[συνέντευξη - Ροκ]
κάντε κλικ στο εικονίδιο-μεγάφωνο, |
GUS G.
¨Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της¨ συνηθίζει να λέει ο σοφός λαός και αν αναλογιστούμε την περίπτωση των ελληνικών συγκροτημάτων του σκληρού ήχου, τότε δεν έχει σε καμία των περιπτώσεων άδικο. Αν λάβει επίσης υπόψιν του κανείς και την έλλειψη επαγγελματισμού και αφοσίωσης από την πλειοψηφία των εγχώριων σχημάτων, τότε εύκολα καταλαβαίνει το γιατί η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά μουσικά χρόνια πίσω σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι μισοάδειοι συναυλιακοί χώροι στα περισσότερα live ελληνικών metal συγκροτημάτων, σίγουρα μαρτυρούν τα παραπάνω. Όπως αναφέρθηκε και παλαιότερα όμως ( http://www.tar.gr/content/content.php?id=1931 ), οι Rotting Christ και οι Firewind αποτελούν δύο αμιγώς ελληνικά συγκροτήματα που όχι μόνο έχουν απήχηση στη χώρα μας αλλά ταυτόχρονα έχουν καταφέρει να εδραιωθούν στο παγκόσμιο ¨μεταλλικό¨ μουσικό στερέωμα.
Αυτή τη φορά, το Tar έχει τη χαρά να φιλοξενεί στις ¨διαδικτυακές¨ του σελίδες τη συνέντευξη που δέχθηκε να δώσει ο κιθαρίστας, βασικός συνθέτης και δημιουργός των Firewind, Gus G.
Σταύρος Κουδουνάς: Gus, αρχικά θα ήθελα να μου δώσεις ένα σύντομο βιογραφικό της μπάντας.
Gus G.: Ξεκίνησα τους Firewind το 1998. Έκανα κάποια demos με διάφορους φίλους μουσικούς τα οποία τα έστελνα σε δισκογραφικές εταιρείες. Αρχικά ενδιαφέρθηκε μια μικρή αμερικανική εταιρεία, η Leviathan Records η οποία έψαχνε νέους κιθαρίστες ώστε να τους βοηθήσει να ενταχθούν σε κάποιο group ή να δημιουργήσουν το δικό τους. Υπέγραψα συμβόλαιο μαζί τους το 2001 για 3 albums. Κάναμε τα 2 πρώτα ¨Between Heaven and Hell¨(2002) και ¨Burning Earth¨(2003). Τα cd μας είχαν επιτυχία στην Ιαπωνία κυρίως, όπου και κάναμε την πρώτη μας περιοδεία εκεί το 2004. Το 2005, ήρθε η Century Media Records και μας εξαγόρασε από το συμβόλαιο με τη Leviathan. Τότε κυκλοφορήσαμε το 3ο μας album ¨Forged by Fire¨ και κάναμε την πρώτη μας ευρωπαϊκή περιοδεία. Στη συνέχεια ήρθε μια αλλαγή στο lineup και έκτοτε έχουμε σταθερό lineup με μουσικούς που είχαν σκοπό να παίζουν live ασταμάτητα! Κυκλοφορήσαμε το 4ο μας album ¨Allegiance¨ και πραγματοποιήσαμε την πρώτη μας παγκόσμια περιοδεία που διήρκησε ένα χρόνο (2006-2007). Το 2008, κυκλοφορήσαμε το album ¨The Premonition¨ και περιοδεύσαμε και πάλι για ένα χρόνο. Στο μεταξύ, βρήκαμε χρόνο να δουλέψουμε και πάνω στο πρώτο μας DVD και διπλό live album ¨Live Premonition¨. Αυτή είναι η ιστορία μας μέχρι στιγμής.
Σ.Κ: Οι Firewind κινούνται στο χώρο του μελωδικού power metal, ενός είδους που τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια θεωρείται ¨κορεσμένο¨. Παρ’ όλα αυτά έχετε κάνει μέχρι στιγμής πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού. Που πιστεύεις πως οφείλεται αυτό;
G: Πιστεύω πως οφείλεται στις περιοδείες μας και στο ότι έχουμε πολύ καλή φήμη ως live μπάντα. Έχουμε πλέον αποκτήσει το δικό μας κοινό και ο στόχος μας είναι πάντα να το επεκτείνουμε και να κερδίζουμε νέους fans. Oπότε το ¨μεγάλο μυστικό¨ όπως βλέπεις είναι το να παίζεις live.
Σ.Κ: Πολλοί υποστηρίζουν πως η ελληνική metal σκηνή δεν έχει να επιδείξει τίποτα σημαντικό πλην των Rotting Christ και Firewind. Ποια είναι η άποψή σου πάνω στο θέμα αυτό και ποια πιστεύεις ότι είναι τα αίτια της γενικότερης μουσικής οπισθοδρόμησης της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες στο χώρο της σκληρής μουσικής;
G: Πολλές καλές ελληνικές μπάντες χάθηκαν αργά η γρήγορα. Είναι πολλοί οι λόγοι που δεν έχουμε πιο πολλές γνωστές Metal μπάντες από την Ελλάδα. Ξέρω ιστορίες από διάφορα group που δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους και το ¨διαλούσαν¨ μετά από μερικά χρόνια, άλλοι κάναν το πρώτο τους album και ¨ψωνίζονταν¨ και νόμιζαν ότι τα καταφέρανε. Φυσικά δεν πήγαν μακριά. Άλλοι πάλι παίζαν χρόνια ολόκληρα και δεν κατάφεραν ούτε δίσκο να βγάλουν! Δεν ξέρω, ίσως να πίναν πολλούς καφέδες και μπύρες στις καφετέριες! (γέλια)
Η αλήθεια είναι ότι είμαστε λίγο τεμπέλικος λαός. Μας αρέσει η καλοπέραση και όχι οι δυσκολίες. Προτιμούμε να είμαστε βολεμένοι παρά να ρισκάρουμε. Επίσης μας αρέσει η επίδειξη. Το να είσαι καλός μουσικός και να παίζεις σε μια καλή μπάντα, δε σημαίνει αυτόματα ότι θα κάνεις και καριέρα. Η μουσική και το ¨entertainment¨ είναι και αυτά ένα ¨business¨ και αν δεν είσαι πρόθυμος να πάρεις αυτό το ρίσκο, τότε θα παραμείνεις σε local επίπεδο στο οποίο είναι και τόσες μπάντες από τη χώρα μας.
Σ.Κ: Πως αντιμετωπίζονται από τους ξένους οπαδούς και όχι μόνο, τα ελληνικά συγκροτήματα που επιχειρούν να κάνουν το ¨διεθνές¨ βήμα στην καριέρα τους; Συνάντησες στην αρχή της καριέρας σου κάποιες ενδείξεις δυσπιστίας εξαιτίας της καταγωγής σου από μια χώρα που δεν έχει ιδιαίτερη παράδοση στον σκληρό ήχο;
G: Αν εννοείς ρατσισμό, όχι δε συνάντησα. Ίσα-ίσα που με θεωρούσαν ¨cool¨ εξαιτίας της καταγωγής μου από την Ελλάδα. Γενικά επικρατεί αυτή η αντίληψη εδώ, ότι αν είσαι από την Ελλάδα, δε θα σε δεχτούν οι εταιρείες στο εξωτερικό και όλα αυτά. Αυτά πιστεύω πως είναι δικαιολογίες γιατί κάποιοι δεν τα καταφέρανε και αντί να πουν την αλήθεια, ισχυρίζονται πως φταίει το ότι είναι από την Ελλάδα. Όσο για τους οπαδούς, να είσαι σίγουρος πως δεν τους ενδιαφέρει το από πού είσαι. Αν γουστάρουν τη μουσική σου και αυτό που κάνεις πάνω στη σκηνή, θα σε χειροκροτήσουν και θα αγοράσουν και τα album σου μετά (ή τα T-shirt της μπάντας σου). Εμείς έχουμε οπαδούς που μαθαίνουν μέχρι και Ελληνικά επειδή αγαπούν τους Firewind. Η μουσική ενώνει τις χώρες και τον κόσμο, δεν πιστεύω ότι κάνει διακρίσεις.
Σ.Κ: Κατά κοινή παραδοχή αποτελείς ένα σύγχρονο ¨guitar hero¨. Ταυτόχρονα και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος είναι μουσικοί-¨παιχταράδες¨. Έχετε μπει ποτέ στον πειρασμό να συνθέσετε κάτι λιγότερο μελωδικό δίνοντας έτσι περισσότερη έμφαση στην τεχνική;
G: H αλήθεια είναι ότι το συζητούσαμε πρόσφατα αυτό με τα παιδιά. Ενώ μπορούμε να παίξουμε πιο τεχνικά, δεν το έχουμε κάνει μέχρι στιγμής γιατί είμαστε πιο ¨song oriented¨ μπάντα. Θα ήθελα πάντως, κάποια στιγμή, να κάνουμε ένα νέο instrumental κομμάτι που να είναι πιο τεχνικό.
Σ.Κ: H μπάντα, μπορεί πλέον να θεωρηθεί αμιγώς ¨ελληνική¨. Σε πόσο μεγάλο βαθμό βοηθάει το γεγονός αυτό, τόσο σε μουσικό όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο;
G: H μπάντα είναι 100% ελληνική από το 2005. Ο Μark (Cross, drums) μπορεί να είναι Αγγλο-Γερμανός αλλά μένει 25 χρόνια στην Ελλάδα και μιλάει τη γλώσσα άπταιστα. Οπότε με 25 χρόνια στη χώρα μας, δε θα τον έλεγα και Γερμανό! Η ιδέα του να βρούμε μέλη που να μένουν στην Ελλάδα, είχε να κάνει καθαρά με πρακτικούς λόγους. Έπρεπε να είμαστε πιο κοντά για να μπορούμε να κάνουμε πρόβες, παραγωγές για τα album κτλ. Βρήκαμε Έλληνα τραγουδιστή στη Σουηδία, αλλά οι τραγουδιστές συνήθως δεν κάνουν πρόβες, οπότε…(γέλια). Η αλήθεια είναι πως τον Apollo (Papathanasio) τον είχα ¨βάλει στο μάτι¨ από παλιά, μου άρεσε πολύ η φωνή του. Συν βέβαια το γεγονός ότι ήταν και Έλληνας.
Σε μουσικό τώρα επίπεδο, δεν κάνει κάποια διαφορά το ότι είμαστε όλοι Έλληνες. Είπαμε, η μουσική ενώνει όλες τις χώρες του κόσμου. Τώρα σε πιο προσωπικό επίπεδο, σίγουρα είναι πιο ωραίο να μιλάς μόνο τη γλώσσα σου μέσα στη μπάντα, αν και δεν έχουμε πρόβλημα με τα Αγγλικά. Αλλά λέμε πιο ωραία ανέκδοτα και το ελληνικό χιούμορ είναι μοναδικό οπότε περνάμε και πιο καλά στις περιοδείες μας (γέλια)!
Σ.Κ: Στον προηγούμενο δίσκο (Allegiance) χρησιμοποίησες γυναικεία φωνητικά στο τραγούδι ¨Breaking the Silence¨. Συμβάλλουν οι γυναίκες τραγουδίστριες στην εμπορική επιτυχία ενός metal group; Θα χρησιμοποιούσες ξανά γυναικεία φωνή σε κάποιο τραγούδι σου;
G: Το ¨female-fronted¨ Metal είναι μια μόδα των τελευταίων ετών και σίγουρα έχει βοηθήσει πολλές μπάντες το γεγονός ότι έχουν μια όμορφη τραγουδίστρια στις τάξεις τους. Η συγκεκριμένη συνεργασία με την Tara, έγινε εντελώς τυχαία στο studio. Η Tara δεν έψαχνε ούτε να κάνει καριέρα στο Metal, ούτε και να βγει σε περιοδείες. Είναι πολύ καλή ¨songwriter¨ και μας βοήθησε στο συγκεκριμένο τραγούδι γιατί είχαμε ¨κολλήσει¨ με τις φωνητικές γραμμές και χρειαζόμασταν μια άλλη γνώμη, αν θες. Παρόλο που δεν είμαι fan της συγκεκριμένης σκηνής (μπάντες με frontwomen), δε θα είχα πρόβλημα να ξανακάνουμε μια συνεργασία με την Tara ή με κάποια άλλη τραγουδίστρια την οποία εκτιμούμε όλοι. Βέβαια δεν έχουμε κάποιο τέτοιο πλάνο αυτή τη στιγμή.
Σ.Κ: Το τελευταίο album σας αποτελεί αναμφίβολα την πιο ¨ώριμη¨ κυκλοφορία των Firewind. To επόμενο θα κινηθεί και αυτό στα ίδια μουσικά μονοπάτια του μελωδικού power metal η σκοπεύεις σε μία περαιτέρω εξέλιξη του ήχου σας;
G: Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσω το νέο μας υλικό, αν δεν το ακούσω στα τελικά στάδια της μίξης του. Σίγουρα είναι Firewind και έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ήχου μας. Αλλά έχουμε ακόμα δρόμο για να δούμε πως θα εξελιχθεί.
Σ.Κ: Ασχολείσαι γενικότερα με άλλα μουσικά είδη πέραν του rock; Ποια είναι η σχέση σου με την κλασσική κιθάρα;
G: Όχι ιδιαίτερα. Ακούω λίγο fusion που και που, πιο συγκεκριμένα Al Di Meola που είναι ένας από τους αγαπημένους μου κιθαρίστες! Δεν έχω καμία σχέση με την κλασσική κιθάρα. Αν και μου αρέσει η κιθάρα σε όλα σχεδόν τα styles.
Σ.Κ: O πληκτράς και έτερος κιθαρίστας του συγκροτήματος, Bob Katsionis, έχει κυκλοφορήσει ορισμένους solo ορχηστρικούς δίσκους. Σκοπεύεις να κάνεις κι εσύ κάτι παρόμοιο στο άμεσο μέλλον;
G: Moυ το ζητάνε συνέχεια. Δεν έχω instrumental κομμάτια να σου πω την αλήθεια και ούτε έχω βρει χρόνο να ασχοληθώ με ένα τέτοιο project. Θα ήταν ενδιαφέρον πάντως να κάνω κάτι τέτοιο κάποια στιγμή. Θα πρέπει όμως να γίνει σε περίοδο κατά την οποία δε θα έχω πολλή δουλειά με τους Firewind.
Σ.Κ: Στο πρόσφατο παρελθόν συνεργάστηκες με πολλές σημαντικές μουσικές προσωπικότητες της μουσικής αυτής. Ποιος σου έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις;
G: Θα έλεγα οι Arch Enemy. Είναι η πιο επαγγελματική Metal- μπάντα που έχω δει. Έμαθα πολλά από αυτούς όταν έπαιζα μαζί τους.
Σ.Κ: Tέλος, θα ήθελα να δώσεις μερικές σύντομες συμβουλές στους νέους επίδοξους κιθαριστές που θα ήθελαν να σου μοιάσουν.
G: Θα τους έλεγα να μη μου μοιάσουν! Να είναι ο εαυτός τους, να ακούνε τους κιθαρίστες που γουστάρουν και να κρατήσουν αυτά που ταιριάζουν στο παίξιμό τους. Να βρουν δηλαδή το δικό τους στυλ μέσα από τις επιρροές τους. Αυτό είναι κάτι που παίρνει χρόνο και έρχεται μέσω της μελέτης, της εξάσκησης και της εμπειρίας.
Σταύρος Κουδουνάς
Ιούνιος 2009