ΗΧΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΗ
(φωτο: Νίκος Σερβίτης)
Η δημιουργική διάθεση του Κυριάκου Τζωρτζινάκη, εκφραζόταν με δύο βασικές συνιστώσες: τον άνθρωπο και τη μουσική. Όταν μιλούσε για τη μουσική, όταν έγραφε για τη μουσική, όταν έγραφε μουσική, πάντα τον άνθρωπο είχε στη σκέψη του. Έφτιαχνε μουσική για τον άνθρωπο και από τον άνθρωπο αντλούσε ενέργεια και έμπνευση για να φτιάξει τη μουσική του. Επομένως γιαυτόν η Ηχητική Οργάνωση, η μουσική δηλ. και η Ανθρώπινη Αντιληπτικότητα, η ικανότητα του ανθρώπου να αποκωδικοποιεί και να αφομοιώνει τα μουσικά μηνύματα, ήσαν αρρήκτως συνδεδεμένες. Ήταν αυτή η ανθρωποκεντρικότητα του μουσικού του λόγου, που αποδυνάμωνε την υπεραξία της γνώσης και ενδυνάμωνε την ουσία του ενστίκτου. Έτσι στις μουσικοποιητικές του προσπάθειες δεν δίσταζε να προτάσσει την απλότητα και την αφαίρεση, παρά να καταφεύγει σε πολύπλοκους συνδυασμούς και εκκεντρικούς πειραματισμούς. Τα μέσα και οι γνώσεις δεν του έλλειπαν. Γνώριζε όμως καλώς, ότι προστρέχοντας σε τέτοια μέσα, θα πλήγωνε τον αυθορμητισμό του, το σημαντικότερο ίσως από τα πολλά χαρίσματά του. Χωρίς όλα αυτά βεβαίως να εμποδίζουν, να καταπνίγουν το μέλημά του, την ευγενική φιλοδοξία του να είναι πρωτότυπος.
Η ηχητική οργάνωση της μουσικής του Κυριάκου Τζωρτζινάκη ήταν τόσο απλή, ποτέ απλοποιημένη - η ευκολία ήταν πάντοτε γιαυτόν ένας μεγάλος εχθρός - ήταν λοιπόν η ηχητική οργάνωση της μουσικής του τόσο απλή, όσο χρειαζόταν για να απολαμβάνει τον άμεσο θαυμασμό και των μη μυημένων ακόμη, αλλά και τόσο σύνθετα δομημένη, ταυτοχρόνως, ώστε να αποσπά την εκτίμηση των ειδημόνων και να προκαλεί τη διάθεση της περαιτέρω ανίχνευσης των χαρακτηριστικών της. Ποτέ δεν έθεσε στην υπηρεσία της φαντασίας του πολυόργανα σύνολα, παρόλο που είχε και τη δυνατότητα και ασφαλώς το δικαίωμα. Προτιμούσε τους πλέον λιτούς συνδυασμούς οργάνων. Άλλοτε τη μοναξιά και το μονόλογο του ενός, άλλοτε, συχνότερα πιστοποιεί η εργογραφία του, το διάλογο των δύο, μια και ο Κυριάκος υπήρξε φανατικός οπαδός της διαλεκτικής.
Το ένα όργανο ήταν στις περισσότερες των περιπτώσεων η κιθάρα. Ένας ερωτικός σύντροφος ονείρων για τον Κυριάκο, ένα όργανο που επέτρεπε στις πολυδαίδαλες μουσικές φαντασιώσεις του να ευδοκιμήσουν προσλαμβάνοντας ηχητική μορφή. Η κιθάρα όμως για τον Κυριάκο δεν ισοδυναμούσε με το στερεότυπο μουσικό όργανο που διδάσκεται επισήμως στα ωδεία. Γνώριζε καλώς όλες τις μορφές, όλες τις μεταμφιέσεις της, αναγνώριζε σε αυτήν πρωτίστως τη λαϊκή υπόσταση, και τη λαϊκή υπεροχή, επέλεξε όμως και όρισε την κλασική, τη συναυλιακή κιθάρα ως μεσάζοντα ο οποίος θα αφύπνιζε τους παλμούς της μουσικής του γραφής και θα τους προσέφερε, με τη μορφή της τέχνης των ήχων, στους ακροατές.
Η ερωτική σχέση του Κυριάκου με την κιθάρα, δεν εμπόδιζε την ισοδύναμη αποδοχή και των άλλων μουσικών οργάνων που έθετε ο περίγυρος στη διάθεσή του ή στα οποία προσέτρεχαν οι δημιουργικές του επιθυμίες. Διαθέτοντας σαφή αντίληψη των ισορροπιών που απαιτούνται για την αρμονία στην αρχιτεκτονική δομή του σύμπαντος, της ζωής και της μουσικής, επεδίωκε μιαν ανάλογη ισορροπία και ισότιμη συνδιαλλαγή των οργάνων τα οποία όριζε στα δικά του συνθέματα. Δεν ενεργούσε κατ'αυτον τον τρόπο από μεγαλοψυχία, αλλά από ενσυνείδητη οργανωτική ανάγκη. Ο απαιτούμενος σαφής διαχωρισμός των υποχρεώσεων και των δυνατοτήτων των ηχητικών πηγών, στη διαδικασία της πρωτογενούς μουσικής δημιουργίας, δεν αποτελούσε τροχοπέδη για τον Κυριάκο, γιατί χάρη στην ευρηματικότητά του εξοικονομούσε και επινοούσε επιθυμητές πάντοτε λύσεις.
Η μελέτη της ηχητικής οργάνωσης των πονημάτων του, αποκαλύπτει μια προτεραιότητα στο ρυθμό. Τα αξιώματα των ρυθμών της φύσης, των ρυθμών της ζωής, ενταγμένα στους μουσικούς του συλλογισμούς, τους προσέδωσαν μια ξεχωριστή ένταση και το δικαίωμα της διαφοράς. Ο ρυθμός στη μουσική πραμάτεια του Κυριάκου υπήρξε παράγων καθοριστικός. Αυτός ήταν η αφετηρία των πάντων. Αν όμως το καλοσκεφτούμε ο ρυθμός δεν είναι αυτός που καθορίζει την κίνηση του σύμπαντος και τη βιολογική λειτουργία των ζώντων οργανισμών;
Ο Κυριάκος δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να εκφράζει με προσωπικό μουσικό τρόπο τα βιώματά του, τις εμπειρίες του, καθώς και τις εικόνες της φαντασίας του. Γιαυτό και ο πανταχού παρών περιγραφικός ή και προγραμματικός χαρακτήρας των έργων του. Η πολυρυθμικότητα η οποία, επίσης συχνά, εντοπίζεται αποτελεί μια ηχητική αποτύπωση προσλαμβανουσών παραστάσεων και των δημιουργικών ανησυχιών που προκαλούνται από αυτές.
Ο δομημένος μουσικός του λόγος, ήταν λοιπόν ευεργετημένος από έναν θαυμαστό πλούτο εναλλαγών της ρυθμικής αγωγής. Δεν υστερούσε όμως σε μελωδική ανάπτυξη, ούτε σε αρμονικό ηχομορφισμό. Οι μελωδίες που ύφαινε, χωρίς αυστηρή αισθητική ταυτότητα, στόχευαν στο συναίσθημα και την άμεση συγκίνηση. Αυτές μαζί με το ρυθμό αποτελούσαν το πρώτο και το σημαντικότερο ερέθισμα, που εξέπεμπε η ακροαματική διαδικασία της μουσικής του. Οι αρμονικοί του πειραματισμοί ήσαν μάλλον ήπιοι, ωστόσο και σε αυτούς ανακαλύπτουμε συχνά μια τάση για ελεγχόμενη υπέρβαση, ενώ διαπιστώνουμε και την ανάγκη του να αποτινάξει τα δεσμά του ακαδημαϊσμού.
Η μυθιστορηματική σημειολογία της μουσικής του Κυριάκου Τζωρτζινάκη εκτεινόταν και πέραν της σφαίρας του συμβατικού, του πραγματικού. Η φαντασία του διέτρεχε με εξαιρετική ευκολία και το χρόνο και το χώρο. Κάποτε το παρελθόν, κάποτε τόποι εξωτικοί, τροφοδοτούσαν με τις εκλεκτικές τους διαστάσεις τη δημιουργική του διάθεση. Η προσεκτική, ωστόσο, προσέγγιση της εργογραφίας του φανερώνει μια έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, άλλοτε αμέσως αντιληπτή - Ελληνικές Αναμνήσεις, 4 Δημοτικές Εικόνες - άλλοτε υποδορείως ενεργούσα - Μεσογειακό, Τα 5 Κάστρα.
Ως ακροατές της μουσικής του, ως αποδέκτες των μηνυμάτων που εκπέμπει, υποχρεωνόμαστε σε μια συνεχή και συνειδητή διάθεση της αντιληπτικότητάς μας. Όσοι βεβαίως θέλουμε να την κατανοήσουμε και να γευτούμε τους εσώτερους πνευματικούς της καρπούς. Δεν αρκεί η υποδοχή της άμεσης γοητείας που εκπέμπει. Χρειάζεται και εμβάθυνση, η οποία δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα είναι αποδοτική, όταν λειτουργώντας ως υποτελείς της Δυτικής παράδοσης και της τυποποιημένης μουσικής παιδείας, μεταφράζουμε ακουστικά την ουδέτερη μορφολογική ακρίβεια της οπτικής εικόνας των έργων του, αντί να αναζητούμε την ουσία των ηχητικών του παρεμβάσεων, εκείνη που από την ψυχή και την καρδιά του εκπορεύτηκε.
Γιατί όμως ομιλούμε τόση ώρα χρησιμοποιώντας χρόνους όπως ο παρατατικός και ο αόριστος; αναμφιβόλως ο Κυριάκος Τζωρτζινάκης μας λείπει, μας λείπει πολύ και αυτό μας λυπεί. Η μουσική του όμως είναι παρούσα και θα είναι εσαεί παρούσα. Αρκεί να το θέλουμε.
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
Ιστορικός και κριτικός μουσικής
(Ήπια επεξεργασμένο κείμενο ομιλίας σε εκδήλωση μνήμης
που έγινε στo Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το 1990)