[Τo ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ του TaR]
Καλλιτεχνία = Χρήμα;
Μερικές σκέψεις
Σε συνέχεια του πολύ ενδιαφέροντος διαλόγου που αναπτύχθηκε γύρω από το άρθρο της σολίστ πιάνου και συγγραφέως κυρίας Ε. Αγραφιώτη, με τίτλο «Βαφτίζουμε καλλιτεχνία ό,τι φέρνει χρήμα» ( http://www.tar.gr/content/content.php?id=3349 ), ας μου επιτραπεί να εκφράσω μερικές σκέψεις κυρίως με τη βοήθεια ενός κοινωνιολογικού υπόβαθρου.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω την τεράστια σημασία του άρθρου της, δεδομένου ότι η πολιτική ανάλυση σπανίζει όταν γίνονται ερμηνείες για το φαινόμενο απομόνωσης της κλασικής μουσικής από το σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η κυρία Αγραφιώτη διαβλέπει την τάση εμπορευματοποίησης της κλασικής μουσικής φαινόμενο που σηματοδοτεί την περιθωριοποίηση των συντελεστών του χώρου ακόμη και από θεσμούς άρρηκτα συνδεδεμένους με το όραμα προώθησής της.
Από το διάλογο που ακολούθησε, συμφωνώ επίσης με την ψύχραιμη τοποθέτηση του συνθέτη και εκδότη του περιοδικού «μουσικής Πολύτονον» κου Λυγνού. Αναμφίβολα, η προσφορά του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών είναι αδιαμφισβήτητη. Συγχρόνως όμως, νομίζω ότι η αγανάκτησή της κυρίας Αγραφιώτη για τη δημιουργία συνθηκών περιθωριοποίησης της κλασικής μουσικής είναι δικαιολογημένη.
Η κοινωνιολογική οπτική
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν συμβαίνει τυχαία, αλλά σχετίζεται με το γεγονός ότι στην ύστερη νεωτερικότητα (δηλαδή στη φάση του ύστερου καπιταλισμού που βασίζεται στη μεταβιομηχανική ανάπτυξη), μεταβάλλονται ριζικά οι αξίες της νεωτερικότητας, από τις οποίες γεννήθηκε το κίνημα του μοντερνισμού που ήταν θεμελιωμένο στις αξίες του Διαφωτισμού. Η μετανεωτερικότητα, σηματοδοτεί το τέλος των οικουμενικών αξιών, των αδιαμφισβήτητων ιδεολογιών και των «μεγάλων αφηγήσεων», με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πλέον η διαφοροποίηση που ίσχυε στο πολιτιστικό κίνημα του μοντερνισμού ανάμεσα σε «υψηλή» και «χαμηλή» κουλτούρα. Αντιθέτως καθίσταται «σχετική» και «υποκειμενική» η έννοια της αισθητικής, αλλά και η συζήτηση γύρω από το τι είναι «αξιόλογο» στην τέχνη.
Στη μεταβιομηχανική εποχή, δεν παράγονται μόνο βιομηχανικά αγαθά και υπηρεσίες. Παράγονται (και καταναλώνονται) σύμβολα που συνθέτουν το σύγχρονο lifestyle, όπου η κοινωνική θέση καθενός δεν προσδιορίζεται πλέον από αξίες όπως η μόρφωση, αλλά από τη δυνατότητα του ατόμου να καταναλώνει.
Η κουλτούρα των Μέσων
Η νέα εποχή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία πανίσχυρων ομίλων όπου η διαφήμιση και το μάρκετινγκ ανάγονται σε μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης. Η απορρύθμιση του επικοινωνιακού πεδίου (στη χώρα μας από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80), οδήγησε στη συγκέντρωση ιδιοκτησίας των Μέσων και τα κατέστησε πανίσχυρα.
Κάτω από αυτές τις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, επικρατεί η κουλτούρα των Μέσων, δηλαδή «πολιτιστικά προϊόντα» που παράγονται με βιομηχανικό τρόπο, (όπως οποιοδήποτε καταναλωτικό αγαθό), χαρακτηρίζονται από τυποποίηση και απευθύνονται στο «μέσο» καταναλωτή. Αποσκοπούν στην υψηλότερη δυνατή τηλεθέαση/ακροαματικότητα και απευθύνονται στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή». Έτσι δημιουργείται φαύλος κύκλος: η μεγάλη μάζα του κοινού καταναλώνει τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας γιατί αυτά προβάλλονται τις ώρες υψηλής τηλεθέασης/ακροαματικότητας, ενώ συγχρόνως αυτή η αισθητική αποτελεί την κυρίαρχη πρόταση ψυχαγωγίας και διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου.
Η ευθύνη του κοινού
Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι το κοινό δεν επιλέγει σε συνθήκες πολιτιστικού πλουραλισμού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι από μετρήσεις της Nielsen Music Control αποδεικνύεται περίτρανα η μονομερής προώθηση ελληνικών και ξένων «hits». Αποτέλεσμα είναι να μην φθάνει στο κοινό επί ίσοις όροις το σύνολο του υλικού που ηχογραφείται.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι: πώς οι μαθητές και γενικότερα οι νέοι θα αγαπήσουν την κλασική μουσική εάν από παντού βομβαρδίζονται με hits;
Σύμφωνα με το μοντέλο της «σπειροειδούς γραμμής της σιωπής» της E.N. Neumann το άτομο έχει την τάση να υιοθετεί την άποψη που το ίδιο αντιλαμβάνεται ως κυρίαρχη, εξαιτίας του φόβου της απομόνωσης. Αυτό ισχύει στον υπέρτατο βαθμό στην περίπτωση των παιδιών, η προσωπικότητα των οποίων είναι υπό διαμόρφωση. Μόνο εάν ένα άτομο διαθέτει ήδη επαρκή παιδεία και πνευματική καλλιέργεια που θα το εξοπλίσουν με κριτική ικανότητα, μπορεί ατομικά να αντισταθεί σε ό,τι προβάλλεται ως «must».
Όσο η πνευματική υποβάθμιση αποδίδεται αποκλειστικά στην ατομική ευθύνη του καθενός μας και όσο πρυτανεύει η αντίληψη ότι το κοινό ζητάει «εύπεπτα πολιτιστικά προϊόντα», τόσο πιθανότερo είναι να περιθωριοποιείται, να υποβιβάζεται και να εμπορευματοποιείται η κλασική μουσική, κάτι που συμβαίνει για παράδειγμα με τη διαρκή επανάληψη του «εύπεπτου» ρεπερτορίου ή με τη μετάδοση αποσπασμάτων και όχι ολοκληρωμένων έργων. Γιατί δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι μαζική κουλτούρα δεν είναι μόνο το «εύπεπτο», αλλά και το αντίγραφο της φερόμενης «υψηλής» κουλτούρας όταν προσφέρεται επεξεργασμένο και όταν αποσπάται από τα αρχικά του συμφραζόμενα.
Με βάση τα παραπάνω, είναι πολύ σημαντικό ότι η κυρία Αγραφιώτη θίγει το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης για την περιθωριοποίηση της κλασικής μουσικής και δεν περιορίζεται στην συνήθη επιφανειακή και μονότονη κριτική "για την ευθύνη της Πολιτείας». Προχωράει βαθύτερα και αναφέρεται στην ευθύνη που έχει η νεοφιλελεύθερη πολιτική. Πράγματι, το θέμα είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη οπτική, η πνευματική καλλιέργεια του ατόμου είναι ατομική του ευθύνη, ενώ αντιθέτως, σύμφωνα με τη ριζοσπαστική θεώρηση, είναι οι υφιστάμενες κοινωνικές δομές που ευθύνονται για τη δημιουργία συνθηκών καλλιέργειας γούστου και αισθητικής.
Για να αλλάξει επομένως το κλίμα και να επιτευχθεί η διάχυση της κλασικής μουσικής στην κοινωνία, χωρίς όμως τις συνήθεις «εκπτώσεις», πρέπει να υπάρξει μια οργανωμένη και συλλογική προσπάθεια, η οποία προϋποθέτει τη συνεργασία πολλών φορέων.
Θεσμικές πρωτοβουλίες…
Ας μου επιτραπούν ορισμένες προτάσεις:
1) Το Υπουργείο Παιδείας να μεριμνήσει για την εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων στη διδασκαλία της μουσικής. Η κλασική μουσική θα μπορούσε να αναλυθεί σε συνδυασμό με τη διδασκαλία άλλων μαθημάτων (πχ ιστορίας, θρησκευτικών κτλ) καθώς επίσης να συνδυαστεί και με άλλες τέχνες (εικαστικά, θέατρο και κινηματογράφο). Οι νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν θαυμάσια για να καταστήσουν τη διδασκαλία της μουσικής ελκυστική και (επιτέλους) εποικοδομητική.
2) Θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για την επιμόρφωση τόσο των μουσικών, όσο και των υπεύθυνων πολιτιστικών θεμάτων που ασχολούνται με τη μουσική (συχνά έχοντας άλλη ειδικότητα).
3) Το ΥΠ.ΠΟ.Τ. θα πρέπει - μεταξύ άλλων - να μεριμνήσει για την ολοκλήρωση του έργου διαβάθμισης των πτυχίων των Ωδείων και να καταστήσει πιο αυστηρές τις εξετάσεις για όλα τα πτυχία και διπλώματα. Να θεωρείται δεδομένο το πολύ υψηλό επίπεδο των καθηγητών που διδάσκουν σε Ωδεία – κάτι που σήμερα δεν έχει διασφαλιστεί. Παράλληλα, να επανεξεταστούν οι όροι (εποπτείας ή επιχορήγησης) των ωδείων και να μην συνεχίζονται τα φαινόμενα να μένουν απλήρωτοι (ή αμειβόμενοι με εξευτελιστικούς μισθούς) οι καθηγητές τους.
5) Οι φορείς που διαθέτουν χώρους συναυλιών κλασικής μουσικής να φροντίσουν για κόστος εισιτηρίων που να επιτρέπει τη συμμετοχή παιδιών και εάν είναι εφικτό ας οργανώσουν παραστάσεις που να απευθύνονται μόνο σε παιδιά - κάτι που κάνει ήδη με επιτυχία το Μέγαρο. Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν σημαντικό να δίνονται πληροφορίες όχι μόνο γύρω από το έργο, το συνθέτη και την εποχή του, αλλά να «διδάσκεται» εμμέσως και η κοινωνική συμπεριφορά στους συναυλιακούς χώρους (από την έλλειψη της οποίας υποφέρουμε όλοι).
6) ….και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό:
Θα μπορούσε το «Τρίτο Πρόγραμμα» να διαδραματίσει έναν πιο καταλυτικό ρόλο και να μην είναι τόσο περιθωριοποιημένο;
Καταρχήν, ας επιλυθεί επιτέλους το πρόβλημα της εμβέλειας του! Ακόμα και εντός της Αττικής υπάρχουν σημεία που το σήμα χάνεται.
Από το «Τρίτο» απουσιάζει μια εκπομπή για παιδιά και αυτό συμβαίνει τη στιγμή που υπάρχουν παραγωγοί που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εξαιρετικές παιδικές εκπομπές, καθιστώντας την κλασική μουσική ιδιαιτέρως ελκυστική για παιδιά και όχι μόνο. Επίσης απουσιάζουν και εκπομπές λόγου που απευθύνονται στους μη «ειδικούς» όπως η υπέροχη κυριακάτικη εκπομπή του κ. Μ Μεσσήνη, η οποία πλέον δεν υφίσταται.
Ας ξεκινήσουν ξανά οι θαυμάσιες κυριακάτικες μουσικές συναντήσεις που μεταδίδονταν ζωντανά από το «Τρίτο» και οι οποίες τα καλοκαίρια πραγματοποιούνταν στον Εθνικό Κήπο και προσέλκυαν ένα ευρύτερο κοινό.
Τελικά τι φταίει;
Φαίνεται ότι έχει χαθεί το όραμα και η όρεξη για κάτι καινούργιο, ενώ υπάρχουν σημαντικές προσωπικότητες που μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα.
Ίσως αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα!
Τίνα Βαρουχάκη
(Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, πτυχ. κλασικής κιθάρας)
Επιμέλεια σελίδας και επιλογή εικόνων Κώστας Γρηγορέας