"Ηχητικό ιδεώδες"
Γιατί δεν αντέχουμε την κλασική μουσική;
Δανείστηκα τον τίτλο από το φόρουμ των Φίλων της Κλασικής Μουσικής, καθώς από εκεί εμπνεύστηκα και το σχόλιό μου αυτό. Διαβάστε πρώτα τι ειπώθηκε εκεί http://classical.wordpress.com/2007/04/30/%ce%93%ce%b9%ce%b1%cf%84%ce%af-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%ad%cf%87%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%ba%ce%bb%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%bc%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%b9/#more-172 και μετά συνεχίζουμε.
Είναι λοιπόν η κλασική μουσική για λίγους; Η απάντηση σαφώς και είναι ΝΑΙ! Γιατί όμως; Και για πόσους λίγους; Και σε ποιο σημείο του πλανήτη; Ας τα πάρουμε ένα ένα, αρχίζοντας από το τέλος.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Μιλώντας για τον Δυτικό κόσμο, είναι γεγονός πως στη χώρα μας η κλασική μουσική είναι για ακόμα λιγότερους από ό,τι σε άλλα μέρη του κόσμου. Το ποσοστό εκείνων που ακούν κλασική, που παίζουν για χόμπι κάποιο όργανο και που πηγαίνουν σε συναυλίες είναι πολύ μεγαλύτερο στο εξωτερικό. Η χώρα μας λοιπόν κατέχει μία ακόμα πρωτιά, αυτή της χώρας με το μικρότερο ποσοστό ανθρώπων που ασχολούνται με οποιονδήποτε τρόπο με την κλασική μουσική. (Η στατιστική αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς δεν έχω στοιχεία να παραθέσω, νομίζω όμως πως κάποιος που γνωρίζει καλά την Ελλάδα αλλά και έχει γνωρίσει τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο από μουσικής απόψεως, θα συμφωνήσει).
Για πόσους λίγους; Και αυτό έχει να κάνει με το πού βρισκόμαστε στον πλανήτη. Πάντως, όσο και αν το ποσοστό αλλάζει από χώρα σε χώρα, είναι πάντα μικρότερο από το ποσοστό που ακούει τα υπόλοιπα κύρια είδη μουσικής. Σε κάποιες χώρες το προσεγγίζει λόγω παράδοσης, αλλά παραμένει πάντοτε μικρότερο.
Το ότι το ποσοστό εκείνων που ασχολούνται με την κλασική μουσική είναι μικρό, δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Όπως και να το κάνουμε, τα είδη είναι πολλά και η πολυδιάσπαση είναι φυσική και αναμενόμενη. Όπως αναμενόμενο είναι να έχουν περισσότερη πέραση τα πιο καινούργια είδη (μόδα το λένε).
Το άσχημο είναι η αρνητική αντιμετώπιση εκείνων που δεν ακούνε κλασική μουσική, η οποία αντιμετώπιση τις περισσότερες φορές πηγάζει από άγνοια, από στερεοτυπική σκέψη και από σύνδρομο κατωτερότητας. Μια πλασματική δηλαδή, και στενά υποκειμενική αντίληψη των πραγμάτων.
Εξ ορισμού οτιδήποτε ποιοτικό ήταν και είναι πάντοτε για τους λιγότερους – είτε λόγω κόστους, είτε λόγω απαίτησης ενός διαφορετικού επιπέδου προσέγγισης.
Ας το πάρουμε ιστορικά το θέμα της μουσικής. Σε παλαιότερες εποχές η πρόσβαση στην κλασική μουσική (ας μου επιτραπεί ο όρος αν και μοντέρνος) ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένη, καθώς ο φυσικός της χώρος ήταν οι αυλές των ευγενών. Κατά τα άλλα, ο κόσμος μπορούσε να την ακούει μόνο στην εκκλησία – και πάλι μόνο ορισμένα είδη της, και μάλιστα ενταγμένα στο συνολικό πλαίσιο της επίσκεψής του εκεί. Αργότερα τον 18ο αιώνα, κάποιοι πολιτισμικά φωτισμένοι άρχοντες προσέφεραν τη μουσική στον κόσμο, στα θέατρα της πόλης τους με ελεύθερη είσοδο (όπως ο Φρειδερίκος ο Μέγας). Και πάλι όμως, η πρόσβαση στο ευρύ κοινό ήταν προβληματική, για λόγους που δεν θα αναλύσουμε εδώ. Γενικότερα, με την εμφάνιση της τάξης των αστών το κοινό της κλασικής μουσικής μεγάλωσε. Όμως, οι αριθμητικά περισσότεροι δεν ήταν αστοί και ο τρόπος ζωής τους δεν τους επέτρεπε να βρεθούν κοντά σε αυτή τη μουσική, και πολλές φορές και σε οποιαδήποτε μουσική αλλά και σε οποιαδήποτε τέχνη.
Με την εμφάνιση της ηχογράφησης, δημιουργείται ένα τεράστιο εν δυνάμει κοινό. Η ηχογράφηση όμως δεν φέρνει μόνο την κλασική μουσική στα σπίτια των ανθρώπων. Φέρνει και όλα τα άλλα είδη μουσικής. Έτσι λοιπόν η επιλογή είναι πολύ μεγαλύτερη. Και ένας νέος παράγοντας κάνει την εμφάνισή του, ίσως ο πιο καθοριστικός: το εμπόριο της μουσικής, η μουσική βιομηχανία.
Όπως σε όλα τα εμπόρια, έτσι και σε αυτό της μουσικής επιστρατεύεται η χειραγώγηση των μαζών προς το πωλούμενο προϊόν. Η επιλογή του προϊόντος είναι βέβαια τέτοια ώστε να εξασφαλίζει το κέρδος. Και τα πιο κερδοφόρα προϊόντα είναι τα εφήμερα. Αυτά δηλαδή που σύντομα τελειώνουν και πρέπει να αντικατασταθούν από άλλα. Σκεφτείτε έναν μανάβη. Θα έβγαζε χρήματα αν πωλούσε φρούτα που... δεν τελειώνουν ποτέ; Όχι βέβαια! Θα αγόραζε κάποιος ένα καρπούζι και θα έτρωγε από αυτό χρόνια, ώσπου να το βαρεθεί και να πάρει άλλο φρούτο. Ενώ τώρα, στην πραγματικότητα δηλαδή, αγοράζεις ένα καρπούζι, το τρως και μετά πας και αγοράζεις άλλο. Ή, και αν δεν προλάβεις να το φας, να το “χωνέψεις”, σε εύλογο διάστημα, το καρπούζι σαπίζει από μόνο του και πάλι πρέπει να πάρεις άλλο.
Κάντε τώρα τον παραλληλισμό με τη μουσική και θα καταλάβετε πού το πάω. Θα καταλάβετε γιατί προβάλλονται περισσότερο τα είδη μουσικής που προβάλλονται, γιατί η κλασική μουσική δεν ενδιαφέρει κανέναν εμπορικά και γιατί οι εταιρείες μάς πετάνε στη μούρη σε τιμή ξεφτίλα τις παλιές (ποπ αλλά και κλασικές) μουσικές που συνεχίζουν να πουλάνε. Όπως ένα σούπερ μάρκετ που το Σάββατο το απόγευμα ξεπουλά σε τιμή κάτω του κόστους τα προϊόντα που θα χαλάσουν ως τη Δευτέρα, για να πάρουμε τα φρέσκα από βδομάδα.
Σε πόσες εκτελέσεις θα αγοράσει κάποιος την Ενάτη του Μπετόβεν; Σε μία, άντε το πολύ δύο ή τρεις αν είναι πολύ “ψαγμένος”. Ενώ το CD με τα σουξεδάκια της τάδε λαϊκής αηδού (sic) θα το βαρεθεί μέχρι να βγει το επόμενο. Και ούτω καθεξής.
Ίσως η παραπάνω ανάλυση να δίνει κάποια απάντηση στο γιατί πλέον η κλασική μουσική είναι για λίγους. Για πόσους λίγους όμως, και ακόμα σημαντικότερο, για ποιους λίγους;
Βρίσκω πολύ πετυχημένη την παρατήρηση που διάβασα στο παραπάνω φόρουμ, περί σύνδεσης της κλασικής μουσικής με κάτι το πένθιμο. Είναι κι αυτό ένα στερεότυπο. Από την άλλη, αναρωτιέμαι αν αυτοί που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο έχουν ακούσει πάνω από μία κλασική μελωδία στη ζωή τους. Γιατί, μη μου πείτε πως υπάρχει περίπτωση να μελαγχολήσει κανείς με την «Primavera» του Βιβάλντι ή την εισαγωγή από τους Γάμους του Φίγκαρο του Μότσαρτ!
Εκτός αν μιλάμε για μια διαφορετική περίπτωση ανθρώπων. Ανθρώπων που δεν έχουν το στοιχειώδες πολιτισμικό DNA που μας κάνει να ταυτίζουμε το ματζόρε με τη χαρά και το μινόρε με τη θλίψη. Εντάξει, δεν πρόκειται πράγματι για “κληρονομική βιολογική πληροφορία”, αλλά πάντως κάπου εκεί κοντά βρίσκεται. Κάντε ένα πείραμα με τους μικρούς σας μαθητές και θα δείτε τι εννοώ.
Μήπως λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι στην πραγματικότητα ΔΕΝ ΑΚΟΥΝΕ μουσική; Μήπως καταγράφουν τους μουσικούς ήχους απλώς ως θόρυβο, τον οποίο επιλέγουν με κάποια εξωμουσικά κριτήρια να κατατάξουν ως ευχάριστο ή μη; Ένα από αυτά τα εξωμουσικά κριτήρια μπορεί να είναι η προκατάληψη που ανάφερα πιο πάνω. Ένα άλλο μπορεί να είναι ο καλλιτέχνης – π.χ. αν είναι Πάριος είναι καλό, το ακούει κι ο γείτονας. Κάποιο άλλο ίσως είναι οι στίχοι – γιατί ο πιο πολύς κόσμος αρέσκεται να ακούει τραγούδια, και κυρίως στη γλώσσα του. Τα μπουζούκια λοιπόν είναι ωραία, γιατί τα τραγουδάνε φάνσι τραγουδιστές/τριες, γιατί τα χορεύουμε σπάζοντας πιάτα και ξεφαντώνουμε, γιατί καταλαβαίνουμε τους στίχους και τους θυμόμαστε (σουξέ), γιατί τα ακούνε άνθρωποι που γνωρίζουμε, γιατί προβάλλονται.
Όλα αυτά όμως είναι εξωμουσικά κριτήρια.
Πειράματα έχουν αποδείξει πως οι σε τραγικό βαθμό μουσικά απαίδευτοι, δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ούτε το αργό από το γρήγορο –πόσο μάλλον το χαρούμενο από το πένθιμο! Το μόνο που ξεχωρίζουν με ευκολία είναι το ύφος και το τονικό ύψος της ανθρώπινης φωνής. Έτσι εξηγείται και το ότι αρέσουν τα καψουροτράγουδα με την παθιάρικη φωνή του ερμηνευτή ή το ότι ο κόσμος παραπονιέται πως στην όπερα απλά... τσιρίζουν. Ο ήχος της ορχήστρας ή των επιμέρους οργάνων δεν λέει σε αυτούς τους ανθρώπους απολύτως τίποτα. Επίσης, δεν είναι ικανοί να συγκρατήσουν ούτε την πιο απλή μελωδία. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ινστρουμένταλ... σκυλάδικα. Θα μου πείτε... είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Μα και βέβαια υπάρχουν. Το ότι διαβάζετε αυτή την ιστοσελίδα είναι τεκμήριο πως εσείς, αγαπητοί αναγνώστες, δεν ανήκετε σε αυτούς. Οι (σε τέτοιο βαθμό) μουσικά απαίδευτοι όμως υπάρχουν και δεν είναι καθόλου λίγοι. Και πολύ φοβάμαι πως συνεχώς αυξάνονται στην εποχή μας...
Πού καταλήγουμε λοιπόν; Μα και πάλι στην παιδεία... Στην παιδεία που απαξιώνεται όλο και περισσότερο στη χώρα μας, και ειδικά στην καλλιτεχνική παιδεία που είναι ήδη σχεδόν ανύπαρκτη στη γενική εκπαίδευση. Να λοιπόν πώς εξηγείται η ύπαρξη των “κουφών” που προανέφερα, να πώς εξηγείται η ευρεία κατανάλωση μουσικών σκουπιδιών. Σε συνδυασμό βέβαια με τα πλοκάμια του εμπορίου. Πρόκειται λοιπόν για οργανωμένο σχέδιο; Ας μην το πάμε ως εκεί. Προφανώς όχι. Η απαξίωση της παιδείας όμως, είναι ένα ωραίο δώρο για το κύκλωμα του εμπορίου, τους βολεύει για να μπορούν να πλασάρουν τα κάθε είδους σκουπίδια τους στους απαίδευτους καταναλωτές. Συγκοινωνούντα δοχεία λοιπόν – ίσως όχι εκ προμελέτης, σίγουρα όμως εκ προθέσεως.
ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΛΛΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν θα το αναλύσουμε εδώ. Θα πούμε μόνο πως ο ρυθμός της σημερινής ζωής είναι σίγουρα υπεύθυνος – μεταξύ άλλων. Από την άλλη, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που αντιστέκονται σε όλα αυτά, και σίγουρα μοχθούν το ίδιο με τους υπόλοιπους.
Δέχομαι πως η αγάπη για την κλασική μουσική απαιτεί μια καλλιέργεια, μια εξοικείωση. Κατά κανόνα, δεν γίνεται ξαφνικά ένας εικοσάχρονος να ακούσει για πρώτη φορά κάποιο κλασικό αριστούργημα και να ερωτευτεί την κλασική μουσική.
Μα και για τις άλλες μουσικές ισχύει το ίδιο!
Κατ’ αντιστοιχία λοιπόν, δεν έχω δει κανέναν εικοσάχρονο Γερμανό ας πούμε, ή τέλος πάντων κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ μπουζούκια, να... παθαίνει πολιτισμικό σοκ και να ερωτεύεται τη σκυλοπόπ ακούγοντας έναν σκυλοπόπ ύμνο!
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι, εκτός από όσα είπαμε πιο πάνω, το γεγονός ότι εδώ στην Ελλάδα εμποτιζόμαστε όπου σταθούμε και όπου βρεθούμε με τη μουσική αυτή και μόνον, από τα γεννοφάσκια μας πλέον! Δεν γλιτώνει κανείς, καθώς τα media έχουν γίνει ολοκληρωτικά εργαλεία προπαγάνδας και διαφήμισης για το κάθε λογής εμπόριο (μουσική, καταναλωτικά προϊόντα, αθλητικά) σε βαθμό πλύσης εγκεφάλου! Οτιδήποτε διαφορετικό απειλείται με εξαφάνιση (βλέπε Τρίτο Πρόγραμμα και Μezzo).
Πώς λοιπόν μετά ο δύσμοιρος ο Έλληνας να ακούει και κλασική μουσική; (Όπου Έλληνας βάλτε όποια εθνικότητα θέλετε).
Θα κλείσω με κάτι ενδεικτικό, που μπορεί να μην έχει πέσει στην αντίληψή σας. Πέρσι, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε μια σελίδα του Υπουργείου Παιδείας όπου διάβασα το εξής: το υπουργείο παιδείας διαθέτει κονδύλια για τη διάδοση της ελληνικής μουσικής (βλέπε μπουζούκια) στα σχολεία! Υπεύθυνος του προγράμματος ήταν γνωστός μπουζουκοσυνθέτης! Η πλάκα είναι πως βρέθηκα στη σελίδα εκείνη αναζητώντας τρόπους να προωθήσω μια εκπαιδευτική εκδήλωση για το έτος Μότσαρτ!
Γεράσιμος Χοϊδάς
gerasimoshoidas@tar.gr
(Μάιος 2007)
επιμέλεια - διόρθωση: Νεφέλη Καλογεροπούλου