MARIE-FELICITE MOKE-PLAYEL
(1811 - 1875)
Είναι πολύ περίεργο και άδικο συγχρόνως, που προσωπικότητες με τεράστιο καλλιτεχνικό διαμέτρημα έχουν παντελώς ξεχαστεί στο διάβα της ιστορίας και άλλοι, μάλλον μικρότερης σημαντικότητας , έχουν κερδίσει σταθερή μυθοποίηση, υποστηρίζουν με το κοινό τους την εικόνα τους, αποτελούν πρότυπα. Η Μαρί Μοκ - Πλεγιέλ είναι παντελώς άγνωστη αν και ήταν μια από τις σπουδαιότερες πιανίστριες του δεκάτου ενάτου αιώνα. Το γεγονός ότι γεννήθηκε γυναίκα και έζησε σε μια εποχή που δεν μπορούσε να καταγραφεί το ηχητικό της έργο επιτείνει μάλλον το πρόβλημα.
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 Ιουλίου 1811 από βέλγο πατέρα, καθηγητή γλωσσολόγο, και μητέρα γερμανίδα, ερασιτέxνιδα πιανίστρια, η οποία διατηρούσε κατάστημα γυναικείων εσωρούχων στο ένατο διαμέρισμα του Παρισιού. Διαπιστώνοντας οι γονείς το ταλέντο του κοριτσιού απευθύνθηκαν στους σπουδαιότερους και σοβαρότερους παιδαγωγούς της εποχής, τον Frederick Guillaume Kalkbrenner (1785 Kassel - 1849 Deuil), τον Henri Herz (1803 Vienne, Autriche - 1888 Paris) et τον Ignaz Moscheles (1794 Prague - 1870 Leipzig).
Frederick Guillaume Kalkbrenner
Στα οκτώ της χρόνια η μικρή έδωσε τα πρώτα ρεσιτάλ για τα οποία γράφονταν εντυπωσιακές κριτικές. Στη Biographie universelle des musiciens et bibliographie gιnιrale de la musique ( τόμος VII, 1860-1868) ο Fr. Fetis γράφει «έχω ακούσει όλους τους διάσημους πιανίστες αλλά δηλώνω ότι κανείς άλλος δεν μου έδωσε το αίσθημα της τελειότητας όσο η κυρία Πλεγιέλ». Ο -για πέντε χρόνια μνηστήρας της- Έκτωρ Μπερλιόζ τον συμπληρώνει λέγοντας ότι η Πλεγιέλ δεν έχει ανάγκη από ορχήστρα ακόμα και για τα πιο σύνθετα κοντσέρτα, αφού μεταμορφώνει το πιάνο σε μια υπέροχη ορχήστρα. Αυτό το έγραψε παίρνοντας αφορμή από τον τρόπο με τον οποίο η μουσικός έπαιζε το κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, έργο που υπογράμμισε το εντυπωσιακό ταλέντο της σε όλες τις μεγάλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης, αρχής γενομένης από την Λειψία, όπου το έπαιξε με μαέστρο τον Φέλιξ Μέντελσον.
Ακολούθησε η Αγγλία, όπου το 1852 κατά περίεργη σύμπτωση την διηύθυνε ο παντοτινός θαυμαστής της, άλλοτε αρραβωνιαστικός της (και πολύ ζηλιάρης ακόμη μετά το χωρισμό τους) Έκτωρ Μπερλιόζ, η Ρωσία, η Πράγα. Στο περίφημο βιβλίο του Fetis για τους Μεγάλους Πιανίστες διαβάζουμε για τις μουσικές και τεχνικές αρετές της: η Πλεγιέλ διαθέτει την καθαρότητα του Καλκμπρέννερ, την διανοούμενη κομψότητα του Χερτζ, την φωτεινότητα του Λιστ, την ευαισθησία του Σοπέν .Άλλοι έλεγαν: Έβλεπε νότες αι άκουγε χρώματα! Ο Σοπέν αφιέρωσε στην Πλεγιέλ τα τρία Νυχτερινά έργο 9 που συνέθεσε ανάμεσα στο 1830 και 1832. Λέγεται πάντως ότι η ίδια δεν τα έπαιξε ποτέ στο κοινό.
Η εντυπωσιακή δεξιοτέχνις Μαρί Μοκ έγινε το 1831 κυρία Πλεγιέλ όταν, εγκαταλείποντας τον Μπερλιόζ, αποφάσισε να παντρευτεί τον κατά είκοσι τρία χρόνια μεγαλύτερό της πασίγνωστο τότε διευθυντή της επιχείρησης πιάνων Καμίλ Πλεγιέλ (1788-1855), συνθέτη, γενναιόδωρο μαικήνα της εποχής, μαθητή του Χάυδν και γιο του Ιγνάθιου Πλεγιέλ, τον οποίο αποκαλούσαν «αυτοκράτορα» κατασκευαστή πιάνων. Ας σημειώσουμε ότι χάρη στον Καμίλ Πλεγιέλ ο Σοπέν έγινε γνωστός και αγαπητός στο Παρίσι.
Η Μαρί Πλεγιέλ έδωσε την ιδέα στον σύζυγό της και φρόντισε η ίδια την κατασκευή της πρώτης αίθουσας Πλεγιέλ στο Παρίσι, στην rue de Rochechouart, στο ένατο διαμέρισμα της πόλης και μάλιστα λίγους μήνες πριν το διαζύγιό τους. (Η Salle Pleyel που σήμερα αποτελεί πόλο έλξης των μουσικόφιλων του Παρισιού χτίστηκε το 1927). Τον Ιούλιο του 1836 ο γάμος διαλύθηκε, πιθανώς ένεκα των εκκεντρικοτήτων της. Το 1856 το μεγαλύτερο δράμα της ζωής τους υπήρξε ο θάνατος της κόρης τους.
Στο διάστημα που έμεινε στη Ρωσία, το 1840, η Πλεγιέλ γνωρίζει και εντυπωσιάζεται από τον περίφημο «πιανίστα με τα τρία χέρια» τον Ελβετό Sigismund Thalberg. Ο Λιστ έλεγε γι αυτόν ότι είναι ικανός να κάνει το πιάνο να παίξει βιολί, τόσο τεράστιες ήταν οι δεξιοτεχνικές του ικανότητες και τόσο εντυπωσιακή η παλέτα των ηχοχρωμάτων του. Η Πλεγιέλ ματαιώνει τότε τα συμβόλαια των επερχόμενων κοντσέρτων της και κλείνεται στο σπίτι της στις Βρυξέλλες για πέντε ολόκληρα χρόνια για να μελετήσει και να μεταμορφώσει εμπλουτίζοντας το παίξιμό της, προσπαθώντας να φτάσει στο επίπεδο των εκφραστικών λεπτομερειών του Τάλμπεργκ και προσθέτοντας παράλληλα στο ρεπερτόριο της έργα υπερβατικής δεξιοτεχνίας που είχε ακούσει από το πρότυπό της.
S. Thalberg
Από το 1848 η Πλεγιέλ ασχολήθηκε με πάθος με τη διδασκαλία. Υπήρξε διαπρεπής καθηγήτρια του Conservatoire Royal των Βρυξελλών. Θεωρείται από τις βαθύτερα καταρτισμένες δασκάλες πιάνου της ιστορίας του οργάνου.
Πέθανε στις 30 Μαρτίου 1875 στο σπίτι της, στο προάστιο Saint-Josse-ten-Noode των Βρυξελλών.
Κοιμητήριο Laeken, ο τάφος της μουσικού
Θα μπορούσε ν αποτελεί δευτερεύουσα παράμετρο η ιδιωτική ζωή της Πλεγιέλ, αλλά πέραν της ερωτικής ζωής, ιδιωτική ζωή είναι και οι στεγανές φιλίες. Είχε πολλές, με προσωπικότητες που κέντριζαν και ερέθιζαν την αφοσίωσή της στην τέχνη της, όπως ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά, ο Αλέξανδρος Δουμάς (που την χαρακτήρισε σε κάποιο κείμενό του majestueuse comme une reine, gracieuse comme une artiste, ο ποιητής Ζεράρ ντε Νερβάλ και από τους μεγάλους μουσικούς της εποχής της, ο Φέλιξ Μέντελσον, ο Φερδινάνδος Χίλλερ, ο Ρόμπερτ Σούμαν και ο Φρειδερίκος Σοπέν. Από το 1845 συνδέθηκε με φιλία με τον συνθέτη και κριτικό μουσικής Ντανιέλ Ωμπέρ.
Ανεκδοτολογικής σημασίας είναι το γεγονός ότι η μεγάλη αυτή μουσικός κάθε φορά που ταξίδευε για συναυλίες στην κεντρική Ευρώπη μετέφερε μαζί της τα δύο υπέροχα πιάνα της, στα πλήκτρα των οποίων ένοιωθε βέβαιη για την αλήθεια που θα μεταδίδουν οι ερμηνείες της στις σονάτες του Μπετόβεν που λάτρευε, (Aurore, Appasionata, Clair de Lune, Hammerklavier) καθώς και την περίφημη σονάτα για πιάνο του Λιστ, ενός συνθέτη που τόσο την θαύμαζε.
Μια ακόμα σπουδαία γυναίκα, κρίκος της αλυσίδας της μουσικής ιστορίας.
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Μάιος 2011
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας