Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΠΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Έγινε ευρέως γνωστή από το θρυλικό μυθιστόρημα του Gaston Leroux «To φάντασμα της όπερας». O Gaston μεγάλωσε στο Παρίσι ακούγοντας διάφορες μυθικές φήμες, τις οποίες και μετέπλασε το 1910 σε μία από τις πιο γνωστές και διαχρονικές ιστορίες αγάπης. Φημολογείται μάλιστα ότι ο ήχος του νερού, το οποίο περνάει κάτω από το κτήριο, δημιούργησε τον θρύλο του φαντάσματος, το οποίο τροφοδότησε τη φαντασία του Gaston Leroux, που υποστήριζε ότι το φάντασμα ήταν αληθινό. Η κυκλοφορία μάλιστα της ομώνυμης ταινίας σε σκηνοθεσία του Joel Schumacher που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 10 Δεκεμβρίου του 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο, της έδωσε ακόμα μεγαλύτερη φήμη. Αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αριστουργηματικά και επιβλητικά κτήρια που διακοσμεί με γλαφυρότητα την «Πόλη του Φωτός» και καθηλώνει κάθε επισκέπτη. Πρόκειται για την Όπερα του Παρισιού (Opéra de Paris) ή όπως αποκαλείται διαφορετικά Palais Garnier ή Opéra Garnier. Βρίσκεται στο 9ο διαμέρισμα του Παρισιού και είναι ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της πόλης. Η πολυτελής αυτή όπερα συμβολίζει την χλιδή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (Η αυτοκρατορική κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ').
Για να κατανοήσουμε όμως την ιστορία του μεγαλοπρεπούς αυτού κτηρίου, χρειάζεται να ανατρέξουμε στο έτος 1669, όπου έχουμε την ίδρυση της Académie de l' Opéra από τον Λουδοβίκο τον 14ο. Κατόπιν, τέθηκε υπό την ηγεσία του Jean-Baptiste Lully ( Ζαν Μπατίστ Λουλί) και μετονομάστηκε σε Académie Royale de Musique, παραμένοντας όμως γνωστή ως Opéra.
Στις 14 Ιανουαρίου του έτους 1858, ο Ναπολέων ο Γ΄ επέζησε από μία απόπειρα δολοφονίας του από τον Ορσίνι στην οδό Le Peletier, καθώς πήγαινε προς το θέατρο. Η υπόθεση «Ορσίνι» οδήγησε τον αυτοκράτορα στο να χτίσει μία νέα Όπερα, η οποία θα διαθέτει ξεχωριστή και ως εκ τούτου ασφαλέστερη είσοδο για τον ίδιο. Γι' αυτό το λόγο ξεκίνησε ένας διαγωνισμός αποτελούμενος από 171 συμμετέχοντες, ανάμεσά τους πολλοί γνωστοί αρχιτέκτονες. Από τους διαγωνιζόμενους διακρίθηκε ένας νεαρός (32 ετών) Γάλλος αρχιτέκτονας, ονόματι Charles Garnier, ο οποίος ήταν άσημος ακόμα, διότι δεν είχε αναλάβει την κατασκευή κάποιου σημαντικού κτηρίου. Την τοποθεσία της οικοδόμησης της νέας Όπερας, επέλεξε και επέβλεψε ο πολεοδόμος Baron Haussmann.
Charles Garnier
Baron Haussmann
Η κατασκευή της νέας Όπερας ξεκίνησε το 1861, ενώ η τοποθέτηση της πρώτης πέτρας έγινε από τον ίδιον τον Αυτοκράτορα το 1862. Υπήρξαν πολλά εμπόδια κατά τη διάρκεια της κατασκευής της νέας Όπερας. Tα 12.000 τ.μ. που ο Ναπολέων Γ΄ διέταξε να καθαριστούν, απεδείχθησαν ότι βρισκόντουσαν πάνω από μία υπόγεια λίμνη. Χρειάστηκαν 8 μήνες για να μπουν τα θεμέλια, καθώς συνέχιζε να πλημμυρίζει. Η πλημμύρα όμως δεν ήταν το μόνο πρόβλημα, καθώς οι εκλογές του 1869 έδειξαν στον Ναπολέοντα Γ' ότι οι μεσαίες και εργατικές τάξεις δεν ήταν ικανοποιημένες με τη ροπή που έπαιρναν οι καταστάσεις στη χώρα τους. Η οικονομία ήταν τραγική και σύντομα ξέσπασε ο Γαλλογερμανικός πόλεμος,(1870), ο Κομμουνισμός στο Παρίσι (1871), ενώ επίσης ο Ναπολέων συνελήφθη, εκδιώχθηκε και το 1873 απεβίωσε. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι εργασίες για την κατασκευή της Όπερας να διακόπτονται συχνά. Έτσι, για την ολοκλήρωση του σημαντικού αυτού έργου χρειάστηκαν 15 ολόκληρα χρόνια, από το 1861 έως και το 1875.Συγκεκριμένα, τα εγκαίνια της νέας Όπερας πραγματοποιήθηκαν στις 5 Ιανουαρίου του 1875 (περίοδος Γ' Δημοκρατίας).
Ο Garnier κατάφερε να λύσει τα προβλήματα που υπήρχαν κατά την κατασκευή της Όπερας κι έτσι δημιούργησε ένα σύστημα που αποστραγγίζει τα υπόγεια ύδατα σε δεξαμενή. Δημιούργησε επίσης διπλά τοιχώματα. Επιπροσθέτως, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει σύγχρονα υλικά, όπως το μέταλλο. Αντικατέστησε τη δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία της διακόσμησης των φύλλων χρυσού με επιχρυσωμένα μέταλλα. Ζωγράφισε το μέταλλο κίτρινο και στη συνέχεια εφάρμοσε το χρυσό φύλλο μόνο στο σημείο που χτύπαγε το φως, με σκοπό να φαίνεται όλο το τμήμα χρυσό. Χρησιμοποίησε επίσης μάρμαρο για τους εσωτερικούς χώρους με μεγάλα γλυπτά, καμπύλες και κολώνες. Σε όλο το κτήριο καθώς και στην οροφή του, υπάρχουν πολλές τοιχογραφίες. Στην είσοδο του περίτεχνου κτηρίου υπάρχουν καθρέφτες, οι οποίοι κάνουν τους επισκέπτες να αισθάνονται ότι αποτελούν μέρος του σκηνικού. Επιπλέον, στον ίδιο χώρο μία μεγάλη μαρμάρινη, εντυπωσιακή σκάλα οδηγεί στο εσωτερικό του θεάτρου. Το εντυπωσιακό είναι ότι σε αυτή τη σκάλα, κανένα σκαλί δεν είναι ίδιο με το άλλο, έτσι ώστε να δίνει την αίσθηση της κίνησης. Η κουπαστή είναι κατασκευασμένη από κόκκινο και πράσινο μάρμαρο. Το θέατρο έχει χωρητικότητα 1.979 ατόμων και περιλαμβάνει 5 διαζώματα.
Στο φουαγιέ της Όπερας, του οποίου η κορυφή είναι φτιαγμένη με ψηφιδωτά, οι άνθρωποι μπορούν να καθίσουν, να συνομιλήσουν πριν ξεκινήσουν οι παραστάσεις, ταξιδεύοντας παράλληλα στο μεγαλείο μίας άλλης εποχής. Αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο χώρο κοινωνικών συνευρέσεων, καθώς η «αφρόκρεμα» του Παρισιού εκείνη την εποχή δεν πήγαινε στην Όπερα μόνο για να παρακολουθήσει μία παράσταση, αλλά αποτελούσε περισσότερο μία αφορμή για δημόσιες σχέσεις. Οι οροφές του κτηρίου είναι ζωγραφισμένες και φωτίζονται από πολυελαίους. Στον εσωτερικό χώρο του θεάτρου υπάρχει ακόμα ένας κρυστάλλινος πολυέλαιος με χάλκινες λεπτομέρειες, ο οποίος ζυγίζει 7 τόνους. Από εκεί διαχέεται το φως σε όλο τον εντυπωσιακό χώρο του θεάτρου. Παλαιότερα, ο πολυέλαιος λειτουργούσε με λάμπες αερίου, κάτι το οποίο αποδείχτηκε καταστροφικό για την οροφή του θεάτρου.
Το 1964 ο διάσημος Ρώσος ζωγράφος Marc Chagall, ανέλαβε- κατόπιν εντολής του υπουργού πολιτισμού André Malraux- να ζωγραφίσει μία νέα οροφή δίνοντάς της τη σημερινή της μορφή. Για το έργο αυτό εμπνεύστηκε από κλασικά έργα του μπαλέτου και της όπερας. Ο κύριος χώρος του θεάτρου καταλαμβάνει το 1/5 του κτηρίου, το οποίο συνολικά διαθέτει 17 ορόφους, οι 7 από τους οποίους βρίσκονται κάτω από τη σκηνή. Το καμπυλόμορφο θέατρο διαθέτει 1.979 βελούδινα καθίσματα και κυριαρχεί το βαθύ κόκκινο και το χρυσό. Τα αγάλματα, η εντυπωσιακή οροφή, η κεντρική μαρμάρινη σκάλα, τα πολυτελή υφάσματα, οι ταπετσαρίες, σε συνδυασμό με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό, συνθέτουν ένα εντυπωσιακό, παραμυθένιο, ονειρικό και γοητευτικό σκηνικό, το οποίο μένει χαραγμένο στο νου κάθε επισκέπτη. Σκοπός του Charles Garnier ήταν να συνδυάσει σε αυτό το κτήριο όλους τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς.
Όσον αφορά το εξωτερικό του ανυπέρβλητου αυτού κτηρίου, είναι διακοσμημένο με μαρμάρινες προτομές συνθετών, απεικονίσεις της Αρμονίας και της Ποίησης καθώς και άλλα γλυπτά και καμπυλωτά περίτεχνα σχέδια. Βασίστηκε στο αρχιτεκτονικό στυλ που ονομάζεται Beaux-Arts και δίνει έμφαση στη συμμετρία και τη διακόσμηση.
Το κτήριο περιλαμβάνει δύο πλαϊνές πτέρυγες. Η μία δημιουργήθηκε ως είσοδος για τον Αυτοκράτορα, ενώ η άλλη για το κοινό. Από τότε όμως που ο Ναπολέων Γ΄ απεβίωσε προτού ολοκληρωθεί η κατασκευή της νέας Όπερας, στην πτέρυγα αυτή στεγάζεται η Βιβλιοθήκη-Μουσείο της Όπερας του Παρισιού.
Από το 1953 η Βιβλιοθήκη-Μουσείο της Όπερας διατηρεί σημαντικές πηγές για την αρχιτεκτονική του κτηρίου, για τα σκηνικά των έργων, τα κοστούμια, τα κοσμήματα, τα προγράμματα, καθώς και αρχεία που αφορούν παραστάσεις, οι οποίες ανέβαιναν επί 3 αιώνες από την Ακαδημία Μουσικής και Χορού. Επιπλέον, παρουσίαζε χειρόγραφα, δοκίμια, παρτιτούρες, που παραχωρούνταν στην ''BNF Publications'', από τα αρχεία της Όπερας του Παρισιού. Η Βιβλιοθήκη-Μουσείο της Όπερας άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1881, όπου στεγαζόταν στην «Αίθουσα του Αυτοκράτορα». Η τρέχουσα διαμόρφωση της Βιβλιοθήκης-Μουσείο της Όπερας πραγματοποιήθηκε το 1991.
Στις μέρες μας το ιστορικό κτήριο της Όπερας του Παρισιού αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά, περίτεχνα κι επιβλητικά κτήρια της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Πλέον, ανεβάζει όπερες κυρίως στο σύγχρονο θέατρο, που ονομάζεται «Opéra Bastille», το οποίο άνοιξε το 1989 και διαθέτει 2700 θέσεις. Οι μικρότερες κλασικές όπερες και τα μπαλέτα φιλοξενούνται στο παλαιότερο θέατρο «Palais Garnier» που άνοιξε το 1875 και έχει χωρητικότητα 1700 ατόμων. Έργα πιο σύγχρονα και μικρής κλίμακας ανεβαίνουν στο θέατρο «Amphithéatre», το οποίο διαθέτει 500 θέσεις και βρίσκεται κάτω από το κυρίως θέατρο.
Κάθε χρόνο η Όπερα του Παρισιού, παρουσιάζει περίπου 380 παραστάσεις όπερας, μπαλέτου και κοντσέρτα με συνολικά 800.000 θεατές. Αποτελεί αναμφισβήτητα ένα αριστούργημα που μένει αξέχαστο σε κάθε επισκέπτη, ο οποίος αντικρίζοντάς το και εξερευνώντας το ταξιδεύει νοερά στο χρόνο, συνδυάζοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα και περιμένοντας ίσως ότι από κάπου στο βάθος των παρασκηνίων να ακουστεί η μοναδική φωνή εκείνου που στοίχειωσε με την μυστηριώδη παρουσία του το ιστορικό αυτό κτήριο, κάνοντας τους πάντες να συνδέσουν το βυθισμένο στο σκότος πρόσωπό του με την απέραντη λαμπρότητα της ιστορικής Όπερας του Παρισιού.
Ακολουθεί μία μικρή περιήγηση στο χώρο της Όπερας του Παρισιού:
Γιώτα Ευταξία
(Ιούλιος 2019)
gteftaxia@gmail.com
Φοιτήτρια του Τμήματος Μουσικών Σπουδών
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)