Jean Echenoz
RAVEL
Μυθιστόρημα
Γαλλική έκδοση από τις Editions de Minuit, 2006
Ελληνική μετάφραση από τον Αχιλλέα Κυριακίδη,
(Πόλις, 2007)
Δεν θα σκεφτόμουν να παρουσιάσω σήμερα ένα βιβλίο, αν η επιρροή του επάνω μου δεν ήταν τόσο ουσιαστική αλλά και τόσο ανατρεπτική. Στον «Ραβέλ» του εξηνταπεντάχρονου σήμερα γάλλου κοινωνιολόγου, δημοσιογράφου στην εφημερίδα Humanité και συγγραφέα από την Προβηγκία, χειροκρότησα, περισσότερο από άλλα, την επιρροή που άσκησε αυτός σε μένα, γι αυτό και θα προτάξω τρεις γραμμές για τη διαδρομή του στο χώρο των βιβλίων.
Το πρώτο βιβλίο του Jean Echenoz (Le Meridien de Greenwich) γράφτηκε το 1979 και ήταν ένα…πειραματικό μυθιστόρημα, αφαιρετικό και ιδιαίτερο, όπου σκιαγραφούσε τη ζωή στα γαλλικά προάστια και τον αποπροσανατολισμό που υφιστάμεθα καθώς κυνηγάμε τις λεγόμενες νέες ιδέες και έτσι φτάνουμε να ισχυριζόμαστε ότι ξαφνικά κατανοούμε και ελέγχουμε όσα –πολλά συνήθως- δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Το 1989 ο συγγραφέας εκδίδει τη Λίμνη (Le Lac), μια ασυνήθιστη, σχεδόν…κατασκοπική εργασία, όπου χρησιμοποιεί λόγο σκωπτικό, κριτικό, αυστηρό. Οι παραμορφώσεις που πηγάζουν από την εμπορευματοποίηση της ζωής και οι αγκυλώσεις που απορρέουν.
Στα ελληνικά διάβασα το «Προπαντός όχι Σοπέν», αλλά και το γνωστότερο μάλλον από τα μυθιστορήματα του, το «Φεύγω». Το τελευταίο με βοήθησε να πλησιάσω τον συγγραφέα, να τον γνωρίσω πραγματικά και εν τέλει να κάνω μύριες σκέψεις γύρω από όσα καταθέτει. Πώς πράγματι μέσα από καθημερινές αφαιρέσεις της ουσίας άλλοτε αμυντικές και άλλοτε κατευθυνόμενες απομακρυνόμαστε από την αληθινή ζωή. Καταφεύγει ακόμα και σε υπερβολές αυτό όμως δεν υποβαθμίζει το περιεχόμενο της διαπίστωσής του.
Ο Ραβέλ, αν και μυθιστόρημα, ακουμπάει την τεχνική μιας βιογραφίας. Επικεντρώνεται στη δεκαετία που υπογράφει τον τετράμηνο αμερικάνικο θρίαμβο του και οδηγεί, μερικά χρόνια μετά, μετά από πικρή πτώση, στο θάνατο του συνθέτη από όγκο στον εγκέφαλο. Στις σελίδες του άλλοτε επινοεί «σκηνικά» και άλλοτε αποσαφηνίζει τα πραγματικά γεγονότα, για να ζωγραφίσει υπέροχα, στιγμή προς στιγμή, τη ζωή ενός σπουδαίου συνθέτη, από το 1928 μέχρι το 1937. Ο διάπλους ενός μοναχικού αλλά και κοσμικού συγχρόνως ανθρώπου προς τον Νέο Κόσμο, η μοιραία περιπέτεια κατά την επιστροφή στη Γαλλία…Η πλοκή φαινομενικά είναι αυτονόητη, ο καθένας μας νομίζει ότι θα τη μαντέψει αλλά…
Το 1927 ο Ραβέλ είναι ακόμα έτσι όπως όλοι τον γνώριζαν, απολαμβάνει την καλοπέραση, την παιδιόθεν τεμπελιά του, την αγάπη του για τις όμορφες εμφανίσεις και τα εντυπωσιακά ρούχα, τις βόλτες στους όμορφους δασικούς προορισμούς στο Μονφόρ- λ΄Αμορί, τα πουλιά που του τραγουδούν ασταμάτητα. Βλέπει φίλους, γράφει και καπνίζει ασταμάτητα. Αν και τον φαντάζεται κανείς ψηλό, ήταν ένας μικρόσωμος πολύ αδύνατος άνθρωπος, ύψος 1.61 με πεταχτά αυτιά, από νέος ήταν ασπρομάλλης, με παγερό συνήθως βλέμμα αν και πάντα ευγενής, με παροιμιώδη σικ εμφάνιση πάντα και παντού.
Στα τέλη της χρονιάς φτιάχνει βαλίτσες για να ταξιδέψει στην Αμερική και δεν ξεχνά να πάρει μαζί δεκάδες κουτιά τσιγάρα Gauloise. Είναι οι μέρες που εκτελούνται στην ηλεκτρική καρέκλα οι Σάκο και Βαντσέτι και γυρίζεται η πρώτη κινηματογραφική ομιλούσα ταινία. Στην Βόρεια Αμερική ανατέλλει η εποχή των νέων σπουδαίων ταλέντων της μουσικής τζαζ που θα αναδείξουν και θα αξιοποιήσουν την υπέροχη αυτή μουσική ιδέα.
Ο Ραβέλ πάει με τραίνο στη Χάβρη και από εκεί επιβιβάζεται στο υπερωκεάνιο France που θα τον οδηγήσει στον προορισμό και στο θρίαμβο. Να μη ξεχνάμε ότι μοιραζόταν με τον Στραβίνσκι εκείνη την εποχή την απόλυτη διασημότητα. Ήταν οι σπουδαιότεροι συνθέτες στον κόσμο. Στο ταξίδι τον συνοδεύουν πολλές δεκάδες πουκάμισα και παπούτσια, υπερβολικά πολλές γραβάτες και αξεσουάρ γκαρνταρόμπας.
Ραβέλ και Στραβίνσκι
Αν και «αδέξιος» πιανίστας, έπαιζε με θάρρος συνθέσεις του στο κοινό, το ίδιο έκανε και στο ταξίδι, πιστεύοντας ότι αν μη τι άλλο δεν μπορούν να τον κρίνουν, σαν μη μουσικοί που είναι! οι μέρες περνούν αργά αλλά η θάλασσα είναι μια ακόμα δυνατή εμπειρία.
Το ταξίδι στις ΗΠΑ περιείχε πολλή ένταση αλλά πρόσφερε μεγάλες ικανοποιήσεις. Από τους πάγους μέχρι τους τροπικούς διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα με εντυπωσιακά καινούριας τεχνολογίας τραίνα, πολυτελή, άνετα. Η ένταση έχει μόνον μια αρνητική πλευρά, δεν ξεκουράζεται γιατί δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά.
Τέσσερις μήνες μετά επιστρέφει δικαιωμένος και φέρνει μαζί του χρήματα, είκοσι επτά χιλιάδες δολάρια!
Στο Μονφόρ, το σπίτι του τον υποδέχεται μαζί με την φωτεινή άνοιξη, τα πουλιά, τις δύο λατρεμένες του γάτες, τον κήπο του. Δεν είναι όμως ίδιος. Τον έχει κατακτήσει μια πελώρια πλήξη. Προσπαθούν οι φίλοι να επινοήσουν πράγματα που του προφέρουν χαρά, τον στέλνουν διακοπές, τον ωθούν να ξαναγράψει μουσική.
Ιda Rubinstein
Το Bolero, μια ιδέα της ζάπλουτης δυναμικής φίλης του, μπαλαρίνας Ιda Rubinstein, γράφεται και ενορχηστρώνεται σε ένα μήνα, αλλά ο ίδιος γνωρίζει ότι είναι για να χορεύεται, δεν έχει ως έργο άλλη δύναμη, δεν έχει φόρμα, δεν έχει ιδέες ανάπτυξης, αξιώνει μόνο τη διαρκή εύρυνση του ήχου μέσα από την οποία η γνωστή φράση που επαναλαμβάνεται αποκτά δύναμη.
Επόμενος μετά κόπου σταθμός είναι η σύνθεση των δύο κοντσέρτων για πιάνο, αυτού που παρήγγειλε ο μονόχειρας πιανίστας Πάουλ Βιτγκενστάιν (με τον οποίο ο Ραβέλ δημιούργησε μάλιστα πολλές προστριβές) και του γνωστού, σε σολ, που υπερασπίστηκε η φίλη του συνθέτη Μαργκρίτ Λονγκ.
Στα πενήντα επτά του το βέβαιο τέλος χτυπά την πόρτα. Το έζησε μέρα με τη μέρα βλέποντας να χάνει σταδιακά κάθε δύναμη και να απομονώνεται. Πικράθηκε, τον συνεπήρε ο τρόμος, πολέμησε όσο μπορούσε. Μετά από μια πλαγιομετωπική σύγκρουση τραυματίστηκε και στη φάση της νοσηλείας ανεδείχθησαν τα κρυμμένα δυσεπίλυτα προβλήματα. Ο πάντα φιλάσθενος Ραβέλ ήταν πια βαριά ασθενής. Δεν γράφει γιατί δεν ξέρει πια να γράφει, δεν αναγνωρίζει ούτε τα έργα του. Ο εγκέφαλος ατονεί και τον οδηγεί στη αναγκαία λήψη βαρβιτουρικών, που πρόσκαιρα τον κάνουν να ελπίζει αλλά για λίγο… κάθε επιστροφή είναι χειρότερη. Ονειρεύεται τέρατα αλλά τουλάχιστον παρηγορείται που μπορεί πια και κοιμάται…
Φεύγει στις 28 Δεκεμβρίου του 1937.
Γιατί άραγε ο συγγραφέας εστίασε στα δέκα αυτά, τελευταία χρόνια της ζωής του Ραβέλ; Ο Echenoz απαντά στον Sylvain Bourmeau, σε συνέντευξη στο Les Inrockuptibles: Αρχικά σκέφτηκα να περιοριστώ στην αμερικανική περιοδεία, αυτό το μεγάλο βήμα, αυτή τη στιγμή όπου στον απόγειο της δόξας, ο Ραβέλ αποκαλύπτεται στον κόσμο. Αυτό όμως συνέβη δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του κι ένιωσα την επιθυμία να τον ακολουθήσω ως το τέλος, αλλά με μια παράδοξη κατανομή του χρόνου και του χώρου: ενώ η αμερικανική περιοδεία διαρκεί τέσσερις μήνες, και απασχολεί τα δύο τρίτα του βιβλίου, το υπόλοιπο τρίτο καλύπτει δέκα ολόκληρα χρόνια. Χρειάζονταν εναλλαγές στο ρυθμό και στις ισορροπίες, επιταχύνσεις, ελλείψεις, παύσεις, κάπως σαν μουσική σύνθεση..
Η ρητορική του αφηγηματικού σινεμά στη συγγραφή του «Ραβέλ» είναι ο πρωταγωνιστής, θα παρατηρήσω, χωρίς να μακρηγορήσω, αν και ομολογώ ότι θα το ήθελα! Διαβάστε το βιβλίο αυτό, θα το απολαύσετε.
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Φεβρουάριος 2012
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας