“…Και γενικά η μουσική είναι ένα πράγμα τρομερό…” Λέων Τολστόϊ
(“Η Σονάτα του Κρόϊτσερ” 26 Αυγούστου 1889)
Σαν σήμερα 26 Αυγούστου 1889 ο Λέων Τολστόϊ τελείωσε την νουβέλα του με τίτλο ”Η Σονάτα του Κρόϊτσερ”. Η υπόθεσή της αφορά στην μέχρι φόνου ζήλεια ενός συζύγου, του Πόζντιτσεφ, που αφορμή ή η αιτία ήταν η σχέση που ανέπτυξε η νεώτερη σύζυγός του με ένα βιολιστή.
Το πολύ ενδιαφέρον της αφήγησης του Τολστόϊ βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στην έννοια του πλανέματος, της σαγήνης ή του ξελογιάσματος, το οποίο χρησιμοποίησε η σύζυγός του προκειμένου να τον οδηγήσει στο να τον παντρευτεί. Όμως το ξελόγιασμα έρχεται και αργότερα όταν η σύζυγός του, η οποία προφανώς δεν επιθυμούσε την υποταγή της στο ρόλο της αναπαραγωγικής μηχανής και μόνο, βρίσκει καταφύγιο στο πιάνο και απο εκεί αργότερα στην αγκαλιά του απροσδόκητα εμφανιζόμενου Τρουχατσέβσκη. Τα πάντα είναι αίολα.
Στο κείμενο ο Λέων Τολστόϊ με έξοχο τρόπο προσεγγίζει το έρωτα, το γάμο, τις σχέσεις του ζευγαριού, καθώς και τις ανεξήγητες εκείνες δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν τα πράγματα σε μια έκρηξη.
Η Μουσική είναι μία απο αυτές.
Υφαίνει την ιστορία του σιγά σιγά περιγράφοντας αργά και βασανιστικά την φθορά της σχέσης και με μαεστρία συμπυκνώνει την αφήγηση όταν έρχεται η στιγμή που θα σφραγίζει την αιωρούμενη απειλή, της σχέσης της γυναίκας του με τον φτωχό πλην όμως ταλαντούχο βιολιστή. Είναι το κονσέρτο στο οποίο η γυναικα του για πρώτη φορά θα εμφανιστέι δημόσια, έστω και σε κλειστό κοινό, μαζί με τον επίδοξο εραστή της σε μία εκτέλεση της Σονάτας του Κρόϊτσερ του Μπετόβεν.
Κατά ειρωνία της ζωής η Σονάτα γράφτηκε και αφιερώθηκε στον George Augustus Polgreen Bridgetower αφροπολωνό βιολιστή απο τα Barbados ( 1778– 1860) εξ΄ού και η αφιέρωση του συνθέτη ήταν σε αυτόν. Sonata per un mulattico lunatico. Ο Bridgetower ήταν μιγάς, o δε χαρακτηρισμός lunatico προφανώς αναφέρεται σε κάποια εκρηκτική ιδιοσυγκρασία. Έπαιξε όμως το έργο χωρίς προηγούμενη πρόβα στις 24 Μαίου 1803 σχεδόν prima vista. Η ιστορία λέει ότι κάποια φορά που έπιναν οι δυό τους ο Bridgetower είπε κάτι για μια κυρία που ο Μπετόβεν προφανώς συμπαθούσε, τσακώθηκαν και στο τέλος ο τελευταίος θυμωμένος έσβησε την αφιέρωση που είχε κάνει στον μέχρι πρότινος φίλο του και αφιέρωσε τη Σονάτα στον Ρούντολφ Κρόϊτσερ, επιφανή βιολιστή της εποχής.
Ειρωνία είναι επίσης, ότι ο Κρόϊτσερ δεν έπαιξε ποτέ τη Σονάτα, διότι την έβρισκε ιδιαίτερα ακατανόητη. Το όνομά του όμως διασώθηκε και ίσως σήμερα είναι γνωστό χάρις τον ευαίσθητο και παρορμητικό χαρακτήρα του Μπετόβεν.
Η Μουσική ήταν η αφορμή αλλά ο Τολστόϊ δια στόματος του ήρωά του του γέρου πια Πόζντιτσεφ, που αφηγείται σε άλλους τη δραματική του ιστορία, την αντιμετωπίζει σαν αιτία.
Την παρουσιάζει σαν μία ανεξέλεγκτη δύναμη, εωσφορική θα έλεγα, που ο χειρισμός της απαιτεί προϋποθέσεις. Φυσικά δεν συμφωνούμε απόλυτα σήμερα με μια τέτοια άποψη, ούτε όμως ξέρουμε αν ο Τολστόϊ το πίστευε ή δεν ήταν παρά ένα εύρημα για να μιλήσει για άλλα θέματα όπως οι σχέσεις.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως το βιβλίο που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου απαγορεύτηκε απο τις αρχές.
Σας παραθέτω το επίμαχο απόσπασμα της νουβέλας. (Η μετάφραση δική μου απολογούμαι για τυχόν ατέλειες)
“Το δείπνο σαν όλα τα δείπνα ήταν κουραστικό και συμβατικό. Όχι πολύ αργότερα η μουσική άρχισε. Αυτός πήγε να πάρει το βιολί του, η γυναίκα μου κατευθύνθηκε προς το πιάνο και άρχισε να ψαχουλεύει τις παρτιτούρες.
Ω, πόσο καλά θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες εκeίνου του βραδυνού. Θυμάμαι πως έφερε το βιολί του, πως άνοιξε τη θήκη, έβγαλε έξω το μαντήλι για το πηγούνι κεντημένο απο γυναικείο χέρι και αρχισε να κουρδίζει το όργανο. Μπορώ ακόμα να δω τη γυναίκα μου να κάθεται με ένα ψεύτικο αέρα αδιαφορίας, κάτω απο τον οποίο ήταν βέβαιο πως έκρυβε μεγάλη συστολή, μια συστολή που οφειλόταν στην συγκριτική έλλειψη μουσικής γνώσης . Με τον ψεύτικο αυτό αέρα κάθισε στο πιάνο και άρχισαν με τα συνήθη προκαταρτικά, το τσίμπημα των χορδών και την τακτοποίηση των παρτιτούρων. Θυμάμαι πως κοίταζαν ο ένας τον άλλο και έριχναν ένα βλέμα στους ακροατές τους, που έπαιρναν τη θέση τους. Είπαν λίγες λέξεις ο ένας στον άλλο και η μουσική άρχισε.”
… “Έπαιζαν τη σονάτα του Κρόιτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, τάχα, το presto. Το ξέρετε!” ύψωσε τη φωνή του.
“Μα είναι κάτι το τρομερό αυτή η σονάτα. Αυτή ακριβώς. Και γενικά η μουσική είναι ένα πράγμα τρομερό. Μα τι πράγμα είναι; Δεν καταλαβαίνω. Τι πράγμα είναι η μουσική; Τι δουλειά κάνει; Και γιατί κάνει αυτό που κάνει; Λένε πως η μουσική εξημερώνει τα ήθη, εξυψώνει τον άνθρωπο – ανοησίες, ψέμματα! Ενεργεί, επηρεάζει τρομερά -μιλώ για τον εαυτό μου- αλλά δεν εξυψώνει καθόλου την ψυχή. Εξυψώνει ή όχι την ψυχή, η αλήθεια είναι ότι τη διεγείρει.
Πως να το πώ; Η μουσική με κάνει να ξεχασω την πραγματική μου κατάσταση . Με μεταφέρει σε μια κατάσταση που δεν είναι δική μου Κάτω απο την επίδραση της μουσικής φαίνεται πως νοιώθω, ότι δεν νοιώθω , πως καταλαβαίνω, ότι δεν καταλαβαίνω, πως έχω δυνάμεις, που δεν μπορώ να έχω.
Η Μουσική φαίνεται να επιδρά πάνω μου όπως το χασμουρητό ή το γέλιο . Δεν επιθυμώ να κοιμηθώ αλλά χασμουριέμαι όταν οι άλλοι χασμουριώνται και χωρίς λόγο να γελάσω γελάω όταν οι άλλοι γελάνε”…
(Εδώ στο σημείο αυτό ο ομιλητής περιγράφει τα τρία αποδεκτά είδη μουσικής τα οποία εκτός των άλλων έχουν καθορισμένη διάρκεια και προφανή σκοπό. Το μαρς, τη μουσική για χορό και τη λειτουργία.)
“Αλλά οιαδήποτε άλλη μουσική υποκινεί τη διέγερση κι αυτή η διέγερση δεν συνοδεύεται απο τα πράγματα που πρέπει να γίνουν σωστά. Για αυτό η μουσική είναι τόσο επικίνδυνη και μερικές φορές δρά τρομακτικά.”
…”Είναι επιτρεπτό ότι ο πρώτος τυχόν μπορέι να υπνωτίσει ένα ή περισσότερα πρόσωπα και να κάνει μαζί τους ότι θέλει;. Και ιδιαίτερα όταν ο υπνωτίζων μπορεί να έιναι το πρώτο ανήθικο άτομο που τυχαίνει να εμφανισττεί; Είναι μια φοβήσιμη δύναμη στα χέρια οιουδήποτε, ασχέτως ποιού. Επί παραδείγματι πρέπει να επιτρέπουν να αυτή τη “Σονάτα του Κρόιτσερ” το πρώτο presto, και υπάρχουν πολλά σαν αυτό, σε σαλόνια, μεταξύ κυριών που φοράνε φορέματα με χαμηλό λαιμό, ή σε κονσέρτα να τελειώνουν το κομμάτι και να δέχονται το χειροκρότημα και μετά να αρχίζουν ένα άλλο κομμάτι;
Αυτα τα πράγματα θα έπρεπε να παίζονται κάτω απο ορισμένες συνθήκες, μόνο σε περιπτώσεις που είναι αναγκαίο να υποκινήσουμε συγκεκριμένες πράξεις που σχετίζονται με τη μουσική. Αλλά το να υποκινείς μια ενέργεια συναισθήματος που δεν αντιστοιχεί στο χρόνο ή τον τόπο και αναλίσκεται στο τίποτα, αποκλείεται να μην δράσει επικίνδυνα. Σε εμένα ειδικά αυτό το κομμάτι επέδρασε με τρομαχτικό τρόπο. Θα μπορούσε κανείς να πεί πως καινούργια συναισθήματα νέες πραγματικότητες , για τις οποίες ήμουν πριν ανίδεος , αναπτύχθηκαν μέσα μου. «Α, ναι αυτό είναι. Οχι όπως ζούσα και σκεφτόμουνα πριν. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος να ζεις!»
Έτσι μιλούσα στην ψυχή μου ενόσο άκουγα αυτή τη μουσική. Ποιό ήταν αυτό το νέο πράγμα που έμαθα έτσι; Αυτό που δεν το κατάλαβα, αλλά η συνειδηση αυτής της απροσδιόριστης κατάστασης με γέμιζε με χαρά. Σε αυτή την κατάσταση δεν υπήρχε χώρος για ζήλεια. Τα ίδια πρόσωπα και ανάμεσά τους Αυτόν και η γυναίκα μου, τα είδα με ένα καινούργιο φως. Αυτή η μουσική με μετέφερε σε ένα άγνωστο κοσμο όπου δεν υπήρχε χώρος για ζήλεια. Η ζήλεια και τα αισθήματα που την υποκινούν φιανόντουσαν σε εμένα τετριμμενα, ανάξια να τα σκεφτώ καν.”…
“Μετά έπαιξαν και άλλα κομμάτια μετά πο παράκληση των επισκεπτών, πρώτα μια ελεγέια του Ernst και μετά διάφορα άλλα κομμάτια. Ήταν όλα πολύ καλά αλλά δεν μου προξένησαν ούτε το δέκατο της εντύπωσης που το πρώτο κομμάτι μου έκανε. Ενοιωθα ελαφρύς και χαρούμενος όλο τη βραδιά. Και όσο για τη γυναίκα μου δεν την είχα δει ποτέ όπως ήταν εκείνο το βράδυ. Αυτά τα λαμπερά μάτια, αυτή η αυστηρότητα και η μαγευτική έκφραση καθώς έπαιζε και μετά η απόλυτη νωχελικότητα, αυτό το αδύναμο , αξιολύπητο και ευχαριστημένο χαμόγελο αφού τελείωσε. Τα είδα όλα και δεν τους έδωσα σημασία πιστεύοντας πως ένοιωθε όπως και εγώ, ότι σε αυτήν όπως και σε εμένα νέα συναισθήματα είχαν αποκαλυφθεί σαν μέσα από ομίχλη.”
Η σύγχρονη νευροφυσιολογία έχει δώσει πολλές εξηγήσεις πάνω στη δύναμη της μουσικής.
Αυτές όμως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ανεξήγητη μαγεία της και την απελευθερωτική και ερωτική της δύναμη.
Η τελευταία καλοκαιρινή δεύτερη πανσέληνος του Αυγούστου, ας είναι μια αφορμή να το αντιληφθούμε ξανά.
Γιώργος Λιγνός (Μαικήνας)
http://lignostar.wordpress.com/