Prima donna assoluta
ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ
Από τους ανθρώπους που σημάδεψαν γοητευτικά και τραγικά την καλλιτεχνική διαδρομή στον εικοστό αιώνα, η Μαρία Καικιλία Καλογεροπούλου, μια συντηρητική κατά βάση τραγουδίστρια του μελοδράματος, γεννήθηκε σε οικογένεια μεταναστών το 1923, στις αρχές Δεκεμβρίου, στη Νέα Υόρκη. Η μεγαλύτερη συμβολή της στην τέχνη της ήταν ότι μελέτησε, εκτίμησε και παρουσίασε με έμφαση στη δραματική υπόσταση των ρόλων, ένα ρεπερτόριο ξεχασμένο, εξαιτίας του ότι είχαν εκείνη την εποχή εκλείψει οι κατάλληλες φωνές που θα σήκωναν πειστικά στην πλάτη τους μεγάλες, συγκλονιστικές ερμηνείες. Ο Ροσίνι, ο Μπελίνι και ο Ντονιτσέτι αλλά και ο Γκλουκ, της χρωστούν πάρα πολλά.
Από το 1937 που ήρθε στην Αθήνα μέχρι το 1945 που έφυγε ξανά στη Νέα Υόρκη, σπούδασε και εργάστηκε στη Λυρική μας Σκηνή. Οι 56 επιτυχείς συνεργασίες της με το λυρικό μας θέατρο αποτέλεσαν γι’ αυτήν ένα πρώτο σημαντικό δυναμικό εφαλτήριο. Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν όμως τη δυσκόλεψαν πολύ. Η Κάλλας ήταν –έτσι κι αλλιώς– αποφασισμένη να πολεμήσει. Στην Αρένα της Βερόνα το 1947 η τύχη στρέφεται προς το φως. Με τον Τούλιο Σεραφίν, τον πιο σταθερό συνεργάτη της σε όλη τη σταδιοδρομία της, υπογράφουν την παγκόσμια αναγνώριση. Η γνωριμία της με τον πλούσιο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι την ίδια εποχή την οδηγεί, παράλληλα με τη σταδιοδρομία, σε ένα γάμο (1949-1959) που παρά τα προβλήματά του, περιείχε για την ίδια και τη δουλειά της μεγάλη εύνοια της τύχης. Από το 1951 που άρχισε η συνεργασία της με τη Σκάλα του Μιλάνου και για δέκα χρόνια η Κάλλας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του μελοδραματικού παιχνιδιού παγκοσμίως. Λέει σε συνέντευξη της σε αμερικάνικη εφημερίδα:
“Καμιά φορά με κατηγορούν λέγοντας ότι είμαι πριμαντόνα. Αυτός είναι ένας τίτλος για τον οποίο είμαι υπερήφανη. Πολύ συχνά δίνουν στον όρο λανθασμένη σημασία. Στην πραγματικότητα, ας το ξεκαθαρίσουμε, η λέξη προσδιορίζει πολύ απλά την ‘πρώτη κυρία’ του έργου , την πρωταγωνίστρια”.
Η Κάλλας τραγούδησε στην πορεία της 84 φορές (αριθμός ρεκόρ) τη Νόρμα, ρόλο που ομολογούσε ότι την έκανε πάντα πολύ ευτυχισμένη, και 43 τη Λουτσία ντι Λάμερμουρ.
Ας δώσουμε κι άλλα αριθμητικά στοιχεία για τη πορεία της μέσα από το ρεπερτόριό της:
Νόρμα του Μπελίνι (Νόρμα) 84 φορές, Λουτσία ντι Λάμερμουρ του Ντονιτσέτι (Λουτσία) 43, Τροβατόρε του Βέρντι (Λεονόρα) 20, Τραβιάτα του Βέρντι (Βιολέτα) 58 φορές, Τόσκα του Πουτσίνι (Τόσκα) 53, Άννα Μπολένα του Ντονιτσέτι ('Αννα) 12, Αΐντα του Βέρντι (Αΐντα) 31, Τριστάνο και Ιζόλδη του Βάγκνερ (Ιζόλδη) 12, Μήδεια του Κερουμπίνι (Μήδεια) 31, Τουραντό του Πουτσίνι (Τουραντό) 23, Υπνοβάτιδα του Μπελίνι (Αμίνα) 21, Πουριτανούς του Μπελίνι (Ελβίρα) 13, Τζοκόντα του Πονκιέλι (Τζοκόντα) 12. Είχε τραγουδήσει όμως και σε άλλες τριάντα όπερες, σε αριθμητικά λιγότερες παραστάσεις, συνολικά επομένως εμφανίστηκε 122 τουλάχιστον φορές, στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα.
Στιγμές μεγάλης δόξας
Τα φωνητικά προβλήματα που ακολούθησαν από κοινού με τα δύσκολα προσωπικά της βιώματα εκείνη την εποχή την οδήγησαν σε τραγικά αδιέξοδα και λάθη. Αντιμετώπισε την παραδοχή ότι δεν ήταν πια ακλόνητη στις κορυφές του Παρνασσού της Τέχνης. Αυστηρή και αγχώδης βέβαια, εκτός από εργασιομανής, ήταν ακόμα και στις στιγμές της θεϊκής επιτυχίας, απ’ όσα δηλώνει σε συνεντεύξεις η ίδια:
“Με βασανίζουν παντού και πάντα αμφιβολίες και φόβοι. ‘Δεν είμαι ικανή. Δεν έχω φωνή. Δεν έπρεπε να αναλάβω αυτόν το ρόλο’, σκέπτομαι. Καταριέμαι τον εαυτό μου, τον βρίζω. Ακόμη και όταν οι άνθρωποι με περιβάλλουν με φανερή αγάπη, εγώ εξοργίζομαι και λέω: ‘Αυτοί οι άνθρωποι σε θαυμάζουν. Γιατί; Δεν το αξίζεις!’ Αναρωτιέμαι αν αυτά τα συναισθήματα είναι ειλικρινή. Αν πηγάζουν από το ταμπεραμέντο του κάθε καλλιτέχνη, ίσως να αποτελούν συστατικά στοιχεία κάθε δημιουργικής προσωπικότητας. Ίσως πάλι αντανακλούν τον χαρακτήρα του συνειδητού καλλιτέχνη: ένας χαρακτήρας ευπαθής, που εύκολα περιπίπτει σε σύγχυση, που φοβάται μήπως γελοιοποιηθεί. Αλλά ποτέ δεν είναι ματαιόδοξος, καθόλου, μα καθόλου. Μια όπερα είναι κάτι το οποίο δε θα μπορέσεις ποτέ να γνωρίσεις απόλυτα. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και η αίσθηση του ανικανοποίητου. Επιπλέον, αυτή η επώδυνη πορεία προς την τελειότητα είναι ένας δρόμος στρωμένος με παρεξηγήσεις”. Αλλού πάλι λέει: “Η διασημότητα είναι ένα μπούμερανγκ, κάθε καλλιτέχνης που θέλει να μείνει πιστός στον εαυτό του και στην τέχνη του αισθάνεται εξαιρετικά ευάλωτος. Έτσι, το να προσεγγίσει η καλλιτεχνική δημιουργία την τελειότητα –και μιλώ για την ελευθερία του πνεύματος– είναι και το πιο δύσκολο να επιτευχθεί”.
Και να που ήρθε η ώρα να δείξει ο αμείλικτος χρόνος τις κακές του προθέσεις. Η Κάλλας επιχείρησε να πολεμήσει και πάλι, αλλά η άλλοτε μοναδική τέχνη της φωνής της ήταν, κι αυτή ακόμα, πολύ αυστηρή μαζί της. Απομονώθηκε μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες να επανακάμψει και βίωσε μόνη της την κάθοδο και το μαρτύριο του ψυχικού πόνου. Η δύναμη και η περηφάνια, οι απαιτήσεις-τελειομανία, η αυταρχική επιλογή έργων, φίλων, συνεργατών, μεταμορφώθηκαν σε κραυγή ανασφάλειας και βαθύ φόβο. Τα φάρμακα ήρθαν για να τη βοηθούν να λυτρώνεται μέσα στην καθημερινότητά της. Ο θάνατος, που επήλθε στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, μοιάζει στην περίπτωση αυτή με κάθαρση αρχαίας τραγωδίας.
Η οικογένεια Καλογεροπούλου όταν ακόμα ήταν ενωμένη
Είναι να προβληματίζεται κανείς τι είναι αυτό που πέρα από τη λαμπερή της σταδιοδρομία την αφήνει ακόμα σήμερα, τριάντα χρόνια μετά το θάνατό της, ανίκητη στα υψηλότερα σκαλοπάτια προβολής από τα ΜΜΕ. Η ιστορία με τον Ωνάση, η θλιβερή διαδρομή από το απόλυτο της κατάκτησης στο τίποτα της κατάθλιψης και της μοναξιάς, η βαθύτερη γοητεία του ανθρώπινου σεναρίου της ζωής της, από τη χοντρούλα ασχημούλα στην πανέμορφη Diva;
Η συντυχιά της εποχής στην οποία μεγαλούργησε και έδυσε; Πώς είναι δυνατό, πενήντα χρόνια μετά να εξακολουθεί να είναι η απόλυτη Τόσκα, η απόλυτη Βιολέτα, η ακαθήλωτη Αννα Μπολένα και η Λαίδη Μάκβεθ; Είναι τυχαίο; Όχι βέβαια! Δείτε τις σύγχρονες λυρικές διαδόχους της να πασχίζουν να παίζουν και να τραγουδούν σαν αυτήν, να κλαίνε, να καταριούνται, να μισούν, να ερωτεύονται, να πάσχουν, να θυμώνουν και να γελούν επί σκηνής με προφανείς παραπλήσιους τρόπους, κι όμως να μην καταφέρνουν να μας κόψουν την ανάσα. Αυτή δεν είναι μια τεράστια διαφορά; Η Κάλλας ήταν ηθοποιός, τραγωδός, μουσικός, ψυχογράφος και σεναριογράφος, σκηνοθέτρια και σκληρή δασκάλα του ίδιου του εαυτού της. Τον αγαπούσε, τον θαύμαζε, τον υπεράσπιζε, τον παραχάιδευε και τον κακομάθαινε την ίδια ώρα που τον έβαζε στο σταυρό του μαρτυρίου προκειμένου να απαιτήσει από αυτόν πρωτίστως τον απόλυτο σεβασμό στην Τέχνη.
Για τη ζωή και την πορεία της στη λυρική τέχνη γράφτηκαν πολύ ωραία βιβλία. Ιδού μερικοί τίτλοι:
Πολύβιος Μαρσάν, 1983, Μ. Κάλλας, η ελληνική σταδιοδρομία της, Γνώση
Νίκος Μπακουνάκης, 1995, Κάλλας – Μήδεια, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
George Jellinek, 1960, Portrait of a Prima Donna, Dover
G.B. Meneghini, 1982, My Wife Maria Callas, NY
Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, 1998, Η άγνωστη Κάλλας, Καστανιώτης
John Petitt, Callas e di Stefano, The Odda Press, Menston
Andre Tubeauf, La Callas, Assouline, Paris
Nicholas Gage, The love affair of Maria Callas and Onassis, Sidgwick-Jackson, London
Evaggelia Callas, My daughter Maria Callas, Fleet, NY
M. Monestier, Maria Callas, le livre des souvenirs, Sand-Paris
Κάλλας, Μενεγκίνι, Ωνάσης
Η αγαπημένη δασκάλα-πρότυπο της Κάλλας, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο
Με τον Λουκίνο Βισκόντι στη Βενετία
Μαρία Κάλλας και Αριστοτέλης Ωνάσης
Η Κάλλας με τον Μανώλη Χιώτη, τη Μαίρη Λίντα και το δημοσιογράφο και βιογράφο του Ωνάση, Ηλία Λυμπερόπουλο, σε κοσμική νυχτερινή έξοδο
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου