ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΙΣ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΕ ΝΕΚΡΟ ΑΣΘΕΝΗ-
ΕΝΑ ΕΜΠΑΘΕΣ ΣΧΟΛΙΟ;
Η αφορμή
Τις μέρες αυτές λάβαμε ενημέρωση από τη διεύθυνση του Athenaeum, σχετική με την τύχη του Grand Prix Μαρία Κάλλας, ενός ήδη υπερτριακονταετή (1975-2011) θεσμού-διαμάντι στα πολιτιστικά μας πράγματα, που κατά τα φαινόμενα ακρωτηριάζεται εξαιτίας του ελλιπούς πολιτικού μεγέθους (κι ελπίζω εδώ να διαψευστώ) ανθρώπων που όφειλαν απ’ τον θεσμικό τους και μόνο ρόλο να τον υποστηρίξουν.
Το υπουργείο πολιτισμού (θα εγγράφεται με μικρά γράμματα, έως ότου αναλογιστεί τη σημασία των θεμάτων που καλείται να διαχειριστεί μέσα στο ομιχλώδες σκηνικό που ονομάζουμε Ελληνισμό) αρνείται να σταθεί στοιχειωδώς φερέγγυο σε σχέση με τα υπεσχημένα και να χρηματοδοτήσει τον Διεθνή Διαγωνισμό, του οποίου το κύρος επί 36 έτη προσελκύει τα βλέμματα ευαισθητοποιημένων προς την Ελλάδα ανθρώπων, εδραιώνοντας τη σταθερή νησίδα μιας οικουμενικής πνευματικής οικογένειας και εγκαινιάζοντας ένα κεφάλαιο παιδείας και ειδικής θέασης του κόσμου μας απολύτως απαραίτητης στην εποχή που διανύουμε σαν έθνος. Θα εξηγήσω παρακάτω το γιατί.
Ένα όνομα
Το Grand Prix Μαρία Κάλλας δανείστηκε το όνομα της Κάλλας, για συμβολικούς και μόνο λόγους. Και εδώ εγείρεται το εύλογο ερώτημα: Με ποια έννοια ένας διαγωνισμός -που τιμά διά της ονοματοδοσίας μια κορυφαία υψίφωνο- μπορεί να προτείνει την ελληνική θέαση του κόσμου;
Θα απαντήσω με έναν διττό τρόπο: Η Κάλλας -στην περίπτωσή μας- δεν είναι κορυφαία υψίφωνος. Είναι το σύμβολο της υπέρβασης, το επίτευγμα αυτού που λέμε “μουσική θέαση του κόσμου”, ένα προνόμιο που -με βεβαιότητα που θα υποστηριχθεί παρακάτω- μόνο με το ειδικό μπόλιασμα της καταγωγής της θα ήταν δυνατόν να κερδηθεί. Το γεγονός ότι κατάφερε σε έναν “ξένο” κόσμο να κολυμπήσει με άνεση και να δεσπόσει δηλώνει το μέγεθος της σημασίας της σαν φορέας ενός συγκλονιστικού ειδικού βλέμματος, πολύ περισσότερο από μια ικανότητα κοινή σε όλους τους τόπους.
Στη συνέχεια, ένας “Διαγωνισμός” που φέρει το όνομα της Κάλλας, δεν είναι ένας ακόμα διαγωνισμός, αλλά ένας διαγωνισμός που με κάποιον τρόπο αυτοαναιρείται, κατά το ότι καμιά αμιγώς μουσική κρίση δεν θα μπορούσε να τον νομιμοποιήσει. Κι αυτό γιατί το φαινόμενο Κάλλας υπήρξε ανεξήγητο με μουσικούς όρους, εξηγητέο όμως με όρους ολοκληρωμένης εσωτερικής ζωής, εξ ‘ου και η ελληνικότητα που συζητάμε. Τα περισσότερα πράγματα στην περίπτωσή της έγιναν ασφαλώς ερήμην της -και εννοώ ερήμην της σε επίπεδο συνειδητό.
Μπορώ να ισχυριστώ πως η μουσική και η ελληνική θάλασσα που τελικά τη δέχτηκε, μιλούσαν ακατάπαυστα μέσα της, και να μου επιτραπεί εδώ μια σαφής υποψία: Ο Ωνάσης που ερωτεύτηκε ήταν το σύμβολο της θάλασσας που της έλειψε και ταυτόχρονα το σύμβολο της απεριόριστης ελευθερίας -ελευθερίας ακόμα και απ’ την ηθική πράξη. Στις απρόσιτες για τους περισσότερους κορυφές όπου η Μουσική συνομιλεί με το ήθος του κόσμου λίγα πράγματα είναι προσβάσιμα διά της κοινής λογικής, εξ’ ου και ο καλλιτέχνης ποτέ δεν γίνεται κατανοητός απ’ τη βιογραφία του. Γίνεται κατανοητός διά μέσου της μύησης στο έργο του, μέσα από μια προσπάθεια επίπονη όσο μια γέννα. Το έργο αυτό δεν σου δωρίζεται αν δεν είσαι έτοιμος. Απαιτεί απ’ τον αποδέκτη μια αντίστοιχη προετοιμασία, εξ’ ου και ο παιδευτικός του χαρακτήρας.
Γιορτάζοντας λοιπόν το ξεχωριστό της Κάλλας και στη συνέχεια το ξεχωριστό της δικής μας ελληνικής ματιάς, γιορτάζουμε τους ίδιους τους λόγους που η νυν πολιτιστική μας παραγωγή σαν έθνος είναι όχι μόνο σημαντική και άξια προσοχής από το σύνολο των λαών, αλλά απαραίτητη στην καθημερινότητά μας, αφού χωρίς αυτήν εύκολα θα διολισθαίναμε σε μια ες αεί τυποποίηση της πρόσληψης της Μουσικής, και στη συνέχεια της πρόσληψης του κόσμου γύρω μας.
Τα δόντια της “κρίσης” το δείχνουν αυτό πεντακάθαρα, και μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι αυτή είναι μια κρίση βλέμματος, και όχι μια οικονομική κρίση. Αν ήμασταν ικανοί σαν λαός να φέρουμε το βλέμμα για το οποίο συζητάμε, τότε αυτή η δύσκολη περίοδος θα ήταν μια παρωνυχίδα, θα έπαιρνε τις πραγματικές της διαστάσεις και δεν θα κατέληγε στα υπαρξιακά αδιέξοδα των αυτοκτονιών.
(Σε μια παρένθεση τολμώ εδώ να πω ότι το σεμινάριο που αυτόν τον καιρό φιλοξενεί το Athenaeum, και που σε ότι αφορά στην κιθάρα έχω την κύρια ευθύνη του, έχει στη βάση του αυτή την οπτική, και κατ’ αυτό είναι σημαντικό. Μια ακόμα προσπάθεια που φιλοξενείται γενναιόδωρα σ’ αυτόν τον χώρο σαν προσφορά -κι εδώ δεν ευλογώ τα γένια των ημετέρων, γιατί αν έγινε εφικτό μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες και χωρίς τη βοήθεια κανενός από τους αναμενόμενους υποστηρικτές να λειτουργήσει αυτό το γεγονός, είναι γιατί το αυτονόητο του “κοινού μας ελληνικού τόπου” δούλεψε, μας ένωσε και έγινε ο κήρυκας κάθε καλής συνέχειας.. )
Αιμοδότης ή αιμοδοτούμενος;
Ένα δεύτερο ερώτημα τίθεται και ζητά επιτακτικά την απάντησή του: Είναι το Athenaeum που χρειάζεται το υπουργείο, ή το υπουργείο που χρειάζεται το Athenaeum;
Αν μου επιτρέπεται μια σχετικά εμπαθής γνώμη, θα πω ότι το υπουργείο πολιτισμού σπανίως υπήρξε στην Ελλάδα φορέας πολιτισμού, και ισχυρίζομαι εδώ με έμφαση ότι αυτή η διαπίστωση είναι η μόνη παράδοση των μέχρι τούδε υπουργείων. Αν σκύψει λίγο περισσότερο κανείς στην ιστορία και κάνει ταυτόχρονα τον κόπο να φωτίσει τους εσωτερικούς λόγους των υπουργικών αποφάσεων και πράξεων, θα διαπιστώσει ότι βασικό κίνητρο στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπήρξε η προσωπική επένδυση, η υστεροφημία, η ομαλή ροή των διαπλεκομένων σχέσεων εξουσίας και άλλα τέτοιου ύψους και ήθους σχήματα. Σπανίως υπήρξε μέλημα του υπουργείου ο Πολιτισμός, αυτός ο πολυχρησιμοποιημένος όρος, όρος-αρσενική πόρνη αν μου επιτρέπεται υπ’ αυτές τις συνθήκες μια ακριβολογία.
Ο μόνος ασθενής εδώ, κατά τη γνώμη μου, είναι το ελληνικό δημόσιο, και στη συνέχεια οι διακλαδώσεις του που στεγάζονται σ’ αυτή τη σαθρή παράγκα, κορυφαίος κόμβος των οποίων είναι και ο εν λόγω τόπος που δανείζεται ανερυθρίαστα για τον τίτλο του μια λέξη που καίει. Γιατί ασφαλώς υπουργείο και Πολιτισμός είναι δυο αλληλογρονθοκοπούμενες λέξεις, και για να μην αδικήσω τις φωτεινές εξαιρέσεις θα πρέπει να δηλώσω άμεσα πως κάθε καλό έργο που παράγεται σε τέτοιους τόπους είναι ένα υψηλό επίτευγμα και πως ο υπεύθυνος κάθε τέτοιας πράξης θα πρέπει να θεωρείται Ολυμπιονίκης και να στεφανώνεται απ’ το σύνολο του Δήμου για την ηρωική του πράξη.
Ο ασθενής λοιπόν που χρειάζεται αιμοδοσία -μια επείγουσα συνεισφορά από όλους μας ώστε να αποτρέψουμε το άκουσμα του μακρόσυρτου μπιπ και την ευθεία γραμμή στην οθόνη του μηχανήματος- είναι το υπουργείο αυτό, και στη συνέχεια το δημόσιο. Πράγματα σχεδόν αυτονόητα, θα μου πείτε, εξ’ ου και σπανίως μιλάμε γι’ αυτά, αφού είναι κάτω απ’ τη μύτη μας -το μόνο άβατο της ανάλυσης για τα μέσα μαζική παραπληροφόρησης.
Παράγουμε ή δεν παράγουμε;
Μπορεί κάποιος να πει επί τροχάδην, πως όταν εν μέσω κρίσης μιλάμε για έλλειψη παραγωγής στην Ελλάδα, ο μόνος τόπος που θα μπορούσε κανείς να στρέψει το βλέμμα του είναι ο Πολιτισμός. Και εννοώ εδώ ο διαρκώς παραγόμενος πολιτισμός, και όχι η κατασκευή όμορφων βιτρινών για να βλέπουν οι τουρίστες το ένδοξο παρελθόν μας πλάι σε έναν πλαστικό μουσακά και μια τυποποιημένη ρετσίνα, και μετά να αφήνουν ένα συγκαταβατικό φιλοδώρημα στον ταλαίπωρο σερβιτόρο που είχε την ατυχία να πατά τα ίδια χώματα με τον Σωκράτη και τον Παπαδιαμάντη.
(Φυσικά ο mousaka-tourist, ουδέν υποπτεύεται περί της υπάρξεως του ιερού κοσμοκαλόγερου, και καλά κάνει, γιατί τίποτα δεν θα μπορούσε να κατανοήσει υπό αυτές τις συνθήκες που του σερβίρεται η Ελλάδα για τον Αλέξανδρο της ψυχής μας. Ο μοναδικός Αλέξανδρος που του επιτρέπεται να γνωρίζει είναι ο μέγας, και αγνοεί βεβαίως -αυτός ο τουρίστας- τη σοφή στάση του Διογένη, που τον έβαλε στην πραγματική του θέση για να μην ενοχλεί τη ροή ενέργειας απ’ τον άλλον μεγάλο αρχαίο δάσκαλο, τον Ήλιο, προς το πιθάρι του…)
Αν λοιπόν μιλάμε για παραγωγή, θα πρέπει να μιλήσουμε για τη δυνατότητα της Ελλάδας να προτείνει το δικό της ξεχωριστό βλέμμα προς τον κόσμο, μια Άλλη ανάγνωση του κόσμου, (στην υπηρεσία της οποίας ο Ελύτης ας πούμε -και όχι μόνον- σπατάλησε τη ζωή του) έτσι ώστε να βοηθήσει για μια δεύτερη φορά τους συμμάχους της να κατανοήσουν εκείνο που η δική τους παράδοση δεν τους βοηθά να κατανοήσουν.
Απλές υποθέσεις εργασίας
Ένας πολιτικός στην Ελλάδα σήμερα είναι ένας άνθρωπος σπουδαγμένος στη δύση, και μπορώ να υποθέσω ότι είναι κατά κανόνα επαρκώς αλλοτριωμένος από μια αρρώστια που πέρασε σαν οδοστρωτήρας από πάνω του κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην αλλοδαπή και που θα την ονομάσω πρόχειρα προτεσταντισμό. (Εδώ δεν θα αρνηθώ πως η αρρώστια είναι όμοια διάχυτη πλέον και στη δική μας την παιδεία, μα άλλη ώρα αυτό…) Αυτές οι σπουδές προτείνουν και στη συνέχεια απαιτούν μια ανάγνωση της ζωής που για λόγους χρηστικότητας θεωρείται μοναδική και αδιαμφισβήτητη.
Δεν είναι όμως έτσι. Κι αυτό το ξέρει καλά όποιος έσκυψε κάποτε με ευλάβεια στο έργο του Σολωμού, του Ελύτη, του Γκάτσου, του Τσαρούχη, του Θεόφιλου, του Παπαδιαμάντη, του Χατζιδάκι, του Τσιτσάνη, του ανώνυμου ανθρώπου της παράδοσης… και ας βάλω εδώ τρεις τελείες που υπονοούν μια ατελείωτη σειρά προσώπων διαρκώς παρόντων και διαθέσιμων για μας, φτάνει να απλώσουμε το χέρι και να αγγίξουμε το άρωμα της ζωής τους σαν να ήταν λουλούδι της ελληνικής άνοιξης. Και το άρωμα της ζωής τους είναι το έργο τους.
Αυτός λοιπόν ο υποθετικός πολιτικός μας, μιλά σήμερα τη γλώσσα που διδάχτηκε ως μοναδική, αντιγράφει και πριμοδοτεί το σύστημα που του προτάθηκε ως μόνη δυνατότητα ανάγνωσης των γεγονότων, και το υποστηρίζει -αν όχι για ιδιοτελείς, τουλάχιστον για ψυχολογικούς λόγους: Αυτό το σύστημα τον νομιμοποιεί, άρα είναι το μόνο που τον αρτιώνει ως πρόσωπο.
Αυτός ο άνθρωπος είναι που περιμένει απ’ αυτούς τους “συμμάχους” τη μια δόση του δανείου μετά την άλλη ως μάνα εξ’ ουρανού, ενός ουρανού που ασφαλώς δεν περιέχει κανέναν θεό πέραν της διεθνούς χρηματοπιστωτικής διαπλοκής, τις συνέπειες της οποίας καλούμαστε στη συνέχεια όλοι μας να αποδεχτούμε ως δεδομένες. Ο προσανατολισμός αυτού του πολιτικού αδυνατεί να κατανοήσει το μεγαλείο της όποιας -εκτός του συγκεκριμένου πλαισίου- δημιουργίας, το μέγεθος του ανθρώπου που στον μικρόκοσμό του καταφέρνει ένα “Άξιον εστί” ή ένα “Όνειρο στο κύμα”, ή -εν προκειμένω- μια άρια που θα απογειώσει ψυχικά όλες τις επερχόμενες γενιές παγκοσμίως.
Όταν μια σειρά από ευτυχείς συμπτώσεις φέρουν στον αφρό της αναγνωρισιμότητας ένα απ’ αυτά τα πρόσωπα, αυτός ο πολιτικός θα σπεύσει να το εορτάσει με τον πλέον γενναιόδωρο τρόπο. Όχι επειδή κατανόησε, αλλά επειδή το πολιτικώς ορθόν της περίστασης το απαιτούσε πλέον επιτακτικά.
Ελγίνεια ηθική ή Τα λεφτά υπάρχουν, άραγε;
Και τι πολιτισμό παράγει άραγε η Γιουροβίζιον -ένα πρόχειρο παράδειγμα- και για ποιόν ανεξιχνίαστο λόγο υπάρχουν χρήματα για εκεί; Είναι φορέας του δικού μας προσώπου αυτός ο “διαγωνισμός” ή γυμνάζουμε και πάλι τον μαϊμουδισμό μας, λαδώνουμε για μια ακόμα φορά τις αρθρώσεις μας προς υπόκλιση; Ποιοι; Αυτοί που -έστω συμβολικά- κουβαλάμε κάτι απ’ το κύτταρο του τόπου που έδωσε το πρώτο φως, του τόπου που απ’ την ιδιοφυή του θέαση του κόσμου ξεκίνησαν όλα.
Είναι άδικο να πιστεύουμε ότι αυτό το βλέμμα δεν υφίσταται πλέον. Και θα τολμήσω να ονοματίσω δωσίλογους όσους συμμερίζονται την άποψη ότι εμείς θα πρέπει να συμμορφωθούμε με την οπτική που μας προτείνουν οι επίγονοι των θαυμαστών μας. Το ήθος τους είναι το ήθος του Έλγιν, που κλέβει τα μάρμαρα, υποτίθεται ως θαυμαστής μιας υψηλής ιδέας που κατόρθωσε να μεταστοιχειωθεί σε τέχνη. Η ίδια η πράξη του αποκαλύπτει πως ουδέν κατανόησε και ουδέν έλαβε απ’ αυτήν την τέχνη. Η ομοούσια βαρβαρότητα των επιγόνων του διατυμπανίζεται ακόμα σήμερα απ’ το γεγονός ότι εξακολουθούν να συμμερίζονται ως κοινοί έμποροι την δική του άποψη. Ανθρωπάκια έτσι κι αλλιώς. Ένας έμπορος όπλων θα ήταν μια πιο καθαρή περίπτωση.
Το παρήγορο είναι πως αυτά τα μάρμαρα στέκουν με την υπεροψία που αρμόζει σε κάθε τέχνη απέναντι στο τι συμβαίνει γύρω της. Δεν τα νοιάζει πού βρίσκονται. Απλά εδώ, στο φως κάτω απ’ το οποίο ήταν προορισμένα να βλέπονται, θα αισθάνονταν όντως στο σπίτι τους, σε αυτόν τον γεωγραφικό τόπο που τα γέννησε, εξαιτίας της συγγένειας του φωτός και όχι για τα έσοδα του μουσείου της Ακρόπολης, που κι αυτό μπορεί με τη σειρά του να θεωρηθεί μια αισθητική προδοσία προς την τέχνη που θέλησε να φιλοξενήσει, ένας Ρωμαϊσμός μπορώ να πω, εκεί που θα περίμενε κανείς σεβασμό στην ιερότητα του “Ελάχιστου”, στην διαύγεια του βλέμματος, στο σκύψιμο πάνω στο διαφανές ήθος του Ολυμπιονίκη που παραμένει υπεροπτικό απέναντι σε όποιο βραβείο μεταφράζεται σε χρήμα. Μια ελιά εδώ θα ήταν αρκετή.
Σε μια παρένθεση, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ένας διαγωνισμός τέτοιου ήθους δεν θα χρειαζόταν καθόλου χρήματα, αφού το κίνητρό του είναι η συμμετοχή, η δόξα του “κάνω Μουσική” μπροστά στα μάτια του Δήμου, κι εδώ δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί Ιάπωνες ήταν ανάμεσα στους συμμετέχοντες, ένας λαός δηλαδή που από την παιδεία του έχει μάθει να εκτιμά το θαύμα του πέμπτου αιώνα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Ναι, σωστά, δεν είναι το βραβείο σημαντικό. Όμως εκείνο που το υπουργείο είχε υποσχεθεί και είχε αναλάβει την υποχρέωση να παράσχει δεν ήταν πλούτη και χρυσός μα τα απολύτως απαραίτητα για να λειτουργήσουν οι αίθουσες, να φιλοξενηθούν τα παιδιά που ήρθαν απ’ την άλλη άκρη της γης, και ένα ελάχιστο ποσό για να καλυφθούν τα έξοδα προετοιμασίας τους, πράγματα που ο ανωτέρω πολιτικός-υπόθεση εργασίας αρνείται να κατανοήσει, και γιατί να κατανοήσει άλλωστε, αφού στο δικό του μυαλό υπουργός δεν σημαίνει υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος που θα ρωτήσει τους ειδικούς για ό,τι δεν ξέρει, μα ένα πρόσωπο που φέρει το αλάθητο του Πάπα, λίγο μετά και λίγο πριν απ’ το “ουδέν οίδα” του “δικού μας” Σωκράτη. Όχι, γι’ αυτόν ο Σωκράτης είναι μια ακόμα προτομή στο μουσείο, μια υποφωτισμένη λεπτομέρεια του σκηνικού που θα φιλοξενήσει γάμους και γιορτές σαν εκείνες τις κορυφαίες που οργάνωσαν οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι στην αίθουσα των μαρμάρων του Παρθενώνα στο βρετανικό μουσείο (που ορθώς εδώ επίσης γράφεται με μικρά γράμματα, γιατί αυτό το διάσημο για τις κλοπές του μουσείο ταυτίζεται με το πολιτικό ύψος των ανθρώπων που για τώρα το εκπροσωπούν). Εκεί άνοιξαν τις σαμπάνιές τους. Αυτός είναι ο σεβασμός τους, προς… Και δεν ενοχλεί η σαμπάνια στην περίπτωση που περιέχει μια ειλικρινή γιορτή. Ενοχλεί το ότι αυτή η σαμπάνια σκάει στον απόηχο του κέρδους…
Υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος ή Ποιανού είναι τα λεφτά;
Συνεχίζοντας, είναι προφανές εδώ σε όλους ότι μιλάμε για δικά μας λεφτά -ψάξτε στην άδεια τσέπη σας- που οι διαχειριστές αρνούνται να διαχειριστούν με ευλάβεια. Γιατί πολιτικός σημαίνει, θα ξαναπώ, υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος -και εκκρεμεί ασφαλώς να οριστεί ποιο είναι αυτό. Έχουμε βαρεθεί να ακούμε ότι η βαριά μας βιομηχανία είναι ο πολιτισμός. Όμως, για ποιον πολιτισμό μιλάμε;
Για τον παραπάνω πολιτικό-υπόθεση εργασίας, πολιτισμός είναι μια αστειότητα, μια απεχθής προβολή της αλλοτριωμένης ψυχής του μέσου όρου των ψηφοφόρων, εξ’ ου και η Γιουροβίζιον. Ο μέσος τηλεθεατής κολακεύεται απ’ τα σκουπίδια που ακατάπαυστα του πετάνε μέσα στο σαλόνι του, ώστε μαθαίνει, όπως ο σκύλος, να κατουρά εκεί ανάμεσα στην τροφή του -κι εδώ θα ζητήσω ασφαλώς συγγνώμη απ’ τους σκύλους, γιατί η πραγματική τους ευγένεια σπανίως καταδέχεται να συγκριθεί με την μηδενική αντίστοιχη του παραπάνω δείγματος.
Ο πολιτικός μας-υπόθεση εργασίας, λοιπόν, έχει μάθει να πριμοδοτεί τους αυτοματισμούς των δεύτερων ανακλαστικών μας, γιατί αυτοί είναι που θα λειτουργήσουν στη συνέχεια πίσω απ’ το παραβάν την κρίσιμη ώρα της κάλπικης κάλπης. Τον νοιάζει μόνο το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα των υπουργικών αποφάσεων (εδώ έχουμε σχέση εκπυρσοκρότησης-λάμψης) και όχι το βάρος της μακροπρόθεσμης σημασίας τους για αυτήν την γενιά και για τις επερχόμενες. Αυτός εδώ ο πολιτικός δεν αναλαμβάνει κανένα παιδευτικό ρόλο, τον αφήνει με γενναιοδωρία στους ιδιώτες και στους εμπόρους των ΜΜΕ. Φυσικό είναι λοιπόν να πριμοδοτεί -με τα δικά μας λεφτά, να μην ξεχάσω- εκείνα τα μικρού ύψους αφεντικά, γιατί εκείνα είναι που αύριο θα του πετάξουν ένα ψίχουλο τηλεθέασης και θα του επιτρέψουν μια επανεκλογή, χρήσιμη τόσο για τη ματαιοδοξία του όσο και για την τσέπη του.
Υπό αυτές τις συνθήκες, πώς να περιμένει κανείς κάτι άλλο από διακοπή χρηματοδότησης προς έναν θεσμό όπως το Grand Prix Μαρία Κάλλας, που κανένα απ’ τα παραπάνω κορυφαία χαρακτηριστικά δεν τυχαίνει να διαθέτει;
Τροχιοδεικτικά στις αποθήκες
Τα εν λόγω ιδρύματα είναι τόσο αιχμαλωτισμένα στην φιλοσοφία του γκαρσονιού, που έχουν αποκτήσει μέσα στα χρόνια μια εξαίσια πρεσβυωπία, μια αλλοίωση του οπτικού φακού τόσο μη αναστρέψιμη, που τα εμποδίζει να διακρίνουν ακόμα και το πλέον προφανές για όλους μας: Πως κάθε χώρος που παράγει νησίδες πολιτισμού στην πολυκακοπαθημένη μας Ελλάδα είναι όχι μόνο φορέας άμεσης ανάπτυξης, μα πολύ περισσότερο ένα σύμβολο που μπορεί να επανασηματοδοτήσει διά παντός τη ζωή κάθε νέου ανθρώπου. Αυτό το σύμβολο είναι που θα τον κρατήσει στον τόπο του με την ελπίδα μιας αναγέννησης. Τα παιδιά φεύγουν μακριά απ’ τη μάννα που δεν έχει γάλα για να τα θρέψει. Ο μαστός της μοιάζει ξύλινος, όχι επειδή ξέχασε πως είναι μια σπουδαία τροφός, μα γιατί οι διαχειριστές του μαιευτήριου αποφάσισαν να της φορέσουν μεταλλικό στηθόδεσμο, εξασφαλίζοντας έμμεσα την προσωπική τους διατροφή.
Προτάσεις ή Ζητείται άνθρωπος με πολιτικό ήθος
Η μόνη ελπίδα που εγώ βλέπω είναι να ξυπνήσουμε όλοι μαζί μια μέρα και να πετάξουμε στον καιάδα της αχρηστίας που του αρμόζει τον παραπάνω πολιτικό-υπόθεση εργασίας.
Προσωπικά δεν ξέρω τον υφυπουργό που αρνήθηκε τα υπεσχημένα. Αν ανήκει στην κατηγορία που περιγράφω, παρακαλώ να κάνει την αυτοκριτική του άμεσα πηγαίνοντας να εργαστεί σε εταιρία λαμπτήρων, ας πούμε, όπως του αρμόζει.
Αν κάνω λάθος και ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος του θέματος που χειρίζονται, τότε να φροντίσει άμεσα να αποκαταστήσει όχι μόνο τη βλάβη αλλά και το βλέμμα προς αυτά που συζητάμε. Κι αυτό γιατί αν αποκατασταθεί μόνο η βλάβη -αν απλά δοθούν με το ζόρι τα λεφτά δηλαδή- σε λίγο θα βρεθούμε και πάλι μπροστά στο ίδιο τέρας. Ένας τέτοιος πολιτικός θα πρέπει να μπει σε κάθε μάχη για να ισχυροποιήσει αυτό το βλέμμα και να το προτείνει επιτακτικά ως τον καίριο τρόπο θέασης των πραγμάτων μας. Υπάρχει αυτό το ελληνικό βλέμμα, αλλά ένα είναι πλέον σίγουρο: Η αφρόκρεμα των διαχειριστών του δημόσιου βίου μας δεν το διαθέτει. Γι’ αυτό και είμαστε σε αυτήν την κατάσταση πλασματικής και πραγματικής κρίσης. Οι κυβερνήτες μας επενδύουν στην πιο κακή μας πλευρά, και ο αυτοματισμός της είναι που τους ψηφίζει κάθε τόσο. Ωραίος φαύλος κύκλος.. Διαθέτει κανείς ένα βαρύ σφυρί;
Το Πρόσωπο της Ελλάδας
Η Κάλλας είναι ένα σύμβολο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αδαμαντωρυχείο, ή ως αφίσα σε τοίχο δημόσιου κτιρίου. Διαλέγετε και παίρνετε. Ο διαγωνισμός που επί 36 χρόνια διοργανώνει το Athenaeum -με προσωπικές θυσίες των ανθρώπων του, απ’ όσο είμαι σε θέση να ξέρω- είναι ένας χώρος όπου παράγεται πολιτισμός και όπου παρέχεται γενναιόδωρα στα παιδιά μας η δυνατότητα να αναμετρηθούν ανέξοδα -κάτι επιπροσθέτως σημαντικό για την συγκυρία- και να ωριμάσουν δίπλα σε παιδιά απ’ όλον τον κόσμο.
(Λέω εδώ παιδιά, αλλά αυτοί οι νέοι άνθρωποι είναι ήδη στο σημείο της ζωής τους όπου αναδύεται ο Μουσικός, το Πρόσωπο εκείνο που αύριο θα αντιληφθεί το σημαντικό για το ίδιο και για τον τόπο του. Μένει να απαντηθεί αν οι πολιτικοί μας θένε τέτοιους ψηφοφόρους..)
Επίσης ο διαγωνισμός φέρνει λεφτά στον τόπο επειδή κρατά ζωντανή τη σχέση μας με μακρινές χώρες, στις οποίες δεν χρειάζεται να ακουμπήσει καμιά επένδυση πέραν του ονόματός μας, αφήνει στη ματιά των ξένων μια ζωντανή ακόμα σήμερα Ελλάδα. Αυτοί οι “ξένοι” είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές ενός υψηλού επιπέδου τουρισμού, αν αυτό είναι το μόνο που μας ενδιαφέρει. Μα, ακόμα και απ’ αυτήν την άποψη, είναι προφανές το συμφέρον μας. Δεν έχουμε να προσφέρουμε πια τον greek lover -πάει η εποχή του. Το μόνο που λάμπει είναι ο Παρθενώνας και το Σούνιο, ας πούμε, και όση φύση δεν έχει ακόμα ξεπουληθεί. Θέλουμε την υπέρβαση ή θέλουμε τα δεσμά του θανατοποινίτη που μας προτείνουν;
Θέλω να σκέφτομαι πως κάποτε, όπως επιμένει ο Ελύτης, “θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση”.
Ή όπως ο Γκάτσος:
“Αυτός ο μαύρος τόπος/ Θα πρασινίσει κάποτε./ Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ’ αναποδογυρίσει τ’ αμάξια/ Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη… Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών, ν’ αντηχήσουν/ Βαριά σφυριά της υπομονής/ Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά/ Αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.”
Ένα μικρό διά ταύτα
Το Athenaeum δεν χρειάζεται αιμοδοσία. Το υπουργείo χρειάζεται. Αν το ήξερε θα άπλωνε το χέρι του για να πάρει κάτι απ’ την πνευματικότητα των ανθρώπων που το πλαισιώνουν, που το κάνουν τον χώρο με αυτήν την μοναδική παράδοση που πολλοί και εκτός Ελλάδας γνωρίζουν -ένα σημείο αναφοράς για το ήθος και για τη συμβολή του στη μουσική παιδεία, με εκείνη την ωραία ξεχασμένη έννοια της διαμόρφωσης Προσώπων. Προς το παρόν του φέρεται ως βρικόλακας, παίρνει μόνο τη δόξα και αφήνει τη σκοτεινή μοίρα των πεθαμένων στο πέρασμά του. Όμως μην ανησυχούμε ακόμα κι έτσι. Εμείς θα συνεχίσουμε την πορεία μας, επειδή αυτή είναι ειλικρινής ανάγκη κι όχι το ζαλισμένο βήμα ενός υπνοβάτη. Κι αυτή η πορεία είχε πάντα μια καθαρότητα, στεκόταν μακριά από δεύτερες αναγνώσεις. Το Athenaeum εκεί θα είναι. Αν θέλει το υπουργείο να πάρει κάτι απ’ την εσωτερική λάμψη του χώρου, ας τον επισκεφτεί με τα δώρα που αρμόζουν σε καλεσμένο που εκτιμά τη φιλοξενία ενός σπουδαίου οικοδεσπότη. Αν όχι, ας φάει σουβλάκια στη γωνία -υπάρχει χώρος για όλους.
Προσωπικά πιστεύω ότι καμιά μετάγγιση αίματος δεν έχει νόημα σε έναν τέτοιο ασθενή. Εύχομαι να είμαι αθεράπευτα εμπαθής και να διαψευστώ κάθετα. Τότε θα είμαι ο πρώτος που θα ζητήσω ειλικρινή συγχώρεση απ’ τον υπουργό, γιατί θα έχω να κάνω με ένα υψηλό πολιτικό ανάστημα. Μ’ αυτόν τον άνθρωπο θα έπινα ευχαρίστως ένα κρασί στα πόδια του ναού του Ηφαίστου, που κάθε πρωί μας χαιρετάει, ελπίζοντας…
Γιώργος Μουλουδάκης
19 Μαρτίου 2013
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com