Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΙΘΑΡΑΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Θα ήθελα σήμερα να αναφερθώ στη διάλεξη που πραγματοποίησα πριν λίγες μέρες στην Πάτρα στα πλαίσια του εκεί Σεμινάριου κιθάρας. Ήταν μια ομιλία που απευθυνόταν κυρίως σε δασκάλους, είχε ως θέμα τη διδασκαλία της κιθάρας και έγινε χωρίς χειρόγραφο έτσι που τελικά κατέληξε να πάρει τη μορφή συζήτησης, μιας συζήτησης πολύ ζωντανής και άμεσης και με τη συμμετοχή ενός πολυάριθμου ακροατήριου που συμμετείχε με ερωτήσεις, παρεμβολές, διακοπές, ανταπαντήσεις. Ήταν μια διάλεξη – συζήτηση που είχα πραγματοποιήσει πριν 4 χρόνια και πάλι στην Πάτρα με το ίδιο περίπου θέμα, προκαλώντας καθώς φαίνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αρκετούς δασκάλους οι οποίοι και μου ζήτησαν να την επαναλάβω.
Ξεκίνησα λοιπόν αυτή την διάλεξη – ομιλία – συζήτηση, ρωτώντας το ακροατήριο μου, ποια κατά τη γνώμη του πρέπει να είναι τα προσόντα ενός δασκάλου της μουσικής στις μέρες μας. Σημείωσα τις πιο εύστοχες απαντήσεις, πρόσθεσα κι εγώ κάποιες που δεν αναφέρθηκαν και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο σύγχρονος δάσκαλος της κιθάρας πρέπει να διακρίνεται από τα εξής προσόντα:
α)γνώσεις, β) μέθοδο, γ) συμπεριφορά, δ) κέφι.
γνώσεις.
Ήμουνα αρκετά προετοιμασμένος να αναλύσω ένα προς ένα τα παραπάνω, αλλά και να αντιμετωπίσω τις όποιες ενστάσεις θα προέκυπταν από τη συζήτηση.
Και πρώτα, για το θέμα των γνώσεων, υπήρξε απόλυτη και καθολική παραδοχή ότι βασική προϋπόθεση στη διδασκαλία είναι ασφαλώς η γνώση του αντικειμένου. Ήμουνα σίγουρος ότι ο καθένας πίστευε τόσο στην επάρκεια των γνώσεών του όσο και στη βεβαιότητα της αποστολής του. Σε λίγο όμως απλώθηκε η πρώτη αμηχανία στην αίθουσα με την ερώτηση πόσοι εξακολουθούν να εμπλουτίζουν αυτές τις γνώσεις με τα νέα δεδομένα, πόσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, πόσοι τέλος πάντων συνεχίζουν να μελετούν. Πόσοι ακόμη παρακολουθούν, όπως οφείλουν, ρεσιτάλ, συναυλίες, δίσκους, σεμινάρια κλπ. και τέλος πόσοι γνωρίζουν την ιστορία του οργάνου, τους συνθέτες και τα έργα τους, τους εκτελεστές και τις ερμηνείες τους.
Δεν αιφνιδιάσθηκα καθόλου από το γεγονός ότι οι περισσότεροι ευσυνείδητοι και καλών προθέσεων καθηγητές ήσαν ανενημέρωτοι και ανιστόρητοι, αν και στην αίθουσα εκείνη κάθε άλλο παρά αδιάφορα άτομα υπήρχαν. Η εξήγηση για όσους γνωρίζουν τα πράγματα από κοντά είναι απλή: στον τόπο μας ο τρόπος λειτουργίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ωδείων, η παροχή μουσικής εκπαίδευσης και η απονομή των τίτλων είναι εντελώς υποβαθμισμένα. Ένας πτυχιούχος λόγου χάριν ή διπλωματούχος ωδείου κατά κανόνα αναγορεύεται σε ‘καθηγητή’ και αρχίζει να διδάσκει την επαύριον του τίτλου του – ή και πιο πριν – έχοντας ως μοναδική γνώση τα ελάχιστα κομμάτια που έπαιξε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, συνεπικουρούμενα από κάποιες στοιχειώδεις θεωρητικές γνώσεις μουσικής.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ άλλο στο θέμα γιατί θα πρέπει να ανατρέξουμε πάλι στη γενικότερη αντιμετώπιση της μουσικής παιδείας από την πλευρά της Πολιτείας, το νομοσχέδιο λειτουργίας των ωδείων, την αδιαφορία των υπευθύνων του εκάστοτε Υπουργείου κλπ.
μέθοδος.
Για το δεύτερο θέμα, τη μέθοδο, χρειάστηκε να υπογραμμίσω ευθύς εξ αρχής ότι ο δάσκαλος θα πρέπει να έχει στο μυαλό του ένα μακροπρόθεσμο χρονοδιάγραμμα ύλης ασκήσεων, σπουδών και κομματιών, αλλά και ένα γενικότερο σχέδιο προόδου του μαθητή, ένα πλάνο που θα τηρείται απαραιτήτως μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Υπάρχει πράγματι μια σύγχυση στον τομέα της ύλης της διδασκαλίας της κιθάρας. Αυτό οφείλεται σε δυο κυρίως λόγους: αφ’ ενός στο γεγονός ότι η κιθάρα είναι ουσιαστικά ένα νέο όργανο που διδάσκεται επίσημα στα Ωδεία για περίπου δυο δεκαετίες και αφ’ ετέρου στο ότι υπάρχει ένας τεράστιος όγκος ανεξέλεγκτων μεταγραφών που ουσιαστικά έχουν αντικαταστήσει την βασική εκπαιδευτική ύλη του οργάνου. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο κάποιοι δάσκαλοι να προσφέρουν ευχάριστες μελωδιούλες που χαϊδεύουν τα αφτιά των παιδιών αλλά και των γονιών τους – μια ιστορία που διαρκεί χρόνια και χρόνια – άλλοι να πειραματίζονται με σπουδές και ασκήσεις χωρίς καλά - καλά να ξέρουν και οι ίδιοι τι ακριβώς κάνουν – ενώ άλλοι πάλι, που έχουν πάψει προ πολλού να ενημερώνονται, καταφεύγουν στην εύκολη λύση να διδάσκουν την ύλη που κάποτε είχαν διδαχθεί. Σ’ αυτή την εκπαιδευτική αναρχία το θύμα είναι βέβαια πάντοτε ο μαθητής, που είτε διαπιστώνει μετά από καιρό ότι δυστυχώς χρόνος και χρήμα κατασπαταλήθηκαν άδικα, είτε βρίσκεται να κολυμπάει για χρόνια σ’ ένα πέλαγος ασήμαντων σπουδών και κομματιών που αρχή δεν έχουν ούτε τέλος, ή άλλες φορές πάλι, να αποθαρρύνεται αφού τα κομμάτια που παίζει είναι πάνω από τις δυνατότητές του.
Πέρα όμως από την ύλη, έθιξα και το θέμα του χρόνου. Ξεκαθάρισα δηλαδή ότι πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ώστε να τηρείται το χρονοδιάγραμμα του Υπουργείου αναφορικά με τις τάξεις (Προκαταρκτική 2 χρόνια, Κατωτέρα 3 χρόνια κλπ.) και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (πολύ νεαρή ηλικία ή ανικανότητα) να μην εφαρμόζεται.
Σ’ αυτό το σημείο μερικοί καθηγητές πρόβαλαν κάποιες διαφωνίες ισχυριζόμενοι, όχι άδικα, ότι τα παιδιά στην εποχή μας δεν μελετούν μουσική το ίδιο όπως παλιά, έχουν περισσότερες προκλήσεις, ασχολούνται με πολλά εξωσχολικά μαθήματα, πιέζονται από τους γονείς για τα φροντιστήρια και επί πλέον, τον ελεύθερο χρόνο που τους μένει, τον αφιερώνουν στον υπολογιστή, την τηλεόραση κλπ. Έτσι δεν μπορεί να τηρηθεί χρονοδιάγραμμα ιδίως στις μικρές τάξεις.
Παρακάμπτοντας προς στιγμή μια άμεση απάντηση στις σωστές αυτές διαπιστώσεις, μετέφερα τη συζήτηση κατ’ ευθείαν στα υπόλοιπα δύο θέματα : την συμπεριφορά και το κέφι, για να δώσω πρώτα μια πιο σφαιρική και ολοκληρωμένη εικόνα των ελλείψεων από τη δική μας πλευρά.
Λίζα Ζώη, Σαμπρίνα Βλασκάλιτς, Ευάγγελος Ασημακόπουλος
συμπεριφορά.
Εξήγησα λοιπόν κατ’ αρχήν ότι ο δάσκαλος αποτελεί πάντοτε ένα πρότυπο για το μαθητή. Ιδιαίτερα όμως ο δάσκαλος του μουσικού οργάνου που έχει την ευκαιρία να ασχολείται με το κάθε παιδί χωριστά, δημιουργεί μια στενή προσωπική σχέση μαζί του και η συμπεριφορά του επιδρά αναλόγως θετικά ή αρνητικά. Μπορεί κάλλιστα δηλαδή να αποδειχθεί ένας πολύτιμος οδηγός της ζωής του ή στην αντίθετη περίπτωση ένας ασήμαντος δυνάστης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η σχέση ξεκινά με πολύ ευνοϊκούς όρους από την πλευρά του δασκάλου αφού ο μαθητής παραδίδεται ολοκληρωτικά σ’ αυτόν, τον σέβεται, τον θαυμάζει και πολλές φορές τον μυθοποιεί. Με άλλα λόγια ο δάσκαλος έχει ένα παρθένο υλικό στα χέρια του που το πλάθει, το ζυμώνει, το διαμορφώνει. Στην αρχαία Ελλάδα που το μάθημα της μουσικής είχε πρωτεύουσα σημασία, οι γονείς έκαναν το παν για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού τους ο φωτισμένος δάσκαλος. Ήξεραν πολύ καλά ότι η σωστά διδαγμένη μουσική επενεργεί θετικά στον ψυχισμό του νέου, αναπτύσσει το αισθητήριο του και παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση του χαρακτήρα του.
Μ’ αυτά τα δεδομένα λοιπόν εξήγησα ότι είναι απαράδεκτο στις μέρες μας, η συμπεριφορά του δάσκαλου στο παιδί να μην είναι τουλάχιστον αξιοπρεπής. Ανέφερα από την πείρα μου περιστατικά δασκάλων με αλαζονεία, ασυνέπεια, χλεύη, νεύρα, αδιαφορία, ειρωνεία, ασυνειδησία, ανευθυνότητα, αναίδεια έως και… βρομιά. Μάλιστα για το τελευταίο δόθηκε κι ένας εύθυμος τόνος στην ατμόσφαιρα όταν ανέφερα το περιστατικό πτυχιούχου μαθητή που δίδασκα και μου ήταν αδύνατον να τον πλησιάζω την ώρα του μαθήματος, ενώ ο ίδιος στη συνέχεια έφευγε από το μάθημά μου για να διδάξει σε κάποιο Ωδείο κι εγώ σκεφτόμουνα με απόγνωση τους δικούς του μαθητές που ίσως ταύτιζαν την κλασική μουσική με τη βρομιά του δασκάλου τους. Αλλά σε σοβαρότερο τόνο ανέφερα και περιστατικά αλαζονείας της εξουσίας δασκάλων που δεν ήσαν ακριβείς στην ώρα τους, που ξεσπούσαν τα νεύρα τους επάνω στα ανυπεράσπιστα παιδιά, που αδιαφορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους, που σάρκαζαν τα λάθη τους, που τα έβλεπαν τελικά σαν μια ‘οικονομική πηγή για τα προς το ζην’.
Υπενθύμισα στο ακροατήριό μου για μια ακόμα φορά το γεγονός ότι ο δάσκαλος παράγει ανεκτίμητο έργο, η εργασία του είναι ένα άκρως σοβαρό, υπεύθυνο και δυσκολότατο λειτούργημα και γι’ αυτό έχει καθήκον να αφιερώνει όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό. Έχει χρέος να πετύχει μια καλή σχέση με τους μαθητές του, να επικοινωνεί μαζί τους, να ασχοληθεί με την ψυχολογία τού καθ’ ενός χωριστά, να είναι αποφασιστικός σ’ αυτά που μεταδίδει, να δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα, να τους ενθαρρύνει και να τους εμπνέει, να κερδίζει κάθε φορά την εκτίμησή τους όλο και περισσότερο.
κέφι.
Έτσι όπως είχα πάρει φόρα κι ένιωθα πως απευθυνόμουν σ’ ένα ακροατήριο που με άκουγε με πολύ ενδιαφέρον αλλά του χρωστούσα και κάποιες απαντήσεις, μπήκα χωρίς διακοπή στο τέταρτο θέμα, αυτό που ως προσόν του δασκάλου ονόμασα ‘κέφι’. Δια της εις άτοπον απαγωγής πήγα στην περίπτωση του δασκάλου με τις γνώσεις και την καλή μέθοδο διδασκαλίας, που έχει και άψογη συμπεριφορά αλλά παράλληλα κρατά μια στάση υποτονική, χλιαρή και στην ουσία τυπική. Δεν έχει ενθουσιασμό και κέφι στα όσα μεταδίδει, δεν δίνεται, δεν ξοδεύεται. Με μια τέτοια στάση του δασκάλου, όπως είναι φυσικό, ο μαθητής σιγά-σιγά χάνει το ενδιαφέρον του, δεν πείθεται για την ανάγκη της μελέτης, παύει να εμπνέεται. Είναι κατά κάποιο τρόπο η περίπτωση του πομπού που δεν επηρεάζει τον δέκτη γιατί η τάση του είναι πολύ χαμηλή.
Ομολογώ ότι από όλη τη διάλεξη αυτό ήταν ένα κομβικό σημείο συζήτησης και χρειάστηκε κάποια ώρα και αρκετά παραδείγματα για να γίνω πειστικός, ακριβώς γιατί το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι συγκεκριμένο ούτε μπορεί να προσδιορισθεί. Σε μια σχετική ερώτηση που θα απηύθυνα στους καθηγητές, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι κανείς δεν θα παραδεχόταν ότι διδάσκει χωρίς κέφι. Εγώ απ’ την πλευρά μου ωστόσο θεώρησα ότι αυτή ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για την απάντηση που χρωστούσα να δώσω αναφορικά με τα προβλήματα που προηγουμένως μου επεσήμαναν ότι αντιμετωπίζουν. Έτσι μια και το θέμα της διάλεξης περιστράφηκε γύρω από τα προσόντα που πρέπει να έχει ένας δάσκαλος μουσικής στις μέρες μας, τους τόνισα πως αν η γνώση, η μέθοδος και η συμπεριφορά, είναι τρία βασικά στοιχεία, το κέφι είναι το πλέον ουσιαστικό. Το κέφι ή αν θέλετε ο ενθουσιασμός, είναι το μόνο αντίδοτο σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς και χωρίς κανένα ενδοιασμό τους είπα την άποψή μου: Πράγματι υπάρχει έλλειψη ενθουσιασμού από την πλευρά του δάσκαλου της μουσικής και σε πολλές τάξεις το μάθημα έχει καταντήσει ρουτίνα. Ή για να το πω αλλιώς, πιστεύω ότι είναι ελάχιστοι οι δάσκαλοι που σήμερα μεταδίδουν τις γνώσεις τους με μεράκι, που έχουν κέφι και ζεστασιά, που εμπνέουν, που πείθουν τον μαθητή να μελετήσει, που επιτυγχάνουν να τον αποσπάσουν από άλλες ασχολίες, που ενδιαφέρονται πράγματι να του μεταδώσουν την ομορφιά της τέχνης. Δεν αρνήθηκα σε καμιά περίπτωση ότι η ζωή μας πράγματι έχει γίνει πιο κουραστική, ότι τα παιδιά μελετούν λιγότερο, ότι διανύουμε μια περίοδο που η μουσική παιδεία περνά μεγάλη κρίση. Επέμεινα όμως ότι ο δάσκαλος θα μπορούσε και θα έπρεπε να κάνει τον δικό του αγώνα με περισσότερο ίσως ζήλο τώρα απ’ ό,τι παλιά, ακριβώς γιατί οι συνθήκες σήμερα είναι πιο δύσκολες.
Τελειώνοντας την ομιλία μου δεν ξέρω αν τελικά πέτυχα να επηρεάσω τους ακροατές μου και να τους περάσω κάποιο μήνυμα που θα τους βοηθήσει στη σκέψη τους και τη διδασκαλία τους. Είπαμε, ήταν μια διάλεξη χωρίς χειρόγραφο, ήταν περισσότερο μια ζωντανή συζήτηση που ακούστηκαν πολλά. Νομίζω όμως πως τελικά κατάφερα τουλάχιστον να τους σκιαγραφήσω την εικόνα του δασκάλου έτσι όπως την έχω μέσα μου:
Ενός κοινωνικού λειτουργού, με γνώσεις, μέθοδο, συμπεριφορά, κέφι και όραμα. Ενός αληθινού δημιουργού που γίνεται οδηγός και εμπνέει, που προσφέρει μουσική παιδεία, που παράγει Πολιτισμό.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
lizevas@tar.gr
(Αθήνα, 18 Απριλίου 2008)