Andrés Segovia
Με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Αντρές Σεγκόβια, θα ήθελα να αφιερώσω από τις στήλες του TAR λίγες γραμμές στη μνήμη αυτού του αληθινού μέντορα της κιθάρας, του καλλιτέχνη που το πέρασμά του σημάδεψε καθοριστικά τα μουσικά δρώμενα του οργάνου σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα.
Ο Αντρές Σεγκόβια Τόρρες (όπως είναι η σωστή προφορά του ονόματός του), γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1893 στο Λινάρες της Ανδαλουσίας, μια κωμόπολη στα νότια της Ισπανίας κοντά στη Γρανάδα και πέθανε στη Μαδρίτη στις 2 Ιουνίου 1987. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς εκτελεστές του 20ού αιώνα και αναμφισβήτητα η σημαντικότερη προσωπικότητα στην ιστορία της κιθάρας. Με την ισχυρή θέληση που διέθετε, την ευφυΐα και το πλούσιο μουσικό ταλέντο, έγινε αμέσως γνωστός όχι μόνο στην Ισπανία (δίνοντας σε ηλικία 16 ετών το πρώτο του ρεσιτάλ), αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου πραγματοποίησε εντυπωσιακές εμφανίσεις στις σημαντικότερες πόλεις. Λίγο αργότερα, το 1923, περιόδευσε στη Λατινική Αμερική και το 1928 στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Φοβερά εργατικός όπως ήταν, έβαζε πάντοτε υψηλούς στόχους τους οποίους πετύχαινε με επιμονή και αποφασιστικότητα. Περισσότερο από κάθε προηγούμενο καλλιτέχνη, έβλεπε την κιθάρα ως όργανο συναυλιών – ισότιμο με τα υπόλοιπα – και έδινε συνεχώς τις μάχες του για να την επιβάλει. Είχε να αντιμετωπίσει ένα αρνητικό κλίμα προκατάληψης για το ρόλο της κιθάρας, επειδή ο περισσότερος κόσμος τη γνώριζε ή την ήθελε σαν όργανο συνοδείας, διασκέδασης και ισπανικού φολκλόρ. Συνειδητοποιώντας από νωρίς τη "γύμνια" του ρεπερτορίου της, ο Σεγκόβια φρόντισε να επηρεάσει αξιόλογους συνθέτες της εποχής του (Φ. Μορένο Τόρρομπα, Χ. Τουρίνα, Α. Τάνσμαν, Μ. Καστελνουόβο-Τεντέσκο, Μ. Πόνσε, Χ. Βίλλα-Λόμπος, Χ. Ροδρίγο κ.ά.) να γράψουν έργα γι’ αυτόν, ενώ παράλληλα έκανε πολλές μεταγραφές τις οποίες παρουσίαζε στα ρεσιτάλ του. Η προσφορά του Σεγκόβια δεν περιορίζεται μόνο στην εξαίρετη ερμηνεία των μουσικών έργων. Είναι κυρίως η συμβολή του στην ανάδειξη ενός παρηκμασμένου και υποβαθμισμένου μουσικού οργάνου, σε όργανο υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων. Είναι η μεταμόρφωση της κιθάρας από όργανο απλής συνοδείας σε ρόλο ‘σολίστ’.
Τα μεταπολεμικά χρόνια και με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, ο Σεγκόβια περιοδεύει συνεχώς στον κόσμο απ’ άκρου εις άκρον. Αντικαθιστά τις εντέρινες χορδές με νάιλον, καθιερώνει τα νύχια στο δεξί χέρι, εκδίδει έργα συνθετών αφιερωμένα στον ίδιο αλλά και μεταγράφει έργα γραμμένα για άλλα όργανα. Με τον Σεγκόβια η κιθάρα εμφανίζεται πλέον παντού σε κονσέρτα με συμφωνικές ορχήστρες και τέλος είναι αυτός που πρώτος διδάσκει διεθνώς την τεχνική του οργάνου, από το 1950 στην Ακαδημία Κιτζάνα στη Σιένα της Ιταλίας και από το 1959 στην Ακαδημία του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της Ισπανίας.
Η φήμη που απέκτησε από τις αδιάκοπες περιοδείες σε όλο τον κόσμο, από τους δίσκους και από τα Μέσα Ενημέρωσης, άρχισε να παίρνει μυθικές διαστάσεις. Σε έναν αιώνα έντονου ανταγωνισμού και αντιπαλότητας, αυτός εξακολουθούσε για δεκαετίες να παραμένει μοναδικός και ασυναγώνιστος, δίνοντας εκατοντάδες ρεσιτάλ στις πιο γνωστές αίθουσες συναυλιών, ηχογραφώντας συνεχώς σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, παίζοντας με ορχήστρες, κερδίζοντας νέους φίλους της κιθάρας. Σπάνια μουσικός κατάφερε να συνδέσει σε τέτοιο βαθμό το όνομά του με το όργανό του. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 – που υπήρξε μια πρωτοφανής έκρηξη της δημοτικότητας του οργάνου, η λέξη "Σεγκόβια" σήμαινε "κιθάρα" και το αντίστροφο. Ο Αντρές Σεγκόβια υπήρξε ο εμπνευστής χιλιάδων κιθαριστών σ' ολόκληρο τον 20ό αιώνα αλλά και το είδωλο εκατομμυρίων φίλων και οπαδών του οργάνου.
Η Λίζα κι εγώ είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά το μεγάλο Ισπανό καλλιτέχνη κάνοντας μαθήματα μαζί του για τρεις συνεχείς περιόδους στην Ακαδημία του Σαντιάγο. Ωστόσο η σχέση μας συνεχίστηκε για πολλά χρόνια αργότερα, με συναντήσεις και επαφές σε διάφορες γωνιές της γης. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά όχι μόνο το δάσκαλο και τον ερμηνευτή, αλλά κυρίως τον άνθρωπο.
Ο Σεγκόβια ήταν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που μπορούσε να επικοινωνεί με το κοινό και κυριολεκτικά να το συναρπάζει. Διέθετε αυτό το χάρισμα που οι Ισπανοί ονομάζουν ‘ντουέντε’. Τα δάχτυλά του ήταν μεγάλα και χοντρά αλλά εξαιρετικά γυμνασμένα και ευκίνητα. Τα νύχια του φαρδιά και ιδιαίτερα σκληρά, γι’ αυτό και ο ήχος του ήταν βαθύς, πλούσιος και μεστός. Ειδικά ο ήχος του Σεγκόβια ήταν αυτός που χαρακτήριζε περισσότερο το παίξιμό του, γεγονός που και σήμερα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο ακροατής μέσα από τους δίσκους του, αρκετοί από τους οποίους ηχογραφήθηκαν απ’ ευθείας στο βινίλιο...
Ο Σεγκόβια ήταν άτομο σπάνιας ευφυΐας. Διέθετε εκπληκτική μνήμη, κρίση, αισθητική και είχε ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση του χιούμορ. Μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες και εργαζόταν καθημερινά ατέλειωτες ώρες. Ήταν πεισματάρης, εγωιστής και κάποιες φορές εμπαθής, καυστικός ή είρων ενώ άλλες πάλι βαθιά ανθρώπινος, τρυφερός και γενναιόδωρος. Και είναι βέβαιο πως αν εμείς προσωπικά δεν έχουμε να θυμηθούμε κάτι που να σκιάζει την εικόνα του, δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν συγκρατούν ένα μορφασμό στη θύμηση της γνωριμίας μαζί του. Για μια προσωπικότητα ωστόσο που έζησε και έδρασε έναν ολόκληρο αιώνα θα ήταν υπερβολή να ζητά κανείς μια στάση αψεγάδιαστη και υποδειγματική σε κάθε φάση της πολυκύμαντης ζωής του. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως ο Αντρές Σεγκόβια υπήρξε ο καλλιτέχνης που πέρασε δυο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο, ξεκληρίστηκε για χρόνια από την πατρίδα του, παντρεύτηκε 4 φορές, έχασε κάποια από τα παιδιά του και όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί με έντονη παρουσία και προσφορά, απέκτησε στενούς φίλους και άσπονδους εχθρούς. Είναι γνωστοί άλλωστε οι κιθαριστές που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους χάρη στη βοήθεια του Σεγκόβια, όπως επίσης κι αυτοί που κάνοντας ετεροχρονισμένη κριτική τού καταμαρτυρούν διάφορα.
Στα δικά μας μάτια υπήρξε ο προσηνής, ο γενναιόδωρος, ο σοφός δάσκαλος που τις απόψεις του για τη ζωή, τις κρίσεις του για τους ανθρώπους, τις ιδέες του για τη μουσική συναντούμε μπροστά μας ακόμα και σήμερα. Για άλλους πάλι υπήρξε ένας συντηρητικός και αυταρχικός χαρακτήρας ή ένας κακός παιδαγωγός. Ζωντανό παράδειγμα ο Αυστραλός Τζον Γουίλλιαμς που εξαπέλυσε μύδρους εις βάρος του δασκάλου του αμέσως μετά το θάνατό του, επιβεβαιώνοντας κατά τον καλύτερο τρόπο την ευκλείδεια ρήση “ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος”.
A. Segovia - E. Ormandy
Από όλα τα ρεσιτάλ του Σεγκόβια που κατά καιρούς η Λίζα κι εγώ έτυχε να παρακολουθήσουμε σε διάφορες αίθουσες του κόσμου, εκείνο που θυμάμαι έντονα ήταν ένα από τα τελευταία του, αυτό της Νέας Υόρκης, τον Φλεβάρη του 1983.
Ο Σεγκόβια ήταν ήδη 90 ετών και βγαίνοντας στο παλκοσένικο διέσχισε με δυσκολία την απέραντη σκηνή του θεάτρου στην κατάμεστη από 3000 κόσμο αίθουσα του ‘Άϊβερυ Φίσσερ Χωλ’, όπου του έγινε μια ανεπανάληπτη υποδοχή από ένα ακροατήριο που τον επευφημούσε όρθιο για πολλή ώρα πριν ακόμα αρχίσει το πρόγραμμά του. Ήταν ένα θέαμα συγκινητικό, θα έλεγα συναρπαστικό, ένας φόρος τιμής που οι Νεοϋρκέζοι απέδιδαν την ώρα εκείνη σ’ ένα μοναδικό καλλιτέχνη. Κι αυτός, χωρίς πια το γνωστό του αγέρωχο ύφος, αλλά πάντα με το φράκο, τα λουστρίνια παπούτσια, την επισημότητα και την μεγαλόπρεπη συμπεριφορά, τόνιζε όσο του ήταν δυνατόν το ‘κύρος’ και την αξία του οργάνου που κρατούσε στα χέρια του. Ένοιωθα πως εκείνη η στιγμή ήταν η δικαίωση ή αν θέλετε η ‘ρεβάνς’ ενός αυθεντικού καλλιτέχνη που με όραμα και στόχους αγωνίστηκε μια ολόκληρη ζωή να επιβάλει την κιθάρα ως όργανο κονσέρτου μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, ειρωνείες, σαρκασμούς και ταπεινώσεις. Και στο τέλος της συναυλίας, όταν η εικόνα του παραληρήματος ενθουσιασμού επαναλήφθηκε, όταν το κοινό τον επανέφερε στη σκηνή για ένα τέταρτο ‘μπιζ’ έβλεπα στο πρόσωπό του τη διπλή ικανοποίηση της επιτυχίας του ρεσιτάλ αλλά και της καθιέρωσης του οργάνου. Εκείνη ακριβώς την ώρα στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι ατέλειωτες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί μαζί του όλα αυτά τα χρόνια: οι ιστορίες που μας έλεγε για τις άδειες αίθουσες στο ξεκίνημα της καριέρας του, για τις κυρίες των σαλονιών που αποφαινόντουσαν πόσο γελοίο είναι το άκουσμα του Μπαχ στην κιθάρα, τις δυσκολίες και τις αμφισβητήσεις που αντιμετώπιζε με τις μεταγραφές, τους εξευτελισμούς από τους ‘ειδικούς’ και το μουσικό κατεστημένο για το λαϊκό όργανο που βάλθηκε να το κάνει σολιστικό, τις ειρωνείες των μουσικοκριτικών που του πρότειναν να γυρίσει στην πατρίδα του και να παίζει σε καμπαρέ, τις προτάσεις που δεχόταν στην Αμερική για να διαφημίσει καφέδες στην ΤV φορώντας σομπρέρο ή να παίξει φλαμένκο με μια χορεύτρια για να αρέσει περισσότερο, το παράπονο του για όσους από τους μαθητές του νόθευαν το πρόγραμμά τους με φτήνιες. Σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα της αποθέωσης τι δύναμη και τι πείσμα διέθετε αυτός ο γεράκος εκεί πάνω στη σκηνή, για να εξακολουθεί να ταλαιπωρείται με τις καθυστερήσεις των αεροπλάνων, τις βαρυχειμωνιές και τα jet-lag, τις αγωνίες και το τρακ, τα ξενύχτια και τις εντάσεις. Δεν ήταν άλλωστε και κανένας χαρακτήρας πρόθυμος για συμβιβασμούς και περικοπές. Ένα πρόγραμμα απαιτητικό και μεγάλης διάρκειας ερμήνευσε και παρά τις όποιες αδυναμίες στην τεχνική και τη μνήμη κατάφερε να χαρίσει στιγμές συγκίνησης με ένα παίξιμο που διατηρούσε μια παράξενη φρεσκάδα. Μα αυτή η φρεσκάδα ήταν που τον χαρακτήριζε όταν λίγες ώρες αργότερα τρώγαμε μαζί στη δεξίωση που δόθηκε προς τιμήν του στο αρχοντικό της Ογκιστίν και ένιωθα πως μιλούσα με έναν ενενηντάρη νεαρό που, περασμένα μεσάνυχτα, έτρωγε, έπινε, έλεγε ανέκδοτα και θυμόταν τα πάντα για μας, τον γιο μας, την Ελλάδα, το υπέροχο κοινό της, τον Μηλιαρέση, τον Φάμπα, τον Έλληνα ιμπρεσάριο που τον είχε καλέσει το 1951 και τον είχε κατακλέψει!
Η μουσική κληρονομιά του Σεγκόβια είναι τεράστια. Πέρα από τους δεκάδες δίσκους, έχει αφήσει πίσω του πολλές μεταγραφές, μελέτες, άρθρα, σπουδές. Έχει εκδώσει τα περισσότερα έργα που γράφτηκαν για τον ίδιο μεταξύ των οποίων τα κονσέρτα με ορχήστρα. Στις μέρες μας, οι συνθέτες που έγραψαν και εξακολουθούν να γράφουν για τη κιθάρα είναι πλέον αναρίθμητοι. Όπως αναρίθμητοι είναι και οι μαθητές του και οι μαθητές των μαθητών του που συνεχίζουν τη δική του παράδοση, το ρεπερτόριό του, την τεχνική του. Και πάνω απ’ όλα φυσικά τα εκατομμύρια των φίλων της μουσικής, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που προστέθηκαν στους οπαδούς του οργάνου. Τέλος η αναγνώριση της κιθάρας, μια δικαίωση του οράματός του, των αγώνων του. Σήμερα στις πιο γνωστές Ακαδημίες, Πανεπιστήμια και μουσικές σχολές υπάρχει έδρα κιθάρας και το όργανο διδάσκεται πλέον επίσημα, μια αναγνώριση που στη χώρα μας έγινε μόλις το 1987.
Ο Σεγκόβια τιμήθηκε για τη γενικότερη προσφορά του στη μουσική με 14 χρυσά μετάλλια και μεγαλόσταυρους σε διάφορες χώρες του κόσμου, ονομάστηκε επίτιμος διδάκτορας σε 9 πανεπιστήμια ενώ σε 3 πόλεις πήρε τον τίτλο του επίτιμου πολίτη. Πέθανε σε ηλικία 94 ετών, κάνοντας εμφανίσεις μέχρι τέλους και αποτελεί σίγουρα – μαζί με τους λοιπούς αιωνόβιους – τον Καζάλς, τον Τσάπλιν, τον Πικάσσο, τον Ρουμπινστάϊν ή τον Χόροβιτς, ένα από αυτά τα ‘ιερά τέρατα’ που η διαδρομή και το έργο τους σφράγισαν ανεξίτηλα τον αιώνα που έζησαν.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
lizevas@tar.gr
(Απρίλιος του 2007)