[με τη δική μου ματιά]
Περί κιθάρας ‘κλασικής’
Με αφορμή τις διαφωνίες που προέκυψαν στο forum του TAR τον τελευταίο καιρό, μου ζητήθηκε να παρέμβω και να πω την άποψή μου επάνω στα γνωστά ζητήματα που αλίμονο δεν έχουν πάψει να ταλανίζουν το χώρο της κιθάρας εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορώ να δώσω κάποιες απαντήσεις που θα κάλυπταν πέρα για πέρα όλα τα ερωτήματα που εμφανίζονται κάθε τόσο, γιατί τα θέματα είναι πάμπολλα, περίπλοκα και πολυσύνθετα και προσκρούουν στην διαφορετική εμπειρία, τις γνώσεις και τα γούστα που κουβαλάει ο καθένας μας, αλλά και στην προσωπική μας αντίληψη και αντιμετώπιση των γεγονότων. Ωστόσο μια και μου ζητήθηκε, δεν θα αρνηθώ να καταθέσω τη γνώμη μου και να απαντήσω πώς βλέπω τα θέματα ‘με τη δική μου ματιά’.
Ορισμός του κλασικού
Πρώτα απ’ όλα είναι βασικό να οριοθετήσω τον χαρακτηρισμό ‘κλασικό’. Έχω πει και πιο παλιά πως κλασικό έργο τέχνης ονομάζουμε αυτό που είναι αφ’ ενός διαχρονικό και αφ’ ετέρου οικουμενικό. Είναι προφανές λοιπόν ότι τον ορισμό ‘κλασικό’ τον αποδίδουν οι μετέπειτα γενιές σε κάποιο έργο τέχνης που η αξία του άντεξε στη φθορά του χρόνου αφ’ ενός και έγινε αποδεκτή και αναγνωρίστηκε παγκόσμια αφ’ ετέρου. Κατά συνέπεια θα είναι παράτολμο και παρακινδυνευμένο να απορρίψουμε – για να έλθω και στα δικά μας – κάποια σύνθεση που δεν μας άρεσε σε πρώτο άκουσμα, κάποιον πίνακα ζωγραφικής που δεν καταλάβαμε με την πρώτη ματιά, κάποιο μνημείο που δεν ξέρουμε την ιστορία του. Σήμερα, ντρέπομαι για την απαξίωση ή και την αποστροφή που έδειξα όταν πρωτοείδα εδώ και μισό αιώνα την Γκερνίκα του Πικάσο, πρωτοάκουσα το Νυχτερινό του Μπρίτεν ή διάβασα τον Ζαρατούστρα του Νίτσε.
Καθώς η κοινωνία συνεχώς εξελίσσεται (δεν γράφω ‘προοδεύει’), καθώς η Τέχνη είναι ένας καθρέπτης αυτής της κοινωνίας που επηρεάζει και επηρεάζεται, καθώς το νέο φρούτο κρύβει άλλοτε χυμό και άλλοτε σαπίλα, έμαθα πολλά χρόνια τώρα να είμαι συγκρατημένος και επιφυλακτικός στο να αποθεώνω ή να απορρίπτω. Μετά τα πρώτα χαστούκια που δέχτηκα για τις άστοχες προτιμήσεις μου αλλά και τις αλλεπάλληλες αλλαγές στα γούστα μου και την αισθητική μου μέσα από τις ατέλειωτες ζυμώσεις στο χρόνο, κατάλαβα ότι δεν έχω δικαίωμα να οριοθετώ, να περιορίζω ή να απορρίπτω, πόσω μάλλον όταν από κάποια σχετική θέση ισχύος μπορώ να επηρεάζω ή ακόμα και να επιβάλλω τις απόψεις μου.
Όσον αφορά στην κιθάρα είναι απαραίτητο να υπενθυμίσω την τρισχιλιετή ιστορία της, την πολυκύμαντη διαδρομή της από τα βάθη των αιώνων, τις συνεχείς αλλαγές στο σκάφος και τις χορδές και τέλος την αναγέννησή της στην Ισπανία από όπου και αναπήδησαν οι πρώτοι εκτελεστές, οι κατασκευαστές και τα έργα – με άλλα λόγια η ταυτότητά της. Από την Ισπανία άλλωστε ξεφύτρωσε και ο σπόρος της μετατροπής του ‘λαϊκού’ οργάνου σε ‘συναυλιών’ που σε σημαντικό βαθμό προώθησε σε όλο τον 20ό αιώνα ο Segovia. Κατά συνέπεια δεν είναι καθόλου παράξενο γιατί το μέγιστο του ρεπερτορίου των έργων που παίζονται ακόμα και στις μέρες μας είναι ισπανογενές – λατινογενές και γιατί ο απογαλακτισμός από το ρεπερτόριο αυτό δεν είναι αφομοιώσιμος από όλους. Εδώ μάλιστα μου δίνεται η ευκαιρία να επισημάνω ότι είναι άδικο να χρεώνουμε σήμερα στον Segovia – ένα καλλιτέχνη με συντηρητικές καταβολές και απόψεις – την αδυναμία του να προσεγγίσει πιο σύγχρονα ακούσματα, αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν στην ιδιοσυγκρασία του. Μη ξεχνάμε άλλωστε πως με εξαίρεση τον Julian Bream ουδείς άλλος εκ των επωνύμων κιθαριστών του 20ού αιώνα (Barrios, Presti, Diaz, Yepes, Williams) έδειξε διαφορετική διάθεση από εκείνη του Segovia.
Σχετικά με τον ήχο.
Στη συνέχεια θέλω να αναφερθώ όσο μπορώ συνοπτικότερα και στο θέμα του ήχου, που είναι και το αντικείμενο των περισσότερων προστριβών.
Πάλι ξετυλίγοντας το κουβάρι του χρόνου, υπενθυμίζω ότι μόλις τη δεκαετία του ’50 γεννήθηκε και λίγο μετά ανδρώθηκε το είδος των οργάνων με την ηλεκτρική ενίσχυση. Ήταν ίσως σημείο των καιρών, ήταν η ανάγκη της επικοινωνίας με τις μάζες, ήταν η επανάσταση – γροθιά στα καθιερωμένα, ό,τι κι αν ήταν, με την γιγάντωση της ηλεκτρικής το όργανο που υπέστη την μεγαλύτερη δοκιμασία, ζημιά θα έλεγα, ήταν η κιθάρα. Έτσι χρειάστηκε να επιστρατευθεί ο επιθετικός προσδιορισμός ‘κλασικός’ για να αναβαπτισθεί το όργανο με την απολεσθείσα ταυτότητα. Από κάποια μοιραία συγκυρία δεδομένων και χωρίς να είναι απαραίτητο, επινοήθηκε το σχήμα της κιθάρας και η χρήση του δικού της ονόματος για να δημιουργηθεί η ‘ηλεκτρική’ ή η ‘ακουστική’ ή η ‘μπάσο’, εντελώς διαφορετικά από την κιθάρα όργανα, τόσο στην τεχνική όσο και στο ρεπερτόριο, μα ακόμα περισσότερο στον ήχο. Όργανα που κυρίως παίζονται με πένα αλλά πάντοτε σε μεταλλικές χορδές, με ένα ακουστικό αποτέλεσμα ανεξάρτητο από το ηχείο του οργάνου, με τον εκτελεστή συνήθως όρθιο και έναν ήχο που δεν έχει καμία συγγένεια με αυτόν της κιθάρας. Στα όργανα αυτά, η έμφαση που δίνεται αφορά στον αυτοσχεδιασμό, τις επινοήσεις, τον ρυθμικό πλουραλισμό, το φρέσκο ρεπερτόριο, τα εντυπωσιακά εφέ, τη βιρτουοζιτέ και τη δημιουργία συνόλων, όλα δηλαδή τα στοιχεία που λείπουν από τους κλασικούς κιθαριστές. Έτσι όλοι βιώσαμε και βιώνουμε μια σύγχυση που είναι απερίγραπτη. Ακόμα στις μέρες μας γίνονται συγκρίσεις σε δυο ανόμοια όργανα, δημιουργούνται ατέλειωτες συζητήσεις χωρίς αντικείμενο, ανακατεύονται ρεπερτόρια, σπουδές, τεχνικές, αισθητική. Ο δρόμος που χάραξε η ‘ηλεκτρική’ είναι αυτός της απελευθέρωσης από τα καθιερωμένα, της προσέγγισης στις πλατιές μάζες, της δημιουργίας συνόλων που ψυχαγωγούν και διασκεδάζουν με πρωτότυπη ή χορευτική μουσική, σε αντίθεση με την ‘κλασική’ κιθάρα που προσκολλημένη στη παράδοση, πασχίζει να εμπλουτίσει το φτωχό της ρεπερτόριο με ποικίλες μεταγραφές αλλά και σύγχρονα έργα, που δεν απευθύνεται στις μάζες, δεν διασκεδάζει, αλλά προσφέρει γνώση και καλλιέργεια.
Αναλογίζομαι σήμερα πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν αντί για ‘ηλεκτρική κιθάρα’ μιλούσαμε για ‘ηλεκτρική’ σκέτο (με εισαγωγικά ή χωρίς) ή εν πάση περιπτώσει αν είχε δοθεί έστω και σ’ αυτό το σχήμα, ένα εντελώς διαφορετικό όνομα όπως π.χ. έχει συμβεί στην περίπτωση του πιάνου με το αρμόνιο ή του μαντολίνου με το μπουζούκι.
Κλασσική κιθάρα
Κλείνοντας, και για να μη κουράσω περισσότερο, θα κάνω μια προσπάθεια να δώσω, όσο πιο περιεκτικά γίνεται, το στίγμα και την ταυτότητα της κλασικής κιθάρας, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο απ’ την αρχή, πως έχοντας αφιερώσει τη ζωή μου στο όργανο αυτό, ίσως και να μην είμαι αντικειμενικός.
Η κιθάρα λοιπόν είναι το όργανο που κατασκευάζεται από έμπειρους τεχνίτες που χρησιμοποιούν ποικιλία ξύλων και βερνικιών και στη γνωστή της μορφή παίζεται με 6 νάιλον χορδές. Είναι το δύσχρηστο, πολυφωνικό και ευλογημένο όργανο που απαιτεί από εκείνον που θα το αγκαλιάσει ατέλειωτα χρόνια μελέτης, σπουδής και έρευνας. Παρουσιάζοντας μια μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων και μια πλατιά γκάμα συγκινησιακών στοιχείων, ο εκτελεστής ζυμώνει τον ήχο κυριολεκτικά με τα δάχτυλα και των δυο χεριών του, καλλιεργώντας συγχρόνως ο ίδιος με την πάροδο του χρόνου την προσωπική του αισθητική. Μ’ αυτόν τον χαμηλόφωνο, βελούδινο και μαγικό ήχο να βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του σκάφους, η κιθάρα αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο όργανο στον πλανήτη.
Ο ρόλος της ως οργάνου συναυλιών έγινε ευρύτερα γνωστός στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν άρχισαν να ασχολούνται σοβαρά μαζί της αρκετοί συνθέτες που εμπλούτισαν το φτωχό ρεπερτόριό της με νέα έργα. Παράλληλα αναδείχθηκαν πολλοί δεξιοτέχνες που βελτίωσαν και εξακολουθούν να βελτιώνουν την τεχνική της. Χωρίς να χάσει ποτέ την ταυτότητα του ‘λαϊκού’ οργάνου, η κιθάρα τις τελευταίες δεκαετίες διδάσκεται στις πιο έγκυρες και αναγνωρισμένες μουσικές σχολές και Ακαδημίες παίρνοντας μια θέση δίπλα στα υπόλοιπα όργανα συναυλιών, προσφέροντας έτσι κι αυτή με τη σειρά της την βαθύτερη γνώση και τη μουσική Παιδεία. Τέλος, ο πολυδιάστατος και πολυσχιδής ρόλος της την έχει κάνει δημοφιλή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ενώ δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται στη συνοδεία του τραγουδιού όπου είναι αναντικατάστατη.
Σαν υστερόγραφο θέλω να πω δυο λόγια και για το forum του TAR, ο χώρος του οποίου προσφέρεται, κατά τη γνώμη μου, στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών και μόνο. Πιστεύω πως ένα από τα τελευταία, με τίτλο “ο μάγος της κιθάρας”, ξέφυγε επικίνδυνα του προορισμού του από μερικούς, παίρνοντας κάποιες στιγμές τη μορφή αντιπαλότητας, επιθετικότητας, ειρωνείας και προσβολών που δεν συνάδουν με το ύφος και τον χαρακτήρα του περιοδικού.
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
lizevas@tar.gr
(23 Σεπτεμβρίου 2007)