήθελες να μπεις στο χώρο της τραγουδοποιίας, τότε που σε γνωρίσαμε;το επεδίωξες; στάθηκες τυχερός ή κολύμπησες στα βαθιά ψάχνοντας τη μουσική ταυτότητα; Όλα πήραν τη συνήθη ροή;
Γ. Κ. Κάθε άλλο! Θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω αναπάντεχη και περιπετειώδη διαδρομή, γεμάτη εκπλήξεις. Με ένα τραγούδι που έστειλα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1965, βρέθηκα ξαφνικά με συμβόλαιο στη δισκογραφική Εταιρεία «Λύρα» και ένωσα τις δυνάμεις μου με το ανατέλλον «Νέο Κύμα». Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τους περισσότερους τραγουδιστές της εποχής και να γράψω τα καλύτερα τραγούδια μου, όπως τις πρώτες μπαλάντες που τραγούδησε η Αρλέτα. Για πρώτη φορά τόλμησα να ενορχηστρώσω για μεγάλη Ορχήστρα, όπως της ραδιοφωνίας, της τότε ΕΙΡ. Από την πρώτη στιγμή, σε νεαρότατη ηλικία, διηύθυνα μουσικά σύνολα πλαισιωμένα από διακεκριμένους μουσικούς σε στούντιο δισκογραφικών Εταιρειών. Στην ουσία, δοκίμαζα τις δυνατότητες των οργάνων και μάθαινα την ορχήστρα. Δεν είναι τυχαίο ότι εισήγαγα στο τραγούδι τη χρήση οργάνων, όπως το όμποε, το φαγκόττο, το κόρνο και τη μπάσσο τούμπα και τα συνδύασα με λαϊκά όργανα.
Γιώργος Κοντογιώργος και ∆ιονύσης Σαββόπουλος
Ε. Α. Ιδιαίτερα για τις ενορχηστρώσεις για το «Περιβόλι του Τρελού» και το «Μπάλλο» του Διονύση Σαββόπουλου ο Στέλιος Ελληνιάδης αναφέρει: «ο Γιώργος Κοντογιώργος βάζει καινούρια όργανα και μουσικές φράσεις στα τραγούδια του Σαββόπουλου, πιο κοντά στο φολκ ροκ». «Του χρωστάω πάρα πολλά», λέει µε έµφαση ο ∆ιονύσης (Σαββόπουλος). Τα δανείζομαι από την Ελευθεροτυπία, Έντυπη Έκδοση: Επτά, Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009. Είχες την εκτίμηση των προσωπικοτήτων του χώρου και αυτό είναι πολύ όμορφο..
Γ. Κ. Η δουλειά μου εκτιμήθηκε και από το Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική μου ανέθεσε την ενορχήστρωση δύο δίσκων του. Στο οπισθόφυλλο του δίσκου της Αρλέτας με τίτλο «12+1» επισημαίνει: «... τη λιτή και τόσο δημιουργική ενορχήστρωση του Γ. Κοντογιώργου .....». Η θητεία μου ως ενορχηστρωτή με όπλισε με σημαντικά εργαλεία. Κατά συνέπεια, όταν αργότερα, η εργασία μου μεταπήδησε στη σύνθεση πλέον περίπλοκης και απαιτητικής μουσικής, η πρακτική γνώση που αποκόμισα, μου έδωσε τη δυνατότητα να ενορχηστρώνω με άνεση για μεγαλύτερα σύνολα μέχρι τη Συμφωνική Ορχήστρα.
Ε. Α. Τι άλλαξες εσύ από τα πρώτα βήματα στη μουσική μέχρι τα σημερινά, της ωριμότητας και τι άλλαξε μόνο του, εκ των πραγμάτων; μπορείς άραγε να το προσδιορίσεις;
Γ. Κ. Ασφαλώς και έχουν αλλάξει πολλά εκ των πραγμάτων, με την πάροδο του χρόνου! Η ενασχόλησή με την κλασσική μουσική, που αποτελούσε μοναδικό όνειρο και έναυσμα των θεωρητικών σπουδών μου, σχεδόν συνέπεσε με το τέλος της δισκογραφικής μου εργασίας. Ήταν η εποχή που οι δισκογραφικές εταιρείες ανακάλυψαν ότι αποτελούν αποκλειστικές βιομηχανίες εκμεταλλεύσεως βινυλίου και ανέθεσαν την τύχη του ελληνικού τραγουδιού στα χέρια των παραγωγών, οι οποίοι δεν άφησαν κανένα περιθώριο πειραματισμού και νεωτερισμού. Μάλλον έτσι τελείωσε ο ψυχαγωγικός ρόλος του τραγουδιού που μετατράπηκε σε διασκεδαστικό, είδος αποκλειστικής προβολής και εκμεταλλεύσεως των τραγουδιστών πίστας των νυχτερινών κέντρων. Η «Ελεγεία 1980» για σόλο κιθάρα που γράφτηκε το 1980, σηματοδοτεί το τέλος της θητείας μου ως ενεργού τραγουδοποιού και της στροφής μου στη σύνθεση σύγχρονης μουσικής. Βεβαίως, η προσωπική μου στάση όσον αφορά τη σύνθεση είναι διαφορετική, αν και θεωρώ ότι η μουσική που γράφω σήμερα αποτελεί μετεξέλιξη της απλής μελωδικής γραφής σε πιο προχωρημένες και περίπλοκες μορφές. Ακόμα και σήμερα, η μελωδία αποτελεί συχνά κυρίαρχο στοιχείο, χωρίς όμως να περιορίζει τη ροή και επεξεργασία των αλληλουχιών, αφήνοντας ελευθερία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Για παράδειγμα, το δεύτερο μέρος του κοντσέρτου για κιθάρα, που ολοκλήρωσα πρόσφατα, βασίζεται στη μελωδία ενός ανέκδοτου τραγουδιού μου. Η απήχηση του έργου στον ακροατή, αποτελεί προσωπική μου στάση. Επιθυμώ η μουσική μου να είναι άμεσα γοητευτική, χωρίς όμως να μετέρχεται εύκολες λύσεις, έτσι ώστε να οδηγεί μεν στο αναμενόμενο αλλά να εμπεριέχει και το απροσδόκητο.
Ε. Α. Πως βιώνει ένας διακριτικός, αποστασιοποιημένος καλλιτέχνης του χώρου μας την σημερινή ελληνική πραγματικότητα;
Γ. Κ. Ο χώρος της σύγχρονης μουσικής είναι εκ των πραγμάτων δύσκολος και απαιτητικός, κατά μείζονα λόγο στην Ελλάδα, όπου οι δυνατότητες είναι περιορισμένες. Ιδιαίτερα, όπως το λες, ένας αποστασιοποιημένος δημιουργός δύσκολα βρίσκει διαύλους επικοινωνίας και εύκολες διεξόδους για να παρουσιάσει και να προβάλλει την εργασία του. Για το λόγο αυτό αποφάσισα να συμμετέχω σε διεθνείς διαγωνισμούς, από τους οποίους όχι μόνο αποκόμισα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω την εργασία μου σε χώρες του εξωτερικού, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αγγλία και η Πολωνία. Παράλληλα, έργα μου εκτελέστηκαν και στην Ελλάδα από την Καμεράτα των Φίλων της Μουσικής, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέττο κλπ. Πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις έργων μου έχουν γίνει επίσης στον Καναδά, την Ιρλανδία και την Ιταλία. Τέλος, μετά πολλά χρόνια, μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπιάσω τη μπαγκέττα στα χέρια μου. Είχα την τιμή να διευθύνω την Ορχήστρα των Πατρών και να παρουσιάσω έργα μου. Η συνεργασία με τους εξαίρετους μουσικούς της Ορχήστρας αυτής ήταν μοναδική.
Ε. Α. Ας μιλήσουμε όμως και για την Αγριά, αυτή τη μαγική μικρή κουκίδα της Μαγνησίας που καταλαβαίνω πόσο αγαπάς.
Γ. Κ. Την Αγριά δεν την επέλεξα. Το αντίθετο! Έγινα Πηλιορείτης όταν ήρθε η ώρα και αποφάσισα να ζήσω με την αγαπημένη μου σύντροφο. Εδώ και δύο χρόνια περνώ μία από τις πλέον γόνιμες και δημιουργικές περιόδους της ζωής μου. Από το δωμάτιό μου βλέπω τη θάλασσα και αντλώ δύναμη. Η φύση στο Όρος των Κενταύρων είναι μοναδική. Παρακολουθώ από κοντά τις διαδοχικές εναλλαγές των εποχών, μέσα από την οργιώδη βλάστηση της άνοιξης και τα καταπράσινα φυλλώματα του καλοκαιριού, την πολυχρωμία του φθινοπώρου με τα πυρόξανθα φύλλα των δένδρων και το κατάλευκο του χιονιού του χειμώνα. Μαγευτικές στιγμές που μου είχαν λείψει πολύ. Όμως, ομολογώ ότι επιθυμώ έντονα και την Αθήνα. Για το λόγο αυτό, δεν χάνω στιγμή να γυρίσω έστω και για λίγο κοντά της, με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δοθεί.
Ε. Α. Και πάμε στο κοντσέρτο για πιάνο. Μίλησε μας για το έργο και την ηχογράφηση του. Σκεφτόμουν ακούγοντάς το, ότι πρόκειται για μια βιωματική καταγραφή ψυχής. Μου άρεσε πολύ ότι τα αποσπάσματα αιγαιοπελαγίτικων τραγουδιών μετατρέπονται σε ηχοχρώματα μνήμης και ο κυματισμός της θάλασσας ζωγραφίζει τις νότες σου..
Γ. Κ. Από τότε που άρχισε η μνήμη να λειτουργεί, ένοιωθα το υγρό στοιχείο της θάλασσας πάντοτε μέσα μου. Πέρασα όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων στην Αγία Μαρίνα, ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό στο Μαλιακό κόλπο, κοντά στη Λαμία. «Πατρίδα μου είναι η θάλασσα των καλοκαιριών στα μάτια των παιδικών μου χρόνων». Επισκέπτομαι συχνά το σπίτι μας που βλέπει κατάφατσα το στόμιο του Μαλιακού. Το πρωί η θάλασσα είναι λάδι και ο κόλπος μοιάζει με λίμνη, ενώ το απόγευμα, τα μανιασμένα κύματα φθάνουν στην αυλή και τα παράθυρα. «Έχω μια θάλασσα στα μάτια μου κι ένα αεράκι στα μαλλιά μου».
Η σύνθεση του κοντσέρτου για πιάνο άρχισε το Δεκέμβριο του 2004 και ολοκληρώθηκε στην Αγία Μαρίνα τον Ιούλιο του 2005. Το κοντσέρτο αποτελεί ίσως ένα έργο προσωπικό, θα έλεγα βιωματικό. Είναι επηρεασμένο από τους ρομαντικούς συνθέτες Sergei Rachmaninov και Edvard Grieg, ενίοτε με σαφείς αναφορές στο πιανιστικό τους ρεπερτόριο. Βασίζεται σε τρία θέματα αιγαιοπελαγίτικων δημοτικών τραγουδιών, που αναπτύσσονται διαδοχικά σε κάθε ένα από τα ισάριθμα μέρη. Θεωρώ ότι το ύφος της μουσικής εντάσσεται στο νεοκλασικό. Η τονική γραφή εναλλάσσεται συχνά με ατονικά, μινιμαλιστικά και άλλα νεωτεριστικά συμβάντα και εμπλουτίζεται με ποικίλα ορχηστρικά ηχοχρώματα. Έτσι, παρά τη χρήση ελληνικών μουσικών θεμάτων δεν έχει στόχο ούτε να μιμηθεί ούτε να συνεχίσει την παράδοση της Εθνικής Σχολής. Η πρώτη εκτέλεση του κοντσέρτου στην Ελλάδα έγινε τον Οκτώβριο του 2008 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από την Ορχήστρα των Χρωμάτων, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη με σολίστ τη Μαρία Αστεριάδου. Η ηχογράφηση έγινε για να καταγραφεί το γεγονός αυτό καθεαυτό και όχι με σκοπό τη δισκογραφική έκδοση.
Ε. Α. Αγαπητέ μου Γιώργο, πολλοί από τους αναγνώστες μας θυμούνται με συγκίνηση τα τραγούδια με τα οποία συστήθηκες στο ελληνικό κοινό δεκαετίες πριν.. είναι τραγούδια που παραμένουν, που δυναμώνουν με το χρόνο την αξία της μουσικής καθαρότητας, κατά τη γνώμη μου. Λιγότεροι σε γνώρισαν από τη λόγια μουσική σου, αυτοί όμως που είχαν τη χαρά, θα συμφωνήσουν ότι είσαι μια σημαντική μουσική προσωπικότητα της μουσικής διαδρομής μας...Με τον καιρό είμαι βέβαιη ότι όλο και περισσότεροι ακροατές θα μοιράζονται ευαισθησία και μνήμες με τη μουσική σου.
Γ. Κ. Εγώ είμαι ευτυχής που καταφέραμε να έχουμε αυτή τη συζήτηση!
*************
http://www.myspace.com/georgekontogiorgos
Έφη Αγραφιώτη
effie.tar@gmail.com
Φεβρουάριος 2011
Επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας