Μια συζήτηση με τον Ελληνοκαναδό συνθέτη
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ
Ένας νέος άνθρωπος με βαρύ ήδη το μουσικό του παρόν, εμπνευσμένος, σπουδαγμένος, με σκέψη δυνατή και καθαρή, η μουσική του βραβεύεται, παίζεται εκτός και εντός Καναδά. Μουσική του μεταδίδεται από σημαντικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς όπως το BBC για παράδειγμα, παίζεται από ορχήστρες όπως η Συμφωνική ορχήστρα του Winnipeg. Aς επιχειρήσουμε να τον γνωρίσουμε και να τον καμαρώσουμε!
Ε.Α.: Ποιες μουσικές εμπειρίες σε οδήγησαν στη σπουδή της μουσικής και της σύνθεσης; αυτή η ερώτηση μοιάζει ρομαντική αλλά νομίζω ότι αξίζει να φτιάξεις ένα…αυτοπορτραίτο, να συστηθείς.
Κ.Κ.: Γεννήθηκα στο Τορόντο του Καναδά, δεν έχω όμως κάτι να θυμάμαι από τόσο νωρίς, γιατί οι γονείς μου αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Πυθαγόρειο της Σάμου, πριν τα πρώτα μου γενέθλια. Οι πρώτες φορές που ένιωσα δέος για κάτι λίγο έξω από τα καθημερινά, ήταν σε μικρή ηλικία. Οι γονείς μου με άφηναν να κάνω αυτο-περιηγήσεις στους αρχαιολογικούς χώρους γύρω από το Πυθαγόρειο με το ποδήλατό μου, τους καλοκαιρινούς μήνες. Για ένα παιδί που έχει ως παιδότοπό του το Ευπαλίνειο όρυγμα, ό,τι έχει απομείνει από το αρχαίο κάστρο του Πολυκράτη, μύρια ξωκλήσια και ψηφιδωτά, σε οικόπεδα απαλλοτριωμένα από την αρχαιολογική υπηρεσία, (κάτω από το Πυθαγόρειο κρύβεται ολόκληρη αρχαία πόλη), δεν χρειάζεται παρά μόνο η φαντασία της παιδικής ηλικίας, να τα κάνει παραμύθια, να τους φυτέψει χαρακτήρες, να πλέξει σενάρια. Τα αποτυπώματα της παιδικής αυτής φαντασίας, μπόρεσα αργότερα να τα μετατρέψω σε μέγιστης δύναμης έμπνευση. Νοιώθω δε, πολύ τυχερός που δεν μεγάλωσα σε μία μεγαλούπολη φτιαγμένη από σκυρόδεμα. Στο σπίτι μας υπήρχαν πολλά μουσικά όργανα. Άλλα περαστικά και άλλα μόνιμα. Κάθε δεύτερο ή τρίτο βράδυ, ιδιαίτερα τους χειμώνες, μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι για μουσικά γλέντια, συνήθως με ένα μπουζούκι, δυο-τρεις κιθάρες και πολλούς να τραγουδάνε νησιωτική παραδοσιακή, λαϊκή και έντεχνη μουσική. Το ιερό δωμάτιο ήταν πάντα το δωμάτιο με το πιάνο. Το φανταζόμουν σαν ένα εκκλησάκι γυρισμένο ανάποδα, μια και ακριβώς κάτω από το δωμάτιο με το πιάνο, βρίσκονταν το εικονοστάσι της γιαγιάς με δεκάδες εικόνες αγίων. Το πιάνο είχε τέσσερα πεντάλ, πράγμα πολύ ασυνήθιστο. Το τέταρτο μετακινούσε μία ειδική σουρντίνα με κομμάτια δέρματος που στο τελείωμά τους έφεραν ένα κομμάτι μέταλλο, πράγμα που έκανε το πιάνο να ακούγεται σαν τσέμπαλο, ή σαν ένα θεόρατο σαντούρι. Εκεί ανακάλυψα και την μεγάλη μου αγάπη για τη μουσική του Μπαχ.
Αν και τα μαθήματα όσο μεγάλωνα, γίνονται όλο και πιο εντατικά, θεωρώ ότι στην πρώιμη, παιδική μου ηλικία ήμουν αυτοδίδακτος. Μπορούσα να ακούσω οποιοδήποτε κομμάτι μουσικής και να το αναπαράγω χωρίς παρτιτούρα. Κάπου στα 10 μου άρχισα να αναπαράγω ό,τι άκουγα από τους δίσκους βινυλίου που είχαμε στο σπίτι, μετατρέποντας το όμως σε κάτι ποιο ιδιαίτερο, σε κάτι δικό μου. Στα 11 ήμουν πλέον σίγουρος ότι θα ακολουθούσα τη μουσική επαγγελματικά.
Ε.Α.: Θα μπορούσες με λίγα λόγια να μας μιλήσεις για τη μουσική στον Καναδά;
Κ.Κ.: Ο Καναδάς είναι μία χώρα που στεγάζει πολλές εθνότητες. Η πολυπολιτισμικότητα, σε συνάρτηση με ένα από τα πλέον άρτια εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο (ιδιαίτερα στο τριτοβάθμιο επίπεδο), δίνει δυνατότητες και δημιουργεί συνθήκες για όποιον έχει μεράκι, ταλέντο και όρεξη. Προσωπικά με ενδιαφέρει να ζω σε μέρος που διαθέτει υψίστου επιπέδου επαγγελματική συμφωνική ορχήστρα, (απόψε για παράδειγμα βρέθηκα σε μια μαγευτική συναυλία με τον εμπνευσμένο 24χρονο πιανίστα Daniil Trifonov, στις παραλλαγές Παγκανίνι του Ραχμάνινοφ, με την συμφωνική του Τορόντο), καθώς και όπερα, λυρική σκηνή και μπαλέτο. Εκτός από αυτά τα τρία-τέσσερα βασικά, το Τορόντο διαθέτει πολλά άλλα μιας και κάθε κοινότητα συνδυάζει την πραγματικότητα του 21ου αιώνα σε μια βορειοαμερικανική μεγαλούπολη με τα δικά της ήθη και έθιμα. Μπορεί κανείς να ακούσει αρχαία κινεζική όπερα, αργεντίνικα τάγκο, μουσική από βαλκανικές χώρες, φάδο, τζαζ, αφρικανική μουσική και πολλά άλλα. Το μωσαϊκό αυτό στη δική μου φαντασία είναι η ενσάρκωση αυτών που έβλεπα να ανασκάπτονται στο Πυθαγόρειο της Σάμου. Το έδαφος είναι εύφορο. Οι καλλιτέχνες απανταχού είδους έχουν ευκαιρίες επιδότησης μέσω κυβερνητικών κονδυλίων από τρία συμβούλια τεχνών, σε τρία επίπεδα: τοπικό, πολιτειακό και παν-καναδικό. Οι επιτροπές που κρίνουν την σημαντικότητα του έργου κάθε καλλιτέχνη δεν έχουν σχέση με κομματικά, πελατιακά ή στημένα πράγματα, όπως θα συνέβαινε σε...κάποια άλλη χώρα, άντε έστω προμνημονιακά.
Ε.Α.: Πες μας για το άρωμα της έμπνευσής σου από την αρχαία Ελλάδα αλλά και τη Μικρασιατική αύρα. Υποθέτω ακούγοντας τη μουσική σου ότι οι υποσυνείδητη δύναμη σε ωθεί στο να συνθέσεις.
Κ.Κ.: Κάθε έργο έχει τις δικές του βαθιές ρίζες σε κάτι που ίσως έχει κινήσει τη περιέργειά μου στο κοντινό ή μακρινό παρελθόν. Κάποιες φορές μπορεί απλά να είναι μία μουσική ιδέα, ένας στίχος, μια φωτογραφία, ένα συναίσθημα... Σημειώνω ότι είμαι συναισθητικός, πράγμα που σημαίνει ότι ο εγκέφαλός μου αναμειγνύει διάφορα ερεθίσματα, και έτσι ακούγοντας μια νότα ή συγχορδία, ταυτόχρονα βλέπω ένα χρώμα ή σειρά χρωμάτων, και σε πολλές περιπτώσεις αισθάνομαι διάφορες οσμές και γεύσεις. Αυτό το νευρολογικό φαινόμενο, δεν συνιστά ασθένεια αλλά χάρισμα, ειδικά για δημιουργούς που ασχολούνται με τον ήχο ή τα χρώματα. Στη δική μου περίπτωση, είναι κάτι με το οποίο φλερτάρω συνεχώς. Ετοιμάζω δε μια σειρά από πρελούδια και φούγκες που αντί να βασίζονται σε όλες τις κλίμακες όπως «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο» του Μπαχ ή τους δύο κύκλους του Σοστακοβιτς, βασίζονται σε χρώματα και αποχρώσεις. Το έργο που δουλεύω αυτή τη στιγμή λέγεται Hiraeth, και είναι ένα κονσέρτο για άρπα και ορχήστρα. Στα Ουαλικά, Hiraeth σημαίνει νοσταλγία αρωματισμένη με θλίψη, μελαγχολία, λαχτάρα. Διάλεξα τον τίτλο αυτό γιατί το κομμάτι επισκέπτεται μικρασιατικά, νησιωτικά και βυζαντινά ακούσματα, την μουσική δηλαδή με την οποία μεγάλωσα, και τα αποκρυπτογραφεί σαν ζωντανές σκέψεις που ηχούν από το παρελθόν, ντύνοντας μια νέα πραγματικότητα. Το έργο μου Σειρήνες για δύο πιάνα, ανάθεση του Duo Volando, παίρνει τις μυθοπλασμένες Σειρήνες από το Ιόνιο και τις φέρνει στο Αιγαίο. Άλλο παράδειγμα είναι οι Τέσσερις Σκηνές της Λίμνης Οντάριο, έργο βασισμένο ολοκληρωτικά στους ήχους, χρώματα και την αύρα τοπίων που έχω επισκεφτεί στην πόλη που κατοικώ
Ε.Α.: Μίλησέ μας για την πρώτη σου δισκογραφική δουλειά;
Κ.Κ.: Ο πρώτος μου ψηφιακός δίσκος είναι διπλός και Λέγεται Visions. Περιέχει 2 μεγάλους κύκλους έργων για σόλο πιάνο, το Βιβλίο των Ραψωδιών και το Βιβλίο των Φαντασιών. Πρόκειται για δέκα αυτοτελή κομμάτια, τα οποία συνέθεσα πριν απο τα 30ά μου γενέθλια, και συνολικά, σχεδόν δύο ώρες μουσικής. Σολίστ είναι η Christina Petrowska Quilico, η σημαντικότερη πιανίστα μοντέρνας μουσικής του Καναδά και πρώην καθηγήτριά μου. Η ηχογράφηση έγινε στην αίθουσα Glenn Gould της Καναδικής Ραδιοφωνίας, και η εταιρία από την οποία εκδόθηκε λέγεται Centerdiscs (δισκογραφική του Κέντρου Καναδικής Μουσικής). Είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα στη μέχρι τώρα πορεία μου, και νοιώθω ιδιαίτερα τυχερός, καθώς έχουμε έως τώρα αποσπάσει περί τις 20 διθυραμβικές κριτικές, ενώ μεταξύ άλλων, έχει παιχτεί στα ραδιοκύματα της Ραδιοφωνίας της Νέας Υόρκης πάνω από 50 φορές, πράγμα πρωτοφανές για εν ζωή Καναδό συνθέτη, ιδιαίτερα της ηλικίας μου.Εκτός από την εξαιρετική απόδοση και ερμηνεία της, η Petrowska Quilico που ασχολείται επίσης με τα εικαστικά, δημιούργησε περίπου 110 πίνακες ζωγραφικής κατά την περίοδο της ηχογράφησης, εμπνευσμένους απο τη μουσική μου και βασιζόμενους στα διάφορα συναισθητικά ‘οράματα’ (εξ ού και ο τίτλος Visions), σχήματα και χρώματα δηλαδή, τα οποία και της περιέγραψα ανά έργο. Τα Visions πωλούνται σε κεντρικά δισκοπωλεία παγκοσμίως, ή μέσω του Amazon.com.
Ε.Α.: αν και ζεις στο Τορόντο, θα ήθελα να αποτολμήσω την ερώτηση, πώς βλέπεις τη μουσική πραγματικότητα στην Ελλάδα, τι θα έβλεπες ότι θα βοηθούσε τα νέα παιδιά να μείνουν ως μουσικοί ή συνθέτες στη χώρα μας και, αν έπρεπε να χτίσεις ένα μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα τι υλικά θα χρησιμοποιούσες;
Κ.Κ.: Δύσκολη ερώτηση. Έχω την αίσθηση ότι η κρίση είναι τόσο ριζική που απογυμνώνει τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, φέρνοντας στην επιφάνεια κάθε ατέλειά τους, τόσο στις τοπικές και παραμεθόριες όσο και στις αστικές κοινωνίες. Μια γρήγορη ανασκόπηση όμως της ιστορίας μας σαν χώρα, αλλά και σαν έθνος, μας διδάσκει ότι κάθε είδους κρίση μας φέρνει πιο κοντά. Όσον αφορά τις τέχνες, οι ανάγκες είτε καθημερινές είτε γενικότερες, για κάποιο λόγο είναι πάντα εναρκτήρια δύναμη για το τι θα γεννηθεί πολιτισμικά, από τις επερχόμενες γενιές. Όσο λοιπόν δύσκολη και να είναι η σημερινή πραγματικότητα, προσωπικά παραμένω οπτιμιστής. Πιστεύω τόσο στη δύναμη της ατομικής θέλησης, όσο και στη συλλογικότητα, παραπέμποντας σε δυο ιστορικά παραδείγματα, τα οποία αφορούν την κλασική μουσική εν μέσω κρίσης: Το πρώτο είναι η άνθηση της λόγιας μουσικής μέσα από έναν πολιτισμό που ναι μεν ήταν ήδη πλούσιος, όχι όμως τόσο έμφυτα στην δυτική μουσική. Αναφέρομαι φυσικά στην Σοβιετική Ένωση κατά τα χρόνια του κομμουνισμού. Όχι, δεν είμαι οπαδός του συγκεκριμένου πολιτεύματος. Σημειώνω όμως ότι έστω και σε συνθήκες ψευτο-σοσιαλισμού και προπαγάνδας, σε όσους ήταν γραφτό να δημιουργήσουν, έστω και υπό τη χείριστη λογοκρισία, άφησαν πίσω τους έργο που κατά πολλούς, προσπερνά την δύναμη της δημιουργίας 400 χρόνων, από τη κεντρική και δυτική Ευρώπη. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η Βενεζουέλα και το Ελ Συστέμα, ένα σύστημα εμπνευσμένο από τον José Antonio Abreu, μέσω του οποίου σε κάθε φτωχογειτονιά, το κράτος φροντίζει να δίνεται ένα μουσικό όργανο σε κάθε παιδί, και φυσικά η σωστή μουσική επιμόρφωσή του μέσω σειράς προγραμμάτων πρόνοιας. Το σύστημα αυτό που συστήθηκε το 1975, σήμερα δείχνει να έχει τεράστιο αντίκτυπο όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή και ανάπτυξη, κατεβάζοντας τους δείκτες της εγκληματικότητας και δίνοντας ένα λόγο ύπαρξης σε γενιές ολόκληρες. Φανταστείτε ότι σε ένα κράτος σχεδόν 30 εκατομμυρίων, 2.5 φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας, υπάρχουν 125 συμφωνικές ορχήστρες νέων, 31 συνολικά επαγγελματικές ορχήστρες και σχεδόν 400.000 μαθητές κλασικής μουσικής, 80% των οποίων προέρχονται από φτωχές οικογένειες. Θέλετε να γράψουμε μαζί ένα σενάριο, για το τι θα μπορούσε να χτιστεί στην Ελλάδα, αν υποθέσουμε ότι κάποιος αποφάσιζε να υιοθετήσει το Ελ Συστέμα ή κάποια του παραλλαγή; Η αλλαγή που θα έφερνε κάτι τέτοιο ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Ε.Α.: Αλήθεια, σκέπτεσαι την επιστροφή σου στην Ελλάδα και με ποιο τρόπο;
Κ.Κ.: Δεν σκέφτομαι να επιστρέψω μόνιμα στην Ελλάδα στο προσεχές μέλλον, δεν αποκλείω κάτι τέτοιο όμως μελλοντικά. Θα ήθελα να επισκέπτομαι την Ελλάδα πιο συχνά και για να συμμετάσχω σε μουσικές ή άλλες δραστηριότητες, αλλά και για να έχω επαφή με την οικογένειά μου, που ζει στο νησί της Σάμου.
Ε.Α.: Ποιες είναι οι μελλοντικές σου μουσικές δραστηριότητες, αναφέρομαι σε αυτές που μπορείς να περιγράψεις αυτή τη στιγμή φυσικά.
Κ.Κ.: Αυτή τη περίοδο δουλεύω στη πρώτη μου μεγάλου μήκους θεατρική δουλειά, με την εταιρία Red Snow Collective, σε ένα σενάριο/λιμπρέτο της πολυβραβευμένης συγγραφέως Diana Tso. Η πρεμιέρα αναμένεται τον Ιανουάριο του 2016. Δουλεύω επίσης σε μία όπερα σε λιμπρέτο της Dr. Nora Kelly με τον οργανισμό όπερας δωματίου της πόλης του Βανκούβερ. Επίσης γράφω ένα καινούριο κονσέρτο για φαγκότο και ορχήστρα εγχόρδων, για την Nadina Mackie Jackson και την ορχήστρα δωματίου Thirteen Strings της Οττάβας, ένα έργο για πιάνο για τον Ουκρανό πιανίστα Vadym Kholodenko, ο οποίος απέσπασε το χρυσό μετάλλιο στον μεγαλύτερο παγκόσμιο διαγωνισμό Van Cliburn το 2013 και τέλος ένα έργο για τον θρυλικό Randy Bowman, πρώτο φλάουτο της συμφωνικής ορχήστρας του Σινσινάτι. Επίσης ετοιμάζω δυο ακόμη CD αποκλειστικά με έργα μου, το ένα με κουιντέτα για πιάνο και έγχορδα και το άλλο με κύκλους τραγουδιών.
Ε.Α.: Πού θα ακούσει μουσική σου ο ενδιαφερόμενος ακροατής του Διαδικτύου;
Κ.Κ.: Μπορείτε να επισκεφτείτε το SoundCloud και να ακούσετε κάποια από τα έργα μου:
Ε.Α.: Θα ήθελα, τιμής ένεκεν, να ζητήσω τώρα να πεις λίγα για τον Χρήστο Χατζή. Είσαι μαθητής του και είναι πολύ σημαντικός συνθέτης. Ξέρω ασφαλώς ότι είναι δύσκολο να συμπυκνωθεί το σύνολο των όσων θα ήθελες να πεις…
Κ.Κ.: Η εμπειρία μου ως μαθητής επί δέκα χρόνια του Χρήστου Χατζή δεν περιγράφεται με απλά λόγια. Ο Χρήστος αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς συνθέτες της γενιάς μου στη Βόρειο Αμερική, και είναι φυσικά ένας μουσουργός με μοναδική αύρα σε ό,τι αφορά το ύφος γραφής και γενικότερης μουσικής σκέψης. Στα πρώτα χρόνια σπουδών και μελέτης, προσπάθησα να ακολουθήσω τις οδηγίες του κατά γράμμα. Όσο όμως περνούσε ο χρόνος, άρχισα να κάνω τα δικά μου βήματα και να δημιουργώ το δικό μου μουσικό σύμπαν, πράγμα που ίσως αργότερα αποδειχτεί σοφό, μια και νομίζω ότι απέτρεψα την κλωνοποίηση. Αν ο Χρήστος ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία, θα έλεγα πολλά περισσότερα, τα κρατάω όμως για αργότερα, μιας και είναι εν ενεργεία και ακμαιότατος, και αναμένεται σειρά έργων, πολλά από τα οποία θα μείνουν στην ιστορία.
Ε.Α.: Κωνσταντίνε, ευχαριστώ για τη χαρά να συνομιλήσουμε, εύχομαι να υποστηρίξεις την αγάπη σου για τη μουσική με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να είσαι πάντα ο εαυτός σου!
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Νοέμβριος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας