Η καλλιτεχνική πορεία του Νότη Μαυρουδή ως σολίστ κιθάρας
Ο Νότης Μαυρουδής (1945-2023) σημάδεψε με ανεξίτηλο τρόπο την έντεχνη νεοελληνική δημιουργία. Διακρίθηκε για την πολυσχιδή δραστηριότητά του και το ταλέντο του ως κιθαριστής, συνθέτης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και παρέμεινε ενεργός ως την τελευταία στιγμή.
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται αποκλειστικά στη σταδιοδρομία του ως σολίστ κιθάρας. Η σταδιοδρομία αυτή χαρακτηρίζεται από μια συνεχώς αυξανόμενη πορεία, την οποία ο ίδιος προτίμησε να διακόψει, με στόχο ν’ ασχοληθεί με τη σύνθεση ελληνικού τραγουδιού. Σκοπός της μελέτης είναι να παραθέσει γεγονότα και πηγές που έχει αποφέρει η ιστορική έρευνα, ώστε να συνδράμει στην τεκμηρίωση του έργου και της προσφοράς του.
Σπουδές (1957-1969)
Το φθινόπωρο του 1957, σε ηλικία 12 ετών, ο Νότης Μαυρουδής ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο, σε παράρτημα της Καλλιθέας με πρώτη του δασκάλα τη Λίζα Ζώη.[1] Στις 14 Φεβρουαρίου 1958 εμφανίζεται για πρώτη φορά στην σκηνή, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, ανοίγοντας το δεύτερο μέρος της συναυλίας με τα έργα Siciliana του Ferdinando Carulli και Σπουδή αρ. 7 του Matteo Carcassi.[2]
Ύστερα από μόλις δύο χρόνια διδασκαλίας, η Λίζα Ζώη τον παρέπεμψε να συνεχίσει τις σπουδές του με το δάσκαλό της, Δημήτρη Φάμπα.[3] Έτσι, στις 3 Απριλίου 1960, ήταν ένας από τους επτά μαθητές που συμμετείχαν στην ετήσια μαθητική συναυλία της Σχολής Φάμπα. Πρώτος στο πρόγραμμα ερμηνεύοντας τα έργα Prelude και Allemande του Johann Sebastian Bach, Παραλλαγές και Danza Greca αρ. 1 του Δημήτρη Φάμπα.[4]
Η πρόοδός του ήταν εντυπωσιακή. Σε μουσικοκριτικό σημείωμα της εφημερίδας Η Αυγή διαβάζουμε: «Ο μικρός κιθαριστής Νότης Μαυρουδής, είναι αναμφισβήτητα προικισμένος με εξαιρετικό μουσικό ταλέντο, που το έχει αναπτύξει με την καθοδήγηση του δασκάλου του».[5]
Ο Φάμπας μετέφερε απλόχερα τις γνώσεις και τις πληροφορίες, που με πολύ αγώνα είχε συλλέξει, στους μαθητές του. Επίσης, τους ωθούσε με κάθε τίμημα ν’ ακολουθήσουν το δρόμο του σολίστ, καθότι ο δρόμος αυτός ήταν ακόμη απερπάτητος στον τομέα της κιθάρας στην Ελλάδα. Μία από αυτές τις περιπτώσεις των μαθητών του ήταν και η Λίζα Ζώη, η πρώτη δασκάλα του Νότη Μαυρουδή, η οποία μεταλαμπάδευσε στο νεαρό κιθαριστή, τα θεμέλια της διδασκαλίας του Φάμπα. Από τα πρώτα κιόλας μαθήματα ο Μαυρουδής μελετούσε με αφοσίωση, έως και επτά ώρες καθημερινά, κάτι το οποίο πολύ γρήγορα καρποφόρησε στην κατάκτηση επαρκούς τεχνικής.[6]
Η αντίληψη του Μαυρουδή, σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξέλιξη των γνώσεών του για τις δυνατότητες της κιθάρας, ήδη από την αρχή των μαθημάτων του, τον οδηγούσαν συχνά σε μουσικούς πειραματισμούς. Η Λίζα Ζώη σε συνέντευξή της αναφέρει: «Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε διάφορα ρυθμικά σχήματα, πολύπλοκα, που στήριζαν ακαθόριστες γλυκές μελωδίες, που έμελλαν αργότερα να εξελιχθούν στα τόσο όμορφα τραγούδια του».[7]
Το περιβάλλον της οικογένειας των κιθαριστών της Σχολής του Φάμπα, στο οποίο εντάχθηκε ο νεαρός Μαυρουδής, του πρόσφερε κίνητρο για εξέλιξη, συμμετέχοντας στις ετήσιες συναυλίες, αλλά και σε άλλες συναυλίες ελληνικού τραγουδιού.
Ο Δημήτρης Φάμπας από τον Απρίλιο του 1962 εμφανιζόταν κάθε βράδυ στο κυκλικό θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά με την Ντόρα Γιαννακοπούλου στην παράσταση «Ένας Όμηρος», παίζοντας μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.[8] Εκεί, ο Μαυρουδής, ως μαθητής του Φάμπα, παρακολουθώντας την παράσταση, είχε την τύχη να γνωρίσει μερικές από τις προσωπικότητες του ελληνικού τραγουδιού, όπως το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Χατζιδάκι, το Μάνο Λοΐζο, το Χρήστο Λεοντή κ.ά. Έτσι, προέκυψε το ενδιαφέρον του για τη μουσική τους και το ελληνικό τραγούδι. Αργότερα, την ίδια χρονιά, ο Νότης Μαυρουδής βρέθηκε να συνοδεύει τη Ντόρα Γιαννακοπούλου στην μπουάτ «Συμπόσιο των Ευγενών» της Πλάκας, συστημένος από το δάσκαλό του, λόγω φορτωμένου προγράμματος του τελευταίου.[9]
Η συνεργασία αυτή ήταν το έναυσμα για την ασχολία του Μαυρουδή με το ελληνικό τραγούδι, καθώς αποτέλεσε ένα από τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα σε αυτό το χώρο. Αρχικά, το ρεπερτόριό τους περιλάμβανε αποσπάσματα από τη μουσική της παράστασης «Ένας Όμηρος». Στα διαλείμματα των είκοσι ή δεκαπέντε λεπτών που υπήρχαν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στην μπουάτ, ο Μαυρουδής ερμήνευε κομμάτια για κλασική κιθάρα στο ακροατήριο, το οποίο παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον.[10]
Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της Σχολής Φάμπα, στις 9 Μαΐου 1963, ο «Βενιαμίν» από τους επίλεκτους μαθητές της, έδωσε το πρώτο του ατομικό ρεσιτάλ κιθάρας στο «Νέο Θέατρο Αθηνών»[11], το οποίο αποτέλεσε σταθμό για τη μετέπειτα μελλοντική του καριέρα στο χώρο της κλασικής κιθάρας. Έλαβε μεγάλη ενθάρρυνση από το κοινό και αρκετή υποστήριξη από το Φάμπα στον τομέα της οργάνωσης. Επιπλέον, η κιθάρα με την οποία έπαιζε ο Μαυρουδής ήταν του Ισπανού κατασκευαστή Ignacio Fleta (1897-1977), την οποία του είχε δώσει ο δάσκαλός του.[12]
Σε φύλλο εφημερίδας της εποχής διαβάζει κανείς:«Το ρεσιτάλ σημείωσε εξαιρετική επιτυχία σε σημείο ώστε να χειροκροτηθεί ζωηρότατα και να κληθεί επί σκηνής επανειλημμένες φορές».[13]
Ο νεαρός κιθαριστής, ήδη από τα πρώτα κιόλας χρόνια της μουσικής του πορείας, συγκαταλέχθηκε στις περιπτώσεις των καλλιτεχνών που υπηρετούσαν τη λόγια μουσική αλλά και το λεγόμενο “ελαφρό τραγούδι”. Σε αυτή την ενασχόληση βοηθήθηκε πολύ από την αποδοχή του κοινού, το οποίο “αγκάλιασε” τους ήχους της κιθάρας, τόσο στις αίθουσες συναυλιών όσο και στις μπουάτ.[14]
Ο χώρος των μπουάτ την περίοδο του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Μαυρουδή δεν είχε μικρόφωνο κι έτσι, με στόχο να ακούγεται ο σιγανός ήχος της κιθάρας, έπρεπε ν’ αναπτύξει την τεχνική του σε σημείο που να μπορεί να παίξει αρκετά δυνατά. Αυτή η συνήθεια, της αυξημένης έντασης, τον συνόδεψε στην εκτέλεση των έργων για κλασική κιθάρα στις συναυλίες και στα επαγγελματικά ρεσιτάλ του, αλλά και στις ηχογραφήσεις των δίσκων του που πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια.[15]
Οι εξετάσεις για την τάξη Δεξιοτεχνίας έγιναν στις 27 Ιουνίου 1963 στην αίθουσα «Φ.Σ. Παρνασσός» στις 12 π.μ., με είσοδο 10 δρχ. και με πρόγραμμα: Aria con Variazioni του Girolamo Frescobaldi, Courante, Fugue του Johann Sebastian Bach, Allemanda, Giga (από τη σουίτα για λαούτο) του Manuel Maria Ponce, Fandanguillo του Joaquín Turina, Melodia του Federico Moreno Torroba και Allegro brillante του Δημήτρη Φάμπα.[16]
Η ενασχόληση του Μαυρουδή με το ελληνικό τραγούδι, τον παρακίνησε να εξετάζει με διαφορετικό τρόπο τα έργα για κλασική κιθάρα. Ο τρόπος προσέγγισης της ερμηνείας του, άρχισε σταδιακά να βασίζεται όλο και περισσότερο στην κατεύθυνση της μελωδίας. Η μελωδικοκεντρική αυτή προσέγγιση σε συνδυασμό με τις πολυφωνικές δυνατότητες της κιθάρας, οδήγησαν σε μία βαθύτερη κατανόηση των έργων που διέθεταν αυτά τα χαρακτηριστικά. Επιπλέον, αυξήθηκε αρκετά η μουσική του αντίληψη για τις προθέσεις των συνθετών με μελωδικοκεντρικές διαθέσεις. Με αυτή την προσέγγιση δεν εμπλούτισε μόνο την ερμηνευτική του στάση ως σολίστ, αλλά και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του.[17]
Η τελευταία του συμμετοχή σε συναυλία της Σχολής Φάμπα, ως μαθητής της, ήταν στις 18 Απριλίου 1969 στο Θέατρο «Γκλόρια», όπου έκλεισε το πρόγραμμα με το έργο Chaconne (Partita no. 2 BWV 1004) του Johann Sebastian Bach και Prelude no. 2 του Heitor Villa-Lobos.[18] Οι Διπλωματικές του εξετάσεις πραγματοποιήθηκαν στις 9 Ιουνίου στην αίθουσα συναυλιών του Εθνικού Ωδείου. Το αποτέλεσμα ήταν «Άριστα παμψηφεί, Πρώτο βραβείο, και Αριστείο Εξαιρετικής Επιδόσεως» με χρηματικό έπαθλο (750 δρχ.) της Σχολής Φάμπα, στη μνήμη του Μανώλη και της Χαρίκλειας Καλομοίρη.[19]
Σταδιοδρομία στην Ιταλία (1969-1975)
Στις 21 Ιουνίου 1969 ο Νότης Μαυρουδής έλαβε μέρος στον 4ο Διεθνή Διαγωνισμό Κιθάρας «La conquista della chitarra classica» που πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο της Ιταλίας[20] και του απονεμήθηκε το Α΄ βραβείο στη γ΄κατηγορία.[21]
Η αποφοίτησή του από τη σχολή του Φάμπα, η εγκατάσταση της μέλλουσας γυναίκας του στην Ιταλία, καθώς και η επιτυχία του στον 4ο Διεθνή Διαγωνισμό του Μιλάνου ήταν ικανοί παράγοντες για να πάρει την σημαντική απόφαση, για την επαγγελματική του σταδιοδρομία, να συνεχίσει τη σολιστική του καριέρα στην Ιταλία. Επιπλέον, η πολιτική κατάσταση της τότε τρέχουσας περιόδου ήταν πολύ αρνητική για την καλλιτεχνική πορεία του νεαρού κιθαριστή.
«Εγώ αναγκάζομαι και φεύγω απ' την Eλλάδα γι’αυτόν το λόγο! Όχι γιατί με κυνηγούσανε πολιτικά, αλλά γιατί μ’ έπνιγε αυτή η έλλειψη οριζόντων, να βλέπεις ότι θα μπορούσα να δημιουργήσω ένα μέλλον, να φτιάξω μία καριέρα, να προχωρήσει η ιστορία μπροστά. Με το πραξικόπημα του ’67 όλ’ αυτά ανεστάλησαν, γιατί η κιθάρα, η μουσική έχει ανάγκη, όπως και τ’ άλλα όργανα, από μία ελευθερία! Μία ελεύθερη οικονομία και ατομικές ελευθερίες... Ελευθερίες στις σκέψεις, στις ατομικές αποφάσεις! Όλα αυτά με το πραξικόπημα έπαψαν να υπάρχουν! Ταράχτηκε όλη η ελληνική επικράτεια! Καινούργια ήθη, καινούργιες προσταγές επιβλήθηκαν μέσα στη χώρα, παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων, όλ’ αυτά έφτιαξαν ένα τοπίο πολύ ζοφερό».[22]
Σε πολλές συνεντεύξεις του σε εφημερίδες μπορεί να διαπιστώσει κανείς την πικρία του για τη μοίρα του καλλιτέχνη εκείνης της εποχής.[23] Η επιλογή του για αναζήτηση σολιστικής καριέρας στην Ιταλία, εκτός από τις κατάλληλες συνθήκες που προετοίμασαν το έδαφος, ήταν άμεσα συνδεδεμένη και με τα γνωρίσματα των σπουδών του κατά τη διάρκεια της μαθητείας του με τον Φάμπα. Δηλαδή, είχε πλέον επέλθει μία ετοιμότητα και μία ωρίμανση για την καλλιτεχνική σκηνή, η οποία είχε καλλιεργηθεί σε διάρκεια χρόνων, μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματά του.[24]
Αφιερώθηκε στη μελέτη καινούριου ρεπερτορίου, στη διεκδίκηση διαγωνισμών, καθώς και στην υλοποίηση ρεσιτάλ.[25] Το πρώτο του ρεσιτάλ πραγματοποιήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1969, στο θέατρο «Circolo Culturale» της πόλης Μολφέτα με 300 άτομα για ακροατήριο.[26]
Στη συνέχεια ακολούθησαν ρεσιτάλ σε πολλές πόλεις της Ιταλίας όπως, στο «Palazzo Falck» και στο μέγαρο του Δημαρχείου της πόλης Lecco,[27],[28] στη «Sala del Circolo Unione» στην πόλη Bari,[29] στην αίθουσα χορού «Villa Carlotta» στο Como,[30] κ.ά.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1971 έδωσε ρεσιτάλ στο «Circolo Della Stampa», στο Μιλάνο, με 550 άτομα για ακροατήριο.[31] Πρώτο μέρος: 6 κομμάτια της Ιταλικής Αναγέννησης (για λαούτο) αγνώστου συνθέτη με διασκευή του Oscar Chilesotti, Fantasia του Alonso Mudarra, Suite no. 3 per violoncello του Johann Sebastian Bach. Δεύτερο μέρος: Grande solo του Fernando Sor, Remembranza του Andrés Segovia, La Catedral του Agustín Barrios, 6 preludi του Manuel Ponce, Preludio no. 5 του Heitor Villa-Lobos και Danza Greca no. 3 του Δημήτρη Φάμπα.[32]
Ύστερα από τη διάκρισή του σε διαγωνισμό μεταξύ Ιταλών κιθαριστών κέρδισε την έδρα της κιθάρας σε κρατική σχολή, την «Scuola civica di Milano».[33]
Συνέχισε τα ρεσιτάλ κιθάρας σε πολιτιστικούς χώρους, όπως στο «Salone Pietro Da Cemmo» στην πόλη Brescia.[34] Στο «Teatro Comunale Guglielmi» στην πόλη Massa[35], στη «Biblioteca Comunale» στην πόλη Toscolano - Maderno[36], στο «Teatro del Collegio Municipale» στην πόλη Desenzano,[37] στο «Centre Culturel Français» στο Μιλάνο[38] και στη Γένοβα,[39] σε ευκατάστατα σπίτια της αστικής τάξης των Ιταλών,[40] αλλά και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού, όπως στη Γενεύη της Ελβετίας[41] και στο Αμβούργο της Γερμανίας.[42]
Ένας παράγοντας των επιτυχημένων του ρεσιτάλ αποδείχθηκε πως ήταν και η κατάλληλη προετοιμασία τους.[43],[44] Στην πλειονότητα των ρεσιτάλ του, το πρώτο μέρος του προγράμματος βασίστηκε στη μουσική από το παρελθόν με συνθέτες όπως John Dowland, Luis de Narváez, Girolamo Frescobaldi, Domenico Scarlatti, Johann Sebastian Bach και το δεύτερο μέρος στην πιο σύγχρονη μουσική με συνθέτες όπως Fernando Sor, Heitor Villa-Lobos, Antonio Lauro, Guido Santórsola, Agustín Barrios, Leo Brouwer και Δημήτρη Φάμπα. Τα έργα του Δημήτρη Φάμπα, είχαν ιδιαίτερη απήχηση στο ιταλικό κοινό, το οποίο αν και τις περισσότερες φορές δεν τα γνώριζε, τα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ο Μαυρουδής συνήθως, προτιμούσε στο τέλος του προγράμματος να ερμηνεύει τα έργα του δασκάλου του ή στις επανακλήσεις του στη σκηνή (bis).[45]
Την περίοδο αυτή ηχογράφησε δύο δίσκους . Ο πρώτος σε συνεργασία με την εταιρεία «Vedette», με τίτλο «Notis Mavrudis – La Chitarra Classica», με έργα των Luis de Narváez, Guido Santórsola,John William Duarte, Agustín Barrios, Δημήτρη Φάμπα και Johann Sebastian Bach.[46] Ο δεύτερος κυκλοφόρησε στη Γαλλία από την παραγωγή «Scorpios» και αργότερα στην Ελλάδα από την εταιρεία «Motivo», με τίτλο «Notis Mavrοudis plays Barrios, Brouwer, Fampas, Ponce».[47]
Μέχρι το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς του 1974, η ζωή του στην Ιταλία, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του σολίστ, είχε πάρει πλέον το δρόμο της. Όμως, οι συγκυρίες και πολύ περισσότερο η αλλαγή των επιθυμιών του, άλλαξαν τα σχέδια του για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Ένας από τους παράγοντες και ίσως ο βασικότερος, ήταν η πτώση της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1974. Το γεγονός αυτό δεν άφησε αμέτοχο το Μαυρουδή. Η ανάγκη του για παραγωγή και δημιουργία μέσα στην Ελλάδα ξαναζωντάνεψε. Δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή την καλλιτεχνική πλευρά του, η οποία είχε ήδη αναπτυχθεί από μικρή ηλικία.[48]
Ένας ακόμη λόγος για τον επαναπατρισμό ήταν η γέννηση του γιου του Χάρη, στο τέλος της άνοιξης του 1975. Αμέσως μετά, το καλοκαίρι, ο Μαυρουδής με την οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας τη σολιστική του καριέρα στην Ιταλία.
«Γεννιέται στο Μιλάνο το πρώτο μας παιδί, ο Xάρης, το 1975 και δεν με κρατάει πια τίποτα! Όταν γεννιέται ένα παιδί και είσαι μόνος σε άλλη χώρα με τη γυναίκα σου, μόνοι μας, σε μία χώρα που δεν έχουμε τους γονείς, το φιλικό περιβάλλον που μεγαλώσαμε μαζί, νιώθεις μοναξιά και ανασφάλεια! Aπ’ την άλλη μεριά, είχα μία κιθαριστική καριέρα η οποία συνεχώς, βελτιωνόταν. Μου πρότειναν μάλιστα, από την Γερμανία, ν’ αναλάβω την έδρα της κλασικής κιθάρας, να διδάξω στο Kονσερβατόριο του Αμβούργου, με μεγάλο μισθό για το πλαίσιο της εποχής... Γίνεται και η πτώση της Χούντας το 1974 και έναν χρόνο μετά, το ’75, μαζεύουμε τα πράγματα, μετά την γέννηση του Xάρη και μετά από ένα μήνα επιστρέφουμε οριστικά στην Ελλάδα!».[49]
Επαναπατρισμός και Σταδιοδρομία στην Ελλάδα (1975-1985)
Παρ’όλες τις επαγγελματικές του επιτυχίες, ένοιωθε απομονωμένος από την ελληνική κουλτούρα. Επιθυμούσε να προσφέρει περισσότερα ως τραγουδοποιός στην Ελλάδα και αυτό δεν μπορούσε να το επιτύχει ως σολίστ κιθάρας στην Ιταλία. Αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την καριέρα του στην Ιταλία και να ξεκινήσει από την αρχή στην Ελλάδα καθώς είχε αφήσει πίσω ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του.[50],[51]
Ο Μαυρουδής επιστρέφοντας στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 1975, συνέχισε τις κιθαριστικές του δραστηριότητες και προσλήφθηκε ως καθηγητής κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο.[52] Έδωσε πάμπολλα ρεσιτάλ στην Ελλάδα αλλά και σε σημαντικούς χώρους του εξωτερικού, όπως στην «Kleiner Saal» και στην «Auditorium Maximum» του Αμβούργου,[53] στο «2ο Διεθνές Φεστιβάλ Έστεργκομ» της Βουδαπέστης,[54] στην αίθουσα «Salle Pleyel – Chopin» στο Παρίσι,[55] κ.ά.
Το καλοκαίρι του 1978 ταξίδεψε στην Καραϊβική για τις ανάγκες του 11ου Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών που έγινε στην πρωτεύουσα της Κούβας. Έδωσε ρεσιτάλ κιθάρας στις 27 Ιουλίου στην αίθουσα συναυλιών της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αβάνας. Στο κοινό παρευρέθηκε και ο Leo Brouwer.[56]
Το φθινόπωρο του 1978 κυκλοφόρησε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μοτίβο» τον τρίτο δίσκο του με τις 20 Σπουδές για κιθάρα του Fernando Sor σε διασκευή του Andrés Segovia.[57] Στον τέταρτο δίσκο του ερμηνεύει έργα του συγκροτήματος «Beatles», διασκευασμένα για κλασική κιθάρα και κυκλοφόρησε στο τέλος του 1978, με την ονομασία «Beatles for Classical Guitar». Η παραγωγή του δίσκου ήταν ανεξάρτητη και έγινε από το Νίκο Μωραΐτη.[58]
Η αίθουσα «Schubertsaal» της Βιέννης, εξελίχθηκε σε έναν αρκετά πρόσφορο χώρο για τα ρεσιτάλ κιθάρας του Μαυρουδή. Στις 28 Νοεμβρίου 1979 το πρόγραμμά του εξελίχθηκε ως εξής: Πρώτο μέρος: Master Piper's Galliard, Queen Elisabeth Her Galliard και Fantasia no. 7 του John Dowland, Minuet I-II-I, Loure, και Gavotte en Rondeau (suite for lute BWV 1006) του Johann Sebastian Bach, Study op.6 no. 11, study op. 31 no. 19 του Fernando Sor. Δεύτερo μέρος: Preludio no. 5 του Heitor Villa-Lobos, Pieza sin titulo του Leo Brouwer, Fantasia του Κυριάκου Τζωρτζινάκη, Honey pie, Michele, Yesterday των Beatles, Madrigal και El Ultimo Canto του Agustín Barrios.[59]
Ο Μαυρουδής άρχισε να ελαττώνει σταδιακά τα ατομικά ρεσιτάλ του ή να τα περιορίζει μόνο στο πρώτο μέρος μιας συναυλίας. Η συνεργασία του με τους τραγουδιστές Πέτρο Πανδή και Γιάννη Σαμσιάρη είχε τη μορφή: Ρεσιτάλ κλασικής κιθάρας, στο πρώτο μέρος, από το Νότη Μαυρουδή και ελληνικό τραγούδι, στο δεύτερο μέρος με συνοδεία κιθάρας. Στα πλαίσια περιοδειών στο εξωτερικό έλαβαν χώρα πολλά τέτοια ρεσιτάλ σε εκκλησίες και σε άλλους χώρους συναυλιών, όπως Chapelle des Pères du Saint-Esprit στο Παρίσι,[60] Εκκλησία του Αγίου Ματθαίου στο Μόναχο,[61] στο «Bryant High School» της Αστόριας στη Νέα Υόρκη,[62] κ.ά.
Η μελέτη του, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1975, σταδιακά άρχισε να ελαττώνεται, καθότι επικράτησε η ενασχόληση του με το ελληνικό τραγούδι.[63] Έτσι, η ενασχόληση αυτή, συχνά απομάκρυνε τη σκέψη του από το πρότυπο του κλασικού κιθαριστή ως σολίστ, την οποία πυροδοτούσε ο Φάμπας. «Όταν τα τραγούδια μου ακουγόντουσαν από το ραδιόφωνο, κολακευόμουν· η μάνα μου και ο πατέρας μου καμάρωναν, όπως και οι συγγενείς, φίλοι μου, κ.λπ. Το ραδιόφωνο έλεγε “Και τώρα ένα καινούριο τραγούδι του συνθέτη Νότη Μαυρουδή”. Σήμερα δεν είναι έτσι, αλλά στην αρχή κολακεύεσαι τι να κάνουμε, υπάρχει και το ανθρώπινο στοιχείο. Όλα με έκαναν να πιστεύω ότι αυτή θα είναι η θέση μου, με αυτή θα συνεχίσω τη ζωή μου».[64]
Στις 14 Φεβρουαρίου 1984 έδωσε το τελευταίο ατομικό του ρεσιτάλ στο Βρετανικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης με πρόγραμμα: Πρώτο μέρος: Aria con variazoni του Girolamo Frescobaldi, Etude no. 20, op. 38 του Napoléon Coste, Grande Solo op. 14 του Fernando Sor, Chorino του Miguel Abloniz. Δεύτερο μέρος: Preludio no. 1 και no. 5 του Heitor Villa-Lobos, Una Limosna Por el Amor de Dios, Vals op. 8 no. 3 και Choro da Saudade του Agustín Barrios, Preludios Americanos (Campo) του Abel Carlevaro, The Entertainer του Scott Joplin και Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ του Διονύση Σαββόπουλου.[65]
Ο Μαυρουδής έχοντας αναπτύξει μία δική του καλλιτεχνική φυσιογνωμία, ιδιαίτερα μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Φάμπα, πολλές φορές διάνθιζε τα ρεσιτάλ και τις συναυλίες του με έργα τα οποία, θα μπορούσαμε να πούμε, πως αντιπροσώπευαν μία πλευρά της προσωπικότητάς του. Έργα με αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα, άλλα με στοιχεία από το ελληνικό τραγούδι και άλλα από τη τζαζ ή και τη ροκ μουσική. Ξεκινώντας με έργα του Agustín Barrios, συνέχισε με έργα του Leo Brouwer, του Μίκη Θεοδωράκη, των Beatles, του Κυριάκου Τζωρτζινάκη, του Scott Joplin και του Διονύση Σαββόπουλου.
Παρ’όλες τις καλές προοπτικές για την σολιστική του καριέρα, ο ίδιος επιθυμούσε να αφοσιωθεί στη σύνθεση, δίνοντας τέλος στις ατομικές του εμφανίσεις. Ήδη από τα πρώτα χρόνια του μουσικού του ταξιδιού, υπηρέτησε με ευλάβεια το καθήκον του καλλιτέχνη τόσο στη λόγια μουσική όσο και στο ελληνικό τραγούδι. Η χρονολογία του 1985 τοποθετείται ως χρονικό όριο, καθώς ο ίδιος αποκάλυψε σε συνεντεύξεις του, πως αυτή ήταν η χρονιά που αποφάσισε τη διακοπή της πορείας του ως σολίστ κλασικής κιθάρας.[66]«Προτίμησα λοιπόν, να σταματήσω τη σολιστική μου καριέρα, η οποία δεν ξέρω πόσο θα βελτιωνόταν στην Ελλάδα, με τόσες παράλληλες ασχολίες και να αφιερωθώ στη δική μου δημιουργία, που είναι σε τραγουδιστική μορφή».[67]
Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί σύντομο μέρος της έρευνας που πραγματοποίησα το 2019-2020 για τη σολιστική πορεία του Νότη Μαυρουδή, με επιστημονικό υπεύθυνο τον μουσικολόγο Τάσο Κολυδά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η έρευνα βασίστηκε, εκτός των άλλων, και στο προσωπικό αρχείο του Νότη Μαυρουδή, το οποίο μου εμπιστεύτηκε με προθυμία.
Παρασκευή Τζαννετάκου
Κιθαρίστα, Μουσικολόγος
[1]Μαρία Δούση, «Χρονολόγιο Νότη Μαυρουδή», Μανδραγόρα, Αθήνα, Οκτώβριος 1996, τ.14-15, σ.2.
[2]Πρόγραμμα συναυλίας, «Αίθουσα Φ.Σ. Παρνασσός», Αθήνα, 14.2.1958
[3]Βλ. Δούση, «Χρονολόγιο Νότη Μαυρουδή», ό.π., σ. 12.
[4]Πρόγραμμα συναυλίας, «Αίθουσα Φ.Σ. Παρνασσός», Αθήνα, 3.4.1960
[5]Εφ. Η Αυγή, Αθήνα, 22.4.1960
[6]Νότης Μαυρουδής, συνέντευξη στην εκπομπή της ΕΡΤ2 «Μονόγραμμα», 3.11.2016.
[7]Βλ. Δούση, «Χρονολόγιο Νότη Μαυρουδή», ό.π., σ. 12.
[8]Τάσος Κολυδάς, «Η ανάθεση πρωταγωνιστικού ρόλου στην κιθάρα για την εκτέλεση σκηνικής μουσικής κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο· μια ιστορική – μουσικολογική προσέγγιση», Ελληνική μουσική δημιουργία του 20ου αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (πρακτικά συνεδρίου), Αθήνα, 2010, σ. 243.
[9]Βλ. Δούση, «Χρονολόγιο Νότη Μαυρουδή», ό.π., σ. 2.
[10]Ό.π.
[11]Εφ. Μαθητική, Αθήνα, 11.5.1963
[12]Τάσος Κολυδάς, Δημήτρης Φάμπας (1921-1996): πρωτεργάτης της ελληνικής Σχολής κιθάρας, Panas Music / Κ. Παπαγρηγορίου – Χ. Νάκας, Αθήνα, 2017, σ. 111.
[13]Απόκομμα εφ., 5.1963
[14]Βλ. Κολυδάς, Δημήτρης Φάμπας, ό.π., σ. 280.
[15]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 18.3.2002
[16]Πρόγραμμα εξετάσεων, «Αίθουσα Φ.Σ. Παρνασσός», Αθήνα, 27.6.1963
[17]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 18.3.2002
[18]Πρόγραμμα συναυλίας, «Θέατρο Γκλόρια», Αθήνα, 18.4.1969
[19]Εφ. Έθνος, Αθήνα, 12.6.1969
[20]Εφ. Έθνος, Αθήνα, 26.6.1969
[21]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μολφέτα), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 25.6.1969
[22]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 8.3.2002
[23]Εφ. Φαντάζιο, 27.1.1970
[24]Βλ. Κολυδάς, Δημήτρης Φάμπας, ό.π., σ. 113.
[25]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μολφέτα), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 8.1969
[26]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μολφέτα), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 3.12.1969
[27]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Πάδοβα), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 14.1.1970
[28]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 26.1.1971
[29]Εφ. La Gazzetta del Mezzogiorno, Μπάρι, 11.3.1970
[30]Αφίσαρεσιτάλ, “Villa Carlotta”, Κόμο, 28.5.1970
[31]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 4.3.1971
[32]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Circolo della Stampa», Μιλάνο, 15.2.1971
[33]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 19.12.1971
[34]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Salone Pietro Da Cemmo», Brescia, 19.10.1971
[35]Εφ. La Nazione, Ιταλία, 23.12.1971
[36]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Biblioteca Comunale», Toscolano – Maderno, 20.5.1972
[37]Πρόγραμμαρεσιτάλ, «Teatro del Collegio Municipale», Desenzano, 17.6.1972
[38]Πρόγραμμαρεσιτάλ, «Centre Culturel Francais», Μιλάνο, 28.2.1974
[39]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 7.4.1974
[40]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Πάδοβα), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 14.1.1970
[41]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Salle Simon Patino», Γενεύη, 24.5.1973
[42]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 20.4.1975
[43]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 26.1.1971
[44]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 20.6.2019
[45]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 8.3.2002
[46]Εφ. Giornaledi Brescia, Ιταλία, 29.4.1974
[47]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 3.1974
[48]Νότης Μαυρουδής, συνέντευξη στην εκπομπή της ΕΡΤ2 «Μονόγραμμα», 3.11.2016.
[49]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 18.3.2002
[50]Επιστολή, αποστ. Νότης Μαυρουδής (Μιλάνο), παραλ. Δημήτρης Φάμπας (Αθήνα), 18.10.1974
[51]Εφ. Πάνθεον, Αθήνα, 10.2.1976
[52]Ό.π.
[53]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Kleiner Saal», Αμβούργο, 30.11.1975 και Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Auditorium Maximum», Αμβούργο, 2.12.1975
[54]Πρόγραμμα φεστιβάλ, « Αίθουσα Τέχνης», Έστεργκομ, 14.8.1975
[55]Πρόσκληση ρεσιτάλ, «Salle Pleyel – Chopin», Παρίσι, 27.1.1979
[56]Εφ. Ριζοσπάστης, Αθήνα, 20.8.1978
[57]Εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 16.10.1978
[58]Εφ. Μουσική, αρ. τ. 19, Ιούνιος 1979
[59]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, «Schubertsaal», Βιέννη, 28.11.1979
[60]Αφίσα ρεσιτάλ, «Chapelle des Pères du Saint-Esprit», Παρίσι, 12.5.1981
[61]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, Εκκλησία Αγίου Ματθαίου, Μόναχο, Γερμανία, 3.1.1982
[62]Πρόγραμμα συναυλίας, «Bryant High School», Αστόρια, Νέα Υόρκη. 7.1.1984
[63]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 20.6.2019
[64]Ό.π.
[65]Πρόγραμμα ρεσιτάλ, Βρετανικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, 14.2.1984
[66]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 18.3.2002
[67]Νότης Μαυρουδής, προφορική μαρτυρία, 18.3.2002
*********************
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Το περιεχόμενο του κειμένου, το φωτογραφικό, βιντεογραφικό ή ηχητικό υλικό καθώς και η επιμέλεια του άρθρου είναι ευθύνη του συγγραφέα)
Το TaR, εκπληρώνοντας το όραμα του ιδρυτή του Νότη Μαυρουδή (1945-2023), συνεχίζει να λειτουργεί ως μία ελεύθερη και αυστηρά μη κερδοσκοπική μουσική διαδικτυακή κοινότητα, που βασίζεται αποκλειστικά στην εθελοντική εργασία και στην εγκυρότητα των συνεργατών του. Δεν απασχολεί επαγγελματίες δημοσιογράφους, διορθωτές κλπ, άρα δεν έχει την υποδομή και τους πόρους ώστε να ελέγχει την ακρίβεια των πληροφοριών και την πνευματική ιδιοκτησία του υλικού που παρατίθεται (κειμένου, εικόνων, βίντεο, ηχογραφήσεων κλπ). Βασίζεται αποκλειστικά στην καλή πίστη του αρθρογράφου, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος για τις απόψεις του και για το υλικό που επιλέγει, από το προσωπικό του αρχείο. Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι θίγεται από την χρήση πληροφοριών και υλικού παρακαλείται να το δηλώσει άμεσα ώστε να γίνει άμεση διόρθωση (tar.onlinemag@gmail.com). Το TaR έχει ως στόχο να στηρίξει την ποιοτική μουσική δημιουργία κι όχι να θίξει με οποιονδήποτε τρόπο τους δημιουργούς και το έργο τους. Επίσης, η πληροφόρηση που το TaR παρέχει μέσω των ενημερωτικών στηλών του για συναυλίες, εκδόσεις, σεμινάρια, διαγωνισμούς, φεστιβάλ κλπ εξαρτάται αποκλειστικά από τα Δελτία Τύπου που στέλνουν οι ενδιαφερόμενοι καλλιτέχνες ή διοργανωτές, τα οποία το TaR δημοσιεύει πάντα "καλή τη πίστει". Το TaR δεν φέρει ευθύνη για πιθανές ανακρίβειες και βασίζεται στην βοήθεια των αναγνωστών ώστε να διορθώνονται τα όποια προβλήματα. Διαχειριστής: Κώστας Γρηγορέας Ιδρυτής: Νότης Μαυρουδής |