ΚΩΣΤΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Όταν διάβαζα τους τόμους της Ιστορίας του Ελληνικού Τραγουδιού, την εποχή που εκπονούσα τη διδακτορική μου διατριβή, δεν φανταζόμουν ότι θα είχα κάποτε την τιμή να γνωρίσω από κοντά τον συγγραφέα αυτού του έργου. Ο Κώστας Μυλωνάς αισθάνεται πάνω απ΄όλα συνθέτης παρότι- όπως δηλώνει ο ίδιος- είναι περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας, αλλά υπήρξε και πολύ επιτυχημένος επιμορφωτής σε Σχολές Κινηματογράφου, Δημοσιογραφίας κτλ. Είναι από τις αξιοθαύμαστες (και ως εκ τούτου σπάνιες) εκείνες περιπτώσεις ανθρώπων που απορείς πώς ενώ είναι αυτοδίδακτοι, εν τέλει αποκτούν μια αξιέπαινη μόρφωση! Έχοντας πάει ελάχιστα σε ωδείο («μaθήματα “άρπα κόλλα”», όπως θυμάται), απορείς πώς έμαθε, πιάνο, αρμονία, αντίστιξη, σύνθεση και μουσική σημειογραφία! Απορείς, πώς εθίστηκε στη λογοτεχνία «θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να χαζεύω σε μια προθήκη βιβλιοπωλείου- από μικρό παιδάκι» εξομολογείται. Απορείς, πώς άρχισε να ακούει Σοπέν και από χρόνια να είναι «φανατικός» ακροατής του «Τρίτου Προγράμματος». Απορείς, πώς καλλιέργησε προβληματισμούς περί αισθητικής, για να καταλήξει σήμερα να γράφει το βιβλίο «Το Θείο Ψέμα της Τέχνης» (δοκίμιο με τον ίδιο τίτλο, είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα του). Και είναι να απορείς, γιατί αυτές οι «ζυμώσεις» έγιναν σε εποχές με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και υπό μεγάλη οικονομική δυσπραγία… Κάποτε, έπαιζε πιάνο σε γνωστό ξενοδοχείο. Λίγες μέρες μετά τη συνέντευξη, κυκλοφόρησε το νέο του cd, με τίτλο «Piano Bar», με το ρεπερτόριο που ερμήνευε τότε. Μιλήσαμε για πολλά. Καθώς περνούσαμε από το ένα θέμα στο άλλο, κάτι αναπόφευκτο λόγω των πολλών δραστηριοτήτων του, κάποια στιγμή μου είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «απορώ πώς θα βγάλετε άκρη με όλα αυτά που είπαμε!» Εκτίμησα την ευθύτητά του. Εξίσου αυθόρμητα, του είπα αποχαιρετώντας τον: «σας οφείλουμε!» Και το εννοούσα.
Τ.Β. Έχετε πολλές ιδιότητες (συνθέτης, συγγραφέας, κτλ). Υπάρχει κάποια εξ΄αυτών που τη βιώνετε ως πιο σημαντική;
Κ.Μ. Από αυτές τις ιδιότητες που αναφέρατε, υπάρχει μια που μπορώ να πω ότι οι επιδόσεις μου ήταν πάρα πολύ καλές: η ιδιότητα του δασκάλου. Έχω κάνει πάρα πολλά σεμινάρια, ήμουν καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου κ.ά. Είχα μεγάλο πάθος όταν δίδασκα στα παιδιά την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και επεκτεινόμουν και σε άλλα θέματα όταν το έφερνε η συζήτηση. Αλλά πρωτίστως αισθάνομαι ότι είμαι συνθέτης. Παρότι τα εννέα βιβλία μου (οκτώ από τις εκδόσεις Κέδρος και ένα από τις εκδόσεις Νεφέλη) διδάσκονται στα περισσότερα ελληνικά Πανεπιστήμια και όχι μόνο στις μουσικολογικές Σχολές (σε Σχολές Ανθρωπολογίας, Δημοσιογραφίας κ.ά.), παρόλα αυτά, αισθάνομαι περισσότερο συνθέτης, παρά συγγραφέας. Την αναγνωρισιμότητα την κέρδισα όμως περισσότερο ως συγγραφέας και λιγότερο ως συνθέτης. Πολύ μετά, άρχισαν να μεταδίδονται έργα μου από το Τρίτο Πρόγραμμα. Η επιδίωξή μου είναι να γράφω μια μουσική που να είναι ελκυστική και από την άλλη, η προσέγγισή της να είναι και έντεχνη.
Τ.Β. Έχετε αναφέρει τόσο προλογίζοντας έργα σας, όσο και σε συνεντεύξεις σας, ότι «όλα αυτά τα χρόνια η μοναδική μου έννοια και σκέψη, συγκεντρώνεται στην προσπάθεια που κάνω να στήσω με τη μουσική μου μια γέφυρα ανάμεσα στο «λαϊκισμό» και τον «ελιτισμό», που στην ουσία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Ποιες είναι οι εκφάνσεις του λαϊκισμού και του ελιτισμού στη μουσική;
Κ.Μ.Ο λαϊκισμός εκφράζεται από τα ΜΜE-μη εξαιρουμένων και των κρατικών. Βέβαια οι εταιρείες δίσκων παλιά βγάζανε σωρηδόν κάποια μουσικά κατασκευάσματα, τα λέγανε λαϊκά τραγούδια, αλλά δεν είχανε καμία σχέση με το λαϊκό τραγούδι. Τα προέβαλαν, οι βιομηχανίες του θεάματος και ακροάματος. Γιατί το τραγούδι έχει γίνει περισσότερο θέαμα, παρά ακρόαμα. Από την μια πλευρά έχουμε αυτόν τον ασυγκράτητο λαϊκισμό και από την άλλη, με στενοχωρεί το γεγονός ότι οι λόγιοι συνθέτες μας, έχουν πάρει «διαζύγιο» από το συναίσθημα! Απορούν μετά, γιατί οι συναυλίες τους έχουν καταντήσει συνάξεις γκέτο. Πιστεύω ότι δεν έχουν κοινό και το ομολογούν και οι ίδιοι. Θυμάμαι μια φορά διάβασα μια συνέντευξη, στο «Πολύτονο», στην οποία, συνθέτης της Πρωτοπορίας, έλεγε περίπου τα εξής: «αγωνίζεσαι δυο χρόνια για να κάνεις ένα έργο και αυτό παίζεται προ κενών καθισμάτων!» Παρότι όλα τα media τους υποστηρίζουν (και η Κρατική Τηλεόραση), τους δίνονται αίθουσες συναυλιών (ΜΜΑ, Γκαίτε κτλ) δεν έχουν ανταπόκριση από το κοινό. Αυτό το φαινόμενο να μην ενδιαφέρονται εάν θα αρέσει ή όχι η μουσική τους, είναι μια περιφρόνηση προς το ίδιο το κοινό, που είναι ο φυσικός αποδέχτης της μουσικής τους. Βέβαια τη μουσική τη γράφουμε πρώτα για να συγκινούμαστε οι ίδιοι. Αλλά πρέπει να μεταδοθεί και στο κοινό αυτή η συγκίνηση. Ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο κορυφαίος μουσικολόγος και πρώην Πρύτανης του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Απόστολος Κώστιος, σε ένα από τα μηνύματά του, μου γράφει (αναφερόμενος στη μουσική μου) ότι πρόκειται για μια μουσική που καταλαβαίνεις τον συνθέτη. «Άκουγα το Τρίτο Πρόγραμμα και χωρίς να έχει αναγγείλει ο παραγωγός ποιο έργο παιζόταν, σκέφτηκα “αυτό είναι του Μυλωνά”. Και μπορώ υπεύθυνα να σας πω ότι πρόκειται γι΄αυτό που λέμε “ιδιόλεκτο”, γιατί η μουσική είναι μια γλώσσα».
Τ.Β. Το να γράψει ένας συνθέτης σύγχρονης μουσικής, μουσική χωρίς μελωδία, νομίζετε ότι γίνεται «από άποψη» ή συνιστά αδυναμία να δημιουργήσει μελωδία;
Κ.Μ. Νομίζω ότι είναι αδυναμία. Αλλά, αντί να πω τη δική μου γνώμη, θα προτιμούσα να αναφέρω αυτά που έλεγε ο Haydn, ο πατέρας της Συμφωνίας: «Στη μελωδία βρίσκεται η γοητεία της μουσικής και η πραγμάτωσή της είναι πάρα πολύ δύσκολη. Η επινόηση μιας όμορφης μελωδίας, είναι έργο μιας ιδιοφυίας». Ήδη από το 1915 είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και ο μεγάλος Αυστριακός συνθέτης, ο Richard Strauss, ο οποίος είπε ότι είμαστε σε ένα αδιέξοδο, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη μελωδία. Και θυμάμαι και μια συζήτηση που είχαμε κάνει πριν 40 περίπου χρόνια, με το Θόδωρο Αντωνίου, που έλεγε το ίδιο. Αλλά η μελωδία δεν είναι εύκολο πράγμα. Εγώ δεν έχω γράψει πολλές οργανικές συνθέσεις, γύρω στις 65-70. Αλλά όλες είναι μελωδικές. Όμως δεν σκέφτομαι μόνο τη μελωδία όταν γράφω κάτι, ταυτόχρονα σκέφτομαι και την αρμονία και τις αντιστικτικές κινήσεις που πρέπει να έχει ένα κομμάτι, την ανάπτυξη, ένα δεύτερο θέμα, ένα τρίτο θέμα, την επαναφορά στο πρώτο θέμα κλπ. Το ταλέντο δεν διδάσκεται σε κανένα ωδείο. Είτε έχεις ένα ταλέντο ή δεν έχεις. Θυμάμαι τον συγχωρεμένο τον Μαμαγκάκη που μου έλεγε: «φίλε μου έχεις χάρισμα, η μελωδία είναι το παν».
Τ.Β. Θα θέλατε να μας περιγράψετε τη διαδικασία της σύνθεσης ως πνευματική εργασία, αλλά και ως τεχνική;
Κ.Μ. H ερώτηση είναι διατυπωμένη με έναν τέτοιο τρόπο, που δεν μπορεί να δώσει κανείς μια σαφή απάντηση. Εγώ πιστεύω ότι δεν μπορείς να κοιτάς μόνο την τεχνική. Γιατί εάν δεν πλημμυρίσει η καρδιά σου από συγκίνηση την ώρα που γράφεις κάτι, την ώρα που παίζεις κάτι στο πιάνο, τι να την κάνεις μόνο την τεχνική; Εγώ δεν σκέφτομαι έτσι. Kάθομαι στο πιάνο όταν με συγκινεί κάτι και αν βρίσκω ότι έχει ενδιαφέρον, το γράφω. Μια φορά θυμάμαι σε ένα από τα βαλς του πρώτου μου δίσκου με κομμάτια για πιάνο, τις «Αναπολήσεις», ρωτάω τη γυναίκα μου: «βρε Ράνια, λέει κάτι αυτό;» και μου λέει: «γράψτο! Είναι πολύ ωραίο!» Και πράγματι ήταν ένα από τα κομμάτια που παιζόταν πολύ από το Τρίτο Πρόγραμμα και το ονόμασα: «Το βαλς της Ράνιας».
http://www.kostasmilonas.gr/moments.html
Τ.Β. Παρότι πιανίστας, έχετε γράψει πολλά έργα για κλασική κιθάρα. Ποια στοιχεία της κιθάρας βρίσκετε περισσότερο ελκυστικά;
Κ.Μ. Είμαι σχεδόν αυτοδίδακτος μουσικός! Παίζω πιάνο βεβαίως και έχω συνεργαστεί και με την Κρατική Ορχήστρα. Έχω κάνει το υποχρεωτικό για να πάρω το πτυχίο Ωδικής. Στο πιάνο είμαι τελείως αυτοδίδακτος. Θυμάμαι ότι δεν είχαμε πιάνο, δεν μπορούσε ο πατέρας μου να μου πάρει, ήταν δύσκολα οικονομικά χρόνια. Eίχε μια φίλη η μάνα μου, η οποία είχε πιάνο και την είχε παρακαλέσει να πηγαίνω να μελετάω. Το πρώτο μου όργανο ήταν η κιθάρα. Μου είχε πάρει ο πατέρας μου μια κιθάρα και υπήρχε ένας δάσκαλος, ο οποίος δεν ήξερε καν να με διδάξει το σύστημα Tárrega. Οι κιθαριστές θα το καταλάβουν αυτό, με δίδαξε το σύστημα Carulli. Παίζω κιθάρα και μάλιστα κορυφαίοι έλληνες μουσικοί-που με είχαν ακούσει-μου είπαν ότι η κιθάρα «μιλάει» στα χέρια μου. Βέβαια τώρα έχω πάνω από τριάντα χρόνια να παίξω. Μάλιστα μια Etude που έχω γράψει για κιθάρα, την Etude No.1, ο Μπουντούνης (και άλλοι συνάδελφοι) μου είπαν ότι είναι πάρα πολύ δύσκολη, πιο δύσκολη και από τις δυσκολότερες σπουδές του Villa Lobos. Ο Κοτρωνάκης (που μαζί με τον Πάνο τον Λαμπρόπουλο παίξανε τα κομμάτια μου, μου είπε: «αυτό αποκλείεται να το έχεις γράψει με την κιθάρα, το έχεις γράψει με το πιάνο». Το κατάλαβε, γιατί πράγματι το είχα γράψει με το πιάνο και έκανα μεταγραφή για κιθάρα. Επομένως, το ίδιο το όργανο βρίσκω ελκυστικό. Ο Σοπέν έλεγε ότι «δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο από μια κιθάρα, εκτός αν πρόκειται για δυο». Η κιθάρα είναι ένα πάρα πολύ όμορφο και πολύ δύσκολο όργανο.
Τ.Β. Τότε ως μαθητής, δεν πήγατε καθόλου σε ωδείο;
Κ.Μ.Πρέπει να πήγα ανάμεσα 17-18 χρονών, ενάμισι χρόνο περίπου, στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου της Νίκαιας. Αλλά αυτά ήταν μαθήματα «άρπα κόλλα»…
Τ.Β. Νότες δεν μάθατε να διαβάζετε από Καθηγητή;
Κ.Μ. Οι σπουδές μου είναι ελλιπέστατες. Αλλά νότες ξέρω τόσο να διαβάζω, όσο και να γράφω. Όταν μπορείς να γράφεις μια κατέντζα, που είναι 64 νότες! Για παράδειγμα, στο «Μποτίλια στο πέλαγο» σε ένα τάνγκο Νο.1, την κατέντζα την παίζει ο Παναγιώτης ο Δράκος, ένας εξαιρετικός μουσικός και φλαουτίστας. Την παίζει αέρα! Βγαίνουν 64 νότες σε 4 μέτρα, κάθε μέτρο έχει 16 νότες! Φανταστείτε τι γίνεται και από κάτω, καθώς το πιάνο και το βιολί παίζουν άλλα! Βέβαια τώρα που έχουμε την τεχνολογία, βάζεις στον υπολογιστή αυτή τη νότα, δεν σου αρέσει, βάζεις μια άλλη. Το κομπιούτερ δεν σου δίνει έμπνευση, αλλά βοηθάει.
Τ.Β. To 2015 κυκλοφόρησε το cd σας “Του έρωτα και της ερημιάς (1966-1969)” όπου εμπεριέχει τραγούδια που γράψατε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και τα οποία όμως δεν επέτρεψαν οι συνθήκες τότε να κυκλοφορήσουν τότε. Σε ποιους παράγοντες αποδίδετε τη δυσκολία να εκδώσετε τα τραγούδια σας την εποχή που γράφτηκαν;
Κ.Μ.Τα τραγούδια αυτά την εποχή που γράφτηκαν (πολύ ταπεινά το λέω) αποτελούσαν πρωτοπορία. Αν τα ακούσει κανείς θα διαπιστώσει ότι στο δίσκο παίζονται μόνο με ένα πιάνο! Όμως αυτά τα έχω ενορχηστρώσει και για συμφωνική ορχήστρα. Αλλά ποιος θα μου δώσει μια συμφωνική ορχήστρα; Από την ΕΡΤ δεν μου έχουν απαντήσει ακόμα. Αλλά έστω και με ένα πιάνο που παίζονται στο δίσκο, κανείς βλέπει ότι η συνοδεία του πιάνου, είναι ένα τραγούδι μες το τραγούδι. Και αυτή ήταν η αξία του. Δηλαδή, όταν μιλάω για πρωτοπορία, ήταν γιατί τότε το τραγούδι ήταν πολύ επίπεδο. Εδώ υπάρχει κίνηση, αντίστιξη, ενδιαφέρον στη συνοδεία. Και η μελωδία πρέπει να είναι πολύ ωραία και να υποστηρίζεται από όμορφες αρμονίες για να έχεις ένα ωραίο αισθητικό μουσικό αποτέλεσμα.
Τ.Β. Σε ποιους παράγοντες αποδίδετε τη δυσκολία να εκδώσετε τα τραγούδια σας την εποχή που γράφτηκαν;
Κ.Μ. Όταν εκδόθηκε ο Μεγάλος Ερωτικός, το 1972, θυμάμαι ότι οι πωλήσεις ήταν πολύ μικρές ανάλογα με τη φήμη του Χατζιδάκι και την αξία του έργου. Και μάλιστα είχε πει ο ίδιος: «Χαίρομαι που δεν είχε πωλήσεις, γιατί φαίνεται ότι το έργο μου απευθύνεται σε αυτιά ολίγων» (δεν θυμάμαι την ακριβή του διατύπωση, αλλά το νόημα ήταν αυτό). Και μετά από αυτό σκέφτηκα: «τι προσπάθεια να κάνω;» Ο Χατζιδάκις, είχε ήδη ένα πολύ μεγάλο όνομα! Είχε πάρει Όσκαρ, ήταν πολύ γνωστός σε όλο τον κόσμο! Όταν έγραψα αυτά τα τραγούδια, καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα να πάω σε εταιρείες δίσκων. Ήταν αλλού το τραγούδι. Δεν θα ήταν εμπορικά. Και αυτό φάνηκε με το παράδειγμα που σας είπα προηγουμένως. Όταν κυκλοφόρησε ο Μεγάλος Ερωτικός, μου αναπτερώθηκε η ελπίδα ότι και τα δικά μου τραγούδια, θα μπορούσαν να είχαν κάποια τύχη. Αλλά εγώ δεν είχα το όνομα του Χατζιδάκι. Ήμουν τότε ακόμη νέος, το 1966 ήμουν 27-28 χρονών όταν έγραψα αυτά τα τραγούδια. Αργότερα, τα επεξεργάστηκα πολύ καλύτερα αρμονικά και αντιστικτικά, πιο καλά απ΄ότι ήταν στην αρχή.
Τ.Β. Το 2015 που κυκλοφόρησαν τα είδατε και με μια νέα ματιά, πιο ώριμη;
Κ.Μ. Αυτό το είχα κάνει ήδη αρκετά χρόνια πριν. Ήταν γραμμένα για πιάνο και φωνή, είχαν εκδοθεί από τον Εκδοτικό Οίκο Παπαγρηγορίου Νάκα (ο οποίος μου έχει εκδώσει περίπου 10 βιβλία- θα βγάλει ακόμη ένα).
Επειδή μιλάμε για τη μουσική μου, θα ήθελα να πω ότι με έχει τιμήσει το ότι έχει παίξει έργα μου μια πιανίστα, όπως η Ναταλία η Μιχαηλίδου, κορυφαία ελληνίδα πιανίστα, την οποία εκτιμώ ιδιαίτερα και ως πιανίστα και ως άνθρωπο. Ίσως είναι από τα καλύτερά μου έργα τα «Τραγούδια χωρίς λόγια». Είναι μια συλλογή που πήρα κάποια τραγούδια μου και τα έκανα πιανιστικά κομμάτια, χωρίς βέβαια να χάνεται η μελωδία και η αρμονία των τραγουδιών. Μερικά από αυτά είναι δύσκολα στην εκτέλεσή τους.
Τ.Β. Aπό τη δεκαετία του΄60 έως σήμερα, το ελληνικό τραγούδι έχει περάσει από πολλές και διαφορετικές φάσεις. Με βάση και τη σημαντική μελέτη σας για την ιστορία του, ποια είναι κατά την άποψή σας η σημαντικότερη περίοδος ακμής του και ποια η πιο χαρακτηριστική περίοδος καμπής του;
Κ.Μ. Κάθε εποχή και κάθε δεκαετία έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Πιστεύω ότι η πιο ώριμη περίοδος του ελληνικού τραγουδιού είναι οι δεκαετίες ΄60 και ΄70– ειδικά του ΄70. Όλα αυτά τα έχω γράψει στην Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού. Βέβαια μετά τη δεκαετία του ΄80 δεν βρίσκεις έναν Γιαννίδη, έναν Σουγιούλ, ή έναν Αττίκ. Δεν μπορείς να μιλάς για ακμή ή παρακμή όταν βλέπεις συνολικά μια ιστορία. Εγώ θεωρώ πολύ μεγάλο τραγουδοποιό τον δάσκαλο του Καλομοίρη, τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος Έλληνας τραγουδοποιός. Σε ένα τραγούδι του, με τίτλο: «Yπό το Φως της Σελήνης» μπορώ να πω ότι στηρίχθηκε όλο το Ελληνικό τραγούδι! Τον θεωρώ πατέρα του ελληνικού τραγουδιού! Μετά έρχεται ο Αττίκ, φέρνει όλο το ευρωπαϊκό πνεύμα, διατηρώντας και τη δροσιά της Αττικής γης και από κει και πέρα αρχίζει μια μεγάλη ακμή. Μετά αυτό σιγά σιγά παρακμάζει, γιατί έρχονται άλλες παράμετροι, κοινωνικές, που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη του τραγουδιού. Αλλά, πώς να πω πράγματα που είναι γραμμένα σε τέσσερις τόμους; Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει τις απόψεις μου για το τραγούδι, μπορεί να διαβάσει τα βιβλία μου.
Τ.Β. Υπάρχει κάτι στην ελληνική μουσική που να σας ενοχλεί σήμερα;
Κ.Μ.Mε ενοχλεί το γεγονός ότι μονίμως μνημονεύονται ένα – δυο ονόματα- συνθετών, των οποίων την προσφορά δεν αρνιέμαι, αλλά αγνοούνται ονόματα όπως αυτό του Σκαλκώτα, του Σαμάρα κ.ά. Ξέρετε τι συνθέτης ήταν ο Σαμάρας; Για μένα ήταν ογκόλιθος! Δηλαδή, ο άνθρωπος στην Ιταλία, στη σκάλα του Μιλάνου, ήταν από τους σημαντικότερους πρωτεργάτες του Βερισμού. Όταν άκουσα τη «Ρέα» (που τη διευθύνει εξαιρετικά ο φίλος μου, ο Βύρων ο Φιδετζής) είπα: «τι έχει να ζηλέψει ο Σαμάρας από το Βέρντι!» Ο Leoncavallo, και ο Mascagni, τον έχουν κατακλέψει τον Σαμάρα. Πρέπει λοιπόν, να σταματήσουν αυτές οι μεγιστοποιήσεις και οι «αγιοποιήσεις». Δεν είναι δυνατόν να αγνοούνται οι πραγματικά μεγάλοι! Τώρα γράφονται βιβλία για συνθέτες, βίοι Αγίων! Πρόσφατα γνώρισα, για παράδειγμα, έναν εξαιρετικό συνθέτη, τον Στάθη Γυφτάκη. Είναι δυνατόν να ξέρει όλος ο κόσμος τον «ιξ» και να μην ξέρει αυτόν το συνθέτη; ή να μην ξέρει άλλους σημαντικούς συνθέτες, όπως πχ τον Κώστα Γρηγορέα; Υπάρχει σήμερα ένας μηχανισμός τέτοιος, που τα ΜΜΕ προωθούν ό,τι θέλουν. Είμαστε στην εποχή του φαίνεσθαι, όχι του είναι! Δηλαδή, η τηλεόραση έχει κάνει πολύ καλό, αλλά έχει κάνει και πολύ κακό! Ό,τι υπάρχει στην τηλεόραση γίνεται σπουδαίο. Οι αμερικανοί έλεγαν: «απορείτε που κάναμε φίρμα τη Raquel Welch; Μα εμείς με τη διαφήμιση μπορούμε να πουλήσουμε ένα άδειο μπουκάλι!» Σκεφθείτε λοιπόν, τη δύναμη που έχουν τα ΜΜΕ.
Τ.Β. Για εμπορικούς λόγους νομίζετε ότι γίνεται αυτό;
Κ.Μ. Δεν ξέρω. Αλλά πρέπει να υπάρχει ένα κοντρόλ. Ήδη στον τέταρτο τόμο αναφέρομαι σχετικά. Γιατί δεν μπορεί να μην βρεις αδυναμίες σε κάποιους που θεωρούνται οι μεγάλοι μας συνθέτες σήμερα. Ξέρω ότι πολύς κόσμος τα σκέφτεται αυτά, αλλά δεν τολμά να τα πει. Εγώ τόλμησα και να τα γράψω, με πολλή αβροφροσύνη, με πολύ σεβασμό στο έργο αυτών των ανθρώπων. Για παράδειγμα, υπάρχει μια δραστηριότητα του Χατζιδάκι, τον οποίο θαυμάζω πάρα πολύ ως συνθέτη, που δεν με βρίσκει σύμφωνο: ήθελε να κάνει τον Διευθυντή Ορχήστρας. Μα δεν ήταν το αντικείμενό του! Πώς να το κάνει αυτό; αφού δεν μπορούσε! Και υπάρχουν μαρτυρίες μουσικών σχετικά με αυτό το ζήτημα. Αυτό πρέπει να το σπουδάσεις, πρέπει να το κάνεις συνέχεια στη ζωή σου!
Αναρωτιέμαι, οι άνθρωποι που σπουδάζουν στην Ελλάδα, στα ωδεία, ξέρουν ποιός είναι ο Σπύρος Σαμάρας; Είναι ο μεγάλος αγνοημένος! Από την άλλη, να αγνοείται και ο Καλομοίρης; Δεν είναι δυνατόν να αγνοούνται αυτοί που διαμόρφωσαν την ελληνική μουσική!
Τ.Β. Στην Ελλάδα με το φαινόμενο της ανάπτυξης των σταρ της πίστας θεωρείτε ότι έγινε κάτι ανάλογο, δηλαδή προώθηση για εμπορικούς λόγους;
Κ.Μ.Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν θα ασχοληθεί με τους σταρ της πίστας! Είναι αστεία πράγματα, αυτά! Το ποσοστό που ακούει Tρίτο Πρόγραμμα, είναι 1.5%-3% και πάλι το θεωρώ πολύ σημαντικό αριθμό! Το ότι διακόσιες-τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι (και μπορεί και παραπάνω) ακούνε Τρίτο Πρόγραμμα, είναι μια όαση. Στην πρώην Ε.Σ.Δ.Δ., τους παίρνανε από τα εργοστάσια και τους πηγαίνανε να ακούσουν Μπετόβεν. Κουρασμένοι οι άνθρωποι από τη δουλειά τους, νομίζετε μάθανε Μπετόβεν; Ο Παλαμάς λέει: «όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολύ μαθαίνεις και τόσο πιο πολύ γνωρίζεις!» Η αγάπη είναι εκείνη που σε κάνει να πλησιάζεις ένα έργο Τέχνης. Λέμε ότι η Παιδεία πρέπει να αρχίζει από νωρίς. Παίζει ρόλο, αλλά δεν είναι το παν. Η έφεση προς τις καλές Τέχνες (παρατηρείται σε ποσοστό μικρό, σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού) είναι κάτι που γεννιέται μαζί σου, υπάρχει στο DNA σου. Δεν λέω ότι δεν καλλιεργείται, αλλά το σημαντικότερο είναι να το αγαπάς, να σε θέλγει ένα έργο τέχνης. Εγώ θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να χαζεύω σε μια προθήκη βιβλιοπωλείου-από μικρό παιδάκι. Θυμάμαι μια φορά που είχαμε πάει με ένα φίλο μου εκδρομή στη Νέα Πεντέλη και άκουσα από ένα ραδιόφωνο ένα βάλς του Chopin. Είχα ακουμπήσει την πλάτη μου σε ένα δένδρο και η συγκίνηση που ένιωσα τότε, ακόμη με διαπερνάει και τώρα που σας μιλάω!
Τ.Β. Έχετε γράψει πολλά βιβλία. Υπάρχει κάποιο που θεωρείτε ως σημαντικότερο;
Κ.Μ. Ναι. Είναι το «Μουσική και Κινηματογράφος», το οποίο θεωρώ ότι είναι μια μελέτη που δεν έχει προηγούμενο. Το γεγονός ότι διδάσκεται ακόμη και σε σχολές Δημοσιογραφίας του Παντείου Πανεπιστημίου ή σε άλλα Τμήματα, σημαίνει ότι είναι πολύ σημαντική. Δυστυχώς δεν έχει ακόμη μεταφραστεί και αυτό είναι το μεγάλο μαράζι της ζωής μου. Στην Ελλάδα έχει φθάσει να πουλήσει 6.500 αντίτυπα και τα περισσότερα έχουν αγοραστεί από τα Πανεπιστήμια. Ο Απόστολος Κώστιος σε ένα e-mail που μου έστειλε, γράφει «είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό». Είναι ένα αυστηρά επιστημονικό δοκίμιο. Η επιμελήτρια των εκδόσεων «Κέδρος», η Νινέττα Μακρυνικόλα, έλεγε ότι «το βιβλίο αυτό είναι το καύχημα του Κέδρου». Είναι μακράν και πέραν το καλύτερο από όσα βιβλία έχω γράψει.
Τ.Β. Σήμερα με το διαδίκτυο πιστεύετε ότι έχουν επαναπροσδιοριστεί οι σχέσεις συνθέτη – σκηνοθέτη;
Κ.Μ. Συνεχώς επαναπροσδιορίζονται. Αλλά η βάση και η αρχή είναι μια: ότι η μουσική αποτελεί τη λυρική διάσταση της εικόνας. Η μουσική πρέπει να λέει κάτι που η εικόνα από μόνη της δεν μπορεί να το πει. Πρέπει να προσθέτει κάτι στην εικόνα, να κάνει ένα καθημερινό γεγονός, παγκόσμιο, καθολικό. Αλλά για να καταλάβει κανείς περισσότερα, πρέπει να διαβάσει το βιβλίο.
Τ.Β. Στο δοκίμιό σας «ΤΟ ΘΕΙΟ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» θίγετε εξαιρετικά σύνθετα ζητήματα γύρω από την αισθητική, αλλά και την κοινωνιολογία της τέχνης. Θα θέλατε να μας εκθέσετε περιληπτικά τους προβληματισμούς σας;
Κ.Μ. Αν μπει κανείς στο site μου και πάει στην ενότητα «συγγραφικό έργο», εκεί μπορεί να διαβάσει για το «Θείο Ψέμα της Τέχνης». Με αυτό το βιβλίο, προσπαθώ να βρω ποιος είναι εν τέλει ο σκοπός και ο ρόλος της Τέχνης στη ζωή μας. Ποια είναι η διαφορά από τη συγκίνηση που παίρνουμε από ένα γεγονός της ζωής και από ένα γεγονός που συντελείται στο χώρο της τέχνης.
Με ενδιαφέρει η αισθητική συγκίνηση. Και βέβαια αντικρούω τα περί σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Σκεφτείτε με αφορμή τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσες ταινίες γυρίστηκαν, πόσα βιβλία γραφήκαν για τη φρίκη του πολέμου... Μήπως δεν έγινε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος; Μετά από τη φρίκη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, αντίστοιχα, πόσες ταινίες και πόσα βιβλία γράφηκαν και από Έλληνες και από ξένους… Σταμάτησαν οι πόλεμοι στον Πλανήτη; Αυτό προσπαθώ να πω: ότι η Τέχνη δεν έχει άλλο σκοπό, παρά την αισθητική συγκίνηση. Ο Μπρέχτ έλεγε: «μα είναι σχεδόν έγκλημα στην εποχή μας να μιλάς για δέντρα και για πουλιά, παρασιωπώντας χιλιάδες κακουργήματα!» Ναι! ήταν έγκλημα σε μια εποχή με την άνοδο του Χίτλερ. Μήπως όμως μιλώντας για δένδρα, πουλιά, για χρώματα, γλυκαίνεις την ψυχή του ανθρώπου και δεν φθάνει να γίνει πιόνι του οποιουδήποτε δικτάτορα; Κάποτε ο Günter Grass, ένας Γερμανός συγγραφέας, είπε ότι εάν η βιομηχανία του Krupp έλεγε σε κάθε Γερμανό «για να μην κάνω πόλεμο και να μην κατασκευάζω τανκς θα μου δώσεις 200 μάρκα». Κανένας δεν θα έδινε 200 μάρκα! Δώσανε όμως τα χέρια τους, τα πόδια τους, τις ζωές τους! Η μάνα έχασε το γιο, η γυναίκα τον άνδρα!
Ο ταγματάρχης της CIA μπορεί να είναι ένας τρυφερός πατέρας, ένας γλυκύτατος σύζυγος και όταν πηγαίνει στη δουλειά του, γίνεται ένα τέρας! Γίνεται ένα γρανάζι σε μια τεράστια μηχανή που την ορίζει η κυριαρχία του χρήματος! Είναι μεγάλα θέματα αυτά! Εάν υπάρχει μια ελπίδα να σωθεί ο άνθρωπος, είναι να συγκινηθεί από την τέχνη. Όχι από τον πολιτισμό. Γιατί πολιτισμός είναι και τα τανκς. Θα σωθεί, από το εποικοδόμημα του πολιτισμού, που είναι η Τέχνη.
Τ.Β. Έχετε αλληλογραφία με πολλές προσωπικότητες κυρίως από το χώρο της μουσικής. Τι ρόλο διαδραματίζει στη ζωή σας, η επικοινωνία με συγχρόνους σας δημιουργούς;
Κ.Μ. Είναι μια ανάγκη η επικοινωνία με τους ομότεχνούς σου. Όταν ένας Κώστιος, αναγνωρίζει ότι γράφεις μια πολύ ωραία μουσική τι άλλο περιμένεις όταν το λέει αυτό ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι ο καθ΄ύλην αρμόδιος να κρίνει μια μουσική; Το θέμα όμως είναι η μουσική που γράφεις να αρέσει στον σπουδαίο τον μεγάλο αυτό δάσκαλο, αλλά και στον μέσο ακροατή, που δεν έχει τόσο μεγάλη σχέση με τη λεγόμενη λόγια μουσική. Να αρέσει και σε ένα κοινό που δεν έχει μουσική κατάρτιση.
Τ.Β. Πολλά βιβλία σας, διδάσκονται στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση. Νομίζετε ότι οι νέοι σήμερα που ασχολούνται με τη μουσική έχουν (στην πλειοψηφία τους) καλύτερο υπόβαθρο από τους νέους της δικής σας γενιάς ή όχι;
Κ.Μ. Δεν ξέρω αν έχουν καλύτερο υπόβαθρο. Στη γενιά μου, υπήρχε το στοιχείο της προσπάθειας να προσεγγίσεις κάτι που σε ενδιαφέρει, που σε συγκινεί. Οι νέοι σήμερα έχουν πολλά βοηθήματα. Πρώτα απ΄όλα το διαδίκτυο που ό,τι θέλεις μπορείς να βρεις. Τα πάντα!
Τ.Β. Τι θα συμβουλεύατε σήμερα έναν νέο, ο οποίος θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη σύνθεση μουσικής;
Κ.Μ.Τι επαγγελματικά; μπορεί σήμερα να ζήσει ένας συνθέτης από τη μουσική του; Πολύ λίγοι έχουν βγάλει λεφτά. Άλλος εκμεταλλεύτηκε κάποιες πολιτικές καταστάσεις, άλλος είχε ταλέντο, αλλά και υψηλές γνωριμίες… Δεν νομίζω ότι μπορείς να επιβιώσεις σήμερα χωρίς να γράφεις τραγούδια. Και ποια τραγούδια περνάνε σήμερα; Φυσικά όχι «Του Έρωτα και της Ερημιάς!» Αυτά θα τα ακούσουν εκείνοι που καταλαβαίνουν...
Τ.Β. Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
Κ.Μ.Πολλοί φίλοι και αξιόλογοι άνθρωποι επιμένουν να γράψω αυτά που έχω ζήσει κινούμενος σε αυτό το χώρο. Δεν ξέρω εάν μπορώ και αν θέλω να το κάνω. Γενικά, μου τηλεφωνούν και μου κάνουν διάφορες προτάσεις. Ό,τι κάνω, δεν το έχω κάνει από δική μου πρωτοβουλία, άλλοι με παίρνουν στο τηλέφωνο. Ακόμη και ο Θεοδωράκης, που προλόγισε το δεύτερο τόμο του βιβλίου μου, εκείνος με πήρε στο τηλέφωνο! Εκείνο όμως που θέλω, είναι να τελειώσω το βιβλίο μου «Το Θείο Ψέμα της Τέχνης». Από αυτές όλες τις δραστηριότητες του συνθέτη, του συγγραφέα, του δασκάλου, περισσότερο εκείνο που με ένοιαζε, ήταν τα ζητήματα της αισθητικής. Το βιβλίο «Η Αισθητική» του Παπανούτσου (που τον θεωρώ έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες) για μένα αποτελεί «Ευαγγέλιο» για τα ζητήματα που με απασχολούν. Επίσης, τελευταία, κάνω ένα δίσκο -θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα-και λέγεται «Piano Bar». Κάποτε έπαιζα πιάνο στο Ledra Marriott. Έπαιζα πολλά ξένα κομμάτια και ελληνικά, έβαζα και κανένα δικό μου που να ταιριάζει στο κλίμα. Όμως άρχιζα και με έναν Chopin. Έτσι, αυτός ο δίσκος αρχίζει με ένα πρελούδιο του Chopin και μετά παίζω Gershwin, Bernstein, Καπνίση, Λατινοαμερικάνους συνθέτες κ.ά. Όταν ακούγαμε με τον ηχολήπτη τα έργα για να δω εάν έχω κάνει κάτι λάθος, η Ράνια, η γυναίκα μου, τραγουδούσε τις μελωδίες. Και μετά σκεφτήκαμε: «Γιατί όχι; σε ένα Piano Bar δεν υπάρχει συνήθως μια τραγουδίστρια ή ένας τραγουδιστής;» Συμμετέχει λοιπόν στο δίσκο και η σύζυγός μου, η Ράνια Κυριαζή.
Τ.Β. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να πείτε και δεν σας έδωσα την αφορμή;
Κ.Μ.Ο Θεός της μουσικής να μου δίνει δύναμη να γράψω κανένα ωραίο κομμάτι…
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Μάϊος 2016
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)