Oι αναμνήσεις μου από τον Andrés Segovia
Οι αναμνήσεις που έχω από τον Andrés Segovia ανήκουν στην εποχή που οι μουσικές μου ρίζες άρχισαν να βλασταίνουν και δειλά- δειλά να αναπτύσσονται προς την κατεύθυνση που πήραν οι σημερινές μουσικές μου ιδέες.
“Ήχος”, “έκφραση”, “αισθητική έρευνα”, “πίστη σ’ αυτό που κάνεις”… “Όταν βρίσκεσαι σε δίλημμα, ρώτα την εσωτερική σου φλόγα”, μου είπε κάποτε που φαινόμουν (ή ακουγόμουν) αβέβαιος τι να κάνω σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι.
“Παράδοση…” έλεγε και ξανάλεγε κάθε τόσο, την τελευταία περίοδο διδασκαλίας του που παρακολούθησα, υπογραμμίζοντας με τον τόνο της φωνής του ένα νόημα που έπρεπε να καταλάβεις χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις.
“Βλέπεις μια όμορφη γυναίκα να περνάει από μπροστά σου. Δε θα γυρίσεις να την κοιτάξεις και να τη θαυμάσεις… διακριτικά, εννοείται;»
Οι γυναίκες σήμαιναν πολλά διαφορετικά πράγματα στις νοερές εικόνες του για το παίξιμο. Μια νότα μεστή από νόημα, μια ενδιαφέρουσα συγχορδία, μια ξαφνική αλλαγή στις δυναμικές ή στη γενική μελωδική κατεύθυνση, ήταν οι “ωραίες γυναίκες” που έπρεπε να θαυμάσουμε – χωρίς να γινόμαστε αδιάκριτοι, φυσικά.
Ένα παλιό βίντεο όπου τον βλέπουμε να παίζει τις παραλλαγές του Sor στο θέμα του Mozart, αποκαλύπτει το πώς εφάρμοζε αυτές τις απόψεις του. Παρατείνει όλους τους αρμονικούς και μελωδικούς αρμούς του θέματος για τόσο, όσο νομίζει ότι χρειάζεται. Φυσικά, σε ένα σημερινό αυτί το αποτέλεσμα ακούγεται ίσως υπερβολικό – στους περισσότερους τουλάχιστον, ίσως και κακόγουστο σε κάποιους. Αν όμως αναλύσει κανείς το ρόλο που παίζουν αυτές οι παρατεταμένες νότες στη συνολική εικόνα, θα δει πόσο εύστοχα υπογραμμίζουν την ουσία της ομορφιάς των φράσεων, με έναν τρόπο που θα εξέπληττε όχι μόνο τους ειδικούς αλλά και την πλειονότητα των ακροατών που δεν είναι ειδικοί, “όπως είμαστε όλοι… σήμερα”. Είναι κάτι τόσο απλό όπως το να δείχνεις τις λεπτομέρειες σε ένα βιβλίο ζωγραφικής: Δείχνεις πρώτη – ή τελευταία – τη συνολική εικόνα, αλλά δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειές της.
Όλα αυτά είναι μια χαρά και τέλεια σε ένα βιβλίο… αλλά σε μια συναυλία; Κατά τη γνώμη μου, η διαφορά είναι μικρή – και στις δυο περιπτώσεις προσπαθείς να παρουσιάσεις ένα έργο τέχνης έτσι ώστε να το κατανοήσουν και, το σπουδαιότερο, να το εκτιμήσουν όσο πιο πολλοί αναγνώστες ή ακροατές γίνεται.
Τα μέσα που θα χρησιμοποιήσεις για να φτάσεις σε αυτό το αποτέλεσμα είναι προσωπικό θέμα, θα έλεγα. Κάποτε ο Pinchas Zukerman με συμβούλεψε να χρησιμοποιήσω δυναμικές αντί για rubato, όταν ήθελα να υπογραμμίσω ένα συγκεκριμένο σόλο στο κουαρτέτο του Schubert (Matiegka). Χαίρω πολύ! Aν είχα στη διάθεσή μου τις δυναμικές που επιτρέπει το δοξάρι στο βιολί ή στη βιόλα, ίσως να τις χρησιμοποιούσα!
Εγώ όμως έπαιζα κιθάρα, και το κιθαριστικό αυτί ακούει (και το ίδιο το όργανο λέει) διαφορετικά πράγματα και (γιατί όχι;) με διαφορετικό τρόπο από αυτό του βιολιού, του πιάνου, του τσέλου ή του τσέμπαλου…
Και μια που κάναμε λόγο για το τσέμπαλο, ο Louis Couperin, στο L’art de toucher le clavecin, έγραφε: “Όταν θέλουμε να δώσουμε την εντύπωση ότι κάνουμε αυτό που κάνουν άλλα όργανα όταν διογκώνουν τον ήχο τους (σ.σ.: εννοεί αυτό που αργότερα ονομάστηκε crescendo) πρέπει να συγκρατούμε το τέμπο και σταδιακά να επιβραδύνουμε. Δεν θα ακούγεται το ίδιο, αλλά είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε”. Δεν χρησιμοποιεί, βέβαια, ακριβώς αυτές τις λέξεις. Τα παραφουσκώνω κι εγώ λιγάκι, κόντρα στη συνηθισμένη τάση των κιθαριστών να θεωρούν το τσέμπαλο υπόδειγμα καθαρότητας και στιλ… (Κάποιοι αποκαλούν το κιθαριστικό αποτέλεσμα αυτής της προκατάληψης “τσέμπαλο-λάπτοπ”).
Θα πίστευε κανείς ότι όλα αυτά θα τοποθετούσαν τον Segovia σε μια σκηνή αποκλειστικά για κιθαριστές και κιθαρόφιλους, αλλά στην πραγματικότητα έγινε το αντίθετο. Ο Claude Debussy κάποτε άκουσε κιθάρα και είπε: “C’est un clavecin… mais expressif!” (Είναι τσέμπαλο… αλλά εκφραστικό!) Ευχαριστώ, Debussy!
Θέλουμε πραγματικά να είμαστε “ανέκφραστοι;”
Η θεώρηση “rubato εναντίον κανονικού ρυθμού” εμπεριέχει ρίσκο και είναι πολιτικά επικίνδυνη. Ο Karl Marx δημιούργησε μια θεωρία που συνοψίζει την εξέγερση των φτωχών εναντίον των πλούσιων και η Γαλλική Επανάσταση την είχε εφαρμόσει πολλά χρόνια νωρίτερα…
Η ισχύς εν τη ενώσει, λοιπόν! (Κι ας λένε κάποιοι ότι η στρατηγική της ισχύος είναι το “διαίρει και βασίλευε”). “Μοιραστείτε ότι αγαπάτε” είναι το ηθικό δίδαγμα για όλους τους μουσικούς, τους ζωγράφους, τους πολιτικούς – πολύ απλά, για τους ανθρώπους. Αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε κάτι για να αγαπήσουμε!
Πώς δίδασκε ο Segovia την αγάπη για τη μουσική; Όχι βέβαια βάζοντας ένα μετρονόμο και αναγκάζοντας τους μαθητές του να τον ακολουθούν στα τυφλά.1
Τα χέρια του δασκάλου έκαναν κυματιστά σχήματα στον αέρα, όσο η φωνή του τραγουδούσε τη μελωδική γραμμή και τα μάτια του κοιτούσαν ίσια μέσα στα δικά σου. Έτσι, μπορούσε να εκφράσει οπτικά όσο και ακουστικά το νόημα που “έβλεπε” στη μουσική που δίδασκε.
Με τις κινήσεις του – ή με τις δικές μας κινήσεις, που κάνουμε εσείς ή εγώ όταν διδάσκουμε τους δικούς μας μαθητές – η μουσική κυλούσε μέσα του όπως την είχε ήδη ερμηνεύσει. Ήταν η αφήγηση μιας ιστορίας: Είχε σύνταξη, άρθρωση, αναπνοές, δυναμικές, όλα όσα χρησιμοποιεί ένας αφηγητής για να κρατήσει την αμέριστη προσοχή των ακροατών του.
Και καθώς τον άκουγα, άκουγα τον εαυτό μου. Γιατί, στο τέλος, γινόμουν εγώ ο ερμηνευτής της διδασκαλίας του. Όπως όλοι γινόμαστε πάντα ερμηνευτές των διδασκαλιών που δεχόμαστε. Μέχρι που την αγάπησα. Μέχρι που τις αγαπάμε.
Επομένως, όλα είναι ζήτημα συναισθημάτων, αντίληψης, κατανόησης και εκτίμησης. Πάνω από όλα, ωστόσο, έμαθα ότι χωρίς ελευθερία δεν θα μπορούσα να εκτιμήσω ή να αγαπήσω ή να κατανοήσω οτιδήποτε. Υποθέτω ότι το ίδιο συμβαίνει και σ’ εσάς. Σωστά;
Oscar Ghiglia
oghiglia@magnet.ch
1. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε παλιότερες εποχές οι μαέστροι έδιναν το ρυθμό με ένα μακρύ ραβδί που το χτυπούσαν στο ξύλινο δάπεδο της σκηνής… Θεέ μου, τι χάος πρέπει να επικρατούσε! Θα ήταν άραγε χειρότερα τα πράγματα χωρίς αυτή την ακραία λύση; Δεν μιλάμε βέβαια για τον Μητρόπουλο ή για τη Φιλαρμονική της Βιέννης! Οι διευθυντές σαν τον Lully ανήκαν στη βασιλική αυλή, που τα μέλη της κατέληξαν αργότερα στη γκιλοτίνα, και συμπεριφέρονταν σαν τσοπανόσκυλα που κυκλώνουν το κοπάδι.