Γιώργος Μουλουδάκης
Συνέντευξη στην Τίνα Βαρουχάκη
"…πιστεύω σε μια ελληνικότητα κοσμοπολίτισσα, ενώ ταυτόχρονα πιστεύω ότι ο Γερμανός, που έρχεται ως φυσιολάτρης και εκστασιάζεται με τον ήλιο και τις θάλασσές μας, δεν μπορεί να πάρει τίποτε απ’ την ουσία αυτών που βλέπει. Χρειάζεται ένα “ελληνικό βλέμμα” για να συμβεί αυτό, κάτι απ’ το DNA των παππούδων μας, κι αυτό που λέω τώρα το πιστεύω απόλυτα. Δεν βλέπουμε τα ίδια πράγματα μ’ αυτούς. Θα έπρεπε να νιώθουμε τυχεροί που γεννηθήκαμε σ’ αυτό το κομμάτι γης. Η κρίση που ζούμε δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτή την τύχη. Τι να σου κάνει ένας μυριοκακόμοιρος Σόιμπλε, όταν εσύ έχεις παππού σου τον Όμηρο, που σου μιλά ακόμα στην ίδια σου τη γλώσσα;!”
….
“…Προτιμώ τις αλήθειες. Αυτό εννοούσα και πριν για το κοινό. Δεν θέλω κανέναν να μου σφίξει το χέρι συγκαταβατικά. Είμαι αρκετά περήφανος για να το δεχτώ. Θέλω να νιώθω πως κάπου μέσα μας ακουμπήσαμε κι αυτό είναι ιερό. Άλλωστε, η δουλειά μας δεν πληρώνεται. Αυτή η ικανοποίηση είναι η κύρια πληρωμή της.”
Ο Γιώργος Μουλουδάκης σκύβει στην ψυχή του όπως και στην ταστιέρα της κιθάρας του. Φθάνει μέχρι την «άμμο του βυθού» και συλλέγει «θραύσματα μουσικών και ποιημάτων» όπως ο ίδιος προσδιορίζει το θαυμάσιο εγχείρημά του να συνθέσει το έργο «ημερολόγιο ενός άλλου» σε κείμενα και μουσική δική του. «Κρατούσα όντως σημειώσεις για ένα ημερολόγιο ιδιωτικής χρήσης, κυρίως για να λέω πράγματα που έπρεπε να ακούσω αρθρωμένα για να τα κατανοήσω. Κάποτε που ξανάνοιξα τις σελίδες αυτού του ημερολογίου, ανακάλυψα ότι εκείνος που μιλούσε δεν ήταν ακριβώς εγώ, αλλά ένας Άλλος, που δεν ήξερα, ή μάλλον που δεν ήξερα πλήρως», μας εξομολογείται. Στο «ημερολόγιο» δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να μαντέψεις τι εννοεί με κάθε συμβολισμό. Δεν έχει σημασία πώς αντιλαμβάνεσαι τον δικό του «Εαυτό» και «Άλλο». Όπως κάθε μεταμοντέρνα αφήγηση, σου αφήνει την ελευθερία να βιώσεις τη σχετικότητα των συμβόλων, να κάνεις τους δικούς σου συνειρμούς και ενδεχομένως να αφουγκραστείς τα νοήματα διαφορετικά σε κάθε σου ανάγνωση… Όπως και αν σε ταξιδέψει, εισπράττεις την ευαισθησία, το λυρισμό, την ποιητικότητα, το βάθος, το Ήθος, την Παιδεία, την καλλιέργεια, τη φαντασία, τη μουσικότητα και κυρίως τη βεβαιότητα ότι ο Ποιητής λέει μόνο Αλήθειες… Όπως τηρουμένων των αναλογιών συμβαίνει και με τα λόγια των «ριζίτικων» που ίδιος μελοποίησε κατόπιν παραγγελίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. «Εμένα με πάνε κατευθείαν στη ρίζα των πραγμάτων. Στο απαραίτητο και στο ελάχιστο» παρατηρεί. (...) «Χρειάζεται να επιστρέψουμε στα βασικά μας σύμβολα και να τα ξαναοπλίσουμε» υπογραμμίζει, επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενά του στις γραμμές που ακολουθούν…
T.B. Στο έργο σας με τίτλο: «Ημερολόγιο ενός Άλλου» με κείμενα και μουσική δική σας, βασισμένος σε μια βαθιά και πολύπλευρη πνευματική καλλιέργεια που δεν είναι αμιγώς μουσική, αλλά εμπεριέχει τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την πολιτική ως τέχνη και την τέχνη ως φιλοσοφία, δίνετε την εντύπωση ότι αφήσατε το ασυνείδητο να εκφραστεί με τη γλώσσα των ελεύθερων συνειρμών». Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα;
Γ.Μ. Ακριβώς με την αντίστροφη απ’ την αναμενόμενη πορεία. Κρατούσα όντως σημειώσεις για ένα ημερολόγιο ιδιωτικής χρήσης, κυρίως για να λέω πράγματα που έπρεπε να ακούσω αρθρωμένα για να τα κατανοήσω. Κάποτε που ξανάνοιξα τις σελίδες αυτού του ημερολογίου ανακάλυψα ότι εκείνος που μιλούσε δεν ήταν ακριβώς εγώ, αλλά ένας Άλλος, που δεν ήξερα, ή μάλλον που δεν ήξερα πλήρως. Μιλούσε, κατά κανόνα, με συλλαβές της Πυθίας, κι εγώ ο ίδιος χρειαζόταν να είμαι συντονισμένος σε μια “μέσα οπτική” για να μπορέσω να τον παρακολουθήσω. Προσοχή, “παρακολουθήσω” και όχι “κατανοήσω”... Η κατανόηση θα ήταν εμπόδιο. Η μουσική μπήκε εκ των υστέρων, για να συνομιλήσει με τον λόγο αυτού του Άλλου. Μετά, από το συρτάρι ανασύρθηκε και ένα παλαιότερο έργο, όπου ο λόγος μπήκε εκ των υστέρων για να συνομιλήσει με τη μουσική. Για να είμαι ειλικρινής, το χέρι του άλλου με έσπρωχνε μάλλον, παρά το έσπρωχνα, γιατί δεν κατάλαβα πώς αυτοί οι δύο κόσμοι συνομίλησαν και πότε. Ήμουν πάντα η μαριονέτα αυτού του Άλλου, και τώρα το λέω χωρίς φόβο. Αυτός δεν υποκύπτει σε υποσχέσεις πλασματικής ευτυχίας, αυτός θέλει το πλήρες του εαυτού μας, ακατέργαστο, γυμνό, πρωτόγονο, δεν είναι ένας χαμογελαστός κύριος, αλλά γελά με κάθε μασκαραλίκι μας..
http://www.youtube.com/watch?v=_ksqn1u5T5k
Τ.Β. Στη παρουσίαση του «ημερολογίου», η μουσική γίνεται γλώσσα και o λόγος αποκτά μουσικότητα. O ίδιος, παρότι είστε περισσότερο γνωστός ως σολίστ κλασικής κιθάρας και συνθέτης, δηλώνετε ρητά ότι επιθυμείτε να κρατήσετε ίσες αποστάσεις από το «Λόγο» και τη «Μουσική» διοχετεύοντας και τα δυο στο κοινό με την ίδια αμεσότητα, χωρίς διαμεσολάβηση. Πώς θα ερμηνεύατε αυτήν σας την ανάγκη;
Γ.Μ. Σαν άσκηση αποστασιοποίησης και απελευθέρωσης από τον επαγγελματία που, συνήθως, μας δυναστεύει, ως πρώτη ή παλαιότερη επιλογή. Όμως είμαστε πρόσωπα πλήρη, και έτσι συνομιλούμε με τους φίλους μας. Εγώ, μιλώντας, χρησιμοποιώ -όταν είμαι στην καλή μου στιγμή- ολόκληρο το πρόσωπο. Τα αυτιά ακούνε τα λόγια του συνομιλητή, αλλά ταυτόχρονα, ασυνείδητα, παρακολουθούν τη χροιά, πώς μεταλλάσσεται κατά τη διάρκεια της ροής του λόγου. Τώρα ας πούμε μπορώ να μυριστώ αν βαριέστε, αν μου μιλάτε πίσω από μια μάσκα, αν κάνετε το καθήκον σας χωρίς έρωτα γι’ αυτό που κάνετε, ή απλά αν είστε κουρασμένη. Ο συνδυασμός έννοιας και ηχητικής εκφοράς είναι που μας συντονίζει με το πρόσωπο του άλλου. Επίσης η κίνησή του, το πόσο αυτό που λέει συμφωνεί με την εικόνα του, τα μάτια του, τον αέρα τον ίδιο γύρω του, τη θερμοκρασία του χώρου μπορώ να πω ακόμα, την υγρασία των χεριών.. Να γιατί μιλώντας στους φίλους αρχικά, στους ακροατές μου στη συνέχεια (που είναι κι αυτοί δυνάμει φίλοι, συγγενείς που συμμετέχουν με έναν δύσκολο τρόπο και συν-κοινωνούν αυτό που συμβαίνει στη σκηνή), θα ήθελα να φέρω όλο το σύστημα στην επιφάνεια, όχι μόνο τον ήχο. Βέβαια ο ήχος είναι το σημαντικότερο μέρος και όσο αφαιρείς από τα άλλα, τόσο περισσότερο επενδύεις σε αυτόν. Αλλά σήμερα χρειαζόμαστε βοήθεια για να μπούμε στη θέση του μύστη. Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος, όπως σε άλλους αιώνες και πρέπει μέσα σε λίγα λεπτά, απροετοίμαστοι, χωρίς σιωπή και διαλογισμό, να ακούσουμε, να μοιραστούμε να βιώσουμε, να ζήσουμε μια κατάδυση στον μέσα κόσμο, τον μόνο παρήγορο. Συνήθως το σύστημά μας δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί στους ρυθμούς αυτούς. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε βοήθεια, κάποιον να μας οδηγήσει, να μας δώσει το κλειδί της αποκρυπτογράφησης... Αλλά ίσως σας πω άλλη στιγμή γι’ αυτό...
http://www.youtube.com/watch?v=ADzYb-DCl64
Τ.Β.Σε μια συνέντευξή σας με αφορμή την παρουσίαση του πρώτου μέρους του ημερολογίου στο χώρο «Beton 7», αναφέρεστε στη «μείζονα παραξενιά του χρόνου» επισημαίνοντας ότι: «Μπορείς να ξαναδείς το παρελθόν σου σαν να το ονειρεύεσαι, ή σαν να το διαβάζεις έκπληκτος στις σημειώσεις ενός άλλου προσώπου». Τι ισχύει στην περίπτωσή σας;
Γ.Μ. Ζω συχνά στους δυο κόσμους. Είναι απαραίτητο για την ισορροπία μου το να είμαι στο σύνορο και να αποσύρομαι κάθε τόσο. Βρίσκω ακραία ηθικό - και για σένα και οπωσδήποτε για τους γύρω σου εννοώ - το να αποσύρεσαι στα πίσω δωμάτια και να επιστρέφεις καθαρός. Αυτό το σημείο της απόσυρσης, το σύνορο ανάμεσα στην “πραγματικότητα” (αυτό που λέμε πραγματικότητα δηλαδή) και στις ανακλάσεις του Άγγελου, ας πούμε, είναι μια κατάσταση που μπορεί να σε κρατά σε μια διαρκή φάση ημιύπνωσης. Αλλά αυτή η ημιύπνωση είναι, με άλλον τρόπο ειπωμένη, η βαθιά εγρήγορση, η προετοιμασία για να ακουμπήσεις τον κόσμο με όλο σου το είναι, με όλες σου τις επιφάνειες, σαν νεογέννητος και σαν νεκρός ταυτόχρονα. Λίγο έξω απ’ τη ζωή και τον θάνατο. Το όνειρο είναι μια τέτοια συνθήκη, γι’ αυτό συχνά τρομάζουμε με τους αγγέλους του και μιλάμε για εφιάλτες. Το όνειρο είναι πλήρες απ ‘ αυτήν την άποψη. Στο όνειρο δεν μπορείς να πεις ψέματα, εκεί σου μιλά κατευθείαν ο Άλλος, αλλά με μια γλώσσα σιβυλλική. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να την αποκρυπτογραφήσουμε, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Προσοχή λοιπόν, αν μας τρομάζει το περιεχόμενό του ονείρου, είναι που δεν μπορούμε να το μεταφράσουμε σε όρους της καθημερινότητάς μας. Αλλά, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνουμε αυτό, τουλάχιστον ας το χαρούμε. Είναι πολύ δημιουργικό κομμάτι μας. Εγώ συχνά φτιάχνω κάτι στο όνειρό μου (ερήμην μου φυσικά) και στο ξύπνημα έχει συμβεί να έχω την εγρήγορση να το καταγράψω. Είναι μια ευτυχισμένη στιγμή, κι εκεί είναι που ευχαριστείς τον Άγγελο...
Τ.Β. Θα θέλατε να αναφέρετε συγγραφείς - κείμενα των οποίων νιώθετε ότι σας έχουν επηρεάσει;
Γ.Μ. Δεν έχω πια χρόνο να διαβάζω πολύ. Και πάντα προσπαθούσα να διαβάζω μόνο ό,τι με τραβούσε από μόνο του απ’ το μανίκι. Αυτό το πιστεύω και σήμερα. Το κείμενο σε διαλέγει, κι όχι εσύ το κείμενο. Απ’ αυτήν την άποψη, θα μπορούσες να πεις πως είμαι ελαφρώς αναλφάβητος, αφού όλα μου “δόθηκαν”. Αλλά είχα πάντα μια όχι συνειδητή εμπιστοσύνη στις “γραφές” των αφανών πραγμάτων. Ένα βλέμμα, το σκίρτημα ενός έρωτα, μια τρυφερή φωνή, μια φωνή ακαθόριστη, ένα σύννεφο που υποφωτίζει το καλοκαίρι, η θάλασσα και οι μύθοι της, το άγγιγμα των ανθρώπων, η αμηχανία τους και οι εκδηλώσεις της αδυναμίας τους, αυτή η κορυφαία στιγμή που δεν έχουμε αντιστάσεις, όλα αυτά ήταν πάντα πλούσια δοσμένα γύρω μου, πράγμα που ανακάλυψα πολύ αργότερα, βέβαια. Τότε μερικές φορές έμοιαζα με τον απροσάρμοστο του χωριού. Σε εκείνη την αναγκαστική μοναξιά είναι που μια μέρα ανακαλύπτεις τη διαφορετικότητά σου και την ίση αξία των κρυφών εκφράσεων μιας πνευματικότητας, ας πούμε. Οι γύρω σου συχνά δεν το πιάνουν αυτό, αλλά τι να κάνεις, είναι κι αυτό μια πρόνοια της ζωής, φαίνεται, ένας τρόπος να προστατεύει τις ισορροπίες. Αρκετά συχνά κι εσύ ο ίδιος δεν καταλαβαίνεις τι σου συμβαίνει, γιατί και το φιλμ του μυαλού μας χρειάζεται ένα κάποιο φίλτρο για να μην καίγεται απ’ τις κατά καιρούς αποκαλύψεις του θείου...
Τα βιβλία λοιπόν -στην καλύτερη των περιπτώσεων- είναι τέτοιες στιγμές σε πακέτα, δικές μας ή των άλλων, όμορφα πακέτα που πρέπει να τους λύσεις το κορδόνι απ’ τη σωστή πλευρά, να τα απασφαλίσεις σαν χειροβομβίδα (και με το ίδιο ακριβώς δέος), είναι τέχνη κάποτε, αλλά δεν είναι το παν για μένα. Είναι ένας μόνο από τους τρόπους. Σ’ αυτά μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ η Ποίηση, ό,τι κι αν καταλαβαίνει κανείς απ’ αυτήν την κουβέντα. Κι έχω νομίζω, ιδιοσυγκρασιακά, συγγένεια με κάποιους ποιητές -ε, για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ πως μου φαίνεται οικείο το να τους διαβάζω. Αν τολμούσα να πω κάποια ονόματα, αδικώντας μέσα μου ας πούμε ο,τι αποσιωπηθεί, αυτόματα, θα μου έρχονταν: Ο Ελύτης και ο Γκάτσος. Ο Καζαντζάκης όταν ήμουν μικρός, πριν τον απομυθοποιήσω πλήρως, που θα πει σχεδόν ερήμην του έργου του. Η Σαπφώ και ο Καβάφης, μόλις κατάφερα να απελευθερωθώ απ’ την ομο-φοβική στάση απέναντι στην ποίησή τους. Ο Σεφέρης λιγότερο. Πάντα κάτι σαν πόζα με εμπόδιζε να τον πλησιάσω στα πρώτα μου χρόνια και λυπάμαι γι’ αυτό. Αργότερα τον ανακάλυψα, με κάποιες επιφυλάξεις -κάτι ανάμεσα σε θαυμασμό και θυμό. Ο Εμπειρίκος πάντα με τραβούσε, μ’ αυτήν την γλώσσα ανάτασης, τη γλώσσα ενός αρσενικού με γεύση ξύλου και κανέλας, μια γλώσσα που μπορούσε να μιλήσει ανυποχώρητα και με ευγένεια για τα πιο σωματικά πράγματα. Ήταν νομίζω ένα επίτευγμα. Ο “Ερωτόκριτος”, βέβαια, με όλο το αρχοντικό κέντημα του λόγου του. Νομίζω πως με έχει επηρεάσει πολύ. Και οι μαντινάδες στην Κρήτη. Ήταν μεγάλο σχολειό. Και τα μοιρολόγια και τα νανουρίσματα. Βλέπετε, τα διαβάσματά μου έχουν και ήχους και ρυθμούς, κάποτε.
Ο Παπαδιαμάντης, μόλις βρέθηκα επαρκώς μακριά απ’ το σχολείο για να τον αφήσω να με παρασύρει στον υποφωτισμένο του κόσμο, που είναι ταυτόχρονα κόσμος υπέργειος. Η θάλασσα του Παπαδιαμάντη είναι η θάλασσά μου. Και τη ζηλεύω πολύ. Τη θέλω μόνο για μένα. Γιατί αυτή η θάλασσα είναι ιδιωτική, είναι σαν την “μικρή πράσινη θάλασσα” του Ελύτη, που είναι ταυτόχρονα ερωμένη και ιδανικός τόπος. Αυτή η θάλασσα δεν είναι πόρνη των ξενοδοχείων και των ωραίων τουριστικών διαδρομών. Μπορεί να σε καταπιεί όσο και να σε αναστήσει. Είναι και τα δυο το ίδιο πιθανά... Μετά ο Εγγονόπουλος, σαν ποιητής και σαν ζωγράφος, μαζί -δεν ξεχωρίζω τον έναν απ’ τον άλλον, κι αυτό ήταν μια εκκίνηση για τη μεταγενέστερη οπτική μου, το ότι δηλαδή κάποιος, εφόσον είχε κάτι να πει, το έλεγε με όποιο μέσο διέθετε εκείνη τη στιγμή. Ο υποβολέας δεν περιμένει την καλή μας τη στιγμή, μιλάει, μιλάει και όποιος προλάβει να καταγράψει είναι ευτυχής. Κάποια απ’ τα μέσα, βέβαια, μας ταιριάζουν περισσότερο, έχουμε περισσότερο ταλέντο σ’ αυτά ας πούμε απ’ ότι σε κάποια άλλα. Όμως προέχει πάντα το τι έχεις να πεις. Το μέγεθος της σημασίας του μέσα σου είναι που εκλεπτύνει τις μορφές και τις κάνει εύγλωττες, ικανές να χωρέσουν το πλήρες...
Βλέπετε, μιλώ κυρίως για Έλληνες. Για κάποιο λόγο αυτοί είναι που με στιγμάτισαν. Κάθε άλλη συγγένεια αποδείχτηκε πλασματική και έσβησε μέσα στον χρόνο. Ο Ντοστογέφσκι δεν είναι συγγενής; Και όμως θα ήθελα να ακούω τον ήχο της γλώσσας του διαβάζοντας, γιατί σήμερα ξέρω πως αυτός ο ήχος περιέχει μεγάλο μέρος του νοήματος, που εξαερώνεται, όπως φαντάζομαι ότι συμβαίνει σαν πας να μεταφράσεις Ελύτη. Η ελληνική γλώσσα λοιπόν - και για μένα είχε σημασία το να μη παρεμβάλλεται το πρόσωπο του μεταφραστή - ήταν μεγάλο σχολείο στο σύνολό της. Και τη θαύμαζα πάντα το ίδιο στο στόμα του Παπαδιαμάντη και στο στόμα της θειας μου απ’ το χωριό. Επίσης η γλώσσα της εκκλησίας, μέσα στην ηχητική της εκφορά, που έχει την ευλογημένη ικανότητα να διαχέεται ακόμα και στο τυπωμένο κείμενο, γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω όσους θέλουν να την μεταφράσουν (θα πετούσαν το πιο ισχυρό της κομμάτι, εν ονόματι μιας κάποιας εκλαΐκευσης, ξεχνώντας πως ακριβώς τα παρθένα αυτιά του πιο λαϊκού εκκλησιάσματος είναι και τα πιο ικανά να αποκρυπτογραφήσουν τις βιωματικές έννοιες που προσπαθούν σ’ αυτά τα κείμενα να συναρμοσθούν με τον ήχο. Αυτοί “καταλαβαίνουν”, εμείς όχι. Αυτήν την βιωμένη καθημερινά στις εκκλησίες τέχνη θα την ευνούχιζε μια τέτοια ενέργεια. Λοιπόν, ακόμα με κίνησαν αποσπάσματα από αρχαία κείμενα που κατάφερνα να αισθανθώ τη ροή τους μέσα μου. Αμετάφραστα, και ομιλούντα ακόμα στην αίσθησή μου, εμένα που δεν είμαι καλός στις γλώσσες. Αλήθεια, με τις γλώσσες δεν είμαι καλός. Αλλά με τον ήχο της γλώσσας και με το αφανές φορτισμένο της στοιχείο, νομίζω πως ναι...
Τ.Β. Κάνοντας λόγο για επιρροές, είναι γνωστό ότι είχατε την τύχη να συνεργαστείτε με τον Μ. Χατζιδάκι, και μάλιστα γευθήκατε την φιλοφρόνηση να γράψει ένα έργο για σας. H δημόσια εικόνα του, όπως κατασκευάζεται από τα ΜΜΕ, βρίσκεται σε συμφωνία με την εικόνα που ο ίδιος έχετε σχηματίσει για την προσωπικότητα και το έργο του;
Γ.Μ. Ε, όχι βέβαια! Ποτέ δεν συμβαίνει αυτό. Τα μέσα έχουν ανάγκη την ομογενοποίηση, την ταμπέλα, για να κάνουν εύκολα τις αρχειοθετήσεις τους. Η τεμπελιά των δημοσιογράφων είναι που κατασκευάζει τους μύθους. Ο Χατζιδάκις υπήρξε πολύπλοκος, όπως είναι φυσικό για κάθε άνθρωπο με βάθος. Ποιητής και ποιητικός, λαϊκός σοφός, απλοϊκός αρκετά συχνά μέσα στην αγωνία του να βρει τα κατάλληλα σύμβολα για τα πράγματα που μιλούσε, βαθύς πάντα, αλλά με έναν τρόπο μουσικό -δηλαδή όχι του διανοούμενου- ρηχός επίσης μέσα στον θυμό του, ας πούμε κι άδικος κάποτε... Όλα αυτά είναι παράσημα για μένα, διευρύνουν το σκηνικό, και μας απομακρύνουν από κείνο το “Ο Μεγάλος Ερωτικός” και η “ευαισθησία”... Όλες οι ταμπέλες αδικούν τα πρόσωπα. Ο Χατζιδάκις είναι περίπτωση που θα ανακαλυφθεί. Σε ένα παλιό μου κείμενο στο Tar γι’ αυτόν, ισχυριζόμουνα ότι ο Xατζιδάκις είναι ένας εσωτερικός ποιητικός τόπος. Μένει να τον ανακαλύψουμε. Εννοώ πως είναι τόσο πλούσιος φορέας διαφορετικών πραγμάτων, που το έργο του θα το ανακαλύπτουμε πάντα. Γιατί ανακαλύπτοντας αυτό το συγκεκριμένο έργο, με την αφομοιωμένη πολυσυλλεκτικότητά του, ανακαλύπτουμε το εσωτερικό μας κομμάτι. Μόνο έτσι θα μπορεί σε διάρκεια να ακουστεί, αλλιώς θα μοιάζει αύριο γραφικό ή έστω χαριτωμένο, κάτι σαν τη Βουγιουκλάκη στο “Νιάου βρε γατούλα”, που κι αυτό βέβαια είχε την αξία του.. Προϋποτίθεται λοιπόν μια συγκεκριμένη οπτική, που ο καθένας τη βρίσκει μέσα του, μια προετοιμασία, και μετά η επαφή. Αλλά αυτό ισχύει για όλη την τέχνη. Απλά η τέχνη του Χατζιδάκι είναι μια τέχνη που χρειαζόμαστε, όπως αυτήν του Γκάτσου, του Ελύτη και του Τσαρούχη, γιατί είναι χρισμένη σε μια ελληνικότητα που έχουμε ανάγκη. Όχι για “εθνικούς λόγους”, αλλά γιατί δεν μπορούμε να της ξεφύγουμε. Χωρίς αυτήν θα είμαστε δυστυχισμένοι. Καταλαβαίνετε πως εγώ πιστεύω σε μια ελληνικότητα κοσμοπολίτισσα, ενώ ταυτόχρονα πιστεύω ότι ο Γερμανός, που έρχεται ως φυσιολάτρης και εκστασιάζεται με τον ήλιο και τις θάλασσές μας, δεν μπορεί να πάρει τίποτε απ’ την ουσία αυτών που βλέπει. Χρειάζεται ένα “ελληνικό βλέμμα” για να συμβεί αυτό, κάτι απ’ το DNA των παππούδων μας, κι αυτό που λέω τώρα το πιστεύω απόλυτα. Δεν βλέπουμε τα ίδια πράγματα μ’ αυτούς. Θα έπρεπε να νιώθουμε τυχεροί που γεννηθήκαμε σ’ αυτό το κομμάτι γης. Η κρίση που ζούμε δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτή την τύχη. Τι να σου κάνει ένας μυριοκακόμοιρος Σόιμπλε, όταν εσύ έχεις παππού σου τον Όμηρο, που σου μιλά ακόμα στην ίδια σου τη γλώσσα;! Αυτή η γραβατοφορούσα αλητεία θα φάει κάποτε το χέρι της ίδιας της τής υπεροψίας. Οι κύριοι αυτοί είναι νεκροί από κούνια. Δεν το ξέρουν βέβαια, αλλά εμάς αυτό δεν μας αφορά. Ο Χατζιδάκις έζησε κι αυτός πολλές τέτοιες αθλιότητες. Πάντα έτσι ήταν, μόνο οι λεπτομέρειες άλλαζαν, και τα ονόματα. Και με τι “καύσιμο” τις προσπέρασε; Νομίζω με την Ευλογία εκείνου του “Βλέμματος” και μόνο μ’ αυτήν. Αυτό το “Βλέμμα” εκφρασμένο σε μουσική λέω πως είναι ο Χατζιδάκις. Αλλά να πω και κάτι παρήγορο. Αυτού του βλέμματος φορείς είμαστε δυνάμει όλοι μας. Φτάνει να μας πιστέψουμε και να γυρίσουμε την πλάτη σε κάθε ανθρωπάριο που δεν καταλαβαίνει τι είδους ψυχισμό φτιάχνει η ηλιοφάνεια αυτού του τόπου..
http://www.youtube.com/watch?v=zm7VSx2C8Cg&list=UURxMAqBjeRgavjUNeUsCyfg
Τ.Β. Σ΄ ένα κείμενό σας, σατιρίζετε με πολύ γλαφυρό τρόπο το φαινόμενο να εμφανίζονται σε χώρους συναυλιών κλασικής μουσικής άνθρωποι των οποίων η συμπεριφορά υποδηλώνει μια ανάγκη επιδεικτικής κατανάλωσης και όχι απόλαυσης του πολιτιστικού γεγονότος. Αναφέρετε χαρακτηριστικά: «…Οι συνήθεις ύποπτοι των βορείων προαστίων με πολιτισμικά κενά προορισμένα να μασκαρευτούν πίσω απ’ την αγορά του ακριβότερου εισιτηρίου.» Και στη συνέχεια θέτετε στον αναγνώστη τον προβληματισμό: «Τι ήταν αλήθεια αυτό το κοινό;»
Θα θέλατε να ερμηνεύσετε αυτή την συμπεριφορά και να σκιαγραφήσετε το προφίλ του κοινού που την υιοθετεί;
Γ.Μ. Α, είναι δύσκολο να το ξέρω. Εγώ είμαι παρατηρητικός για ιδιωτική χρήση, δεν είμαι κοινωνιολόγος ή ψυχοθεραπευτής. Αν και για να πάψουμε να λέμε ψέματα, η δουλειά μας είναι μια χαμηλού κόστους ψυχοθεραπεία. Δεν κοστίζει πολύ σε χρήμα, εννοώ, αλλά είναι ακριβότατη κατά τα άλλα. Να λοιπόν: αυτό το κοινό που λέω δεν μπορεί να κατανοήσει την ιερότητα της δουλειάς μας, που είναι όπως η δουλειά ενός παπά. Ο παπάς δεν παίρνει καμιά δόξα, μόνο την ευγνωμοσύνη μας που λειτούργησε. Αλλά αυτή είναι η δουλειά του κι αυτό είναι αυτονόητο. Όλα τα άλλα ανήκουν στον Θεό. Λοιπόν, είμαστε -ερήμην μας ή όχι- φορείς μιας ιερότητας, μια γέφυρα προς το θείο, και το κοινό μας θα πρέπει να είναι ανάλογου ήθους και ενδυμασίας. Παλιά λέγανε πως οι γυναίκες δεν κάνει να μπαίνουν με φούστα στην εκκλησία. Αυτό ήταν βέβαια ένα πρόσκαιρο σύμβολο. Θυμάμαι: “Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολή της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με..” Αυτός είναι ο τρόπος. Να λαμπρυνθεί η στολή της ψυχής μας, και γι’ αυτό ακούμε Μουσική. Με αφορμή τη Μουσική, καθαριζόμαστε από τα περιττά και μπαίνουμε στο “Βλέμμα” που σας έλεγα πριν. Ο έτοιμος ακροατής είναι σαν ένα προετοιμασμένο όργανο, ένα πιάνο ας πούμε. Έχει μια λαμπερή ιδιοσυχνότητα, εξαιτίας της νηστείας του, που αν καταφέρει να συντονιστεί μέσα στους παλμούς της αίθουσας τότε “όλα γίνονται”. Κυρίως πραγματική Ζωή.
Εδώ είναι το ανήθικο του ακριβού εισιτηρίου. Σκεφθείτε: Με το καλημέρα διαφοροποιείσαι, επιδεικνύεις το λούσο, την ξεχωριστή θέση μέσα στο εκκλησίασμα, είσαι δηλαδή ήδη αμαρτωλός σε σχέση με τη Μουσική. Αυτό είναι αρχικά ατόπημα των μεγάλων αιθουσών, που δίνουν με τις διαφοροποιήσεις τιμών και θέσεων τη δυνατότητα σε έναν ρηχότατο αστισμό να διεισδύσει στον χώρο που κανονικά η Μουσική - και μόνον αυτή - έχει τον λόγο. Είναι η ίδια αντιπνευματικότητα που διαφημίζει τις ορχήστρες και τους μαέστρους σαν “Μεγάλους!” Αυτό είναι μια “παπική” διείσδυση στην ορθόδοξη οπτική. Το ξαναλέω: τον μοναχό δεν τον κάνει το ράσο. Θυμηθείτε τον Διογένη μπροστά στον Αλέξανδρο, και τον Παπαδιαμάντη με το φθαρμένο του ρούχο στη Δεξαμενή, να πίνει το ουζάκι του την ώρα που οι άλλοι τον βράβευαν! Ε, ναι, αυτό είναι ηθική στάση, και ό,τι δεν την περιέχει θα πρέπει σιγά-σιγά να μπαίνει στον κάδο απορριμμάτων. Έχουμε γεμίσει τη ζωή μας με σκουπίδια, το σώμα ενός νεκρού που το περιφέρουμε σαν “νύφη ασημοκουκλωμένη”, για να θυμηθώ και το ήθος των ριζίτικων..
http://www.youtube.com/watch?v=O07S6ptNJMA
Για να φωτίσω λίγο περισσότερο, αν μπορώ, τους λόγους που πιστεύω ότι γίνεται αυτό: Η τάξη των ευγενών παλιά και η αστική τάξη στη συνέχεια, ήταν υποψιασμένη σχετικά με την αξία της τέχνης και των καλλιτεχνών στη ζωή της. Πάντα την χρηματοδοτούσε και αυτό ήταν κι ένα άλλοθι κάποτε για τις δικές της ανίερες ίσως πράξεις. Όπως ήθελε να τα έχει καλά με την εκκλησία, έτσι και με τους καλλιτέχνες. Ήταν τιμή το να χρηματοδοτείς κάποιον, το να γίνεσαι αφορμή για να δημιουργηθεί ένα ακόμη έργο. Τώρα, μια φτωχή ανάκλαση εκείνης της ανάγκης στην αστική φτώχια των ευρωπαϊκών αιθουσών είναι ίσως η είσοδος στη βιτρίνα των “καλύτερων” θέσεων. Πρέπει πάση θυσία να δηλώσουμε την συμμετοχή μας στον ανώτερο κόσμο των ιδεών, να πούμε ότι δεν είμαστε απλοί επιχειρηματίες, εισοδηματίες, ή ευγενείς άλλης εποχής. Στην περίπτωση των ευγενών, τα “ελέω θεού” δοσμένα προνόμια αιτιολογούνται, αφού αυτός ο θεός φρόντισε να τα δώσει σε ανθρώπους που τα άξιζαν, αφού, να, δέστε, είναι πρώτοι - πρώτοι στα πνευματικά γεγονότα της χώρας. Οι μεγάλες αίθουσες, προσαρμοζόμενες σ’ αυτήν την ανάγκη των πελατών τους, που είναι συχνά και οι μεγάλοι χορηγοί τους, εισάγουν αυτό το σύστημα για να τους κολακέψουν. Ο βασιλιάς πρέπει να ακουμπήσει τον κώλο του σε χρυσό θρόνο. Το παράδοξο είναι πως αυτός ο βασιλιάς κάθεται συχνά στον θρόνο του για να ακούσει το έργο ενός ζητιάνου, διδασκόμενος υποτίθεται απ’ την σημασία της ζωής του! Σιγά να μην... Είναι σαν να μιλάς σε άστεγους για τη σημασία οργάνωσης συσσιτίων, φορώντας το πιο ακριβό Αρμάνι της αγοράς, κάτι που δεν θα έχει διαφύγει της προσοχής ενός παρατηρητικού τηλεθεατή. Το ξαναλέω, δεν είμαι ο καταλληλότερος, αλλά κάπως έτσι νομίζω πως εξηγείται το φαινόμενο...
Τ.Β. Οι μαθητές σας στην πλειοψηφία τους πηγαίνουν σε συναυλίες κλασικής κιθάρας και κλασικής μουσικής γενικότερα ή αυτές οι ευαισθησίες θυσιάζονται στο βωμό των επιταγών του σύγχρονου life style;
Γ.Μ.Θα σας σοκάρω ίσως, αλλά ούτε κι εγώ πηγαίνω, έτσι, γενικότερα... Γιατί μπορώ να πολεμήσω με το όπλο που εσείς μου δίνετε τώρα: Στα δικά μου μάτια, το πιο επικίνδυνο life style είναι εκείνο που μασκαρεύεται πίσω απ’ την “ποιότητα”. Η γνώμη μου για τους κιθαριστές στην πλειοψηφία τους δεν είναι η καλύτερη -με καθαρά μουσικά κριτήρια εννοώ- και ας μην είναι καθόλου ευγενικό αυτό που λέω. Τουλάχιστον δεν θα με κατηγορήσετε για κολακεία ενός μέρους του κοινού μου. Θυμάμαι πως ο Χατζιδάκις με συμβούλευε όταν ήμουν παιδί, να ακούω τα πάντα εκτός από κιθάρα, κι έτσι θα γίνω, έλεγε, καλός μουσικός! Τον άκουσα... Λοιπόν, έχουμε γίνει όλοι ευγενείς μεταξύ μας και ανταλλάσσουμε επισκέψεις και φιλοφρονήσεις στις συναυλίες ο ένας του άλλου. Αυτό είναι παράνοια. Θέλω να πηγαίνω, αν μπορώ, μόνο εκεί όπου αισθάνομαι μια κάποια συγγένεια. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ποιότητα της συναυλίας, αλλά με τη δική μου προσωπική σχέση με αυτό που γίνεται. Γιατί να στείλω λοιπόν τον μαθητή μου στο μαγαζάκι της συντεχνίας, όταν ξέρω ότι αυτό θα του κάνει ενδεχομένως κακό; Του λέω να διαλέξει μόνος του πού θα πάει, να πάει εκεί που του ταιριάζει. Και δεν πιστεύω ότι μπορείς να βιάσεις τα γούστα. Η αληθινή μας επαφή με τα πράγματα ωριμάζει σε βάθος χρόνου. Και εκείνο που εσείς μπορεί να θεωρείτε αγαθό για τον μαθητή μου, μπορεί να είναι η σταγόνα ψυχαναγκασμού που θα ξεχειλίσει το ποτήρι και που θα τον απομακρύνει για πάντα από την ιερή του σχέση με τη μουσική. Προτιμώ τις αλήθειες. Αυτό εννοούσα και πριν για το κοινό. Δεν θέλω κανέναν να μου σφίξει το χέρι συγκαταβατικά. Είμαι αρκετά περήφανος για να το δεχτώ. Θέλω να νιώθω πως κάπου μέσα μας ακουμπήσαμε, κι αυτό είναι ιερό. Άλλωστε, η δουλειά μας δεν πληρώνεται. Αυτή η ικανοποίηση είναι η κύρια πληρωμή της. Προτείνω να συμβάλλουμε όλοι σε κάτι καλύτερο που έρχεται, ο καθένας με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται αυτό το καλύτερο. Κατ’ αυτό, σέβομαι πολύ τους μαθητές μου για να τους πατρονάρω. Στη βάση μιας ουσιαστικής μαθητείας βρίσκεται η ελευθερία. Η ελευθερία να επιλέγεις το δικό σου λάθος, για να πηγαίνεις απ’ τον πιο σύντομο δρόμο -τον βιωματικό- στην αλήθεια σου. Εγώ δεν θα επέμβω στην εσωτερική περιπέτεια των μαθητών μου. Θα την παρακολουθώ, κι εύχομαι να έχω πάντα την ετοιμότητα να παρεμβαίνω προς την πλευρά μιας βοήθειας (φτάνει να ξέρουν να αρθρώσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το τι βοήθεια θένε, προς τα πού θέλουν να πάνε!) να απλώνω ένα χέρι να πιαστούν όταν αυτοί μου το ζητήσουν. Έχει σημασία όμως αυτό το “να το ζητήσουν”. Κανείς μαθητής δεν πρέπει να υπογράφει λευκή επιταγή στον δάσκαλο, γιατί το μάθημα είναι Σχέση. Και ο μακρινός του στόχος είναι ο θάνατος του Δασκάλου. Την στιγμή που ο μαθητής θα φέρει τον Δάσκαλο μέσα του, δεν θα χρειάζεται πια να υπάρχει έξω. Αυτή είναι η συγκινητική στιγμή της Αναγέννησης ενός προσώπου, μέσα απ’ την περιπέτεια της Σχέσης. Βλέπετε λοιπόν θεωρώ πιο πολύπλοκο το σκηνικό. Ο καθένας έχει άλλες ανάγκες στη συγκεκριμένη στιγμή της πορείας του κι εγώ δεν γίνεται να βάλω τον αυτόματο πιλότο και να νομιμοποιήσω ένα κοινό “καλό” για όλους. Να αποφασίσουν μόνοι τους. Συνήθως πάντως πάνε στη μάχη, και επιστρέφουν πιο πλούσιοι απ’ τα λάθη τους...
http://www.youtube.com/watch?v=HLTJ5nDt7TE
Τ.Β. Σ΄ ένα κείμενό σας, μεταφέρετε πολύ παραστατικά το κλίμα από μια συναυλία σας, όπου νιώσατε να επικοινωνείτε πολύ στενά με το κοινό. Αναφέρετε χαρακτηριστικά: «Από τις πρώτες κιόλας νότες -να πω καλύτερα ήχους- ένιωσα πως κάθε ανάσα της αίθουσας είχε γίνει χαμηλόφωνη και πως εκείνη τη στιγμή κάθε μικρή ενέργεια ακουμπούσε σε ό,τι ακούγαμε όλοι μας - και μόνο σ’ αυτό». Αυτό που περιγράφετε είναι κάτι αναμενόμενο στις ζωντανές σας εμφανίσεις ή σπανίζει;
Γ.Μ. Α, όχι, αν δεν το έχω αυτό, δεν ικανοποιούμαι πλέον. Συνήθως συμβαίνει σε κάποιες στιγμές της συναυλίας, και κάποτε διαχέεται σε όλη της τη διάρκεια. Αυτό είναι μια ωραία συνθήκη. Πρέπει να καεί ο πυρήνας των πραγμάτων και γι’ αυτό έχω πάντα μια αγωνία πριν. Το μόνο που τρέμω είναι μήπως κάτι εμποδίσει τον Άγγελο να φανεί. Κάτι τεχνικό ή κάποια αλητεία του χώρου που δεν κατάφερα να αφομοιώσω. Όλα θένε την προσοχή τους. Κυρίως να μπεις στα πράγματα σαν αληθινός μουσικός, που θα πει ολόκληρος άνθρωπος. Συνήθως οι μαθητές, αλλά και οι περισσότεροι επαγγελματίες του είδους, αναλώνουν το πιο πολύτιμο κομμάτι της δημιουργικότητάς τους, κυνηγώντας ένα πράγμα που δεν τους κάνει ευτυχισμένους. Θυμάμαι τον Αϊνστάιν, που έλεγε -το θυμάμαι περίπου: “Αν πεις σε ένα χρυσόψαρο να σκαρφαλώσει στο δέντρο, θα περάσει ενδεχομένως ολόκληρη τη ζωή του πιστεύοντας πως είναι βλάκας”. Όλη η ιστορία είναι να βρει ο καθένας το δικό του δαχτυλικό αποτύπωμα, να ολοκληρώσει την περιπέτειά του στον προθάλαμο της μουσικής, και να μπει μέσα της, μεταλαμπαδεύοντας εκείνο που κι αυτός πήρε, με έναν τρόπο όμως αφομοιωμένο, σφραγισμένο απ’ τη δική του παρουσία. Αρκετά με τους μαφιόζους του χώρου, που για να επιβιώσουν ζητάνε να ομοιογενοποιηθεί κάθε ζωντανό κύτταρο, προς τα κάτω, προσπαθούν να φιμώσουν κάθε ακριβή φωνή για να μπορέσουν αυτοί και μόνοι ως φελλοί να επιπλεύσουν, πριμοδοτώντας εκείνο που αυτοί θεωρούν το πιο σημαντικό στην αγορά. Μα αυτό είναι τακτική εμπόρου όπως καταλαβαίνετε. “-Εδώ το καλό το προϊόν! Ελάτε να πάρετε!” Και η αγορά είναι αθώα μπροστά στη δική τους πονηριά, γιατί αυτοί οι κάποιοι χρησιμοποιούν την εξουσία τους στα παιδιά και χρησιμοποιούν την εμπιστοσύνη που αυτά τους δείχνουν, για να διαιωνίσουν την πώληση του προϊόντος τους, που κατά τα άλλα μπορεί και να έχει διαβεί την ημερομηνία λήξης και να μην αφορά πλέον κανέναν...
Επιστρέφοντας, για να αφήσω αυτή τη δυσάρεστη για το ήθος του χώρου κουβέντα: Αν καταφέρει λοιπόν κάτι να λειτουργήσει με έναν μαγικό τρόπο μέσα σε μια αίθουσα, κανείς δεν θα ρωτήσει πώς έγινε αυτό. Δεν θα τον ενδιαφέρει. Θα πάρει το δώρο του παραμάσχαλα και θα φύγει τρέχοντας μην και το χάσει. Μόνον οι κριτικοί, από επαγγελματική διαστροφή, θα προσπαθήσουν να συμπληρώσουν τη στήλη για το μεροκάματό τους, χάνοντας ενδεχομένως το δικό τους δώρο. Αλλά αυτό είναι η δική τους κατάρα. Μην την επωμιστούμε όλοι μας! Βλέπετε, επιστρέφω σε ένα καίριο ερώτημα: “Πηγαίνετε στις συναυλίες για να βιώσετε μια συγκίνηση εδώ και τώρα, ή για να πάρετε μια σειρά από τεχνικές πληροφορίες για την αυριανή σας συγκίνηση;” Το ερώτημα για μένα έχει απαντηθεί απ’ την εποχή της Πτώσης των πρωτοπλάστων. Απ’ το σημείο εκείνο κι έπειτα, ο Παράδεισος θα πρέπει να είναι συνεχής και πανταχού παρών!
http://www.facebook.com/photo.php?v=256821501011001&set=vb.150575425020930&type=2&theater
Τ.Β. Πρόσφατα παρουσιάσατε μετά από Παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τα «Ριζίτικα» σε δική σας μουσική. To αποτέλεσμα της μελοποίησης ήταν πραγματικά εξαιρετικό και πολύ ευχάριστο ακόμη και για ανθρώπους που δεν είχαν την παραμικρή εξοικείωση με αυτό το είδος μουσικής και ποίησης. Τι σημαίνουν για σας οι στίχοι αυτών των τραγουδιών, ανασύρουν μνήμες, βιώματα, συναισθήματα ή τι άλλο;
Γ.Μ. Εμένα με πάνε κατευθείαν στη ρίζα των πραγμάτων. Στο απαραίτητο και στο ελάχιστο. Καλή ώρα, βρισκόμαστε σε φάση κρίσης και όλοι οι προβολείς είναι στραμμένοι στα οικονομοτεχνικά μεγέθη. Σε κάτι τέτοιες ώρες είναι απόλυτη ανάγκη να θυμόμαστε πως ο άνθρωπος, από τη φύση του, δεν είναι στραμμένος εκεί. Χρειάζεται να επιστρέψουμε στα βασικά μας σύμβολα και να τα ξαναοπλίσουμε. Είμαστε φτιαγμένοι για να κοιτάμε προς τα πάνω. Ε, να επιστρέψουμε εκεί! Το ριζίτικο είναι ένα τέτοιο κοίταγμα, και γι’ αυτό με συγκινεί πάντα. Θρέφεται απ’ την Σχέση, απ’ την παρέα, και αγαπά το οινόπνευμα όσο και το πνεύμα. Είναι το ίδιο πνευματικό και πνευματώδες κάποτε, ανάλογα τη φάση του, τη στιγμή του.. Αγαπά τη ζωή και δε φοβάται τον θάνατο. Υποκλίνεται στον μερακλή και σέβεται τον εχθρό του όταν είναι γενναίος. Έχει βαθιά ευγένεια. Το πρόβλημά μας σήμερα, είναι ότι έχουμε μάθει σε ρυθμούς που δεν μας αφήνουν το περιθώριο να σταθούμε σε μια τάβλα με ποτό και με τραγούδι και να βιώσουμε αυτήν την ευγένεια. Θέλησα λοιπόν να φτιάξω -πρώτα για τον εαυτό μου, γιατί κι εγώ αστός είμαι- ένα σκηνικό μέσα στο οποίο τα ριζίτικα να μπορέσουν να λειτουργήσουν στα αυτιά και στην αίσθηση ενός σημερινού αστού. Νομίζω πως το κατάφερα εν μέρει, γιατί κι εγώ συγκινήθηκα. Το δύσκολο ήταν να αφήσεις τους φορείς αυτής της παράδοσης (τους τραγουδιστές των ριζίτικων εννοώ) να λειτουργήσουν με τον δικό τους φυσικό τρόπο, να μην τους καπελώσεις, αλλά και ταυτόχρονα να μην τους αφήσεις εντελώς ελεύθερους να χαθούν μέσα στον λαβύρινθο ενός αυτισμού, που είναι το καταφύγιο κάθε φωνής που δεν είναι στο mainstream σήμερα, αλλά που πιστεύει στον εαυτό της, κι έτσι, από περηφάνια αποσύρεται. Αυτή η δύσκολη ισορροπία ήταν το πρώτο μέλημά μου, κι ελπίζω ότι το αποτέλεσμα την περιείχε σε έναν καλό βαθμό..
http://www.youtube.com/watch?v=mIXOi5jV0Zg&feature=player_detailpage#t=3s
Τ.Β.Πολλοί διατείνονται ότι η οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι παρά η αντανάκλαση μιας βαθύτατης ηθικής και πνευματικής κρίσης στο πολιτικό γίγνεσθαι με ολέθριες συνέπειες για την οικονομία. Συμφωνείτε;
Γ.Μ.Δεν με ενδιαφέρει η οικονομία, αλλά ο άνθρωπος. Η οικονομία είναι παράγωγο και ο ρόλος της είναι, υποτίθεται, το να υπηρετεί το συλλογικό καλό. Ενδιάμεσα πρόφτασε να γίνει το τέρας που μας δυναστεύει. Στα χέρια ποιων; Ή μάλλον με τη συναίνεση ποιων; Νομίζω πως όλοι μας αφεθήκαμε να διολισθήσουμε σ’ αυτή τη συναίνεση. Και εδώ -θα συμφωνήσω μαζί σας- είναι η πραγματική κρίση. Μέσα μας. Αν ταΐζεις τον δράκο, με τη λογική του “δεν πειράζει, ένα μωρό είναι κι αυτός”, κάποτε που θα μεγαλώσει θα πρέπει να είσαι έτοιμος και να τον σκοτώσεις. Αλλά οι Άι-Γιώργηδες δεν βρίσκονται κάθε μέρα, γι’ αυτό η πρόνοια θα ήταν η καλύτερη μέθοδος. Αντιθέτως, Εφιάλτες και πολιτικοί με κατουρημένα βρακάκια υπάρχουν σε αφθονία. Ο εχθρός μοιάζει να είναι η Μέρκελ και ο φασισμός της. Πολύ ξεκάθαρος εχθρός, όπως ο Χίτλερ κάποτε. Και μας ακουμπά και συναισθηματικά όσο τίποτα. Όμως εγώ λέω να σκοτώσουμε πρώτα εκείνα τα δρακάκια που τρέφονται στην δική μας την αυλή, και που θα επιτρέψουν σε όποια Μέρκελ να κάνει και αύριο εδώ τη δουλειά της κλέβοντας κομμάτια απ’ τη δική μας ζωή. Οι όψιμοι ευρωπαϊστές θα διαφωνήσουν βέβαια, αλλά εγώ θα εξακολουθώ να ψηφίζω την αγνότητα ενός Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή, γιατί είναι η μόνη στάση που δεν περιέχει μια νέα διολίσθηση, μια νέα προδοσία στη φύση μας. Πρέπει να διαλέξουμε. Με τους άγιους ή με τους μεγαλοπαπάδες; Η υπηρεσία και στους δυο αφεντάδες είναι που μας έφερε εδώ. Ταυτόχρονα λέω πως δεν πρέπει να φοβόμαστε την Ευρώπη, γιατί αυτή δεν είναι το μαύρο φάσμα που βλέπουμε στις συνδιασκέψεις. Όλοι οι Ευρωπαίοι έχουν αυτόν τον ίδιο εχθρό, άρα είναι σύμμαχοί μας. Εκείνος ο ιδανικός τόπος, όπου αφήνουμε το δικό μας δημιουργικό πνεύμα να διαχυθεί και να γονιμοποιήσει ξένες κουλτούρες -αυτό κάναμε πάντα με επιτυχία- δεν πρέπει να χαθεί απ’ την οπτική μας. Όχι απομονωτισμός, αλλά πίστη στην υπεροχή ενός πνεύματος με συνεχείς δυνατότητες υπερβάσεων. Το ΌΧΙ του ’40, αλήθεια, τι ήταν; Στον πυρήνα εκείνης της υπέρβασης έλαμπε η βαθιά πίστη στις δυνατότητές μας. Το αδιαπραγμάτευτο του δίκιου μας. Είμαστε παιδιά εκείνων των ανθρώπων ή όχι;
Τ.Β.Είστε από τους Έλληνες σολίστ κιθάρας που έχετε πλούσια δισκογραφία. Η κρίση που μαστίζει τη δισκογραφική βιομηχανία, σας οδηγεί σε εναλλακτικές λύσεις;
Γ.Μ. Α, να προσγειωθούμε! Είμαι εντελώς βλάκας σε σχέση με το θέμα. Βλέπω συναδέλφους, να τους πω έτσι, που ασχολούνται μόνο με αυτό. Πότε βρίσκουν καιρό για όλα τα άλλα; Δεν γίνεται να είσαι και διαφημιστής του εαυτού σου και εσύ... Και καλά, με το διαδίκτυο ασχολούμαι ελάχιστα, με την έννοια του καφενείου. Κάτι που δεν περίμενα, είναι να βρω μια ζεστασιά κι εκεί. Αν διαλέγεις τους φίλους σου είναι το ίδιο καλά εκεί και σε ένα καφενείο. Ή να μη λέω μεγάλες κουβέντες.. Λείπει το ποτό και η υγρή ματιά. Όμως υπάρχει το πλεονέκτημα της κατάλληλης για σένα ώρας. Βέβαια η σχέση θα παίζει πάντα τον πρώτο ρόλο. Είμαστε κουτσουρεμένοι άνθρωποι, μέσα σ’ αυτήν την πόλη που προσπαθούμε να εξανθρωπίσουμε, γι’ αυτό δεχόμαστε κουτσουρεμένες σχέσεις. Το όλον λείπει. Το όλον συμβολίζεται σήμερα απ’ το έργο μας. Φιλοδοξεί να περιέχει το πλήρες, το εγώ και το εμείς, το εμείς και το οι άλλοι, το σύμπαν και τον Θεό μαζί. Φιλοδοξεί, κι ο καθένας το καταφέρνει μέχρις εκεί που φτάνει το χέρι του στη συγκεκριμένη στιγμή. Δεν πιστεύω στους ανάξιους ανθρώπους και στους ικανούς. Μερικοί υπήρξαν πιο τυχεροί ή διορατικοί από άλλους, και συνάντησαν νωρίς εκείνο που ήταν να ερωτευτούν. Κάποιοι δεν θα το βρουν ποτέ, αν και συνεχώς είναι από πίσω του και το κυνηγάνε. Τίποτα όμως δεν πάει χαμένο. Πιστεύω στη δυνατότητα της ζωής να μας επιστρέφει εκείνο για το οποίο μέσα μας δουλέψαμε.
Οι εναλλακτικές λύσεις λοιπόν θα ήταν πωλήσεις στο διαδίκτυο και η κίνηση προς αγορές έξω. Υπάρχει ακόμα εκεί έξω κόσμος που αγοράζει πακεταρισμένα πράγματα. Βέβαια κι εκεί στρέφεται περισσότερο προς το ζωντανό, την ενέργεια της συναυλίας, και καλά κάνει κατά τη γνώμη μου. Εδώ ο κόσμος έχει εθιστεί στο δανεικό και στο δωρεάν (και η κρίση δίνει και ένα καλό άλλοθι σ’ αυτό) χάνοντας έτσι το πιο σημαντικό κομμάτι, που είναι η προετοιμασία για το όποιο γεγονός. Κάποτε έπρεπε να κάνεις πολλά χιλιόμετρα για ν ‘ ακούσεις. Μετά έπρεπε να έχεις γραμμόφωνο, να στερηθείς κάτι για να αγοράσεις την πλάκα που θα βάλεις να ακούσεις. Μετά ήρθε η δυνατότητα του δωρεάν, που αρχικά ήταν μια ανακουφιστική απονομή δικαιοσύνης προς τις αγκυλώσεις των δισκογραφικών, που εξακολουθούσαν να κρατάνε τις τιμές στα ύψη, προς όφελος βεβαίως κυρίως δικό τους. Και τώρα έχουμε άπειρα αρχεία στον υπολογιστή, χωρίς τον χρόνο να τα ακούσουμε. Ο πληθωρισμός της πρόσβασης κατάπιε τον έρωτα. Κατέστρεψε εκείνη την πλούσια στιγμή μας που πιάναμε το εξώφυλλο στα χέρια μας και ονειρευόμασταν...
Ναι, σήμερα η πλούσια δισκογραφία που λέτε, μου είναι χρήσιμη μόνο σαν όχημα. Με ενδιαφέρει κυρίως η ζωντανή παρουσίαση των έργων. Αλλά για μένα που κάνω συνεχώς καινούργια πράγματα, θα ήταν χρήσιμη η δυνατότητα “πακεταρίσματος”, που σήμερα είναι πιο δύσκολη, γιατί οι εταιρίες δεν μπορούν να κάνουν παραγωγές. Και το πακετάρισμα είναι ψυχική ανάγκη, γι’ αυτό μιλώ γι’ αυτό. Νιώθεις ότι το έργο σου ολοκληρώνεται όταν το δεις -σαν τον ζωγράφο- κρεμασμένο στον τοίχο, σε κοινή θέα. Τότε πας παρακάτω. Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα. Η συσσώρευση έργων στα συρτάρια, σε εμποδίζει να τα ξαναγεμίσεις. Σταδιακά λοιπόν περνώ κι εγώ στην διανομή έργων μέσω του διαδικτύου. Μόνο που κι αυτά θα πρέπει με κάποιον τρόπο να πληρώνονται, για να μπορείς να κάνεις μόνος σου τις παραγωγές των επόμενων..
Τ.Β. Είχατε μια πολύ δραστήρια ακαδημαϊκή χρονιά με ενδιαφέρουσες συνεργασίες. Μιλήστε μας λίγο γι΄ αυτές, αλλά και για ό,τι έπεται έως το τέλος του 2012.
Γ.Μ.Η αλήθεια είναι πως η κρίση με ενεργοποίησε, ίσως με πείσμωσε κιόλας, και υπήρξα πιο παραγωγικός από ποτέ. Είχε κι ένα παράλληλο όφελος, όπως έλεγα κι αλλού: Αυτοί που πρώτοι την πατήσανε, ήτανε οι “ικανοί” των υπουργικών διαδρόμων, που τώρα βρέθηκαν σαν χαζοί να κοιτάνε τα άδεια θησαυροφυλάκια. Οι επιδοτήσεις κόπηκαν, το μακρύ τους χέρι έπαψε να μαζεύει, κι έμεινε αμήχανο να αιωρείται. Βέβαια αυτοί θα τα καταφέρουν πάλι, είμαι σίγουρος, και ήδη, αν προσέξατε, κάποιοι απ’ τους γνωστούς (κατά το ότι όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού, τόσο πιο πολύ φαίνεται ο κώλος της!) ετοιμάζονται για την επόμενη μέρα, χτίζοντας τις νέες πολιτικές τους συμμαχίες ώστε να επωφεληθούν από κείνο που έρχεται. Στο μεσοδιάστημα όμως μέχρι να γίνει ηπιότερη η κρίση, αναδύονται ξαφνικά πίσω απ’ τις χοντρές πλάτες εκείνων των “ικανών”, άνθρωποι που πάντα δούλευαν στο μισόφωτο, από έρωτα για τη δουλειά τους. Αυτοί λοιπόν θα βρεθούν τώρα στην επιφάνεια, μια και αυτοί είναι που είχαν συνηθίσει το έργο τους να το κάνουν ως χειροτέχνες, με τα πιο λιτά μέσα, κατά πως πρέπει στα σοβαρά έργα. Να λοιπόν και κάτι παρήγορο για την κρίση. Σταμάτησε για λίγο τη χοντρή μασέλα των “ικανών”.
Εγώ λοιπόν, που θεωρώ τον εαυτό μου χειροτέχνη, έκανα φέτος μια σχεδόν υπερπαραγωγή: Έκανα έξι παραστάσεις απ’ το “Ημερολόγιο ενός Άλλου,” με το Studio 19 σε προβολές κειμένων μου, και ηλεκτρονικό κουαρτέτο με μουσικές μου, με εμένα, τον Χάρη Κανελλίδη, τον Μιχάλη Σουλάκη και τον Γιάννη Λελούδα, την “Απογραφή Β’” σε κείμενα και μουσικές μου για σόλο κιθάρα, με αφηγητή τον Νίκο Κουλαμά, και ένα δεύτερο μέρος με τους Νίκο Κατριτζιδάκη και Χ. Κανελλίδη, το “Ριζίτικα-ο κύκλος της ζωής στην Κρήτη”, σε παραγγελία της Λυρικής Σκηνής, με την Νίκη Ξυλούρη, την Ειρήνη Δερέμπεη, τον Νίκο Κατριτζιδάκη, τον Άγγελο Ρεπαπή κι εμένα, και ετοιμάζω -σε συνεργασία με τον Ευγένιο Αρανίτση- το “Απ΄την Αναγέννηση και μετά οι πάντες βιάζονται”, και με την Αγαθή Δημητρούκα ένα έργο σε αραβόφωνη ποίηση του 10ου αιώνα, έργα που θα παρουσιαστούν μέσα στην επόμενη χρονιά. Ταυτόχρονα ξαναπαρουσιάζουμε με τη Στέλλα Γαδέδη και το Studio 19 το city1>live, μια παράσταση με φλάουτο, κιθάρα, προηχογραφημένους ήχους και προβολές, στηριγμένη σε παλαιότερο άλμπουμ μας στον “Σείριο”. Αυτά λοιπόν είναι μια υπερπαραγωγή, αν σκεφτείτε τις συνθήκες, και το γεγονός ότι όλα περνάνε από τα χέρια μου...
Τ.Β.Προτείνω να τελειώσουμε αυτή τη συζήτηση στο ίδιο κλίμα με το οποίο την ξεκινήσαμε. Σας καλώ σε μια μετά-αφήγηση του ίδιου σας του ημερολογίου, όπου θα αναφέρω λέξεις από τις σελίδες του και θα απαντάτε ό,τι σας έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό:
Γ.Μ. Α, αυτό προϋποθέτει το να ξέρει κάποιος ήδη τα κείμενα αυτά. Εγώ που τα ξέρω βέβαια, γιατί τα έγραψα, θα προσπαθήσω να μιλήσω αυτόματα γι΄αυτά...
Τ.Β. Γαλάζιο αμαξάκι: http://www.youtube.com/watch?v=1m37023R-j8
Γ.Μ. Η ελευθερία να επιστρέφεις στη μητέρα πόλη, κυρίαρχος της ζωής σου, αλλά και με το ξανακερδισμένο παιδικό βλέμμα.
Τ.Β. Παλιοί συμμαθητές: http://www.youtube.com/watch?v=ISG8SsQGdU0
Γ.Μ. Όχι, δεν τους χαρίζομαι. ΟΙ φιλοδοξίες τους ας είναι δικές τους, αλλά εγώ έχω να διαχειριστώ τον “θαλασσινό αέρα με τη μυρωδιά της Σαντορίνης”.
Τ.Β. Δάσκαλοι: http://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=gfI69LFTVkQ&list=UURxMAqBjeRgavjUNeUsCyfg#t=4s
Γ.Μ.Να δολοφονηθούν άμεσα, και να παραμείνει στην επιφάνεια, λάμποντας, η καθαρότητα του ήθους ενός “Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα”. Ο Δάσκαλος υπηρετεί, δεν υπηρετείται, ούτε καν απ’ τη συναίνεση στις θέσεις του.
Τ.Β. Στην τραπεζαρία:
Γ.Μ. Ο χρόνος πρέπει να επανιδρυθεί (να σκύψουμε και ν’ ακούσουμε τις στάσεις των δευτερολέπτων πάνω απ’ τη μελαγχολία μας, την οριζόντια κίνηση του πάνω απ’ τη χαρά μας), να γίνει σύμμαχός μας και συλλειτουργός.
Τ.Β.Του πατέρα:
Γ.Μ. Το πένθος, ο αποχωρισμός απ’ τη βία ή και απ’ την τρυφερότητα της ζωής των άλλων είναι η εκκίνηση της αναγέννησής μας στον δικό μας πραγματικό τόπο και χρόνο.
Τ.Β.Χρυσόσκονη:
Γ.Μ. Μην αρνείσαι τις μικρές χαρές τις ζωής, το φως ενός γυμνού στήθους στο περβάζι, όσο και το πέταγμα ενός χαρταετού στην πιο διαυγή ηλιοφάνεια που μας χαρίζεται σ’ αυτόν τον τόπο.
Τ.Β. Η άσπρη τούφα:
Γ.Μ. Το μυστήριο του χρόνου που περνά, σπρώχνοντάς μας προς την πληρωμή αυτού του ακριβού πράγματος που είναι η ζωή, με το νόμισμα του θανάτου. Ο θάνατος νικιέται μέσα απ’ την συναίσθηση αυτού του ακριβού δώρου.
Τ.Β. Αστερισμός νεογέννητος:
Γ.Μ. Χρειάζεται να περάσεις απ’ το μαύρο των πραγμάτων, απ’ το αρνητικό της φωτογραφίας, για να έχεις το πλήρες λευκό της ανάρτησης ενός “αστερισμού,” όπως το “μελανόν της νύχτας, όπως λέει ο Κάλβος είναι ο καμβάς του φωτός των άστρων.
Τ.Β. Επιτύμβια:
Γ.Μ.Ο Ήφαιστος πράγματι κάποτε “τραβάει τον μοχλό της γης για να πετρώσουν οι στέγες των κυπαρισσιών”. Να σκύψουμε σε εκείνη τη στιγμή, για να αφουγκραστούμε τα μυστήρια των θεών στις κάτω αίθουσες. Έτσι η ζωή νοηματοδοτείται.
Τ.Β. Ηλιοτρόπιο: http://www.facebook.com/photo.php?v=163987360294416&set=vb.100000494590247&type=2&theater
Γ.Μ. “Δεν είναι θάνατος σε τέτοια μέρη, δεν είναι..” Ένα ηλιοτρόπιο που γέρνει το κεφάλι του καταμεσήμερο, όσο και μια παρέα παιδιών που δουλεύουν ακούραστα για τη γιορτή τους, είναι ο θρίαμβος της θνητότητας μέσα στο μυστήριο των αιώνων. Νομίζω πως μέσα απ’ αυτήν την εικόνα θα προσπεράσουμε αυτό που οι άλλοι λένε “κρίση”...
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Μάϊος 2012
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας