Ο ΜΙΚΗΣ
(1925-2021)
Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να τιμήθηκε τόσο πολύ ο θάνατος κάποιου σημαντικού Έλληνα όσο αυτός του Μίκη Θεοδωράκη.
Και από ό,τι μπορώ να λογαριάσω σε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν ήσαν και λίγες οι προσωπικότητες – πολιτικοί ή καλλιτέχνες – που τιμήθηκαν στην κηδεία τους από την πολιτεία και τον λαό, χωρίς ωστόσο να έχει κάποια από αυτές την ίδια καθολική επιβράβευση και αναγνώριση όσο εκείνη του Μίκη.
Τόσο οι θάνατοι των πολιτικών Ν. Πλαστήρα και Α. Παπάγου τη δεκαετία του ’50, των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’90, όσο και όλων των δημοφιλών καλλιτεχνών Τσιτσάνη, Μερκούρη, Βουγιουκλάκη, Χατζιδάκι, Καζαντζίδη κλπ. των περασμένων ετών, πιστεύω πως κανένας τους δεν τιμήθηκε όσο ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος μάλιστα πήρε και παγκόσμια διάσταση.
Σκεπτόμουνα πόσο πολύ θα του άρεσε να έβλεπε από κάποια μεριά τα όσα τιμητικά του αφιέρωσε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κηρύσσοντας τριήμερο εθνικό πένθος, με τις σημαίες να κυματίζουν μεσίστιες στην Ακρόπολη και τα κρατικά ιδρύματα, τις ραδιοτηλεοράσεις να παίζουν ολημερίς και ολονυχτίς τη μουσική του και τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού και ξένου Τύπου όλων των αποχρώσεων να του αφιερώνουν με πηχυαίους τίτλους για μια και πλέον εβδομάδα κείμενα και φωτογραφίες του από κάθε ηλικία.
Προφανώς όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία αφού ο Μίκης στα 96 χρόνια της ζωής του υπήρξε ένα μοναδικό μουσικό και πολιτικό κεφάλαιο εκπληκτικής δραστηριότητας και απήχησης που ξεπέρασε κατά πολύ τα στενά όρια της πατρίδας του.
Tην Τετάρτη 29 Ιουλίου του 2015 έγραψα στο Blog μου και το TAR λίγα λόγια για τα 90 χρόνια του Μίκη, έτσι για να τιμήσω με τις πιο ειλικρινείς ευχές μου την επέτειο των γενεθλίων του. Σκέφτηκα μάλιστα να μην αναφερθώ καθόλου στο έργο του και την τεράστια προσφορά του, αφού η παγκόσμια αναγνώριση που εξακολουθεί να τον περιβάλλει επισκίαζε κάθε αναφορά.
Μίλησα ωστόσο για την γνωριμία που η Λίζα κι εγώ είχαμε μαζί του και για κάποια γεγονότα που μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μας, γεγονότα που σημαδεύουν μια ολόκληρη εποχή:
Γνώρισα λοιπόν τον Μίκη Θεοδωράκη το 1960 στο στούντιο της Columbia στον Περισσό, όταν συμμετείχα στην ορχήστρα εγχόρδων για την ηχογράφηση του ‘Επιτάφιου’ του Γιάννη Ρίτσου. Ήταν η πρώτη εκτέλεση του έργου στην οποία έπαιρναν μέρος αρκετά μέλη της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι και με τραγουδίστρια τη Νάνα Μούσχουρη. Είκοσι χρονών εγώ και ομολογώ πως δεν καταλάβαινα και πολλά εκεί που βρέθηκα. Κάποιες μελωδίες πρωτόγνωρες, διαφορετικές και κάποιοι στίχοι με παράξενα λόγια “άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης” και τέτοια δυσνόητα χωρίς ειρμό, χωρίς ομοιοκαταληξία, καμιά σχέση με το “τσίκα-τσίκα μπουμ ολέ-ολέ” ή το “Μαντουμπάλα αγάπη γλυκιά μου” που ως τότε τραγουδούσε όλη η Ελλάδα. Απλά ωστόσο παρατηρούσα πως κάθε φορά που τέλειωνε ένα τραγούδι ο Χατζιδάκις που διηύθυνε την ορχήστρα, γύριζε και ρωτούσε έναν ψηλό που καθόταν σκυφτός κι αμίλητος σ’ ένα πάγκο: – “Σου άρεσε Μίκη;” – “Πως σου φαίνεται Μίκη;” – “Θέλεις κάτι άλλο Μίκη; ” Ποιός ήταν αυτός ο Μίκης εκείνη την ώρα ούτε και που ήξερα. Έστω κι αν τη μέρα εκείνη δεν ανταλλάξαμε μισή κουβέντα, αυτή τελικά ήταν η πρώτη γνωριμία με τον άνθρωπο που αργότερα θα έφερνε μια πραγματική επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τόσο ο Μίκης Θεοδωράκης όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις θα επέβαλαν με τα τραγούδια τους το μπουζούκι, ένα όργανο περιφρονημένο, κατατρεγμένο και απαγορευμένο από το Ραδιόφωνο. Κυρίως όμως γνώρισαν σε έναν ολόκληρο λαό μέσα από τις υπέροχες μελωδίες τους, τους κορυφαίους ποιητές μας Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Λειβαδίτη, Γκάτσο, Ελευθερίου και πολλούς ακόμη. Έφεραν τέλος μια ανανέωση στο λαϊκό τραγούδι που μέχρι εκείνη την εποχή πελαγοδρομούσε μεταξύ του απαγορευμένου ρεμπέτικου, του ανατολίτικου αμανέ και της απομίμησης του δημοτικού.
Η ουσιαστική γνωριμία με τον Μίκη ωστόσο, έγινε λίγα χρόνια αργότερα το 1964, όταν μας διηύθυνε στο κονσέρτο για δυο κιθάρες του Βιβάλντι στον «Παρνασσό» με την Μικρή Ορχήστρα Αθηνών. Η Μ.Ο.Α, όπως ήταν γνωστή τότε, ιδρύθηκε από τον ίδιο σε συνεργασία με τον Χατζιδάκι, με αποκλειστικό ρεπερτόριο έργων κλασικής μουσικής που διηύθυναν σχεδόν εκ περιτροπής κάθε εβδομάδα. Να ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ τους; Να ήταν η πολιτική τους αντίθεση ή μήπως η διαφορά του χαρακτήρα τους; Ό,τι και αν ήταν, έμοιαζαν σαν δυο τεράστιους ογκόλιθους που έπεσαν ξαφνικά με πάταγο στα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής μουσικής. Και ήταν οι δυο τους που έβαλαν τα γερά θεμέλια, χάραξαν μια άλλη πορεία και δημιούργησαν τη νέα Σχολή μέσα από το τραγούδι, τους δίσκους και τις συναυλίες.
Πρέπει να ήταν στα τέλη του ’64 όταν η Λίζα κι εγώ νοιώσαμε να μας κολακεύει το τηλεφώνημα που μας έκανε ο Μίκης για να λάβουμε μέρος στο ‘Άξιον εστί’, ένα συμφωνικό του έργο που θα παιζόταν για πρώτη φορά στο θέατρο ‘Ρεξ’. Ένα έργο για συμφωνική και λαϊκή ορχήστρα και χορωδία με λαϊκά και βυζαντινά στοιχεία ήταν το ‘Άξιον εστί’, ένα έργο γραμμένο πάνω στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, ένα έργο που έκανε αίσθηση ακόμα και στους πλέον κακοπροαίρετους, αυτούς που διαφωνούσαν με την δηλωμένη αριστερή τοποθέτηση του Μίκη. Δεν θυμάμαι πόσες συναυλίες του ‘Άξιον εστί’ έγιναν μετά τις αλλεπάλληλες πρόβες, ούτε τη συγκεκριμένη ημερομηνία της πρεμιέρας. Θυμάμαι όμως πως η επιτυχία του έργου υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε όχι μόνο επαναλήφθηκε μια εβδομάδα αργότερα, αλλά πολύ γρήγορα οι προπωλήσεις εισιτηρίων γι’ αυτές τις εβδομαδιαίες συναυλίες κάλυψαν ένα τεράστιο για την εποχή του χρονικό διάστημα. Αυτό που θυμάμαι επίσης είναι πως όλο αυτό το σκηνικό της Δευτεριάτικης αποθέωσης του Μίκη διακόπηκε απότομα όταν ξαφνικά απλώθηκε η μεγάλη νύχτα της δικτατορίας.
Κυνηγημένος και φυγάς πια στο Παρίσι ο Μίκης δεν σταμάτησε την μουσική αλλά και την πολιτική δράση του. Πληθωρικός, χειμαρρώδης, ασυμβίβαστος και πάνω απ’ όλα αγωνιστής, δέχτηκε σφοδρή επίθεση από φίλους και ομοϊδεάτες όταν στις επικίνδυνες μέρες της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, την κατάρρευση της χούντας και την έλευση του Καραμανλή στην Ελλάδα, είχε πει το περίφημο “Καραμανλής ή τανκς”. Αυτός ένας ακραιφνής αγωνιστής της Αριστεράς, ένας ηγέτης των ‘Λαμπράκηδων’ απλώνει χέρι βοήθειας στο σύμβολο της Δεξιάς που εμφανίζεται ως μεσσίας για τη σωτηρία της χώρας. Όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα, με μια μονοκονδυλιά σβήνονται τα πάντα, ξεχνιούνται οι αγώνες, οι προσφορές, τα επιτεύγματα και τη θέση τους παίρνουν οι αμφισβητήσεις, οι σαρκασμοί, η απαξίωση. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, δεχόμαστε ένα νέο τηλεφώνημα από τον Μίκη για να λάβουμε μέρος στο Canto General, το καινούργιο του ορατόριο πάνω σε στίχους του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα. Χιλιάδες πλέον ο κόσμος που τον αποθεώνει στα στάδια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας όταν μάλιστα με την πάροδο του χρόνου δικαιώνεται και η προαναφερθείσα ρήση του για τον Καραμανλή.
Στο επικό Κάντο Χενεράλ, τα απλωμένα τεράστια χέρια του μοιάζουν να ακουμπάνε τον ουρανό, παρασύροντας ορχήστρα, χορωδία και τραγουδιστές σε μια ξέφρενη, γεμάτη συγκίνηση εξιστόρηση του ισπανικού κειμένου που ο ίδιος με το πάθος του μεταδίδει στις εξέδρες που δεν γνωρίζουν τα λόγια. Ανεπανάληπτες οι βραδιές, απερίγραπτη η ατμόσφαιρα, ατέλειωτα τα μπιζ, η αποθέωση σε όλο της το μεγαλείο. Βρεθήκαμε αρκετές φορές με τον Μίκη και τη Μυρτώ στο σπίτι μας και στο σπίτι τους, μιλήσαμε, παίξαμε μουσική, συνεργαστήκαμε. Κάναμε μάθημα κιθάρας στα δυο τους παιδιά, την Μαργαρίτα και τον Γιώργο.
Όταν ένας ακούραστος καλλιτέχνης όπως αυτός, δραστηριοποιείται όχι μόνο στα μουσικά αλλά και στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα για τόσες πολλές δεκαετίες, όταν η ζωή του περνά τόσες διακυμάνσεις από την εξορία ως τα βουλευτικά έδρανα και από το ξύλο στις διαδηλώσεις μέχρι το δείπνο με τον Φιντέλ Κάστρο, δεν είναι καθόλου περίεργο να αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις με αισθήματα λατρείας από τη μια και αμφισβήτησης από την άλλη. Αυτός ο αιώνιος έφηβος, που δεν έπαψε ποτέ να μπερδεύεται με την πολιτική, δεν έπαψε να κάνει λάθη, δεν έπαψε να μάχεται για μια πιο δίκαιη κοινωνία και μια καλύτερη ζωή, έφτασε μετά από τόσους αγώνες, κακουχίες, εξορίες και φυλακίσεις στα ενενήντα του χρόνια. Αναρωτιέται κανείς αν αυτά τα δύσκολα που πέρασε στη ζωή, τον θρέφανε και τον κράτησαν ζωντανό και ακμαίο. Αναρωτιέται μήπως τελικά το μυστικό της μακροζωίας του ήταν αυτός ο αγώνας, η συνεχής αναζήτηση, το ανικανοποίητο. Μίκη να είσαι πάντα καλά και να συνεχίσεις με το ίδιο πάθος να αγωνίζεσαι για πολλά-πολλά χρόνια ακόμα! Η Λίζα κι εγώ σου στέλνουμε την αγάπη μας! |
Αυτά έγραφα στα ενενήντα του. Σήμερα ο αποχαιρετισμός και η σιωπή...
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(Αθήνα, 2021)
lizevas@yahoo.com
http://www.evangelos-liza.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)