Πόσο "παλαιά" είναι η Παλαιά Μουσική;
Η παλαιά μουσική κατέχει σήμερα μια ξεχωριστή, δική της θέση ανάμεσα στα μουσικά επιτεύγματα δημιουργών άλλων εποχών. Οι ηχογραφήσεις της έχουν πια το δικό τους ράφι στα δισκοπωλεία, οι ορχήστρες και τα σύνολα παλαιάς μουσικής ξεφυτρώνουν παντού σαν μανιτάρια, οι μουσικές ακαδημίες έχουν πλέον ξεχωριστό τμήμα παλαιάς μουσικής από όπου αποφοιτούν στρατιές εξειδικευμένων "παλιομουσικών", τα όργανα εποχής έχουν γίνει μόδα, τα περιοδικά που πραγματεύονται αποκλειστικά αυτήν είναι αρκετά διαδεδομένα και το ολοένα αυξανόμενο κοινό των φεστιβάλ παλαιάς μουσικής είναι πιστό και φανατικό. Η θέση των νυκτών οργάνων μέσα σε όλα αυτά είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει την "παλαιά μουσική" ξεχωριστή ανάμεσα στο, επίσης παλαιό πια, λοιπό κλασικό ρεπερτόριο; Και ποια η σχέση της με την κιθάρα, σημείο αναφοράς της διαδικτυακής μας συντροφιάς;
Αν δεχτούμε πως η ιστορία αυτού που ονομάζουμε Δυτική μουσική αρχίζει από το μεσαίωνα, τότε έχουμε το προνόμιο να γνωρίζουμε τις μουσικές μιας ολόκληρης χιλιετίας. Προνόμιο μοναδικό, σε συνδυασμό με την τεχνολογία που επιτρέπει την αναπαραγωγή της μουσικής χωρίς να χρειάζεται να παίζεται κάθε φορά ζωντανά, κοινώς την ηχογράφηση. Στους προηγούμενους αιώνες οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να ακούνε παρά μόνο τη μουσική η οποία παιζόταν σε συναυλίες ή από τους ίδιους, στα σπίτια τους. Και συνήθως, τους ενδιέφερε άμεσα η μουσική που γραφόταν στον καιρό τους, άντε και 10-20 χρόνια πίσω. Επομένως, μουσική που είχε γραφτεί ας πούμε 30 χρόνια πριν, ήταν γι' αυτούς "παλαιά μουσική". Αυτό μπορεί σήμερα να ξαφνιάζει εμάς, που θεωρούμε φυσιολογικό να ακούσουμε ένα μουσικό έργο 200 ετών πριν πάμε για ύπνο, ή να "γρατζουνίσουμε" κάποιο μέρος μιας μπαρόκ σουίτας για ζέσταμα πριν τη μελέτη μας. Αν όμως ρωτήσετε ένα παιδί λίγο άσχετο με τη μουσική "πότε πιστεύεις πως γράφτηκε το τάδε κλασικό κομμάτι", η απάντηση που θα πάρεις ξαφνιάζει ακόμα περισσότερο: "Πριν 30-40 χρόνια;;;"
Κι όμως η απάντηση του παιδιού, άσχετα αν δείχνει άγνοια της μουσικής Ιστορίας, είναι δικαιολογημένη. Όντως, οτιδήποτε έγινε κάμποσες δεκαετίες πριν, δίνει την εντύπωση του παλαιού. Για σκεφτείτε... ένα αυτοκίνητο του 1970 πώς φαντάζει παλιό σήμερα στους δρόμους...
Δεν είναι λοιπόν μόνο η παλαιότητα που κάνει την "παλαιά μουσική" να ξεχωρίζει. Γιατί άλλωστε, μια συμφωνία του Μπετόβεν που γράφτηκε πριν 200 χρόνια να μην είναι "παλαιά" ενώ μία του Καρλ-Φίλιπ-Εμμάνουελ Μπαχ που γράφτηκε πριν 225 χρόνια να είναι;
Η πρώτη φορά που παίχτηκε παλαιό έργο στην ιστορία της μουσικής ήταν στη Λειψία, στις 11 Μαρτίου 1829, όταν ο νεαρός Φέλιξ Μέντελσον διηύθυνε τα Κατά Ματθαίον Πάθη για πρώτη φορά μετά το θάνατο του Μπαχ και εκατό χρόνια μετά την πρεμιέρα. Το γεγονός αυτό, πρωτόγνωρο στον 19ο αιώνα, είναι μια πρώτη καταγεγραμμένη προσέγγιση σε αυτό που ονομάζουμε παλαιά μουσική. Εκατό χρόνια είναι μεγάλο διάστημα στην ιστορία της μουσικής, ειδικά τον 19ο αιώνα όπου δεν υπήρχε η δυνατότητα ακρόασης μουσικής παρά μόνο ζωντανά, και κάθε καταγραφή της, εκτός από γραπτή, ήταν αδύνατη. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι από τότε άρχισε να υφίσταται ο όρος Παλαιά Μουσική, με την αναβίωση του Μπαχ και του αριστουργήματός του από τον Μέντελσον. Όμως, ήδη από τότε έγινε σαφές ένα από τα χαρακτηριστικά της μουσικής αυτής, που ευθύνεται για τη διαφοροποίησή της από το πιο πρόσφατο ρεπερτόριο: Ο Μέντελσον αντιμετώπισε ένα πρόβλημα: διαπίστωσε πως οι ενορχηστρώσεις του Μπαχ δεν "λειτουργούσαν" όπως θα περίμενε. Σίγουρα ο Μπαχ δεν ήταν άσχετος συνθέτης. άρα κάπου αλλού ήταν το πρόβλημα. Και βέβαια ο Μέντελσον, ως έξυπνος άνθρωπος και έμπειρος μουσικός, δεν άργησε να το βρει. Τα μουσικά όργανα που είχε στη διάθεσή του ο Μπαχ όταν έγραφε το έργο ήταν κατά πολύ διαφορετικά από εκείνα του Μέντελσον. Εκατό χρόνια ήταν αρκετά ώστε να αλλάξουν την κατασκευή, το ηχόχρωμα, ακόμα και τον τρόπο εκτέλεσης των περισσότερων οργάνων της ορχήστρας. Έτσι, πριν επιχειρήσει την παρουσίαση του έργου, το επανενορχήστρωσε. Σίγουρα δεν το έκανε για πλάκα, γιατί η διαδικασία αποδείχτηκε ιδιαίτερα επίπονη και χρονοβόρα ακόμα και για έναν "μάγο της ενορχήστρωσης" όπως ο εν λόγω συνθέτης: του πήρε πάνω από δύο χρόνια να την ολοκληρώσει!
Μετά τον Μέντελσον ακολούθησαν και άλλες αναβιώσεις παλαιών έργων. Πάντοτε όμως, η διαφορά στα όργανα προβλημάτιζε τους καλούς και έξυπνους μουσικούς. Εύκολα κατανοεί κανείς ότι ένα τσέμπαλο εποχής Μπαχ ή ένα φορτεπιάνο εποχής Μότσαρτ δεν είχε καμία σχέση με το πιάνο του 19ου αιώνα. Τι έκαναν όμως γι' αυτό; Αγνοούσαν το πρόβλημα; Όχι βέβαια! Ακριβώς γι' αυτό το λόγο εμφανίστηκαν οι μεταγραφές ή διασκευές τύπου Μπαχ-Μπουσόνι, Μπαχ-Λιστ, Σούμπερτ-Λιστ κτλ. Ο μεγάλος βιρτουόζος του πιάνου και συνθέτης 'Aντον Ρουμπινστάιν (1829-1894) το 1892 δήλωνε: "Είμαι πεπεισμένος πως τα όργανα άλλων εποχών μπορούσαν να παράγουν ηχοχρώματα και άλλα εφφέ (effekten) τα οποία είναι αδύνατον να αναπαραχθούν από τα σημερινά όργανα. [...] Oι συνθέσεις γράφονταν από τους δημιουργούς τους ειδικά για αυτά τα όργανα και μόνο παιγμένες σε αυτά αποκτούν ολόκληρη την αξία τους. Στα σημερινά όργανα, οι συνθέσεις αυτές πραγματικά αδικούνται..."1
Αξιοσημείωτο είναι πως στον 20ό αιώνα αυτό ξεχάστηκε. Η "παλαιά μουσική" έχασε τον "παλαιό" της χαρακτήρα, και ξαναμπήκε ανάμεσα σε όλο το υπόλοιπο ρεπερτόριο. Τα όργανα σταμάτησαν να προβληματίζουν μουσικούς και κοινό, ενώ η ίδια ορχήστρα ηχογραφούσε Μοντεβέρντι και Βάγκνερ. Αυτό έγινε για λόγους εμπορικότητας, αφού οι δισκογραφικές εταιρείες που είχαν ήδη μπει στο παιχνίδι θεώρησαν καλό το γεγονός ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, όλα τα είδη μουσικής, μπαρόκ, κλασική ή ρομαντική μουσική, αποκτούν ένα ομοιογενές άκουσμα, με αποτέλεσμα να είναι πρόσφορα για ευρεία κατανάλωση και από τους λάτρεις του μπαρόκ αλλά και από αυτούς του ρομαντισμού, εφόσον πια τα έργα λίγο διαφέρουν μεταξύ τους! Σε μεγάλο ποσοστό αυτό συμβαίνει μέχρι σήμερα. Όχι όμως χωρίς τον αντίλογο, ο οποίος συνεχώς βρίσκει περισσότερους εκφραστές.
Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο προβληματισμός για τα όργανα επανήλθε. Αυτή τη φορά η λύση ήταν πιο δραστική, και πολύ πιο κοντά στην ουσία του προβλήματος. Άρχισε μια ουσιαστική αναγέννηση της μουσικής του μεσαίωνα, αλλά κυρίως της Αναγέννησης και του μπαρόκ, με τη χρήση των οργάνων εποχής (ή πιστών αντιγράφων τους), και την εμπεριστατωμένη μελέτη των πηγών όσον αφορά τόσο τα μουσικά κείμενα, όσο και τις τεχνικές εκτέλεσης, αυτό που σήμερα ονομάζουμε ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία. Ήταν πραγματικά μεγάλη η έκπληξη όλων, όταν άκουσαν πόσο διαφορετικά ηχούν τα παλαιά όργανα, πόσο διαφορετική είναι η μουσική αυτή, από αυτό που πιστεύαμε πως ήταν! Έτσι λοιπόν, η μουσική αυτή ξαναπήρε την ξεχωριστή της θέση, με κριτήριο τη διαφορετικότητά της σχετικά με τα ηχητικά μέσα και τον τρόπο εκτέλεσης και προσέγγισης της παρτιτούρας. Ταυτόχρονα ήρθε στην επιφάνεια και κάτι άλλο: διαπιστώσαμε το πόσα λίγα ξέρουμε πραγματικά για τη μουσική αυτή. Πολλά από αυτά που δεν γνωρίζαμε, ήταν εκεί και μας περίμεναν. η μουσικολογική έρευνα έκανε (και συνεχίζει να κάνει) καλά τη δουλειά της, έτσι ώστε δημιουργήθηκε ένας νέος τομέας μελέτης, αυτός της παλαιάς μουσικής. Σήμερα πια οι περισσότεροι αναγνωρίζουν αυτή την ανάγκη, όπως και την ανάγκη να ακούγεται η μουσική του μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του μπαρόκ, αλλά και ακόμα νεότερη μουσική, με τα όργανα για τα οποία γράφτηκε, όπως πραγματικά την είχαν στο μυαλό τους οι συνθέτες, και με τον τρόπο που παιζόταν τότε.2
Συνοψίζοντας, μπορούμε λοιπόν να πούμε πως η κατηγορία "παλαιά μουσική" περιλαμβάνει τη μουσική που γράφτηκε ώς τα τέλη του 18ου αι. και πως πρόκειται για μουσική που και παλαιά είναι, και διαφορετικά όργανα απαιτεί, και σχετικά μακριά από το μουσικό ιδίωμα των επόμενων εποχών είναι, αλλά και χρειαζόμαστε εξειδίκευση και μελέτη των πηγών για να την καταλάβουμε και να την ερμηνεύσουμε, καθώς διέπεται από στιλιστικούς περιορισμούς και συμβάσεις που δεν είναι αυτονόητες για μας. Πρόκειται με άλλα λόγια, για μουσική που για να αποδοθεί σωστά, απαιτεί ιστορικά και στιλιστικά τεκμηριωμένη ερμηνεία.
Για πολλούς (και για τον γράφοντα) εδώ μπαίνει ένα άλλο ερώτημα: γιατί να παίζουμε μόνο τη μουσική προ του τέλους του 18ου αι. σωστά και την υπόλοιπη λάθος; Γιατί δηλαδή να μην παίζουμε και τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν ή το Σούμπερτ με τα όργανα εποχής τους και αφού έχουμε μελετήσει το υφολογικό τους ιδίωμα;
Το πρόβλημα αυτό έχει πραγματική βάση, όσον αφορά το στιλιστικό ιδίωμα σίγουρα ώς την εποχή του ρομαντισμού. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα για μας είναι πιο αυτονόητα, καθώς η μουσική δεν είναι και τόσο παλιά, αλλά και δεν υπόκειται πια σε τόσο στενά υφολογικά ιδιώματα. Είναι δηλαδή μια μουσική που μπορούμε να ερμηνεύσουμε ευκολότερα, βασιζόμενοι μόνο στην παρτιτούρα. Όσον αφορά όμως τα μουσικά όργανα και τα ηχοχρώματα (τα οποία παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο σε ένα μουσικό έργο όσο τα χρώματα σε έναν πίνακα), το πρόβλημα προεκτείνεται μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς τα όργανα τα οποία χρησιμοποιούμε σήμερα δεν είναι τα ίδια με εκείνα των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Υπάρχουν ορχήστρες που παίζουν με όργανα εποχής ακόμα και τον Ντεμπισύ, τον Μουσόργκσκι και τον Μπόροντιν. Το ηχητικό αποτέλεσμα είναι κατά πολύ διαφορετικό, και σίγουρα πιο κοντά στην ηχητική πραγματικότητα των συνθετών αυτών. Άρα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αξία αυτού του εγχειρήματος αλλά ούτε και να υποβαθμίσει τη σημασία του, γιατί τελικά τι θέλουμε να ακούμε; Μπόροντιν, ή κάτι που μοιάζει με Μπόροντιν;
Στον κόσμο της κιθάρας, η τάση να παίζει κανείς με "κιθάρες εποχής" δεν είναι (ακόμα) διαδεδομένη. Εκείνο που είναι όμως διαδεδομένο είναι η αναβίωση των νυκτών εκείνων οργάνων που μοιάζουν με αυτήν και έπαιξαν ρόλο τόσο στη διαμόρφωση της κατασκευής της όσο και στον τρόπο παιξίματος αλλά και στο ρεπερτόριο. Ας θυμηθούμε πως παράλληλα με την πεντάχορδη κιθάρα του μπαρόκ αλλά και τη μετεξέλιξή της σε εξάχορδη, που συντελέστηκε στα μέσα του 18ου αι., το λαούτο και η θεόρβη έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο. Όχι μόνο μπορούν να θεωρηθούν πρόγονοι της σύγχρονης κιθάρας, αλλά είναι αυτά τα όργανα που έκαναν την αρχή χτίζοντας το ρεπερτόριό της. Όταν σήμερα παίζουμε Μπαχ στην κιθάρα, παίζουμε έργα που γράφτηκαν για αυτά τα όργανα. ή και μεταγραφές από μουσική για άλλα όργανα της εποχής. Ένα σημαντικό κομμάτι του ρεπερτορίου της κιθάρας έχει αντληθεί από την εποχή μπαρόκ. Άλλο τρανό παράδειγμα οι σονάτες του Σκαρλάτι και Σολέρ, που οι κιθαριστές σήμερα τις παίζουν σε μεταγραφή αφού οι πρωτότυπες είναι για πληκτροφόρα όργανα. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως ο ρόλος της κιθάρας στη συνοδεία των τραγουδιών, όπως επίσης και ο ρόλος των νυκτών οργάνων στην τεχνική συνοδείας που συνόδευσε την μπαρόκ μουσική από την αρχή ώς το τέλος, το μπάσο κοντίνουο, είναι τεράστιος.
Θα έχουμε λοιπόν πλήθος ενδιαφερόντων θεμάτων να συζητήσουμε εδώ. παλαιά νυκτά έγχορδα, η χρήση της κιθάρας σε παλαιότερες εποχές και μουσικές, η ερμηνεία της παλαιάς μουσικής στην κιθάρα, τεχνικές παιξίματος, κουρδίσματα και άλλα πολλά που η μουσικολογική έρευνα της "παλαιάς μουσικής" μας προσφέρει σήμερα. Η θεματολογία, όπως και το ρεπερτόριο, είναι ανεξάντλητη.
Γεράσιμος Χοϊδάς
gerasimoshoidas@tar.gr
(Βριλήσσια, Αύγουστος 2006)
[1] "Die Musiek und ihre Meister", Anton Rubinstein, 1892
[2] Στην πραγματικότητα το θέμα είναι πολύ πιο πολύπλοκο από ό,τι αναφέρω εδώ, αλλά περισσότερα σε μελλοντικό άρθρο.