ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΩ...
Παραφράζοντας έναν πολύ παλιό Πιραντέλο, θα λέγαμε ότι «η παράσταση είναι και φώτα και σκηνικό». Αυτή τη σκέψη έκανα παρακολουθώντας την Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου, στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Κριστόφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, με την Καμεράτα σε όργανα εποχής, υπό την εξαιρετική διεύθυνση του ταλαντούχου Γιώργου Πέτρου. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές συμμετείχαν, από ελληνικής πλευράς, η Ειρήνη Καράγιαννη (εξαιρετική Κλυταιμνήστρα) και η Λένια Ζαφειροπούλου (ως Άρτεμις). Ήταν ίσως οι δύο καλύτερες παρουσίες της διανομής. Συμμετείχε επίσης η Μικτή Χορωδία του Δήμου Αθηναίων σε διδασκαλία Σταύρου Μπερή. Την σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία υπέγραψε ο Πάρις Μέξης. Όμως για αυτά τα δύο έχουμε πολλά να πούμε...
Παρ’ όλο που το έργο δεν διαθέτει κάποιες χαρακτηριστικές άριες, είναι από τα πιο δημοφιλή του Γκλουκ και με πρώτο του ανέβασμα στο Παρίσι είχε αμέσως επιτυχία. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά χρόνια αργότερα, ο Βάγκνερ το ανέβασε σε δική του αναθεωρημένη εκδοχή. Το λιμπρέτο βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ρακίνα, που με τη σειρά του έχει βασιστεί στον Ευριπίδη. Έτσι, ο γνωστός σε όλους μας αρχαίος μύθος, ακολουθείται πολύ πιστά, κάτι που καθόλου δεν συμβαίνει στις περισσότερες όπερες εκείνης της εποχής, που σχεδόν όλες έχουν αρχαιοελληνικά θέματα, αλλά συχνά τα λιμπρέτι τους θυμίζουν σενάρια από δευτεροκλασάτες μυθολογικές ταινίες της Τσινετσιτά του ’60! Η μουσική του Γκλουκ υπηρετεί σωστά τη σκηνική δράση και πουθενά δεν αισθανόμαστε ότι την «μπλοκάρει».
Ευστοχότατη και η επιλογή των οργάνων εποχής. Ο ελαφρύτερος πιο ευέλικτος αλλά και λιγότερο «διορθωμένος» ήχος τους, υποστηρίζει πολύ καλύτερα τη δράση, το τραγούδι αλλά και την σκηνική αισθητική της περιόδου. Τέλος πρέπει να πούμε ότι και η σκηνοθεσία – με την έννοια της κίνησης των πρωταγωνιστών και των συνόλων – παρά κάποιες αστοχίες, βοήθησε θετικά.
Δυστυχώς όλα τα παραπάνω, που θα μπορούσαν να αποτελούν τα κομμάτια μιας συνολικά υπέροχης βραδιάς πρεμιέρας, υπονομεύτηκαν άδικα από μία πλήρως άστοχη σκηνογραφική και σκηνοθετική επιλογή: Τη μεταφορά της δράσης στο Departures Lounge ενός σύγχρονου αεροδρομίου!
Σπεύδω αμέσως να ξεκαθαρίσω ότι όχι μόνο δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις μετατοπίσεις στο χρόνο ή τις ενδυματολογικές και σκηνογραφικές μίξεις και υπερβάσεις που είναι πλέον πολύ συνηθισμένες σε πολλά σύγχρονα ανεβάσματα όπερας ή κλασικών θεατρικών έργων. Αντιθέτως πιστεύω ακράδαντα ότι μπορούν να αποτελέσουν ένα εξαιρετικά δυνατό στοιχείο της παράστασης. Όλως συμπτωματικά, τις μέρες αυτές παίζεται στο Μέγαρο Μουσικής η Maria Stuarda του Ντονιτσέτι (συμπαραγωγή με τη Scala του Μιλάνου), όπου και εκεί έχουν γίνει αρκετές μοντέρνες σκηνοθετικές και κυρίως σκηνογραφικές επιλογές, με ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα.
Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτές οι ελευθερίες παίρνουν το πάνω χέρι, φτάνοντας και σε σημεία που πάνε ενάντια στη φύση του μουσικού ή του θεατρικού κειμένου. Ακόμα απλούστερα: σε μία εναγώνια και ναρκισσιστική προσπάθεια πρωτοτυπίας, αγνοούν αυτό το τόσο δύσκολο να οριστεί, αλλά και τόσο αναγκαίο στοιχείο κάθε δημιουργίας: το καλό γούστο.
Προφανώς σας γράφω προσωπικές απόψεις, ωστόσο δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι, απ’ όσους παρακολούθησαν την παράσταση, την ίδια γνώμη με εμένα είχαν δύο μουσικοκριτικοί, μία πρώην παραγωγός του Εθνικού Θεάτρου και του Φεστιβάλ Αθηνών, μία συνάδελφος από την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών και δύο γνωστοί μου από το Μέγαρο Μουσικής. Το κοινό ήταν – τουλάχιστον - μοιρασμένο. Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν την ίδια ή χειρότερη αρνητική γνώμη, ενώ κάποιοι θεώρησαν ότι το «μοντέρνο» αυτό ανέβασμα έδινε μια «ενδιαφέρουσα» άλλη διάσταση στο έργο. Αναφανδόν θετικός, μόνο ένας φίλος μου, φανατικός οπερόπλικτος και γνώστης, που δικαιολόγησε το όλο εγχείρημα λέγοντας ότι αυτός είναι πλέον τρόπος που οι όπερες ανεβαίνουν στην Γερμανία και την Αυστρία. (Τόσο το χειρότερο για την Αυστρία και τη Γερμανία, απαντώ εγώ...)
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην παράσταση: Καθώς σηκώνεται η αυλαία στη σκηνή βρίσκεται ο Αγαμέμνων, ντυμένος με στολή εκστρατείας και μπερέ που αόριστα παραπέμπουν στον Αμερικάνικο στρατό. Δεξιά και αριστερά, κάθετα προς την πλατεία, πλάτη με πλάτη, τέσσερις σειρές από μπλε πλαστικά καθίσματα. Στις γωνιές, βαλίτσες και μεγάλοι σάκοι εκστρατείας. Ψηλά στο κέντρο, ο πίνακας των Αναχωρήσεων, με δώδεκα περίπου πτήσεις, όπου σε όλες διαβάζουμε, τον αριθμό πτήσης, το Destination: Troy και την ένδειξη Delayed. Πίσω από την high-tech τζαμαρία, που αποτελεί όλο το πίσω μέρος της σκηνής, τα φώτα του αεροδιαδρόμου.
Ο Αγαμέμνων, φανερά απελπισμένος, αναρωτιέται πως μπορεί να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει, έχοντας καλέσει την Ιφιγένεια και την Κλυταιμνήστρα υποσχόμενός τους ένα ψεύτικο γάμο με τον Αχιλλέα. Δεξιά στο βάθος της σκηνής μία καθαρίστρια με το χαρακτηριστικό της τρόλεϊ, προχωράει αργά προς το κέντρο.
Ανάλογο ντύσιμο με αυτό του Αγαμέμνονα έχει και ο υπόλοιπος ελληνικός στρατός. Οι Μυρμιδόνες, που ακολουθούν τον Αχιλλέα στην πρώτη του είσοδο, παραπέμπουν σε Ειδικές Δυνάμεις, έχοντας τα πρόσωπά τους σκεπασμένα με μπαλακλάβα.
«Από το πουθενά» το ντύσιμο του μάντη Κάλχα (δυστυχώς δε βρήκα φωτογραφία για να σας την παραθέσω): Ένα ασημί κοστούμι και μία κόμμωση που θυμίζει τις εμφανίσεις του David Bowie γύρω στο ’80! Η τυφλότητά του υποδηλώνεται από τα μαύρα γυαλιά τα οποία όμως βγάζει σχεδόν αμέσως μετά την εμφάνιση του. Το γιατί δεν το κατάλαβα...
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι εκτός στρατού γυναίκες της παράστασης είναι ντυμένες με ταγιέρ δεκαετίας του ’50, ψηλά τακούνια και ανάλογες κομμώσεις, ενώ η μικρή συνοδεία της Ιφιγένειας είναι ντυμένες σαν σύγχρονες αεροσυνοδοί (δείτε τη γενική φωτογραφία της αρχής). Το ντύσιμο αυτό αλλά και τα τακούνια που ποτέ δεν βγαίνουν, κάνουν τόσο την Ιφιγένεια όσο και την Κλυταιμνήστρα, να κινούνται με ένα «σφιγμένο» τρόπο ο οποίος υπονομεύει το παίξιμό τους κυρίως στις δραματικές σκηνές.
Πάντως η υπονόμευση (ή έστω η παλαιού τύπου «αποστασιοποίηση» αλά Μπρεχτ), μοιάζει να ήτανε στις προθέσεις του κυρίου Μέξη, προφανώς γιατί έτσι θεώρησε ότι αναδεικνύει τον «αντιπολεμικό χαρακτήρα» του έργου. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα, πως η καθαρίστρια με το τρόλεϊ ξαναεμφανίζεται τουλάχιστον άλλες δύο φορές, πάντα σε σημεία συναισθηματικής έντασης. Ένα από αυτά είναι και το μεγάλο ερωτικό ντουέτο της Ιφιγένειας με τον Αχιλλέα.
Αυτό σε γενικές γραμμές, είναι το οπτικό πλαίσιο και ο τόνος της παράστασης. Το ότι δεν μου άρεσε είναι - μπορούμε να πούμε - θέμα γούστου. Υπάρχει ωστόσο κάτι περισσότερο από το υποκειμενικό, γιατί κάπου όλα αυτά φρακάρουν. Πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι στην κλιμάκωση του έργου, την ώρα δηλαδή όπου η Ιφιγένεια οδηγείται αυτόβουλα στη θυσία, το αεροδρόμιο εξαφανίζεται, οι επί σκηνής παρόντες φορούν πάνω απ’ τις στρατιωτικές τους στολές, αρχαιοπρεπείς άσπρες χλαμύδες και μάσκες, ενώ από το υπερώο, κατεβαίνει στο κέντρο της σκηνής ένας ρεαλιστικότατος, αρχαϊκός βωμός; Από τα ταγέρ του ‘50 στον Bowie, από ‘κει στον πόλεμο του Ιράκ και στο «δια ταύτα», πίσω στον αρχαίο χρόνο του μύθου, δεν είναι κομμάτι πολλά τα μπρος – πίσω και τα ανακατέματα;
Είναι κρίμα που μετά από τα εξαιρετικά εγκαίνια, αλλά και πολλές άλλες πετυχημένες συναυλίες ή παραστάσεις, η πρώτη πλήρης οπερατική παραγωγή της Στέγης ατύχησε έτσι. Μάλλον χρειαζόταν μεγαλύτερη προσοχή στην επιλογή του σκηνοθέτη – σκηνογράφου και όχι η άκριτη, όπως φαίνεται, αποδοχή μίας συγκεκριμένης πρότασης, συγκεκριμένου «παράγοντα» της πολιτιστικής μας ζωής, με αποδεδειγμένα λίγες γνώσεις αλλά και ενδιαφέρον για τη μουσική. Για τους γνωρίζοντες ο κύριος Μέξης είχε ήδη δώσει επικίνδυνα – το ολιγότερο - δείγματα γραφής, όταν σκηνοθέτησε στην Πειραιώς, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ, την όπερα του Χάιντν «Το ακατοίκητο νησί» (L’ isola disabitata). Εκεί, θέλοντας προφανώς και πάλι να «αποστασιοποιηθεί» από το θεατρικά παρωχημένο θέμα (και βέβαια να εξυπνοποιήσει), επέλεξε να μεταχειριστεί μία opera seria («σοβαρή» όπερα)σαν να ήταν opera buffa (κωμική όπερα).
Κρίμα και πάλι κρίμα...
Multimedia:
http://www.sgt.gr/gr/multimedia/2,1,101
http://www.sgt.gr/gr/multimedia/2,1,107
Κωνσταντίνος Λυγνός
(Μάρτιος 2011)
Επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας