Γιώργος Λεωτσάκος
ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
(1861-1917)
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΕΝΤΕΧΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ»
Με την υπογραφή του εμβληματικού, ερευνητή μουσικολόγου, Γιώργου Λεωτσάκου και την εκδοτική σφραγίδα του εγνωσμένου κύρους Μουσείου Μπενάκη, κατέστη εφικτή η δημιουργία μιας «ιστορικής» σημασίας έκδοσης με τον τίτλο: «ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (1861-1917): Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΕΝΤΕΧΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ».
Η έκδοση εντάσσεται στο πλαίσιο της σειράς «μελέτες για την τέχνη» και παρουσιάστηκε τη Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου, σε αίθουσα του ιστορικού κτιρίου του μουσείου Μπενάκη. Για την επιστημονική μελέτη ανέπτυξαν ενδιαφέρουσες αναλύσεις ο σκηνοθέτης και Ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Πρόεδρος της Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών Κυριάκος Λουκάκος, ο αρχιμουσικός,
τ. Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΚΟΑ, Βύρων Φιδετζής και βεβαίως ο ίδιος ο συγγραφέας.
Το πόνημα, το οποίο σημειωτέον αριθμεί περί τις χίλιες σελίδες, εντυπωσιάζει αρχικά λόγω του όγκου του και εν συνεχεία ακόμη περισσότερο λόγω της πληθώρας των στοιχείων και των πηγών.
Ο συγγραφέας Γιώργος Λεωτσάκος
Ορισμένες από τις αρχειακές πηγές αποτέλεσαν: o «κολοσσιαίος κατάλογος» (όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας) τυπωμένων λιμπρέτων στην ιταλική γλώσσα του Ιταλού μουσικολόγου Claudio Sartori», το αρχείο «Ufficio Ricerca Fondi Musicali» (URFM) επίσης «έργο ζωής των Claudio Sartori και Mariangela Donà», ο κατάλογος των Μουσικών Εκδόσεων Ρικόρντι, ο Κατάλογος της Εκδοτικής Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, τα Αρχεία της Κέρκυρας, το Μοτσενίγειο Ιστορικό Αρχείο (ανήκει στην ΕΒΕ), το Αρχείο του Ωδείου Αθηνών, η Μπενάκειος βιβλιοθήκη της Βουλής, η Συλλογή Νάκη Πιέρρη, ο Κατάλογος της Αναγνωστικής Εταιρείας, η Βιβλιοθήκη Δημοτικού Θεάτρου Κέρκυρας, η Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Τζόρτζιο Τσίνι, η Ιόνιος Βιβλιογραφία του Legrand, η Βιβλιοθήκη Guiseppe Verdi κ.ά. Επίσης ο συγγραφέας θεωρεί πολύ σημαντική τη συμβολή των ερευνητών Thomas G. Kaufman και Κώστα Καρδάμη.
«Είναι μια μικρή μουσική εγκυκλοπαίδεια που αναφέρει όλα αυτά τα στοιχεία με βάση την πορεία και τη ζωή του Σαμάρα» ανέφερε ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Ευαγγελάτος, ο οποίος κλείνοντας την γλαφυρή ομιλία του δεν έκρυψε τη συγκίνησή του: «ο πατέρας μου, Αντίοχος Ευαγγελάτος, συνδεόταν πολύ με το έργο του Σαμάρα είναι ο πρώτος που διηύθυνε στην ΕΛΣ όπερα του Σαμάρα το 1944 τη «Ρέα».
«Τα στοιχεία της προσωπικότητάς του αντανακλώνται με ιδιαίτερη βαρύτητα στη δουλειά του ως ιστορικού ερευνητή, διότι επιπλέον χαρακτηρίζουν άνθρωπο οικουμενικής ευρυμάθειας και πολυμέρειας ασυμβίβαστο ερευνητή της ιστορικής πραγματικότητας» επεσήμανε «φωτίζοντας» πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της προσωπικότητες του συγγραφέα που όπως είπε «αντανακλώνται» στο έργο του, ο Πρόεδρος της Ένωσης Μουσικών και Θεατρικών Κριτικών, κ Κυριάκος Λουκάκος.
Ο συγγραφέας στο πλαίσιο της ομιλίας του, αφενός υπογράμμισε τα προβλήματα που συνάντησε στην έκδοση του βιβλίου καθώς όπως είπε, μεταξύ άλλων, «κάποιοι επιθυμούσαν να εμποδίσουν την έκδοση» και παρέπεμψε τον αναγνώστη στο βιβλίο για περισσότερες διευκρινίσεις.
Η πρωτοτυπία της έκδοσης καθίσταται έκδηλη ήδη από την πρώτη σελίδα όπου εκτός από τις αφιερώσεις (όχι τυχαία) υπάρχουν και ανταφιερώσεις καθότι το βιβλίο επρόκειτο αρχικά να κυκλοφορήσει το 1996 (από άλλον εκδοτικό οίκο) αλλά όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας «πληροφορήθηκα όλως απροόπτως ότι η έκδοση αναστέλλεται»[1]. Όμως δεν ήταν αυτή η μόνη αναβολή της έκδοσης. Στο επίμετρο Ι πληροφορούμαστε ότι η εν λόγω έκδοση επρόκειτο να δημοσιευθεί το 2011 με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 150 χρόνων από τη γέννηση του Σπύρου Σαμάρα.
Ωστόσο, ο συγγραφέας παρότι δεν έκρυψε τη δυσφορία του για τις όποιες αναβολές και αφού κατέστησε σαφές ότι υπάρχουν πρόσωπα (εκ των οποίων ορισμένα δεν είναι πλέον στη ζωή ενώ άλλοι «ζουν και βασιλεύουν») τα οποία προσπάθησαν να εμποδίσουν την έκδοση, ζήτησε από τους τελευταίους «να αφήσουν ήσυχη την έντεχνη ελληνική μουσική». Αφιέρωσε ωστόσο αρκετό χρόνο από την ομιλία του εκφράζοντας ευχαριστίες προς όλους όσοι συνέβαλαν άμεσα ή έμμεσα στην ολοκλήρωση αυτής της έκδοσης. Εξήρε το ρόλο του Στάθη Αρφάνη που έκανε τη σχετική μελέτη αναφορικά με τη δισκογραφία, η οποία περιλαμβάνεται στο επίμετρο του βιβλίου και υπογράμμισε τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής.
Πρόκειται για ένα πόνημα που πέρα από τη μουσικολογική του αξία αυτή καθεαυτήν, αποτελεί και ένα εξαιρετικό υπόδειγμα του τι θα πει επιστημονική μεθοδολογία και έρευνα. Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει, «όχι ακριβώς βιογραφία», αποτελεί το πρώτο μέρος ενός δίπτυχου. Το δεύτερο μέρος, αποτελούν οι αναλύσεις των σωζόμενων έργων του και λόγω του «ειδικού κοινού» στο οποίο απευθύνεται θα εκδοθεί χωριστά. Πρόκειται για μόχθο διάρκειας 25 ετών (κυρίως κατά την περίοδο 1984-2009) «που πραγματοποιήθηκε κατά διαστήματα στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ».
Η εν λόγω διατριβή, στο πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με την ιστορία της όπερας στην Κέρκυρα πριν την εποχή του Σαμάρα. Ενδιαφέρον έχει το εγχείρημα καταλογογράφησης παραστάσεων που ανέβηκαν στο θέατρο San Giacomo τη χρονική περίοδο 1733-1798[2], κατάλογος ονομάτων συνθετών έργα των οποίων ανέβηκαν στην Κέρκυρα[3], κατάλογο λιμπρέτων της περιόδου 1815-1900 με διευκρίνιση ποιες ημερομηνίες διδάχθηκαν. Επίσης παρατίθεται κατάλογος έργων τα οποία κατά την ίδια χρονική περίοδο επαναλήφθηκαν τουλάχιστον μια φορά[4]. Ενδιαφέρον έχει ακόμη η μελέτη ως προς τις συνθήκες εκτυπώσεως των λιμπρέτων. Ακόμη παρατίθεται κατάλογος από τις σημαντικότερες ελληνικές όπερες και ακολούθως τους σημαντικότερους συνθέτες, ως το 1885 - εποχή που όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ο Σπύρος Σαμάρας πηγαίνει από το Παρίσι στο Μιλάνο.[5]
«Να ποια παράδοση ιταλική και ελληνική είχε πίσω του το 1882 ο Σπύρος Σαμάρας (ποιοτικό κορύφωμα της ελληνικής μουσικής του 19ου αιώνα, που εσκεμμένα υποβαθμίστηκε σε «τοπικό» επτανησιακό, φαινόμενο) όταν άφηνε την Ελλάδα για να σπουδάσει στο Παρίσι», παρατηρεί ο συγγραφέας κλείνοντας το πρώτο κεφάλαιο μετά το οποίο ακολουθεί το βιογραφικό μέρος που αφορά περισσότερο την παιδική του ηλικία, τους δασκάλους που τον «σημάδεψαν» και γενικότερα τους ανθρώπους τους «στενού» οικογενειακού του περιβάλλοντος και τον ρόλο που διαδραμάτισαν στη μουσική εκπαίδευση του συνθέτη. Για παράδειγμα, γίνεται εκτενής αναφορά στο ρόλο που διαδραμάτισε ο δάσκαλός του στο ωδείο Αθηνών, κ. Στανκαπιάνο στον οποίο η μητέρα του συνθέτη αποστέλλει την με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1876 επιστολή λέγοντας ότι αδυνατεί να πληρώσει τα δίδακτρα των σπουδών του Σπύρου Σαμάρα στο Ωδείο Αθηνών μετά το θάνατο του πατέρα του (30-6-1875). Ο ίδιος ήδη την επόμενη ημέρα, αποστέλλει επιστολή προς τα μέλη του Συμβουλίου του ωδείου με την παράκληση «να μην χάσουν έναν Μαθητή που παρέχει πολλές ελπίδες και που μια μέρα μπορεί να αποβεί χρήσιμος στον εαυτό του και στην Πατρίδα του». Στο ίδιο κεφάλαιο εκτός από τα ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία, υπάρχουν εκτενείς κατάλογοι έργων όπερας της περιόδου 1837-1900 καθώς και παραστασιολόγιο ανά θίασο, συνθέτες και τίτλοι έργων όπερας και οπερέτας.
Στο τρίτο κεφάλαιο, αναγράφεται με λεπτομέρειες η περίοδος των σπουδών του Σπύρου Σαμάρα στο Conservatoire του Παρισιού (1882-1885) και τα έργα που εξέδωσε την περίοδο αυτή. Επιπροσθέτως εκτίθενται οι λόγοι εξαιτίας των οποίων ο συνθέτης διαπιστώνοντας ότι το Μιλάνο είναι «η Μέκκα του λυρικού θεάτρου»[6] αποφασίζει να ζήσει εκεί. Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει ονόματα ελλήνων τραγουδιστών και συνθετών της εποχής που ήταν γνωστοί στο Μιλάνο μαζί με μια πληθώρα πληροφοριών για το έργο τους.
Έχοντας βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει ήδη από το τέταρτο κεφάλαιο την ατμόσφαιρα της εποχής στο Μιλάνο, ο συγγραφέας στο επόμενο κεφάλαιο, εστιάζει περισσότερο στα πρόσωπα που συνιστούσαν τον επαγγελματικό περίγυρο του Σαμάρα στο Μιλάνο και τη Λειψία. Μεταξύ αυτών αναφέρεται στους λιμπρετίστες Φερντινάντο Φοντάνα (1850-1919) Λουίτζι Ίλλικα (1857-1919), Stieger, στο Μαρκήσιο ντέ Σαίντ-ιλαίρ (με τη βοήθεια του οποίου υπήρξαν εκτελέσεις έργων του Σαμάρα και ισάριθμες αναφορές στον τύπο), τον ιδρυτή του οίκου Ricordi, βιολιστή Τζιοβάνι Ρικόρντι κ.ά.
Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε χρονολόγιο διδασκαλιών έργων του Σαμάρα, κριτικές και μαρτυρίες.
Σπύρος Σαμαράς
Το έβδομο κεφάλαιο επικεντρώνεται γύρω από επισκέψεις του Σπύρου Σαμάρα στην Ελλάδα με αφορμή παραστάσεις έργων του. Στο κεφάλαιο αυτό παρατίθενται αποκόμματα του τύπου αποτυπώνοντας με γλαφυρό τρόπο το κλίμα της εποχής. Ξεκινά με την παράσταση της όπερας «Φλόρα Μιράμπιλις» στο θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας τον Ιανουάριο του 1889. Αναφέρεται ακόμη στη δημόσια εκτέλεση του έργου του «Εμβατήριον Θριαμβευτικόν» στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους που περιλαμβανόταν στο πρόγραμμα συναυλίας της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται εκτενής αναφορά και στην επίσημη επίσκεψη Σαμάρα στην Αθήνα με αφορμή την τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων όπου παρουσιάστηκε ο Ολυμπιακός Ύμνος σε ποίηση Κωστή Παλαμά μελοποιημένος από τον Σπύρο Σαμάρα, ενώ στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρεται και άλλες ημερομηνίες εκτέλεσης τόσο του Ολυμπιακού Ύμνου, όσο και άλλων έργων του.
Αξιοσημείωτη είναι και η αναφορά του συγγραφέως στα λάθη της κατά καιρούς πολιτικής ηγεσίας αναφορικά με τη διαχείριση του υλικού της έντεχνης ελληνικής μουσικής όπου υπονοεί σκοπιμότητες. Αναφερόμενος σε τέως Υπουργό Πολιτισμού καταδικάζει το γεγονός ότι: «έκοψε από το πρόγραμμα της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας 2004 τη σκηνική διδασκαλία της όπερας «Ρέα» του Σαμάρα (ναι, του συνθέτη του επίσημου Ύμνου που ανοίγει τους απανταχού γης Ολυμπιακούς Αγώνες…) τη μόνη όπερα του παγκόσμιου λυρικού ρεπερτορίου που πραγματεύεται την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων».
Στο όγδοο κεφάλαιο, γίνεται λόγος για την τελευταία περίοδο της ζωής του, 1889-1917 όπου ο Σαμάρας εγκαθίσταται ξανά από το Μιλάνο στο Παρίσι και στη συνέχεια (1911) επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα μέχρι το θάνατό του, όπου όχι απλώς δεν διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη της έντεχης ελληνικής μουσικής και παιδείας (όπως ο ίδιος οραματιζόταν) αλλά αντιθέτως αντιμετωπίζει «φθόνο» και «απόρριψη»[7]. Ο συγγραφέας αποδίδει τη μη αναγνώριση του έργου του Σαμάρα στην Ελλάδα κυρίως σε τρείς παράγοντες α) στον «εκγερμανισμό» της μουσικής ζωής, (γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα «να χτυπηθούν ανελέητα» όλοι οι συνθέτες που είχαν σπουδάσει στο Ναπολιτάνικο Ωδείο San Pietro a majella) β) στην αποδυνάμωση της μουσικής παιδείας και παραγωγής και γ) στην ανάθεση της Δ/νσης του ωδείου Αθηνών στον «μετέπεια αντίπαλο του Σαμάρα» Γ. Νάζο, o οποίος απεδείχθη «αντίπαλος» του Σαμάρα και στο ρόλο του γίνεται εκτενής αναφορά.
Στον επίλογο του βιβλίου που ακολουθεί, ο συγγραφέας επιρρίπτει ευθύνη για τη μη διαφύλαξη πλήρους αρχείου του έργου του, καθώς και του αρχειακού υλικού που αναφέρεται σε αυτό (δημοσιεύματα, κριτικές, μαρτυρίες, αφιερώσεις κτλ) θεωρόντας ως υπαίτιο τη σύζυγο του Σπ Σαμάρα, Αννα, η οποία δεν φρόντισε για την οργάνωση και τη διαφύλαξη του αρχείου του, με αποτέλεσμα να «σκορπιστεί» και να χαθεί ενώ παραμένει ερώτημα τι τύχη είχε το ημερολόγιό του που θα αποτελούσε πολύ σημαντική πηγή έρευνας.
Το βιβλίο περιλαμβάνει πληθώρα πολύ σημαντικών πηγών σε ειδικό παράρτημα: «κατάλογο έργων και χειρογράφων», εκτενή βιβλιογραφία, τρία επίμετρα, μια περίληψη του βιβλίου στα αγγλικά καθώς επίσης και έναν ολοκληρωμένο κατάλογο με τη δισκογραφία του Σπύρου Σαμάρα, ο οποίος αξίζει να υπογραμμισθεί ότι προλογίζεται και υπογράφεται από μια άλλη σημαντική προσωπικότητα, τον Στάθη Αρφάνη. Τέλος το βιβλίο περιλαμβάνει ένα εκτενέστατο ευρετήριο με ονόματα «όρων και θεσμών».
Ο συγγραφέας στο πλαίσιο της σε βάθος έρευνάς του υπερτονίζει τις ελλείψεις του αρχείου «…για μας σημασία έχουν πολύ περισσότερο τα όσα δεν βρέθηκαν, παρά τα όσα βρέθηκαν στο Αρχείο» αναφέρει χαρακτηριστικά. Το «μεγαλύτερο έγκλημα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει είναι «η εξαφάνιση των πολυθρύλητων προσωπικών σημειώσεων ή προσωπικού ημερολογίου του Σαμάρα» του οποίου (ή των οποίων) την ύπαρξη είχε αποκαλύψει περί το 1960 στον Σπύρο Μοτσενίγο». Δεν είναι όμως (όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας) σίγουρο ότι το ημερολόγιο περιήλθε σε γνώση του Σπύρου Μοτσενίγου, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί το σχετικό ντοκουμέντο ούτε στο Μοτσενίγειο Αρχείο.
Το αρχείο Σαμάρα μετά το θάνατο της Ερασμίας, Άννας Χρυσοβελώνη Μιχελάκη (ανηψιάς της συζύγου του) περιήλθε στα Ιστορικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.
Κάθε δικό μας συμπέρασμα θα ήταν περιττό. Θα επικαλεστούμε ως συμπέρασμα την εύστοχη επισήμανση που διατύπωσε τη βραδιά της παρουσίασης ο Ακαδημαϊκός κ Ευαγγελάτος: «μετά το βιβλίο του κ Λεωτσάκου ο Σαμάρας είναι ο μεγάλος δικαιωμένος της έντεχνης ελληνικής μουσικής».
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Φεβρουάριος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
Ευχαριστούμε το Μουσείο Μπενάκη για την παραχώρηση του σχετικού υλικού
[1] Διευκρινίζεται ότι τα αποσπάσματα του βιβλίου δεν αποτελούν γραμματικά πιστή αντιγραφή από το πρωτότυπο, δεδομένου ότι στο παρόν άρθρο παρατίθενται στη δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό σύστημα
[2] σ.σ.57-72
[3] Σελ 74-75
[4] Σελ 118-120
[5] Σελ 121-125
[6] Σελ 285
[7] Σελ 651