Andrés Segovia:
Είκοσι χρόνια μετά
Παρατηρώντας τα εκθέματα στο μουσείο Andrés Segovia, στο Linares, (τη γενέτειρα του Segovia), μια μικρή πόλη κοντά στη Κόρδοβα, στάθηκα με δέος και για αρκετή ώρα, μπροστά σ’ ένα παγκόσμιο άτλαντα, όπου όλες οι πόλεις στις οποίες είχε δώσει ρεσιτάλ ο καλλιτέχνης, έχουν καλυφθεί με μια έγχρωμη πινελιά. Το ηπειρωτικó κομμάτι του χάρτη είναι σχεδόν ολοκληρωτικά καλυμμένο-εξαφανισμένο.
Είναι ασύλληπτο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης (ήδη από το 1916 περιοδεύει στη Νότια Αμερική), ακραίο ακόμα και για τις μέρες μας, το ποσό πυκνή και ακατάπαυτη υπήρξε η δραστηριότητα του άνδρα, που τα ρεσιτάλ του στη διάρκεια ένας έτους μπορούσαν να υπερβούν τα 100.
Όλοι εμείς που δεν ζήσαμε την εμπειρία της ζωντανής ερμηνείας του, ακούμε τους αναρίθμητους δίσκους του, που προσπαθούν να αποτυπώσουν και να μεταφέρουν σ’ εμάς το ρίγος και τη συγκίνηση που προκαλούσε το παίξιμο του.
Μουσείο Σεγκόβια στο Λινάρες (φωτογραφία: Μαρία Παπάδη)
Από τις εντεριώνες στις νάιλον χορδές και από τις ηχογραφήσεις στο κερί μέχρι τις πιο εξελιγμένες μεθόδους ή αίσθηση παραμένει ή ίδια: απαλοί φθόγγοι, αέρινα περάσματα, έντονοι διάλογοι, ζεστά απογιάντο διαπεραστικά βιμπράτο, παραμονή σε νότες, αποχρώσεις λεπτές κι ένα σωρό εκπλήξεις από ηχοχρώματα που γεννούν το ερώτημα: μα τι συμβαίνει στις απολήξεις των δαχτύλων αυτών, ή καλύτερα τι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου αυτού;
Τι είναι αυτό που οδηγεί ένα παιδί στην ηλικία των 16 ετών να παρατήσει σπίτι, φίλους, σχολείο και να ακολουθήσει το ένστικτό του; Να γίνει δάσκαλος και μαθητής του εαυτού του –όπως ο ίδιος έλεγε- να ξεκινήσει την περιπέτεια για την γνωριμία και την κατάκτηση του οργάνου, μόνος, σ’ ένα τοπίο θολό και αβέβαιο; Να μελετήσει, να συμπληρώσει και να εξελίξει την τεχνική του Τárrega και του μαθητή του Lliobet; Να εμπλουτίσει το φτωχό μέχρι τότε ρεπερτόριο, ξεκινώντας το γιγαντιαίο έργο της μεταγραφής έργων από άλλα όργανα για την κιθάρα και να οργώσει με τα ρεσιτάλ του τον κόσμο για πάνω από επτά δεκαετίες;
Φαντάζει τεράστιο το άλμα της κιθάρας από τα σοκάκια της Ανδαλουσίας στις αίθουσες των τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων ανθρώπων. Στο ερώτημα αν η κιθάρα «βολεύεται» στα μεγέθη αυτά, η απάντηση είναι: ο Segovia το κατάφερε.
Φαίνεται πως η ακαταμάχητη έλξη που ασκούσε στην ψυχή του ο ιδιαίτερος ήχος της κιθάρας, η φλογερή του μουσικότητα, η τεχνική ευκολία του, η επίμονη και επίπονη δουλειά, ήταν τα βασικά συστατικά της θρυλικής πορείας του.
Μουσείο Σεγκόβια στο Λινάρες (φωτογραφία: Μαρία Παπάδη)
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους «πατέρες» της κιθάρας, Giuliani, Sor, Tárrega, (η συνεισφορά των οποίων ασφαλώς δεν ήταν ήσσονος αξίας), στάθηκε τυχερός (μαζί μ’ αυτόν κι εμείς) που χάρη στο αεροπλάνο και τη βιομηχανία των δίσκων, ο ήχος της κιθάρας του απλώθηκε στην υφήλιο και κατοχυρώθηκε ως ο μοναδικός και απόλυτα αναγνωρίσιμος ήχος του Segovia.
Ο απόηχος της προσωπικότητας του, φτάνει σ’ εμάς μέσω ανθρώπων που τον γνώρισαν, ή μέσω αναγνωσμάτων ή ακροάσεων και σκιαγραφούν το προφίλ ενός ανθρώπου ευφυούς, πνευματώδους, τολμηρού, που διαχειρίστηκε το τεράστιο υλικό με το οποίο καταπιάστηκε χωρίς να καταποντιστεί μέσα σε αυτό. (Δεν είναι τόσο αυτονόητο πως καλλιτέχνες που εμπλέκονται ολοκληρωτικά στην τέχνη τους, κερδίζουν και το στοίχημα με τον εαυτό τους).
Οι μαθητές του περιγράφουν πως οι ζωντανές ακροάσεις μέρους ή ολόκληρων έργων, υπήρξαν γι’ αυτούς τα σημαντικότερα μαθήματα. Κι αυτό γιατί το κύτταρο της διδασκαλίας του ήταν η έμπνευση. Γιατί τι άλλο είναι αυτό που κινητοποιεί και ωριμάζει το μαθητή, από ένα δάσκαλο που τον εμπνέει;
Καθώς οι δεκαετίες περνάνε και απομακρυνόμαστε από την εποχή Segovia, η ιστορία και η μουσικολογία καλούνται να αποτιμήσουν το έργο του. Η ερμηνεία του στα έργα εποχής μπαρόκ, η προσήλωση στο τονικό ιδίωμα,
ο παραγκωνισμός της μουσικής που ξέφευγε από αυτό, η στενή καθοδήγηση συνθετών να γράψουν σύμφωνα με την δική του αισθητική, αυτά και άλλα πολλά μπαίνουν στο μικροσκόπιο της μουσικολογικής έρευνας. Το έργο του κρίνεται μέσα στο χρόνο, όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, πως ενώ πολλοί υπήρξαν άξιοι συνεχιστές του, ο Segovia, ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο.
Αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό του τον πρωτοπόρο της κιθάρας στον εικοστό αιώνα, που αφήνοντας πίσω του τους περιορισμούς του οργάνου μίλησε στις ψυχές αναρίθμητων ανθρώπων και με τον εξαίσιο ήχο του ανέδειξε την ποίηση που αναδύεται από τις χορδές του. Ενέπνευσε συνθέτες να γράψουν για την κιθάρα και έπεισε ότι η νόμιμη θέση της είναι η σκηνή.
Μουσείο Σεγκόβια στο Λινάρες (φωτογραφία: Μαρία Παπάδη)
Γεννημένος στην Ανδαλουσία, την πατρίδα των ποιητών και των εραστών της ζωής, στα πέντε του στερήθηκε τη μητρική ζεστασιά, στα δώδεκα την οικογενειακή προστασία κι από τότε παντρεύτηκε την κιθάρα.
Ταξίδεψε μαζί της σ’ ολόκληρο τον κόσμο όχι μια και δυο φορές και σκόρπισε στο πέρασμά του ήχους καλέσματα από τον ουρανό.
Κι έναν αιώνα αργότερα, επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, χορτάτος από ζωή, βέβαιος για το πού βρίσκεται ο θησαυρός της ψυχής του, απευθύνεται στο Θεό:
«Δεν αξίζω τη δόξα Σου.
Δεν αξίζω να πάω στον παράδεισο
Μιά χάρη μόνο σου ζητώ:
Αφησέ με εδώ!»
Μαρία Παπάδη
(Μάιος 2007)
Christopher Nupen films: “Los olivos” “The song of the guitar”
George Clinton: “Andrés Segovia”
Τάσου Κολυδά: «Ο μετασχηματισμός του ρεπερτορίου της κιθάρας στις αρχές του 20ου αιώνα.». (Πολυφωνία. Φθινόπωρο 2006)