ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΟ ΩΔΕΙΟ
Τη διχογνωμία που υπήρξε πρόσφατα σε ένα καλό ωδείο της περιφέρειας μεταξύ του ευσυνείδητου ωδειάρχη και ενός έμπειρου καθηγητή κιθάρας θέλω να σχολιάσω σήμερα.
Η μεταξύ τους διάσταση απόψεων είχε ως θέμα τη διάρκεια του μαθήματος στην τάξη και συγκεκριμένα για το πόσην ώρα θα πρέπει να κάνει μάθημα ο σπουδαστής της Προκαταρκτικής, της Κατωτέρας, της Μέσης κλπ.
Η άποψη του ωδειάρχη ήταν πως, ο μαθητής της Μέσης τάξης λόγου χάρη, δικαιούται να κάνει μάθημα μια ώρα και ο μαθητής της Ανωτέρας μιάμιση, όπως γίνεται στο πιάνο και όπως έχει καθιερωθεί πλέον και στα ωδεία της γύρω περιοχής.
Αντίθετα ο καθηγητής της κιθάρας ισχυρίσθηκε πως θεωρεί υπερβολή αυτές τις μεγάλες διάρκειες και εν πάση περιπτώσει δεν είναι δίκαιο να υπάρχει ένα ενιαίο ωράριο, ίσα βάρκα – ίσα νερά για όλους τους σπουδαστές συλλήβδην, από τη στιγμή που δεν είναι όλοι ίδιοι.
Καθώς η ώρα της διδασκαλίας διαφέρει από ωδείο σε ωδείο, από τάξη σε τάξη, από επίπεδο σε επίπεδο και από καθηγητή σε καθηγητή, το θέμα συχνά δημιουργεί τριβές μεταξύ γονιών, δασκάλων, μαθητών και ωδειαρχών αφού το Υπουργείο Πολιτισμού – ευτυχώς – δεν έχει ορίσει κάποιον κανονισμό.
Για το ζήτημα αυτό, που είμαι βέβαιος πως έχει απασχολήσει και αρκετούς άλλους ακόμη, ζητήθηκε και η γνώμη μου, η οποία όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε δεν υπήρξε διόλου εποικοδομητική για τους διαφωνούντες, θεωρήθηκε μάλιστα και ως εξωπραγματική.
Ο λόγος είναι πως στις μέρες μας έχει διαμορφωθεί μια τέτοια αντίληψη για το μάθημα της μουσικής στο ωδείο, ώστε οι δικές μου απόψεις να είναι πράγματι στις μέρες μας ανεδαφικές και ανεφάρμοστες.
Θυμάμαι την πρόταση που μου είχε γίνει από το Ωδείο Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη το 1977, για να αναλάβω την τάξη της κιθάρας εκεί.
Είχε προηγηθεί ένα σεμινάριο που είχαμε κάνει με τη Λίζα και στο οποίο είχαν λάβει μέρος αρκετοί σπουδαστές της κιθάρας που το επίπεδό τους δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Ήταν ωστόσο παιδιά με ενθουσιασμό και διάθεση να βελτιωθούν.
Μιλάμε για την δεκαετία της μεγάλης άνθησης της κιθάρας στην Ελλάδα, τότε που το όργανο δεν ήταν ακόμα αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού και όσα ελάχιστα πτυχία κυκλοφορούσαν ήταν αμφίβολης ποιότητας.
Κανονίσαμε να ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη αεροπορικώς κάθε δεύτερο Σάββατο και να παραδίδω μαθήματα στους σπουδαστές όλων των τάξεων του ωδείου.
Βρέθηκα σε ένα περιβάλλον ιδανικό για κάποιον που θέλει να εργασθεί και να προσφέρει τις γνώσεις του, έχοντας απέναντί μου ένα υλικό αποφασισμένο, με ενδιαφέροντα και με δίψα για μάθηση.
Χώρισα τους σπουδαστές σε ομάδες των 4-5 ατόμων ανάλογα με το επίπεδο τους και τους ζήτησα να παραμένουν στην τάξη για να παρακολουθούν και τους άλλους. Πράγματι, σε κάθε ομάδα οι μαθητές παρέμεναν στη αίθουσα διδασκαλίας για δυο-τρεις ώρες ακούγοντας ο ένας τον άλλο, τις υποδείξεις που έκανα για την τεχνική και τις αναλύσεις για την ερμηνεία και τον ήχο.
Ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα είδος σεμιναρίου που γινόταν κάθε δεύτερο Σάββατο, ένα σεμινάριο που λειτούργησε θαυμάσια για πολλά χρόνια και απέδωσε καρπούς, όταν μάλιστα με την πάροδο του χρόνου ήμουνα σε θέση να γνωριστώ καλύτερα με τα παιδιά, να καταλάβω τις ανάγκες τους και τα ενδιαφέροντά τους. Από τις τάξεις αυτές εν τέλει ξεπήδησαν και τα πρώτα αξιόλογα πτυχία και διπλώματα κιθάρας στη Θεσσαλονίκη, την οποία επισκεπτόμουνα ανελλιπώς επί 27 χρόνια αφού στη συνέχεια δίδαξα και στο εκεί Δημοτικό Ωδείο.
Βέβαια η Θεσσαλονίκη για μένα δεν υπήρξε ένα πείραμα ή μια δοκιμή. Τη μέθοδο αυτού του είδους της διδασκαλίας την είχα ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα από την τάξη μου στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας, τότε που το μάθημα της κιθάρας γινόταν δυο φορές την εβδομάδα, τότε που οι ρυθμοί της ζωής ήταν πιο χαλαροί, τότε που το πρόσωπο του δασκάλου ήταν σεβαστό και ο ήχος της κιθάρας συγκινούσε.
Ζούσαν από τότε οι μαθητές μέσα σ’ αυτή την τάξη σε μια πολύωρη επαφή με το δάσκαλο που τους μεταλαμπάδευε τις γνώσεις του, άκουγαν το παίξιμό του και τις υποδείξεις του και αφομοίωναν τις ιδέες του. Ήταν όλα τα στοιχεία αυτά που εν αγνοία τους αποθήκευαν, για να τα χρησιμοποιήσουν κάποια μέρα που θα δίδασκαν και οι ίδιοι.
Παράλληλα ζούσαν σε ένα περιβάλλον γνωριμίας και επικοινωνίας μεταξύ τους, σε μια ατμόσφαιρα συνεχούς ενδιαφέροντος αλλά και άμιλλας. Ήξεραν πως δεν είχαν συγκεκριμένη δική τους ώρα, ήξεραν πως όταν δεν έχουν μελετήσει θα παραχωρήσουν την ώρα τους στους άλλους, ήξεραν πως το κέρδος του μαθήματος τελικά ήταν αυτή η συνάντηση και τα ακούσματα από τους συμμαθητές και τον δάσκαλο.
Με αυτή τη μέθοδο διδασκαλίας ξεπετάχτηκαν μετά από χρόνια ένα σωρό ικανοί σολίστες και καθηγητές του οργάνου που σήμερα είναι επώνυμοι επαγγελματίες.
Διδάσκω περισσότερο από μισό αιώνα – από το 1963 – και αυτός είναι ένας τρόπος διδασκαλίας που δεν έπαψα να εφαρμόζω από τις πρώτες κιόλας ημέρες στο Εθνικό Ωδείο, αργότερα στο Ωδείο του Νάκα και σήμερα στο ωδείο Athenaeum, επειδή βρίσκω πως με αυτόν τον τρόπο της διδασκαλίας, το κέρδος για τον σπουδαστή είναι πολλαπλό, είναι ανεκτίμητο, είναι μοναδικό.
Στις μέρες μας οι συνθήκες είναι διαφορετικές.
Άλλες οι ανάγκες της καθημερινότητας, άλλες οι συνήθειες και οι ρυθμοί, οι χαρακτήρες και οι αντιλήψεις, οι προοπτικές και οι στόχοι, οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους.
Είναι άδικο να κάνει κάποιος συγκρίσεις της ζωής τού σήμερα, εποχής των κομπιούτερ και των κινητών, της πίεσης του χρόνου και της επιθετικότητας στους δρόμους, της μοναξιάς, των νευρώσεων και της ασέβειας, με την ζωή τού χθες, μιας εικόνας με τον ήσυχο περίπατο στη γειτονιά, τη μοσχοβολιά της γλάστρας στην πλακόστρωτη αυλή και την καντάδα έξω από τα παραθύρια που το βράδυ έμεναν κουφωτά.
Σήμερα ο γονιός θα γράψει το παιδί του στο πλησιέστερο ωδείο της γειτονιάς γιατί του είναι αδύνατο να τρέχει στην άλλη άκρη του κόσμου για να του μάθει “λίγη κιθαρίτσα”.
Ούτε που θα ασχοληθεί ποιό ωδείο είναι αυτό, τι ιστορικό ή τι αποτελέσματα έχει, ποια είναι η διεύθυνση και ποιο το διδακτικό προσωπικό και κυρίως ποιος είναι αυτός ο δάσκαλος που θα αναλάβει τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού του στη μουσική.
Στη γραμματεία του ωδείου άλλωστε, ο γονιός θα ρωτήσει μόνο για τα δίδακτρα και τη διάρκεια του μαθήματος και θα αποφασίσει να κάνει την εγγραφή όταν και εφ’ όσον θεωρήσει πως τα παραπάνω είναι στα μέτρα του και ανταποκρίνονται στις πληροφορίες που έχει συγκριτικά με κάποια άλλα κοντινά ωδεία.
Έτσι αρχίζει πια ένας αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των ωδείων και το ζήτημα δεν εστιάζεται πλέον στο ζητούμενο, που είναι η σωστή μουσική διαπαιδαγώγηση του παιδιού με τη στελέχωση επιλεγμένων δασκάλων, αλλά κυρίως στο ποιο απ’ αυτά θα προσφέρει περισσότερη ώρα μαθήματος με λιγότερα χρήματα, όπως συμβαίνει και με τις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, θαλασσίων σκαφών ή μασάζ.
Όσο για τους σπουδαστές που αποσκοπούν σε ένα πτυχίο θέλοντας να κάνουν επάγγελμα τη μουσική, αλλά δεν διαθέτουν τα ανάλογα προσόντα ή το απαραίτητο κέφι για μελέτη, ο νόμος έχει…φροντίσει και γι’ αυτούς, υπάρχει η εύκολη λύση του ωδείου της γειτονιάς – άλλη πληγή πάλι κι αυτή…
Τα μαθήματα είναι καθιερωμένα πλέον να γίνονται παντού μια φορά αντί για δυο την εβδομάδα. Οι δυο φορές που ίσχυαν κάποτε, καταργήθηκαν σιωπηρά εδώ και τρεις δεκαετίες περίπου και η αλλαγή αυτή έγινε αποδεκτή από τους πάντες με ανακούφιση: ο μαθητής άλλο που δεν ήθελε, ο γονιός γιατί δεν θάχει να τρέχει όλη την ώρα, ο ωδειάρχης γιατί δε θα πληρώνει διπλά κοινόχρηστα και απασχόληση προσωπικού, ο δάσκαλος γιατί θα κατεβαίνει στο ωδείο μια φορά αντί για δυο και πάει λέγοντας.
Φυσικά το μόνο θύμα στην αλλαγή αυτή είναι πλέον ο ίδιος ο μαθητής, ο οποίος με την πάροδο του χρόνου εξομοιώνει στη συνείδησή του το μάθημα του ωδείου με αυτό της γυμναστικής, της κολύμβησης ή του τένις που πηγαίνει επίσης μια φορά, σε αντίθεση με τα αγγλικά, τα μαθηματικά και τη χημεία που τρέχει στο φροντιστήριο δυο και τρεις φορές την εβδομάδα γιατί τα μαθήματα αυτά είναι χρήσιμα, έχουν αξία και θέλουν μελέτη!
Με αυτά τα δεδομένα, με αυτές τις αντιλήψεις, πώς να περάσει τώρα για τον δάσκαλο μια ολόκληρη ώρα με τον μαθητή της Μέσης που του ήλθε αμελέτητος στο κομμάτι των 2–3 λεπτών? Πόσες φορές να το επαναλάβει στην τάξη και πόση συζήτηση να κάνει μαζί του? Και αν ξαναέλθει – όπως συχνά συμβαίνει – αμελέτητος και την άλλη φορά, θα επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό?
Αλλά και η επόμενη μιάμιση ώρα, πώς να περάσει με τη μαθήτρια του λυκείου που ήλθε εντελώς αδιάβαστη, γιατί όπως λέει είναι “πνιγμένη στα μαθήματα και δεν προλαβαίνει καθόλου να μελετήσει κιθάρα?”
Στο κάτω κάτω της γραφής πόση ανοχή και πόσες υποχωρήσεις πρέπει να κάνει αυτός ο δάσκαλος είτε στο ρεπερτόριο, είτε στις απαιτήσεις, είτε – ακόμα χειρότερα – στην αδιαφορία ή και αγένεια του μαθητή?
Ποια λύση μπορεί επί τέλους να βρεθεί, αφού την εξουσία δεν την έχει ο δάσκαλος αλλά ο γονιός που πληρώνει?
Από την άλλη πλευρά ο ωδειάρχης, δεν θησαυρίζει όπως πολλοί πιστεύουν, αφού η υπόθεση ‘ωδείο’ με το χαράτσι του ΙΚΑ και τα γενικότερα έξοδα λειτουργίας, έχει καταντήσει να είναι για τον ίδιο, περισσότερο ένα μπελαλίδικο μεράκι παρά μια πραγματική κερδοφόρα επιχείρηση.
Τελικά, λίγο ως πολύ, στην ίδια μειονεκτική θέση με τον δάσκαλο βρίσκεται κι αυτός, χωρίς δύναμη, χωρίς εξουσία, με συνεχείς υποχωρήσεις απέναντι στον ‘πελάτη’ τον οποίο δεν πρέπει να δυσαρεστεί.
Τα οικονομικά περιθώρια στα οποία κινείται είναι τόσο μικρά που δεν του επιτρέπουν να επιβάλλει την καλλιτεχνική γραμμή που ο ίδιος ίσως επιθυμεί.
Τα έχω γράψει αρκετές φορές : δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε στο σύστημα της Μουσικής Παιδείας στη χώρα μας, όσο διατηρείται το υπάρχον αναχρονιστικό νομοσχέδιο και όσο στο Υπουργείο Πολιτισμού διορίζονται οι ανεπαρκείς και οι άσχετοι.
“Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!”
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
Σεπτέμβριος 2016
lizevas@yahoo.com
http://www.evangelos-liza.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)