Για τον Αντρές Σεγκόβια
φωτογραφία: Μαρία Παπάδη
Δυο λόγια θέλω να προσθέσω κι εγώ με τη σειρά μου στις τόσες αφιερώσεις που γίνονται αυτή την περίοδο με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Ισπανού κιθαριστή.
Είναι προφανές ότι τα κολακευτικά σχόλια για τη ζωή και την τέχνη του Σεγκόβια περισσεύουν. Πολύ φυσικό άλλωστε αφού έτσι γίνεται στις επετείους. Εκθειάζεται και φωτίζεται η θετική πλευρά και παραμερίζονται οι όποιες επιφυλάξεις θα μπορούσαν να σκιάσουν τη μορφή του εκλιπόντος. Και αυτό το βρίσκω λογικό και χρήσιμο. Λογικό γιατί στοχεύοντας σε μια αντικειμενική κριτική, ο κρίνων συνυπολογίζει την εποχή, τα μέσα και τις συνθήκες που έζησε ο κρινόμενος, παρακάμπτοντας συγχρόνως τα όποια προσωπικά ελαττώματα ή αδυναμίες του. Χρήσιμο, γιατί είναι πολλαπλό το κέρδος, κυρίως στους νέους, από τη μεγιστοποίηση ή ακόμη και τη μυθοποίηση της προσφοράς του δημιουργού αφού αυτός κατά κανόνα αποτελεί το πρότυπο που τους εμπνέει και τους καθοδηγεί.
Στην περίπτωση του Αντρές Σεγκόβια ο κανόνας αυτός δεν παραβιάστηκε. Όσο ζούσε έγινε είδωλο και μύθος σε εκατομμύρια οπαδούς και φίλους της κιθάρας αλλά ήλθε και σε σφοδρές κόντρες και αντιπαλότητες με πολλούς κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καλλιτεχνικής του διαδρομής.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, με τις υπερβολές και προς τις δυο κατευθύνσεις να έχουν υποχωρήσει, μπορούμε να αποτιμήσουμε περισσότερο ακριβοδίκαια το ρόλο που διαδραμάτισε και το έργο που άφησε πίσω του.
Μιλώντας για υπερβολές και ανόητη εκτίμηση των γεγονότων, θυμάμαι κάποια συζήτηση στην οποία έτυχε να είμαι παρούσα πριν πολλά χρόνια, όπου ο φανατικός της παρέας επέμενε πως ο Μπαχ δεν μπορεί να ήταν και σπουδαία προσωπικότητα αφού “…ένας σφογγοκωλάριος των Αυλικών υπήρξε, ένας ανθρωπάκος που δεν έγραφε παρά μόνο για το Θεό, αγνοώντας τα προβλήματα των ανθρώπων!…” ενώ την ετεροχρονισμένη κριτική δεν είχε αποφύγει ούτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος που (σε κάποια άλλη συζήτηση) ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτηρίστηκε φασίστας για κάποια νομοσχέδια που είχε καταθέσει στη Βουλή!
Όχι σπάνια τέτοιες απόψεις τις ακούμε όλοι μας, ιδίως όταν αναφέρονται σε πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος. Εντελώς επιπόλαια, αβίαστα και επιδερμικά, ακούγονται σχόλια – πολλές φορές και από ‘σοβαρούς’ συζητητές – που πραγματικά εκπλήσσουν. Το πιο συνηθισμένο – και ανώδυνο κατά τα άλλα – είναι η άποψη του νεαρού σπουδαστή που δεν του αρέσει ο Μπαχ που παίζει ο Καζάλς, η Λαντόφσκα ή ο Σεγκόβια, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι κρατάει στα χέρια του ένα δίσκο που γράφτηκε πριν από μισό αιώνα όταν οι άνθρωποι, οι συνθήκες ζωής και οι απόψεις τους για τη μουσική ήταν εντελώς διαφορετικές. Άλλες πάλι στιγμές όταν σε γενικευμένα συμπεράσματα παίρνει η μπάλα κοινωνίες και λαούς συλλήβδην, έτσι που με πιάνει τρόμος αν σκεφθώ ότι μετά από 2-3 αιώνες θα γίνεται και σε μας μια εξίσου ετεροχρονισμένη κριτική: οι Έλληνες στην αρχή της 3ης χιλιετίας, ανήκαν σε ένα οικονομικό τραστ με την ονομασία ‘Ευρωπαϊκή Ένωση’, έτρωγαν και έπιναν του καλού καιρού ακούγοντας μουσικές από Τσιτσάνη μέχρι Μότσαρτ, αλλά δεν τους καίγονταν καρφί (αν και ήξεραν καλά) πως κάθε μέρα πέθαιναν στη γη 30.000 παιδιά από πείνα!
Πέρα απ’ όλα αυτά για μένα και τον Βαγγέλη, που ζήσαμε τον Σεγκόβια από κοντά, δεν θα υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος ‘αγιοποίησής’ του, αν μέσα μας δεν επικρατούσε η διάθεση της αμερόληπτης κριτικής και της απονομής δικαιοσύνης για την προσφορά του στην κιθάρα.
Για μας ο Αντρές Σεγκόβια υπήρξε ο καλλιτέχνης που συνέβαλε τα μέγιστα στην καθιέρωση του οργάνου και την διάδοσή του, αποσπώντας δίκαια την παγκόσμια αναγνώριση. Δίκαια επίσης θεωρήθηκε στην εποχή του ως κορυφαίος ερμηνευτής και τέλος ακόμα πιο δίκαια κατατάσσεται στους ‘μοναδικούς’ των οργάνων.
Λίζα Ζώη
(Μάης του 2007)