Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
Διάλεξη του Ευάγγελου Ασημακόπουλου
στην Ημερίδα του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Καθηγητών Κιθάρας (EGTA – Κύπρου)
Λευκωσία, Σάββατο 15 Μαρτίου 2014
(με κλικ σε κάθε εικόνα του κειμένου μπορείτε να δείτε μεγέθυνση της)
Αγαπητοί φίλοι,
Είναι μεγάλη η χαρά μου που βρίσκομαι ξανά την Κύπρο. Τα τελευταία 30 χρόνια, επισκέπτομαι συνεχώς τη μεγαλόνησο για συναυλίες με την Λίζα, για εξετάσεις ή σεμινάρια, πάντα μετά από πρόσκληση του Εθνικού Ωδείου Κύπρου.
Το ταξίδι μου ωστόσο αυτή τη φορά, γίνεται στα πλαίσια της ημερίδας του EGTA- Κύπρου, καλεσμένος από τον κ. Δημήτρη Ρεγγίνο και τα υπόλοιπα μέλη του Συνδέσμου που, πέρα από την διάλεξη, μου έκαναν την τιμή να με ανακηρύξουν Επίτιμο Μέλος του EGTA Κύπρου “ως ελάχιστη αναγνώριση της τεράστιας προσφοράς μου στο χώρο της Κιθάρας” όπως χαρακτηριστικά μού έγραψαν στην πρόσκλησή τους.
Θέλω λοιπόν πριν αρχίσω την ομιλία μου, να τους ευχαριστήσω όλους θερμά για την απόφαση που πήραν να με τιμήσουν με αυτή την διάκριση.
Στη σημερινή μου διάλεξη και με άξονα φυσικά την κιθάρα, σκέπτομαι να επεκταθώ και σε άλλα θέματα που νομίζω πως λίγο ως πολύ μας ενδιαφέρουν όλους. Μπορούμε μάλιστα στο τέλος να κάνουμε και κάποια συζήτηση αν χρειασθεί ή αν προκύψουν ερωτήματα.
Θα ξεκινήσω λοιπόν πρώτα με την ερώτηση: τι είναι η κλασική κιθάρα?
Γιατί λέμε πως παίζουμε κλασική κιθάρα και όχι σκέτα κιθάρα? Γιατί εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιούμε τον προσδιορισμό ‘κλασική’ όταν μας ρωτούν με τι ασχολούμαστε? Και όταν λέμε πως παίζουμε κλασική κιθάρα, τι ακριβώς εννοούμε και πού αναφερόμαστε? Αναφερόμαστε στην κατασκευή του οργάνου, αναφερόμαστε στην ιστορία του, στην τεχνική του, στους συνθέτες που ερμηνεύουμε ή που αλλού? Ή απλά εμείς διαχωρίζουμε τη θέση μας από την ‘ηλεκτρική’ την ‘ακουστική’, την ‘μπάσο’ κιθάρα ή την κιθάρα φλαμένκο? Γιατί δεν μιλάμε για κλασικό βιολί, κλασικό τσέλο ή κλασικό πιάνο? Από πότε η κιθάρα έγινε κλασική? Και τη σημαίνει ο όρος ‘κλασική’? Και τέλος πού βρίσκονται οι διαφορές μας με τα αντίστοιχα όργανα που ονομάζονται κιθάρες?
Ας πω λοιπόν πρώτα λίγα λόγια για το χαρακτηρισμό ‘κλασική’ και στη συνέχεια θα αναφερθώ και στην κιθάρα.
Όπως ξέρετε ‘κλασική’ ονομάζουμε μια καλλιτεχνική δημιουργία που έχει αξία διαχρονική και οικουμενική. Είναι δυο στοιχεία εντελώς απαραίτητα για να χαρακτηρίσουμε ως ‘κλασικό’ κάποιο έργο τέχνης. Ο Παρθενώνας, η ποίηση του Γκαίτε, μια σύνθεση του Μότσαρτ, ένας πίνακας του ντα Βίντσι, ένα έργο του Σαίξπηρ ή μια τραγωδία του Αισχύλου, άντεξαν τη φθορά του χρόνου, θαυμάστηκαν και αγαπήθηκαν από τους λαούς στο πέρασμα των αιώνων, έπαψαν να έχουν πατρίδα, γι’ αυτό και τα ονομάζουμε κλασικά έργα τέχνης που ανήκουν πια στην ανθρωπότητα.
Όσο για την κιθάρα, όλοι ξέρουμε πως είναι ένα όργανο που έλκει την καταγωγή του από την Ανατολή και πως το όνομα κιθάρα προέρχεται από το αρχαίο περσικό τζσεταρ που σημαίνει τρεις χορδές (τζσε είναι το τρία και ταρ η χορδή). Πράγματι το έγχορδο που κυριάρχησε για πολλούς αιώνες στον αρχαίο περσικό πολιτισμό ήταν τρίχορδο. Αργότερα προστέθηκε μία ακόμα χορδή και ως τετράχορδo πλέον μεταφέρθηκε στην αρχαία Ελλάδα από τους σκλάβους της Ανατολής. Όταν οι Ρωμαίοι λίγο μετά κυριάρχησαν στα πέρατα της Δύσης, υποδουλώνοντας και την Ελλάδα, διδάχθηκαν αλλά και υιοθέτησαν πολλά από τα επιτεύγματα του πολιτισμού των προγόνων μας. Είναι αμφίβολη επομένως η άποψη ότι στην Ευρώπη η κιθάρα εισήλθε για πρώτη φορά τον 8ο αιώνα όταν οι Άραβες κατέκτησαν την Ισπανία, γιατί έτσι κι αλλιώς η κιθάρα ήταν γνωστή εκεί, αφού ο ρωμαϊκός πολιτισμός έφτανε σε όλη την Ιβηρική Χερσόνησο. Ωστόσο αυτή η εγκατάσταση των Μαυριτανών στην Ισπανία έδωσε μια καινούργια πνοή στο έγχορδο, που ακόμα και στις μέρες μας θεωρείται ότι γεννήθηκε στη χώρα αυτή.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η κιθάρα δεν έπαψε να αλλάζει σχήμα και μορφή. Υπάρχουν γλυπτά, παραστάσεις ή τοιχογραφίες όχι μόνο στην Ισπανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου εμφανίζεται να παίζεται με δάχτυλα, με πένα ή με δοξάρι.
Στις αρχές του 16ου αιώνα η κιθάρα έχει τέσσερις διπλές χορδές. Στον ίδιο αιώνα όμως ακμάζει παράλληλα το λαούτο ενώ στην Ισπανία και Πορτογαλία κάνει την εμφάνισή της η βιχουέλα, όργανο κυρίως της αριστοκρατίας, που έχει έξι διπλές χορδές και παίζεται περισσότερο με τα δάχτυλα.
Τον 17ο αιώνα η κιθάρα παίζεται πια με πέντε διπλές χορδές, ενώ στα τέλη του αιώνα αυτού, τόσο η βιχουέλα όσο και το λαούτο βρίσκονται σε παρακμή.
O 18ος αιώναs πρέπει να θεωρηθεί μια σημαντική περίοδος στην εξέλιξη της κιθάρας για δύο λόγους: ο πρώτος είναι η οριστική καθιέρωση των 6 χορδών στα μέσα του αιώνα και ο δεύτερος, η εμφάνιση λίγο αργότερα του Φερνάντο Σορ που υπήρξε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες στην τρισχιλιετή διαδρομή της. Ο Σορ αλλά και ο συμπατριώτης και φίλος του Ντιονίσιο Αγουάδο, έχουν δίκαια θεωρηθεί ως οι ιδρυτές και θεμελιωτές της μεγάλης ισπανικής Σχολής, χάρη στο πολύτιμο έργο που άφησαν πίσω τους.
Την ίδια περίπου εποχή, τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα, στην Ιταλία, ακμάζει μία επίσης σημαντική Σχολή κιθάρας με κυριότερους εκπροσώπους τους Καρούλι, Καρκάσι και Τζουλιάνι με τον τελευταίο να αποσπά τον θαυμασμό και την εκτίμηση του μουσικού κόσμου για την δεξιοτεχνική του ικανότητα και τις περίτεχνες συνθέσεις του.
Στην περίοδο αυτή, τον 19ο αιώνα δηλαδή, εμφανίζονται ένα σωρό νέοι δεξιοτέχνες όπως ο Γάλλος Κοστ, ο Ούγγρος Μερτζ, ο Ισπανός Άρκας, ο Ιταλός Ρεγκόντι, αλλά και ο Νικολό Παγκανίνι, που ασχολήθηκε για μερικά χρόνια με την κιθάρα αφήνοντας πίσω του αρκετές συνθέσεις.
Εδώ πρέπει να επισημάνει κανείς πως στον 19ο αιώνα η διάθεση του κοινού άρχισε να στρέφεται περισσότερο σε όργανα με δυνατό ήχο. Η Όπερα βρίσκεται στη μεγαλύτερή της άνθιση και οι συνθέτες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο ηχητικό όγκο μέσα από τις ορχήστρες και τις χορωδίες. Αυτή η τάση του γιγαντισμού στη μουσική, είχε ως αποτέλεσμα να παρακμάσουν έως και να εξαφανισθούν όργανα με αδύναμο ήχο που κυριάρχησαν τους τρεις προηγούμενους αιώνες όπως ήταν η λύρα, το λαούτο, η βιχουέλα, το τσέμπαλο και η κιθάρα. Η κιθάρα ωστόσο παρέμεινε ζωντανή στην Ισπανία χάρη στα φλαμένκο, τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική.
Έτσι η εμφάνιση του Φρανθίσκο Τάρρεγκα στα μέσα του 19ου αιώνα, βρίσκει την κιθάρα χωρίς ουσιαστικό ρεπερτόριο, αφού οι σπουδαιότεροι συνθέτες της Ευρώπης είχαν ασχοληθεί με άλλα όργανα. Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Σούμαν, Τσαϊκόφσκι, Σοπέν, Μέντελσον και τόσοι άλλοι ακόμη, δεν σκέφθηκαν να γράψουν για ένα όργανο που δεν γνώριζαν, ένα όργανο συνοδείας, ένα όργανο φτωχό και λαϊκό. Μοιραία λοιπόν το καλλιτεχνικό ανάστημα του Σορ, του Αγουάδο, του Καρούλι και του Τζουλιάνι είναι ό,τι πιο αξιόλογο έχει να επιδείξει ως εκείνη την περίοδο η κιθάρα.
Ο Τάρρεγκα, διπλωματούχος τόσο στο πιάνο όσο και στην αρμονία, ασχολήθηκε σε βάθος με την τεχνική της κιθάρας και κατάφερε να δημιουργήσει μια πραγματική επανάσταση: επέβαλε την τεχνική του μπαρέ, χρησιμοποίησε το απογιάντο, αξιοποίησε τον παράμεσο του δεξιού χεριού, καθιέρωσε το κράτημα του οργάνου στο αριστερό πόδι και ακόμη βοήθησε τον ιδιοφυή κατασκευαστή Αντόνιο Τόρρες να ολοκληρώσει τις έρευνες για ένα νέο μοντέλο κιθάρας. Αυτές οι καινοτομίες του Τάρρεγκα στην τεχνική, αλλά και η Σχολή των μαθητών του, οι συνθέσεις του, οι πολυάριθμες μεταγραφές του, καθώς και η Μέθοδος Κιθάρας που εξέδωσε, τον κατατάσσουν, όπως και τον Φερνάντο Σορ πριν έναν αιώνα, στο πάνθεον των κορυφαίων της ιστορίας του οργάνου.
Μετά το θάνατο του Τάρρεγα στις αρχές του 20ου αιώνα, ο πιο ταλαντούχος μαθητής του, ο Μιγέλ Λιομπέτ, πραγματοποιεί περιοδείες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική δίνοντας πολυάριθμα ρεσιτάλ. Από τους δίσκους του Λιομπέτ που διασώθηκαν αλλά και από τις εξαίρετες μεταγραφές του, διαπιστώνει κανείς το επίπεδο της τεχνικής του. Ακόμη ο Ντανιέλ Φορτέα που ίδρυσε την γνωστή Βιβλιοθήκη Φορτέα καθώς και ο Αιμίλιο Πουζόλ με την πιο ολοκληρωμένη στην εποχή μας μέθοδο, θεωρούνται συνεχιστές του έργου του δασκάλου τους.
Την ίδια εποχή στη Λατινική Αμερική ο Αγκουστίν Μπάρριος Μανγκορέ από την Παραγουάη θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της ηπείρου. Ο ίδιος, υπήρξε ο πρώτος κιθαριστής στην ιστορία του οργάνου που ηχογράφησε δίσκους και παρά το γεγονός ότι ήταν πασίγνωστος στη Νότιο Αμερική, στην Ευρώπη έγινε γνωστός αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Σήμερα τα έργα του παίζονται διαρκώς και το όνομά του έχει πάρει τη θέση που του αξίζει.
Λίγο αργότερα στην κεντρική Ευρώπη η σημαντικότερη παρουσία ήταν αυτή της Ίντα Πρέστι, που ως ‘παιδί-θαύμα’ κατέπληξε το Παρίσι και το Λονδίνο όταν σε ηλικία 9 μόλις ετών έκανε την πρώτη εμφάνισή της. Αργότερα, μαζί με τον Αλέξανδρο Λαγκόγια, αποτέλεσαν το κορυφαίο ντουέτο κιθάρας στον κόσμο.
Εδώ πρέπει να σταθεί κανείς στο γεγονός πως ένα από τα χαρακτηριστικά του 20ου αιώνα είναι και η εξειδίκευση. Το μοντέλο συνθέτης-εκτελεστής με τον καιρό εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνουν δύο διαφορετικές ειδικότητες που μοιάζουν να μην έχουν σχέση μεταξύ τους: ο εκτελεστής δεν ασχολείται με τη σύνθεση ενώ ο συνθέτης δεν εμφανίζεται δημόσια! Ο εκτελεστής κατά συνέπεια ασκείται στο να παρουσιάζει στο κοινό έργα που ανήκουν σε συνθέτες παλιούς ή καινούργιους, ενώ από την άλλη ο συνθέτης δεν έρχεται καθόλου πια σε επαφή με το κοινό, νιώθει εξαρτημένος από τον εκτελεστή και ασχολείται μόνο με το συνθετικό του έργο.
Ο Αντρές Σεγκόβια που έζησε σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα – τον 20όν – ακολούθησε το ρεύμα της εποχής, αναδείχθηκε σε κορυφαίο εκτελεστή και υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο τρίτος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της κιθάρας και για πολλούς, η κορυφαία προσωπικότητα στη μακραίωνη διαδρομή της.
Περισσότερο από κάθε προηγούμενο κιθαριστή, o Σεγκόβια έβλεπε την κιθάρα ως όργανο συναυλιών, ανάλογο με αυτά που ήδη μεσουρανούσαν και έδινε συνεχώς τις μάχες του για να την επιβάλει. Είχε να αντιμετωπίσει ένα αρνητικό κλίμα προκατάληψης για το ρόλο της κιθάρας, επειδή ο περισσότερος κόσμος την ήθελε ή τη γνώριζε ως όργανο συνοδείας, διασκέδασης και ισπανικού φολκλόρ. Συνειδητοποίησε από νωρίς τη γύμνια του ρεπερτορίου της και φρόντισε να επηρεάσει αξιόλογους συνθέτες της εποχής του όπως ήταν ο Βίλα-Λόμπος, ο Ροδρίγο, o Τουρίνα, ο Καστελνουόβο-Τεντέσκο, ο Πόνσε, o Τόρρομπα, ο Τάνσμαν, ο Μομπόου να γράψουν για την κιθάρα, ενώ παράλληλα έκανε πολλές μεταγραφές τις οποίες παρουσίαζε στις εμφανίσεις του.
Ο Αντρές Σεγκόβια που υπήρξε ο εμπνευστής χιλιάδων κιθαριστών σ’ ολόκληρο τον 20ο αιώνα, καθιέρωσε ένα σύγχρονο τρόπο παιξίματος χρησιμοποιώντας νάιλον χορδές στην κιθάρα και νύχια στα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Η φήμη που απέκτησε μέσα από τις αδιάκοπες περιοδείες σε όλο τον κόσμο και τις ηχογραφήσεις, άρχισε να παίρνει μυθικές διαστάσεις σε σημείο που στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 – που ήταν και η χρυσή εποχή της κιθάρας – η λέξη “Σεγκόβια” να σημαίνει “κιθάρα” και το αντίστροφο.
Η προσφορά του Ισπανού καλλιτέχνη στο όργανο υπήρξε ανεκτίμητη αφού αυτός πρώτος το επέβαλε στη συνείδηση του κοινού ως όργανο μεγάλων ερμηνευτικών δυνατοτήτων, με αποτέλεσμα να διδάσκεται σήμερα στις πιο έγκυρες Μουσικές Σχολές, Ακαδημίες και Πανεπιστήμια σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Στη “μετασεγκοβιανή” περίοδο, συνεχίζουν με βελτιωμένη τώρα τεχνική και νέες μουσικές αντιλήψεις δεκάδες κιθαριστών, των οποίων τα ονόματα είναι αδύνατο να αναφέρω, πόσω μάλλον όταν είναι και παρακινδυνευμένο να γίνει αναφορά σε ζώντες εκτελεστές προτού ολοκληρώσουν τον κύκλο της καλλιτεχνικής τους δραστηριότητας.
Ωστόσο θα περιορισθώ στην προσφορά του Άγγλου Τζούλιαν Μπρημ, του Αυστραλού Τζον Γουίλιαμς και του Βενεζουελάνου Αλίριο Ντίαζ, όχι μόνο γιατί οι αμέτρητες συναυλίες και οι ηχογραφήσεις τους είχαν ως συνέπεια το όργανο να αποκτήσει εκατομμύρια φίλους, αλλά κυρίως γιατί πολλοί σύγχρονοι συνθέτες αφιέρωσαν έργα τους σ’ αυτούς, χωρίς ωστόσο να παραλείψω και τα ονόματα του Ισπανού Ναρθίθο Γιέπες ή του Ουρουγουανού Άμπελ Καρλεβάρο που υπήρξαν δυο κιθαριστές με πλούσια καλλιτεχνική δράση.
Στις μέρες μας – αυγή της τρίτης μ.Χ. χιλιετηρίδας – η κιθάρα είναι αναμφισβήτητα το πιο δημοφιλές και διαδομένο όργανο: διδάσκεται σε πολλές μουσικές Ακαδημίες συγκεντρώνοντας εντυπωσιακό αριθμό σπουδαστών, οι σύγχρονοι συνθέτες γράφουν πρωτότυπα έργα γι’ αυτήν και οι επαγγελματίες κιθαριστές είναι πλέον αναρίθμητοι. Ακόμη, δεκάδες περιοδικά και εκδόσεις με θέμα την κιθάρα κυκλοφορούν παντού, οι πωλήσεις οργάνων, δίσκων και βιβλίων βρίσκονται στην πρώτη θέση, ενώ για κανένα άλλο όργανο δεν υπάρχουν τόσα σωματεία και σύλλογοι και δεν διοργανώνονται τόσα πολυάριθμα φεστιβάλ, σεμινάρια, διαλέξεις, διαγωνισμοί, συναυλίες και ρεσιτάλ. Πέρα όμως από όλα αυτά, η κιθάρα διατηρώντας τη λαϊκή καταγωγή της, το χαμηλό κόστος της, την ευκολία της μετακίνησης αλλά και τη δυνατότητα της συνοδείας χάρη στην πολυφωνία της, είναι προσιτή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και έχει την ευχέρεια να μετέχει σε κάθε μουσικό σχήμα.
Αγαπητοί φίλοι,
Έδωσα όσο μπορούσα πιο συνοπτικά την εικόνα της κιθάρας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Μίλησα για την καταγωγή της, την ιστορική της διαδρομή μέσα από τους αιώνες, τους συνθέτες και τους εκτελεστές της που έπαιξαν βασικό ρόλο στην εξέλιξή της.
Ο 20ος αιώνας ωστόσο, με αυτή τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, έχει ανοίξει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην πορεία του οργάνου. Αναφέρομαι στην παρεμβολή του ηλεκτρισμού στα έγχορδα για την ενίσχυση του ήχου τους.
Πράγματι, τα πρώτα πειράματα με τον ηλεκτρισμό έγιναν από τον Αμερικανό κιθαριστή Λες Πωλ τη δεκαετία του ’30 για μια ηλεκτρική κιθάρα όπως ονομάστηκε στο τέλος. Το όργανο αυτό χρησιμοποιήθηκε αρχικά από μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ.
Οι πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες από βολφράμιο που κατασκεύαζε η εταιρία Rickenbacker το 1931.
Το 1934 η ίδια εταιρεία, η Rickenbacker παρουσίασε το τηγάνι – the frying pan – έναν μεταλλικό δίσκο σχήματος οβάλ που συνδεόταν με μια φαρδιά ξύλινη τραβέρσα που το όλο σχήμα έμοιαζε με τηγάνι.
Στα μέσα του 1940, πάλι ο Λες Πωλ που τότε εργαζόταν στην εταιρία Epiphone Guitar κατασκεύασε ένα όργανο με συμπαγές σώμα που ονομάστηκε log-guitar, κιθάρα-κούτσουρο δηλαδή, καθώς αποτελείτο από ένα απλό τετράγωνο ξύλινο σώμα, με δύο κούφιες διακοσμητικές τομές από σουηδικό ξύλο, από ένα μπράτσο, και από χειροποίητους μαγνήτες και ηλεκτρικά συστήματα.
Δέκα χρόνια αργότερα οι εταιρείες Fender και Gibson παρουσίασαν βελτιωμένα όργανα που έμοιαζαν περίπου με κιθάρες, όργανα που σε λίγο διάστημα πλημμύρισαν την παγκόσμια αγορά ως ιδανικοί εκφραστές της μουσικής τζαζ, μπλουζ και ροκ, μουσικής που τραγουδιέται και χορεύεται σήμερα από τη νεολαία όλου του κόσμου.
Να ήταν άραγε σημείο των καιρών, να ήταν η ανάγκη της επικοινωνίας με τις μάζες, να ήταν μια επανάσταση στα καθιερωμένα, ό,τι κι αν ήταν, με τη διάδοση του μοντέλου αυτού, το όργανο που υπέστη την μεγαλύτερη ζημιά έμελλε δυστυχώς να είναι η κιθάρα. Έτσι, αναγκαστικά πλέον χρησιμοποιούμε το επίθετο ‘κλασική’ για να προσδιορίσουμε ένα όργανο παραδοσιακό με ιστορία τριών χιλιετηρίδων.
Ήταν δυστύχημα τελικά πως, με τη χρήση του ονόματος και του σχήματος της κιθάρας, δημιουργήθηκε η ‘ηλεκτρική’ η ‘ακουστική’ η ‘ηλεκτροακουστική’ το ‘μπάσο’ κι ένα σωρό άλλα όργανα εντελώς διαφορετικά από την κιθάρα, τόσο στην τεχνική όσο και στο ρεπερτόριο, μα ακόμα περισσότερο στον ήχο, έναν ήχο που δεν έχει καμία συγγένεια με αυτόν της κιθάρας, έναν ήχο που μάλιστα δεν παράγεται ούτε καν από το ηχείο των οργάνων αυτών, αφού ηχείο δεν υπάρχει.
Αναλογίζομαι σήμερα πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν αντί για το όνομα ‘ηλεκτρική κιθάρα’ είχε επικρατήσει η αρχική ονομασία δηλαδή τηγάνι ή κούτσουρο κι αν αυτό δεν θα ήταν και τόσο εύηχο μπορούσε να πάρει το όνομα των εταιρειών Fender ή Gibson, ό,τι δηλαδή έχει συμβεί στη σχέση τής κλαβινόβα με το πιάνο, ή του αρμόνιου με το πιάνο ή και του συνθεσάιζερ.
Πόσο παράξενο δηλαδή θα ήταν αν σήμερα λέγαμε τη φράση ‘αυτός είναι εξαιρετικός Φεντερίστας’ ή ‘θα δώσει συναυλία ο δεξιοτέχνης της Γκίμπσον με το συγκρότημά του’ αντί να διαβάζουμε στην εφημερίδα πως θα λάβει μέρος στο Φεστιβάλ ο Έντι Βαν Χάλεν, “ο καλύτερος κιθαρίστας του κόσμου”…
Με την ηλεκτρική ασχολήθηκαν και ασχολούνται αξιόλογοι καλλιτέχνες που κανείς δεν αμφισβήτησε τα τεχνικά και μουσικά τους προσόντα. Αντίθετα θα έλεγα πως είναι εντυπωσιακή η ικανότητά τους στην δεξιοτεχνία, στον αυτοσχεδιασμό, τις επινοήσεις, και τον ρυθμικό πλουραλισμό που εμφανίζουν είτε ως σολίστες είτε ως σύνολα πάνω στη μουσική της τζαζ, της ροκ και των μπλουζ. Παράλληλα όμως πρέπει να επισημάνω πως βασικός παράγοντας στην εκπληκτική διάδοση της ‘ηλεκτρικής’ υπήρξε το γεγονός ότι γεννήθηκε και ανδρώθηκε στις Ην. Πολιτείες, τη χώρα που κυριάρχησε οικονομικά στον πλανήτη μας τις τελευταίες δεκαετίες, της οποίας βεβαίως την μουσική εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο το όργανο αυτό.
Ολοκληρώνοντας αυτή την παράγραφο, θέλω να υπογραμμίσω την απερίγραπτη σύγχυση που δημιουργείται στις μέρες μας ανάμεσα στην κιθάρα και την ‘ηλεκτρική’, οργάνων δηλαδή που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Εκτός από το χόρδισμα όλα τα υπόλοιπα κινούνται σε εντελώς διαφορετική τροχιά, σε άλλους ρόλους, με διαφορετικά ρεπερτόρια, με άλλη τεχνική το καθένα, με άλλες εντάσεις, με διαφορετική αισθητική και εν τέλει με μουσικές που απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια. Με άλλα λόγια αν η ‘ηλεκτρική’ είναι το μέσον για μια μουσική απελευθέρωση από τα καθιερωμένα και μια προσέγγιση στις πλατιές μάζες, η κιθάρα έχει να προσφέρει σε όσους ασχοληθούν μαζί της, την καλλιέργεια και την μουσική Παιδεία.
Αγαπητοί φίλοι,
Κλείνοντας, και για να μη κουράσω περισσότερο, θα κάνω μια προσπάθεια να δώσω, όσο πιο περιεκτικά μπορώ, την ταυτότητα της κλασικής κιθάρας. Είναι η ίδια απάντηση που έδωσα πριν κάποια χρόνια όταν στο διαδικτυακό περιοδικό TAR είχε ξεσπάσει μια έντονη συζήτηση – σχεδόν καυγάς – για το τι είναι η κλασική κιθάρα και οι εκδότες του περιοδικού ο Νότης Μαυρουδής και ο Κώστας Γρηγορέας μου είχαν ζητήσει να πω τη γνώμη μου για το ζήτημα αυτό. Τους έστειλα το παρακάτω κείμενο που θέλω να σας το διαβάσω επακριβώς:
“Η κιθάρα είναι το όργανο που κατασκευάζεται από έμπειρους τεχνίτες που χρησιμοποιούν ποικιλία ξύλων και βερνικιών και στη γνωστή της μορφή σήμερα παίζεται με 6 νάιλον χορδές.
Είναι το χαμηλόφωνο, πολυφωνικό και δύσχρηστο όργανο που απαιτεί από εκείνον που θα το αγκαλιάσει, να αφιερώσει ατέλειωτες ώρες καθημερινής μελέτης, σπουδής και έρευνας. Παρουσιάζοντας μια μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων και μια πλατιά γκάμα συγκινησιακών στοιχείων, ο εκτελεστής ζυμώνει και πλάθει τον ήχο κυριολεκτικά με τα δάχτυλα και των δυο χεριών του, καλλιεργώντας ο ίδιος με την πάροδο του χρόνου την προσωπική του αισθητική.
Με αυτόν τον κομψό, βελούδινο και μαγικό ήχο που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του σκάφους, η κιθάρα αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο όργανο στον πλανήτη. Χωρίς να χάσει ποτέ την ταυτότητα του ‘λαϊκού’ οργάνου, η κιθάρα τις τελευταίες δεκαετίες διδάσκεται στις πιο έγκυρες Ακαδημίες, παίρνοντας μια θέση δίπλα στα υπόλοιπα όργανα συναυλιών, προσφέροντας έτσι κι αυτή με τη σειρά της την βαθύτερη γνώση και τη μουσική Παιδεία. Τέλος, ο πολυδιάστατος και πολυσχιδής ρόλος της την έχει κάνει δημοφιλή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενώ δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται στη συνοδεία του τραγουδιού όπου είναι αναντικατάστατη”.
Αγαπητοί φίλοι,
Θα μου άρεσε να κλείσω αυτή την ομιλία με την ιστορική φράση του μεγάλου πιανίστα Φρειδερίκου Σοπέν:
“Δεν υπάρχει ωραιότερο όργανο από μια κιθάρα, αν ίσως εξαιρέσουμε τις δύο!”
Σας ευχαριστώ!
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(Μάρτιος 2014)
lizevas@yahoo.com
http://www.evangelos-liza.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας