Γνωριμία με ένα «μύθο»
Επειδή όλα, σχεδόν, τα γεγονότα που αφορούν τον μεγάλο αυτό κιθαριστή είναι γνωστά, θα περιγράψω την προσωπική μου γνωριμία και μαθητεία δίπλα στον Andrés Segovia, όπως την έζησα τότε, με τα μάτια ενός νεαρού, που πήγε να τον συναντήσει με ένα θράσος ανεξήγητο.
Το 1969, σ’ ένα διαγωνισμό στο Βερτσέλι της Ιταλίας, κέρδισα ένα βραβείο για την καλύτερη ερμηνεία έργων του Mario Castelnuovo-Tedesco. Από τη στιγμή εκείνη, άρχισα να επικοινωνώ με τη χήρα του Castelnuovo-Tedesco, την Clara, που ζούσε στο Μπέβερλι Χιλς. Σε κάποιο από τα γράμματα μου, της ανέφερα το όνειρο που είχα να γίνω μαθητής του Segovia. Εκείνη, χωρίς χρονοτριβή, του έστειλε ένα γράμμα με την προτροπή να δεχθεί να με ακούσει. Ο Segovia της απάντησε πως θα με περίμενε στο σπίτι όπου παραθέριζε κάθε χρόνο, κάπου κοντά στη Γρανάδα.
Ξεκίνησα μόνος μου, έφτασα στη Μαδρίτη, πήρα το τρένο, πέρασα τη Γρανάδα και έφτασα στην πιο κοντινή με το σπίτι του πόλη, την Almuñecar. Έμεινα σε ένα ξενοδοχείο που λεγόταν “Sexy”!
Το άλλο πρωί, αφού μου εξήγησαν ότι το σπίτι βρισκόταν κοντά, σε μια περιοχή με το όνομα Los Berenheles, ξεκίνησα με τα πόδια, χωρίς κιθάρα, να συναντήσω τον μεγάλο δάσκαλο. Είχε φτάσει μεσημέρι κι εγώ βρέθηκα να περπατάω μέσα στα βουνά. Κανένας δεν σταματούσε στα απελπισμένα μου οτο-στοπ. Ούτε που θυμάμαι πόσες ώρες περπατούσα και πόσα χιλιόμετρα έκανα. Τελικά έφτασα σ’ ένα ψηλό λόφο όπου βρισκόταν το σπίτι, με μια μικρή ταμπέλα που έγραφε: Los Olivos. Λαχανιασμένος, χτύπησα το κουδούνι. Με υποδέχτηκαν δυο κοντοπόδαρα μαύρα και άγρια σκυλιά. Κόντεψα να το βάλω στα πόδια. Χτύπησα ξανά και εμφανίστηκε μια χοντρή κυρία που, όπως έμαθα αργότερα, ήταν η αδερφή του δασκάλου, η οποία μιλούσε μόνο ισπανικά. Η συνεννόηση θα ήταν αδύνατη αν δεν εμφανιζόταν η Εμιλίτα η γυναίκα του Segovia, που κατάλαβε αμέσως ποιος ήμουν και τι ήθελα. Μπήκα στο σπίτι, μου πρόσφερε ευγενικά κάτι και λίγο αργότερα ξεπρόβαλε αργά-αργά ο δάσκαλος, χοντρούλης και με μαύρα γυαλιά. Μου ‘ρχόταν να τον τσιμπήσω, να σιγουρευτώ ότι ήταν αληθινός και όχι κανένας σωσίας του. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι βρισκόμουν πρόσωπο με πρόσωπο με τον ζωντανό θρύλο της κιθάρας, ότι επρόκειτο να του παίξω και να μου κάνει μάθημα.
Με ρώτησε για την Ελλάδα και το δάσκαλο μου, για το πρόγραμμα που έπαιζα κ.λ.π. Μου είπε να πάω την επόμενη το πρωί με την κιθάρα μου. Τους χαιρέτησα και έφυγα για το ξενοδοχείο. Ήταν βράδυ όταν έφτασα. Εκείνη τη μέρα περπάτησα τη μεγαλύτερη απόσταση της ζωής μου!
Την επόμενη μελέτησα λίγο το πρωί και, με τη Ramirez στον ώμο, πήρα ένα ταξί και πήγα ξανά στο Los Olivos. Η υποδοχή ήταν καλύτερη αυτή τη φορά. Ο Segovia στρώθηκε σ’ ένα καναπέ και η Εμιλίτα δίπλα του. Η αδερφή του τριγυρνούσε με ένα μωρό που ούρλιαζε στην αγκαλιά της (αργότερα έμαθα πως ήταν ο γιος του) κι εγώ άρπαξα την κιθάρα και άρχισα να παίζω Bach, Villa-Lobos, Castenuovo-Tedesco κ.λ.π. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά χαλαρή. Του έπαιξα όλο σχεδόν το πρόγραμμα που είχα, μέχρι τη στιγμή που με ρώτησε αν είχα παίξει τις σπουδές του Sor. Έπαιζα αρκετές, αλλά για κακή μου τύχη, διάλεξα να παίξω τη Νο12 (Sor-Segovia) με τις τρίτες επειδή ήταν δεξιοτεχνική. Πριν προλάβω να φτάσω στο δέκατο μέτρο πετάχτηκε από τον καναπέ ουρλιάζοντας, μισά ισπανικά μισά αγγλικά, επειδή «τόλμησα» να αλλάξω μερικούς δακτυλισμούς από την έκδοσή του για να κάνω τη σπουδή πιο εύκολη. Έμεινα άναυδος, αλλά του ζήτησα συγγνώμη χωρίς να το πιστεύω. Η Εμιλίτα, χαμογελώντας του ζήτησε να ηρεμήσει λέγοντας ότι δεν έγινε και καμιά καταστροφή! Άρχισα πάλι τη σπουδή και αυτή τη φορά την τελείωσα χωρίς διακοπή. Έμεινα αρκετή ώρα και αφού του ζήτησα να γράψει κάτι για μένα, ετοιμάστηκα να φύγω. Μου είπε να ξαναπάω την άλλη μέρα, αλλά επειδή τελείωναν οι διακοπές του, θα συνεχίζαμε τα μαθήματα στη Μαδρίτη. Με ρώτησε πού έμενα και πώς θα επέστρεφα. Όταν του είπα πως την προηγούμενη είχα έρθει και επιστρέψει με τα πόδια από την Almuñeca μου φάνηκε ότι συγκινήθηκε. Ζήτησε από την Εμιλίτα να με πάνε πίσω με το αυτοκίνητο άλλα εκείνη γκρίνιασε γιατί όπως έμαθα, ο δάσκαλος είχε κάνει επέμβαση καταρράκτη και ο γιατρός του είχε απαγορεύσει να βγαίνει στον ήλιο. Παρόλα αυτά, τηλεφώνησε στο γιατρό, πήρε την άδεια του, και όλοι μπήκαμε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε βέβαια η Εμιλίτα, ο Segovia δίπλα της κι εγώ πίσω ευχαριστημένος που γλίτωσα τον ποδαρόδρομο. Ο δάσκαλος ήταν όλο κέφια γιατί είχε, φαίνεται πολύ καιρό να βγει έξω, όταν δε του είπα το όνομα του ξενοδοχείου, άρχισε να κάνει πλάκα και να με ρωτάει αν είχε ωραίες γυναίκες.
Πήγα ακόμα μερικές φορές. Ήταν ήδη Σεπτέμβρης, εκείνος έπρεπε να κάνει περιοδείες μέχρι τον Δεκέμβρη και μου έδωσε τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του για να βρεθούμε πλέον τότε στη Μαδρίτη και να συνεχίσουμε τα μαθήματα. Μου έκανε σαφές ότι δεν θα μου έπαιρνε καθόλου χρήματα. Αυτό ήταν το πιο συγκινητικό πράγμα που έκανε για μένα - και προφανώς για πολλούς άλλους - ο Segovia. Είχε, μάλλον, καταλάβει πως, αν πληρωνόταν, θα μου ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι.
Αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου (1970) φτάνω με μια φίλη μου στη Μαδρίτη. Τακτοποιούμαστε σε μια πανσιόν και παίρνω αμέσως τηλέφωνο. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε. Το σήκωσε η αδερφή του και ήταν πάλι αδύνατο να συνεννοηθώ. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Με μεγάλες θυσίες είχα κάνει αυτό το ταξίδι, είχα ξοδέψει όλες μου τις οικονομίες και αν δεν τον συναντούσα θα ήταν σκέτη καταστροφή. Την άλλη μέρα τηλεφώνησα ξανά και για καλή μου τύχη το σήκωσε η Εμιλίτα. Της εξήγησα ποιος ήμουν αλλά μου είπε ότι ο μαέστρος ήταν άρρωστος και θα ‘πρεπε να ξαναπάρω το απόγευμα. Ευτυχώς το απόγευμα με ενημέρωσε ότι το μάθημα θα γινόταν την επόμενη στο σπίτι της οδού Concha Espiña αρ. 33 στο δεύτερο όροφο. Πήρα την κιθάρα μου και ξεκίνησα. Το πρώτο μάθημα έγινε στην… κρεβατοκάμαρα του. Εκείνος ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι εγώ να του παίζω τα Πρελούδια του Villa–Lobos. Ήταν μια εικόνα σουρεαλιστική, αλλά ήμουν πανευτυχής που το ταξίδι δεν πήγε χαμένο.
Άλλη μια φορά με άκουσε στην κρεβατοκάμαρα και από την επόμενη το μάθημα γινόταν στο στούντιο που μελετούσε στον τέταρτο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας. Πήγαινα για μάθημα κάθε πρωί. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι με άκουγε χωρίς να με διακόπτει. Θυμάμαι ότι θύμωνε πολύ συχνά, λέγοντας μου να μην τρέχω, κι εγώ, εντελώς θρασύς, του έλεγα ότι κι εκείνος έτρεχε στους δίσκους του. Μου απαντούσε ότι ο Segovia ήταν εκείνος και όχι εγώ και η συζήτηση τελείωνε εκεί. Τη φορά όμως που έγινε πραγματικά έξω φρενών ήταν όταν τόλμησα να του παίξω τη Chaconne του Bach στη δική του διασκευή αλλά χωρίς λεγκάτα. Τον άκουσε όλη η πολυκατοικία και μόνο που δε με πέταξε από το παράθυρο. Μου είπε να την αφήσω και να την ξαναπιάσω στα πενήντα μου. Εγώ, εντελώς αναίσθητος, σκεφτόμουνα ότι είχε γεράσει και γίνει πολύ παράξενος.
Κάποια άλλη φορά μου ανοίγει, μπαίνω μέσα και το πρώτο πράγμα που μου λέει είναι να πάω να πλύνω τα χέρια μου… Εγώ, άναυδος, το κάνω και εκείνος ανοίγει μια θήκη και μου δίνει μια κιθάρα, που όμοια της δεν ξανάπιασα ποτέ στα χέρια. Ήταν μια καταπληκτική, σπασμένη Χάουζερ.
Κάποτε τα μαθήματα τελείωσαν και τώρα που κάνω τον απολογισμό, αναρωτιέμαι αν υπάρχει σήμερα, έστω και ένας μικρός ή μεγάλος καλλιτέχνης που θα αναλάμβανε να διδάξει χωρίς χρήματα ένα μικρό παιδί (με ταλέντο ίσως) από μια διαφορετική χώρα, επειδή, απλώς, του χτύπησε (με θράσος ίσως) την πόρτα.
Τελειώνοντας, πρέπει να αναφέρω ότι ο Segovia, όπως όλοι οι άνθρωποι, είχε κι αυτός τις ιδιομορφίες και τα ελαττώματά του. Ορισμένα απ’ αυτά θα ήταν ίσως ικανά να τον απομυθοποιήσουν πλήρως στα μάτια των θαυμαστών του και όσων τον αγάπησαν και τον αγαπούν. Σκοπεύω να αναφερθώ εκτενέστερα σ’ αυτά σε πιο εύθετο χρόνο, όχι όμως στo πλαίσιο ενός αφιερώματος - όπως αυτό του Tar – αλλά σε κάποια άλλη, πιο κατάλληλη περίσταση.
ΥΓ1 Οφείλω να πω ότι ο Segovia εκτιμούσε αφάνταστα τον Γεράσιμο Μηλιαρέση αφού πάντα με ρωτούσε γι’ αυτόν και του έστελνε χαιρετίσματα. Δεν ήξερε, προφανώς, ότι στην Ελλάδα υπήρχαν δύο «στρατόπεδα» και ότι εγώ, την εποχή εκείνη, άνηκα στο άλλο. Έτσι, ο Μηλιαρέσης, όλα αυτά τα έμαθε πολύ αργότερα.
ΥΓ2 Το ξενοδοχείο “Sexy” γκρεμίστηκε και στη θέση του χτίστηκε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο.
ΥΓ3 Η βίλα Los Olivos έχει ανακαινιστεί και έχει γίνει αγνώριστη όπως είδα από φωτογραφίες που μου έδωσε ένας φίλος. Εκεί παραθερίζει ακόμα η Εμιλίτα. Το σπίτι στη Μαδρίτη το έχει κληρονομήσει ο γιος του που είναι πλέον ένας σαραντάρης ζωγράφος. Είναι το μωρό που έκλαιγε στην αγκαλιά της θείας του όταν πρωτόπαιξα κιθάρα στο δάσκαλο, το καλοκαίρι εκείνο στη Γρανάδα.
Βαγγέλης Μπουντούνης
evangelos@boudounis.com
http://www.boudounis.gr/