Στο περιβόλι του ουρανού, πως πάνε;
Ψήγματα σκέψεων και βιωμάτων από την επαφή με τον Γεράσιμο Μηλιαρέση.
Ποτέ δε φανταζόμουν πως, πηγαίνοντας στον Γεράσιμο Μηλιαρέση να μάθω κιθάρα, θα συνδεόμουν στενά με έναν άνθρωπο που θα σημάδευε τη ζωή μου, κιθαριστικά και όχι μόνο.
Από το πρώτο κιόλας διάστημα της μαθητείας μου και χωρίς ακόμα να καταλαβαίνω πολλά πράγματα, άρχισα να «βάλλομαι» από τη γοητεία που εξέπεμπε.
Παρακολουθούσα με κατάνυξη τα «μικρά ρεσιτάλ» που έδινε κατά τη διάρκεια του μαθήματος και τις απρόβλεπτες συζητήσεις που ακολουθούσαν.
Ατμόσφαιρα μαγική! Ο ήχος της κιθάρας του στόχευε κατ' ευθείαν στην καρδιά. Η μουσική ήταν το μέσο που διευκόλυνε την ανθρώπινη επικοινωνία.
Σχεδόν πάντα τραγουδούσε τις μελωδίες που έπαιζε και ποτέ δεν έπαψε να υποστηρίζει πως το τραγούδι είναι η απόλυτη συναισθηματική έκφραση. «Αυτός που τραγουδά, εξομολογείται. Το τραγούδι δεν μπορεί να υποκριθεί, ενώ ο άνθρωπος που μιλά, συχνά υποκρίνεται».
Έχοντας λοιπόν απέναντί μου, έναν τέτοιο Δάσκαλο, φωτισμένο, αντισυμβατικό, ανήσυχο, κι ενώ η εμπιστοσύνη μεταξύ μας, σιγά-σιγά εδραιωνόταν, ανακάλυπτα τον Άνθρωπο Μηλιαρέση με τις ευαισθησίες, τα πάθη και τις αδυναμίες του.
Ποιητής αληθινός! Ικανός να μεταμορφώνει το ασήμαντο σε σημαντικό. Το άχαρο σε χαριτωμένο! «Τι τα θέλεις τα ταξίδια;» μου έλεγε. Μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού σου, μπορεί να σου αποκαλύψει τον κόσμο ολόκληρο». Με εντυπωσίαζε πως δεν είχε την ανάγκη να πάει σινεμά, να παρακολουθήσει συναυλίες, να κάνει βόλτες, διακοπές, ή τέλος πάντων να ζήσει αυτά που εμείς βιώνουμε ως χαρές. Βυθισμένος στον κόσμο της κιθάρας, ήταν αυτός η πηγή.
Ατελείωτες μάχες με τα δάχτυλα μέχρι να καταλήξει στην τελική δακτυλοθεσία ενός κομματιού. Στο τέλος, χαρά και ικανοποίηση, αλλά να που πάλι το σαράκι της αμφιβολίας τον έτρωγε. Μήπως έτσι είναι καλύτερα; μήπως αλλιώς; Πάμε πάλι! Μέρες, μήνες, χρόνια... μια ζωή στην αναζήτηση της αρμονίας και του μέτρου.
Τα μεγάλα δάχτυλά του, οι τεράστιες παλάμες του, ο στιβαρός χαιρετισμός του, το διεισδυτικό του βλέμμα, οι διακυμάνσεις της φωνής του, το παρατεταμένο «Μ» στην προσφώνηση του ονόματός μου! Μμμμαρία...
Με περιμένει στην Ασκληπειού και Δερβενίων. Κι αργότερα στους Θρακομακεδόνες, στην τακτική μου επίσκεψη, με το ρολόι στο χέρι (άργησες πάλι) ξεκινάει την απαγγελία των στοχασμών και την ερμηνεία των τελευταίων διασκευών. Ασθμαίνων, βιάζεται να τα πει και να τα παίξει όλα πριν νυχτώσει. Χείμαρρος! Ξεχειλίζει από νιάτα. Οδηγεί το ιστορικό TRIUMPH πατώντας τα γκάζια, όπως ένας εικοσάρης που μόλις πήρε το δίπλωμα. Έφηβος! Ογδοηκοντούτης έφηβος. Παιδί που πληγώνεται επειδή κανένας δε θυμήθηκε τα γενέθλιά του. Υπήρξε χρονιά, που και στη γιορτή του κανείς δεν εμφανίστηκε, ενώ ο ίδιος γραβατωμένος και με το τζάκι αναμμένο περίμενε και περίμενε...
Στην πρόσφατη μεγάλη πυρκαϊά των Θρακομακεδόνων και ενώ η φωτιά πλησίαζε και απειλούσε το σπίτι, πήρε την κιθάρα και τις διασκευές του και χωρίς να κοιτάξει πίσω προχώρησε προς το άγνωστο! Χωρίς να είμαι αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής αυτής, νιώθω πως την έχω δει. Κι αν μου ζητούσαν να δώσω ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο της ζωής του, θα ήταν αυτή η εικόνα.
Ο τρόπος που αποχώρησε, είναι σε απόλυτη αρμονία με τον τρόπο που έζησε. Έφυγε αθόρυβα, μακριά από τη συνάφεια του κόσμου, απέτρεψε την καπηλεία του ονόματός του και την ασκήμια της εκκλησιαστικής βιομηχανίας. Διάλεξε δε να γίνει στάχτη. Η επιλογή αυτή προσωπικά μου δημιουργεί αίσθημα αμηχανίας και θυμού ακόμα, κι αυτό γιατί το ραντεβού μου μαζί του δεν έχει πια τόπο συνάντησης.
Στο περιβόλι του ουρανού, πως πάνε;
Μαρία Παπάδη
Καλλιθέα
Δεκέμβριος 2006