Με τη δική μου ματιά
Μουσική παιδεία και κιθάρα
Pierre-Auguste Renoir: "Guitar Lesson" (1897)
Αφορμή για το σχόλιο αυτό μού έδωσαν κάποιες συζητήσεις που είχα πρόσφατα με μαθητές μου που σήμερα διδάσκουν σε διάφορα Ωδεία, έχοντας πια οι ίδιοι τις δικές τους τάξεις. Επαγγελματίες καθηγητές–σολίστες μάλιστα κάποιοι από αυτούς– μου έλεγαν με αγωνία πως έχουν ξεμείνει από μαθητές σε σχέση με άλλες χρονιές, πως τα παιδιά δεν μελετάνε πια, πως αρκετοί το γυρίζουν στην ηλεκτρική κιθάρα. “Κάτι πρέπει να αλλάξει γιατί δεν πάει άλλο”, “τα παιδιά ζητάνε να παίξουν κομμάτια ευχάριστα”, “εσείς δεν ξέρετε τι τραβάμε με τους αρχάριους” είναι κάποιες από τις φράσεις που ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου από τις πολλές φορές που επαναλήφθηκαν. Μέσα λοιπόν από τις συζητήσεις που έκανα μαζί τους, διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι από αυτούς διακατέχονται από ένα είδος ανασφάλειας, ακόμα και ενοχής, για το όργανο και τη μουσική που διδάσκουν. Επηρεασμένοι από το γενικότερο κλίμα της εποχής που ζούμε, βαθιά μέσα τους άρχισαν να αμφισβητούν αν θα ’πρεπε να διδάσκουν αυτές τις μεθόδους του οργάνου ή αυτά τα έργα της διδακτέας ύλης της κιθάρας και όχι κάποια κομμάτια πιο προσιτά στα παιδιά, πιο εύπεπτα, πιο γνώριμα στα αυτιά τους, τέτοια που να τους επιτρέπουν να ασχολούνται περισσότερο με το όργανο, να μελετούν με μεγαλύτερο κέφι. Ούτε λίγο ούτε πολύ οι δάσκαλοι νιώθουν κατά κάποιο τρόπο αμήχανοι σε μια τάξη που άλλα ζητάει κι άλλα δίνουν και κλονίζονται με τη σκέψη πως πάνε αντίθετα στο ρεύμα της εποχής.
Το θέμα είναι πράγματι τεράστιο, πολύπλοκο, πολυδιάστατο. Θέμα που μου δίνει την ευκαιρία να καταθέσω κάποιες σκέψεις που με ταλανίζουν χρόνια τώρα γύρω από το όργανο που ασχολούμαστε, τη μουσική του ταυτότητα, την ιστορική του διαδρομή, τις δυνατότητές του. Σκέψεις όμως που αφορούν και στον δικό μας ρόλο, στα “πιστεύω” μας, τα οράματά μας.
Σύντομα ιστορικά δεδομένα
Θα ξεκινήσω κάνοντας μια τοποθέτηση γύρω από την εξέλιξη όχι μόνο της κιθάρας αλλά της μουσικής γενικότερα.
Ιστορικά είναι δεδομένο ότι η μουσική και ο χορός υπήρξαν οι δύο πρωταρχικές μορφές έκφρασης του ανθρώπου πάνω στη γη. Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι ο άνθρωπος ένιωσε πολύ νωρίς έντονη την παρουσία του ρυθμού μέσα στη φύση, γιατί συνειδητοποίησε με τον καιρό ότι και ο ίδιος είναι παγιδευμένος να ζει αυστηρά μέσα σε ρυθμικούς κανόνες και πως, παρά τη φαινομενική αταξία, τα πάντα γύρω του υπακούουν σε μια αλάνθαστη ρυθμική νομοτέλεια. Φαίνεται ακόμη ότι πολύ νωρίς αισθάνθηκε την ανάγκη της παραγωγής ήχου, όταν προσπάθησε να μιμηθεί τον ήχο της βροχής, την πνοή του ανέμου, τον παφλασμό των κυμάτων, κατασκευάζοντας έτσι σιγά σιγά αρχέγονα μουσικά όργανα: ένα καλάμι μέσα στο οποίο φύσηξε για να ταιριάξει το τραγούδι των πουλιών ή ένα τεντωμένο δέρμα που χτύπησε για να αναπαραγάγει τη βροντή του κεραυνού.
Στην εξέλιξη της αρχέγονης αυτής ανάγκης μέσα από το ρυθμό και τους ήχους, κτίστηκε σιγά-σιγά μια άλλη μορφή έκφρασης και επικοινωνίας, κτίστηκε η γλώσσα της μουσικής που με την πάροδο των αιώνων απέκτησε τους δικούς της κωδικούς, τους δικούς της νόμους και κανόνες, ενώ με τη δύναμη της επανάληψης λειτούργησε και ως ακουστική συνήθεια δημιουργώντας στους λαούς παράδοση και ιστορία.
Φυσικά, όπως όλοι ξέρουμε, στην πορεία της ανθρωπότητας υπήρξαν και άλλες σημαντικές μορφές έκφρασης και επικοινωνίας, αυτές που σήμερα ονομάζουμε καλές Τέχνες, που εκτός της μουσικής και του χορού είναι η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η ζωγραφική, η ποίηση και στην εποχή μας ο κινηματογράφος. Θέλω όμως να επισημάνω πως από όλα τα είδη της τέχνης, η μουσική είναι μόνον εκείνη που απευθύνεται άμεσα στο θυμικό του ανθρώπου και το επηρεάζει, πως δεν μεσολαβεί με άλλα λόγια καμία εγκεφαλική επεξεργασία ή διεργασία για το τελικό αποτέλεσμα, που είναι η συγκίνηση. Η μουσική έχει μια δύναμη και μια επιρροή στον ψυχισμό του ανθρώπου πράγματι εκπληκτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ως διεγερτικό ή καταπραϋντικό, στα μυστήρια, στο χορό, στο θέατρο, στις εμπόλεμες καταστάσεις, στη διακίνηση ιδεών, στη διασκέδαση, στην ψυχαγωγία κ.λπ.
Εδώ ασφαλώς θα πρέπει να υπενθυμίσω τη σημασία που έδιναν οι πρόγονοί μας στη μουσική, τόσο για την ανάπτυξη της αισθητικής των νέων όσο και για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Οι γονείς, έχοντας κατανοήσει τη δύναμη και την επίδραση της μουσικής, έκαναν κάθε προσπάθεια ώστε να αναλάβει τα παιδιά τους ο άριστος μουσικοπαιδαγωγός, γιατί είχαν αντιληφθεί ότι μέσα από τη σωστή καθοδήγηση αυτά θα κατακτούσαν την πλατιά καλλιέργεια, τη βελτίωση του γούστου, την πνευματική τους ισορροπία.
O Andres Segovia διδάσκει
Κλασικά έργα
Είναι προφανές ότι στο πέρασμα των αιώνων υπήρξαν έργα όχι μόνο στη μουσική αλλά και στα άλλα είδη της τέχνης που άντεξαν στη φθορά του χρόνου. Είναι τα έργα που αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού για πολλούς αιώνες από κάθε γενιά σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Είναι τα έργα που με μια λέξη ονομάζουμε “κλασικά”. Ο χαρακτηρισμός “κλασικό” δεν αναφέρεται φυσικά σε μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά στο έργο τέχνης που απαραίτητα πρέπει να συγκεντρώνει δυο στοιχεία: της οικουμενικότητας και της διαχρονικότητας. Με άλλα λόγια, χαρακτηρίζουμε ως κλασικό εκείνο το έργο που η αξία του αφενός παρέμεινε ανεξίτηλη στη φθορά του χρόνου και αφετέρου έγινε αποδεκτή και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως. Έτσι, ως κλασικά έργα τέχνης μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σήμερα το μνημείο του Παρθενώνα, τις συμφωνίες του Μπετόβεν, τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, τη ζωγραφική του Λεονάρντο ντα Βίντσι, τα γλυπτά του Πραξιτέλη, τα σονέτα του Σέξπιρ, την ποίηση του Όμηρου, τα έργα του Μπαχ κι ένα σωρό ακόμη που εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν και να συγκινούν πολλούς αιώνες μετά τη δημιουργία τους. Είναι ο θησαυρός της ανθρώπινης κληρονομιάς. Είναι τα αριστουργήματα που συνθέτουν τον Πολιτισμό μιας χώρας και χωρίς αμφιβολία το ενδιαφέρον και η προσέγγιση των αριστουργημάτων αυτών από τους πολίτες, καταγράφεται ως πολιτισμικό επίπεδο. Γιατί η γνωριμία και η ενασχόληση ανοίγουν καινούργιους ορίζοντες, που οδηγούν στη διαπαιδαγώγηση, στη μόρφωση και στην καλλιέργεια, στοιχεία που αποκτώνται μόνο μέσα από προσπάθεια, μελέτη και σπουδή για την αποκάλυψη του νοήματος και της ομορφιάς που κρύβει το έργο τέχνης. Αυτό ονομάζουμε Παιδεία.
Ωστόσο εδώ θέλω να υπογραμμίσω ότι η αναζήτηση αυτή δεν καταλήγει μόνο στη γνωριμία και στην κατανόηση του συγκεκριμένου έργου αλλά και σε ένα ολόκληρο πλέγμα γνώσεων γύρω από αυτό. Για παράδειγμα: ελάχιστα πράγματα θα αισθανθεί και θα απολαύσει κάποιος που ακούει φέρ’ ειπείν για πρώτη φορά τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Περισσότερα θα νιώσει αυτός που θα έχει κάποιες γνώσεις για το συνθέτη και την τεχνοτροπία του Μπαρόκ και ακόμα πιο πολλά αυτός που θα ασχοληθεί με τις πιο κρυφές λεπτομέρειες του έργου, τα μέρη, την ορχήστρα κ.λπ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με μια επίσκεψη στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Πέτρες, μάρμαρα και κολόνες για τον απροετοίμαστο, συγκίνηση και συγκλονιστική απόλαυση του μνημείου για τον ερευνητή, τον μυημένο.
O Andres Segovia σε σεμινάριο
Μουσική παιδεία
Με αυτά τα δεδομένα προκύπτει πλέον το ερώτημα τι είδους μουσική παιδεία εισπράττει σήμερα η νεολαία μας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εξ όσων γνωρίζω, τα ίδια στείρα και αδιάφορα στοιχεία που είχα εισπράξει κι εγώ όταν ήμουνα μαθητής εδώ και μισό αιώνα. Καμία μέθοδος επαφής και προσέγγισης με τα έργα και την εποχή τους, τους συνθέτες, τα όργανα, τους εκτελεστές. Κανένα άκουσμα, καμία ενημέρωση. Με άλλα λόγια, καμία μουσική παιδεία. Γιατί σίγουρα δεν είναι μουσική παιδεία η διδασκαλία ότι το μι-φα και το σι-ντο είναι ημιτόνια ή ότι το φα-σι είναι διάστημα τετάρτης αυξημένο. Οι συνέπειες αυτής της έλλειψης μουσικής παιδείας εμφανίζονται όταν οι νέοι, εντελώς απροετοίμαστοι και απαίδευτοι, είναι ανήμποροι να ξεχωρίσουν το πρόχειρο από το εκλεκτό, το άθλιο από το αξιόλογο.
Μιλώντας προηγουμένως για τη δύναμη της μουσικής και την ακουστική συνήθεια και ζώντας σε μια εποχή που όλα θυσιάζονται στο βωμό του κέρδους, δεν είναι περίεργο πως η νεολαία αφομοιώνει σήμερα ένα σωρό από τα ξενόφερτα ή και τα εγχώρια μουσικά υποπροϊόντα που κατακλύζουν την αγορά. Χωρίς παιδεία, χωρίς ανεπτυγμένο μουσικό αισθητήριο, ανίκανα να ξεχωρίσουν την υψηλή από τη χαμηλή ποιότητα, τα νέα παιδιά πολύ εύκολα πέφτουν θύματα των επιχειρήσεων που θησαυρίζουν. Τα κολοσσιαία διεθνή οικονομικά τραστ που κρύβονται πίσω από τις δισκογραφικές εταιρείες και τα ΜΜΕ, προβάλλουν και προωθούν αυτό το είδος της μουσικής που είναι εύπεπτο, καταναλώσιμο και κερδοφόρο. Μέσα από αυτή τη βιομηχανοποίηση και τον πακτωλό χρημάτων που αποφέρουν, αναδεικνύονται κατασκευασμένα είδωλα που βρίσκονται συνεχώς σε ένα επίσης κατασκευασμένο καλλιτεχνικό προσκήνιο, με αποτέλεσμα να διεθνοποιείται και να γενικεύεται ως μόδα εκείνο μόνο το είδος της μουσικής που αποφέρει κέρδος. Σε κάποιο κτίριο της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου αποφασίζεται τι θα φορεθεί αλλά και τι θα ακουστεί στον πλανήτη αυτή ή την επόμενη χρονιά, σε τι ρυθμούς θα διασκεδάσει η νεολαία, με ποιο αστέρι της μουσικής θα χορέψει.
Στις διαπιστώσεις αυτές η Πολιτεία, η εκάστοτε Πολιτεία βέβαια, μένει απαθής και αμέτοχη, αδιαφορώντας να προσφέρει ως άμυνα ή ως αντίβαρο μια αποτελεσματική μουσική παιδεία, τέτοια που αν μη τι άλλο τουλάχιστον να προστατεύει τη νέα γενιά από τις συνέπειες της κακογουστιάς και του χυδαίου. Μια μουσική παιδεία που να φροντίζει τουλάχιστον να μη χάνονται οι ρίζες και η παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, η γνήσια λαϊκή μουσική, η ποιοτική μελωδία που ντύνει το στίχο του ποιητή.
Johannes Vermeer (c.1670-2):"The Guitar Player"
Η εξέλιξη της κιθάρας
Περνώντας τώρα στο κεφάλαιο “κιθάρα” πρέπει να υπενθυμίσω πως η λέξη κιθάρα προέρχεται από το περσικό “σετάρ” που σημαίνει τρίχορδο (“σε” στα περσικά είναι το τρία και “ταρ” η χορδή). Πράγματι, τα έγχορδα που κυριάρχησαν για πολλούς αιώνες στον περσικό πολιτισμό ήταν τρίχορδα. Αργότερα προστέθηκε μία ακόμα χορδή και ως τετράχορδα πλέον μεταφέρθηκαν στην αρχαία Ελλάδα από τους σκλάβους της Ανατολής. Αυτά τα τετράχορδα βελτίωσαν οι πρόγονοί μας δίνοντας και την ονομασία τους, που σήμερα παραμένει σε όλες τις γλώσσες η ίδια (σετάρ, κίθαρις κατά τον Όμηρο, guitarra, guitar κ.λπ.) ενώ χρειάστηκαν να περάσουν αρκετοί αιώνες συνεχών αλλαγών ώστε η κιθάρα να αποκτήσει στην Ισπανία πια τη σημερινή της μορφή.
Όταν αναφέρομαι στην εξέλιξη της κιθάρας, θέλω να επισημάνω το γεγονός πως ο άνθρωπος στην πανάρχαια αγωνία του για έρευνα και βελτίωση, φαίνεται πως έβρισκε μια πρωτόγονη και ενστικτώδη μουσική ικανοποίηση όχι τόσο στην κατασκευή του κρουστού ή του πνευστού εργαλείου όσο στην επαφή του με τη χορδή και το ηχείο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στο πέρασμα των αιώνων τροποποιούσε κάθε τόσο το ηχείο σε μέγεθος, σε όγκο και σε σχήμα, ενώ τη χορδή, εκτός από τις μεταβολές που έκανε στον αριθμό και την ποιότητα, τη δοκίμασε με όλους τους τρόπους: με την πένα, με τα δάχτυλα, με δοξάρι, με φτερό ή με τροχό.
Στις μέρες μας –αυγή της τρίτης μ.Χ. χιλιετίας– η κιθάρα είναι αναμφισβήτητα το πιο δημοφιλές και διαδομένο όργανο στον πλανήτη. Οι λόγοι είναι ποικίλοι: ο πρώτος απ’ αυτούς ότι είναι ένα όργανο αύταρκες, αυτοδύναμο. Ένα όργανο πλήρες που δεν χρειάζεται τη βοήθεια ή τη συνοδεία άλλων οργάνων. Η κιθάρα, όπως έλεγε ο Μπερλιόζ, είναι μια μικρή ορχήστρα. Ένας δεύτερος λόγος είναι το χαμηλό κόστος της αγοράς σε σχέση με τα άλλα όργανα. Είναι το όργανο που συναντά κανείς ακόμη και στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Ένας τρίτος λόγος είναι η πολυφωνία της. Η κιθάρα είναι από τα ελάχιστα όργανα που παράγουν αρμονία. Και είναι η αρμονία αυτή που ικανοποιεί, που ανακουφίζει, που ολοκληρώνει τη μουσική αναζήτηση. Ένας επίσης λόγος είναι η πολυσχιδής και πολυποίκιλη χρήση που της επιτρέπει να μετέχει σε κάθε μουσικό σχήμα. Είναι γνωστή στις μέρες μας ως εξάχορδη, οκτάχορδη, δεκάχορδη, κλασική, ηλεκτρική, τζαζ, ροκ, ακουστική, φλαμένκο, μπάσο κ.λπ. Άλλος ακόμη λόγος: η άμεση επαφή των δακτύλων του εκτελεστή με τις χορδές, που του δίνει τη δυνατότητα να ζυμώνει, να πλάθει τον ήχο με τα ίδια του τα δάχτυλα – και η ικανοποίηση που εισπράττει από αυτή την πρωτογενή αίσθηση δημιουργίας. Τέλος, ένας ακόμη λόγος είναι η πληρότητα που παρουσιάζει στη συνοδεία. Πράγματι η κιθάρα, περισσότερο από κάθε άλλο όργανο, συνοδεύει ιδανικά το τραγούδι, γιατί διαθέτει αφενός την πολυφωνία που ανέφερα προηγουμένως και αφετέρου τη χαμηλή ένταση του ήχου που ταιριάζει απόλυτα στην ανθρώπινη φωνή. Ένα ακόμα πλεονέκτημα θα έλεγα μάλιστα πως είναι ακριβώς αυτό το χαμηλόφωνο, το ευγενικό, το ανθρώπινο αν θέλετε άκουσμά της. Γιατί δεν είναι η κιθάρα τελικά που ακούγεται χαμηλά αλλά τα άλλα όργανα που ακούγονται δυνατά! Σ’ αυτόν το γιγαντισμό της φωνής των άλλων οργάνων, η κιθάρα διαθέτει έναν διακριτικό, κομψό και μελωδικό τρόπο έκφρασης για την προσέγγιση της μουσικής στα παιδιά
Η κιθάρα ως μέσο διαπαιδαγώγησης
Αλλά πέρα από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες του οργάνου που λίγο έως πολύ είναι γνωστές σε όλους, θα ήθελα να καταθέσω εδώ την προσωπική μου εμπειρία από τον μισό σχεδόν αιώνα διδασκαλίας μου σε επώνυμα Ωδεία. Στα χρόνια αυτά μαθήτευσαν κοντά μου αρκετές εκατοντάδες σπουδαστών, τον ακριβή αριθμό των οποίων μου είναι δύσκολο να καθορίσω. Ωστόσο αυτό που με βεβαιότητα μπορώ σήμερα να δηλώσω, είναι ότι ελάχιστοι σπουδαστές, ίσως ένα ποσοστό 2-3%, ξεκίνησαν τα μαθήματα τους με στόχο να σπουδάσουν την κλασική κιθάρα για να αποκτήσουν μουσική καλλιέργεια. Η εικόνα που έχω μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια, είναι του μαθητή που διψούσε “να μάθει λίγη κιθαρίτσα” ή του γονιού που μου ζητούσε για το παιδί του “κανένα τραγουδάκι για την παρέα, βρε αδερφέ ” ή “εμείς δεν πάμε να το κάνουμε επάγγελμα. Για το κέφι μας το θέλουμε”. Φυσικά με την κατάλληλη προσαρμογή, ενημέρωση και σπουδή, θα έλεγα με τη σωστή παιδεία, πολλοί από αυτούς είτε ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, είτε (οι περισσότεροι) έγιναν καλοί ακροατές. Για μένα αυτό το τελευταίο (καλοί ακροατές), πρέπει να σας πω ότι υπήρξε στόχος και όραμα, αν θέλετε υπήρξε στάση ζωής. Θεωρούσα ότι το μέγιστο που μπορώ να δώσω στο μαθητή μου είναι να αγαπήσει τη μουσική και την τέχνη γενικότερα. Και γι’ αυτό ένιωθα και νιώθω απέραντη ικανοποίηση όταν βλέπω να βρίσκεται στην αίθουσα συναυλιών ο σπουδαστής που κάποια εποχή μου χτύπησε την πόρτα για να του μάθω ένα τραγουδάκι. Νιώθω μεγάλη χαρά όταν ακούω συζητήσεις παιδιών γύρω από την ερμηνεία μιας φούγκας του Μπαχ, αναλογιζόμενος πως πριν από κάποια χρόνια τα ίδια παιδιά αντιμετώπιζαν με αποστροφή, αν όχι με ειρωνεία, τέτοια ακούσματα. Ο ίδιος άλλωστε έζησα και μεγάλωσα σε μια εποχή που το ραδιόφωνο με το θάνατο κάποιου επιφανούς προσώπου μετέδιδε “πένθιμη μουσική” όπως αποκαλούσαν τα έργα του Μπετόβεν, του Σοπέν και του Μότσαρτ. Αλλά ακόμα και σήμερα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα υπάρχει η άποψη του λοξού ή του ψώνιου γι’ αυτούς που αγαπάνε και ασχολούνται με την τέχνη.
Από τα πρώτα χρόνια της διδακτικής μου σταδιοδρομίας κατάλαβα ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα μοναδικό όπλο, την κιθάρα, για να περάσω στους μαθητές μου κάποια μηνύματα, να τους μεταβάλω την αισθητική, μέχρι και να επηρεάσω τη συμπεριφορά τους. Συνειδητοποίησα από νωρίς ότι μέσα από τη σπουδή ο μαθητής μπορεί να αποκτήσει ένα αισθητήριο τέτοιο που να του επιτρέπει κάποια μέρα να επιλέγει την ποιότητα. Αισθάνθηκα ότι ο ρόλος μου δεν ήταν να διδάσκω απλώς τις νότες και την τεχνική του οργάνου, αλλά με την ευκαιρία αυτή να μεταδώσω τους θησαυρούς της μουσικής, να παράσχω παιδεία. Γιατί η κιθάρα ήταν το μοναδικό όργανο που είχαν στ’ αυτιά τους όλα αυτά τα παιδιά της ροκ, ποπ, μπλουζ, τζαζ, ηλεκτρικής, λάτιν, ρεμπέτικης, ισπανικής, λαϊκής, σύγχρονης μουσικής που ζητούσαν να μάθουν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ήξεραν. Γιατί στις διπλανές τάξεις του βιολιού, του πιάνου, του όμποε και του τσέλου τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα και σίγουρα πιο εύκολα. Γιατί στο τέλος-τέλος ένιωθα και μια ευθύνη αφού ανεξάρτητα από αυτό που μου ζητούσαν, ήταν σίγουρο πως οι γονείς πληρώνοντας το Ωδείο είχαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους τη μουσική καλλιέργεια.
Η παιδεία στην εποχή του marketing
Στην εποχή μας, εποχή της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας, του καιροσκοπισμού και του εύκολου κέρδους, της μοναξιάς, των νευρώσεων και της βίας, στην παρακμιακή αυτή εποχή του γενικευμένου marketing που όλοι μας βιώνουμε καθημερινά, η μόνη θετική πρόταση που μπορώ να κάνω είναι η παροχή σωστής παιδείας που δυστυχώς στις μέρες μας συρρικνώνεται δραματικά. Είναι η υποχρέωση, είναι το καθήκον που πρέπει να κουβαλά μέσα του κάθε δάσκαλος. Με πίστη και φανατισμό. Και είναι η απάντηση που έχω να δώσω στις αμφιβολίες τους ως προς αυτό που διδάσκουν, στην όποια αγωνία για το ρόλο τους, στις ενοχές τους. Στους δύσκολους καιρούς που πράγματι διανύουμε είναι επιτακτική ανάγκη να σταθούν όρθιοι και να αγωνισθούν με περισσότερη ακόμη δύναμη, με μεγαλύτερο κέφι απ’ ό,τι παλιά. Ας μην αμφιβάλουν για την ποιότητα των έργων που διδάσκουν και ας μη γίνουν ποτέ διασκεδαστές, σαλτιμπάγκοι, πανέτοιμοι να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του κάθε ‘πελάτη’. Ας κάνουν τη δική τους αυτοκριτική ως προς τα λάθη τους που πιθανώς να βρίσκονται στην έλλειψη ενθουσιασμού, συνέπειας, γνώσεων, μεθόδου, κεφιού, ενημέρωσης, επικοινωνίας κλπ. Σ’ αυτό το απέραντο μουσικό σκουπιδαριό που καθημερινά μας κατακλύζει, ας δείξουν με τη στάση τους ποιότητα και μουσικό ήθος. Γιατί τελικά είναι καθήκον όλων των δασκάλων της κιθάρας να συνειδητοποιήσουν ότι είναι μουσικοί παιδαγωγοί, με τεράστια ευθύνη απέναντι στο έργο που έχουν αναλάβει. Στο κάτω της γραφής, όσοι απ’ αυτούς δεν εκτιμούν ιδιαίτερα το όργανο που κρατούν στα χέρια τους ή τη μουσική που σπούδασαν, ας προσπαθήσουν τουλάχιστον να συμπεριφερθούν όπως ο δάσκαλος του πιάνου, του τσέλου του φλάουτου ή του βιολιού που ποτέ δεν ασχολήθηκε με τέτοια διλήμματα.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
lizevas@tar.gr
(Νοέμβριος 2006)
Επιλογή εικόνων: Κώστας Γρηγορέας