ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗΣ
Συνέντευξη στην Τίνα Βαρουχάκη
«…Εμείς δεν πρέπει να απευθυνόμαστε σε μια ελίτ. Θα πρέπει να απευθυνόμαστε σε όλο τον κόσμο. Έχει μεγαλύτερη σημασία να αγγίξουμε ανθρώπους που συνήθως δεν πάνε σε τέτοιες εκδηλώσεις να έρθουν μια φορά και ας χειροκροτήσουν ανάμεσα στα μέρη. Και αρκεί να τους κάνουμε εμείς να περάσουν καλά και να σκεφθούν το ενδεχόμενο να ξαναρθούν…»
Η συνέντευξη με τον κιθαριστή Μιχάλη Κονταξάκη αποφασίστηκε το βράδυ μετά το τέλος της πολύ ενδιαφέρουσας συναυλίας που έδωσε στο «Athenaeum» με έργα κιθάρας – τσέμπαλου με την Δέσποινα Χωματίδου. Πραγματοποιήθηκε την επομένη της επιστροφής του από τη Γερμανία όπου ήταν σε περιοδεία με το γκρουπ “Encardia.” Δημοσιεύεται λίγες μέρες πριν την εμφάνισή του ως duo με τον Dejan Ivanovich, ανοίγοντας τις εκδηλώσεις του 7oυ Guitar Plus στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 16 Φεβρουαρίου.
Ήταν φιλικός, σεμνός και ομιλητικός. Παρά το γεγονός ότι εκείνη την ημέρα, συμπληρώνονταν τρία χρόνια από τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, ο Μιχάλης Κονταξάκης αφιέρωσε όλο το χρόνο που χρειαζόμασταν για μια εποικοδομητική συζήτηση…
Τ.Β. Το πρόγραμμα της συναυλίας σας στο «Athenaeum» είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ άλλων και λόγω της πρωτοτυπίας να παρουσιάσετε αποκλειστικά έργα για κλασική κιθάρα και τσέμπαλο. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα;
Μ.Κ. Με τη Δέσποινα Χωματίδου γνωριζόμαστε εδώ και μια δεκαετία περίπου. Υπήρχε πάντα αμοιβαία εκτίμηση και το 2003 είχαμε αρχίσει να ετοιμάζουμε ένα πρόγραμμα για να παρουσιάσουμε μαζί. Αυτό τελικά δεν έγινε τότε εξαιτίας πολλών άλλων καλλιτεχνικών υποχρεώσεών μας. Ήρθε τώρα, αρκετά χρόνια μετά, η ώρα να το πραγματοποιήσουμε, κατά σύμπτωση δύο μόλις μέρες μετά το θάνατο του κορυφαίου τσεμπαλίστα των νεότερων χρόνων, του Gustav Leonhardt.
Έτσι λοιπόν σκεφτήκαμε να παρουσιάσουμε ένα πρόγραμμα μόνο με έργα για τσέμπαλο και κιθάρα – είναι αρχή μου όταν συμμετέχω σ΄ ένα σχήμα, να παρουσιαζόμαστε ως σύνολο σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Αυτό δίνει ενότητα και συνοχή στο πρόγραμμα. Και το ρεπερτόριο βρίσκεται. Στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να αποκλείσουμε έργα παρά να ψάχνουμε να βρούμε.
Αφίσα από την πρόσφατη συναυλία του Μιχάκη Κονταξάκη και της Δέσποινας Χωματίδου στο «Athenaeum» με έργα κιθάρας - τσέμπαλου
Τ.Β. Eίναι γνωστό ότι δεν έχουν γραφτεί πολλά έργα για κλασική κιθάρα. Τα περισσότερα αποτελούν μεταγραφές. Aπό την άποψη αυτή, αποτελεί σημαντική συνεισφορά η επιλογή ενός πρωτότυπου προγράμματος όπου μεταξύ άλλων ακούστηκαν έργα δυο νέων ηλικιακά συνθετών: του Δημήτρη Μαραμή (1975) και του Πολωνού Marek Pasieczny (1980), το οποίο παρουσιάστηκε σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση. Μπορείτε να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες για τους συνθέτες και τα έργα τους;
Μ.Κ. Νομίζω πως πια το ρεπερτόριο της κλασικής κιθάρας είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί «φτωχό». Μπορεί σήμερα ένας κιθαριστής να έχει ρεπερτόριο πλούσιο και υψηλού επιπέδου χωρίς να βασιστεί σε μεταγραφές. Απόδειξη αποτελεί και το ότι ακόμη και γι’ αυτό το σπάνιο συνδυασμό τσέμπαλου και κιθάρας, δε βασιστήκαμε αποκλειστικά σε μεταγραφές, αλλά παρουσιάσαμε έργα των Δημήτρη Μαραμή και Marek Pasieczny γραμμένα γι΄ αυτό το σχήμα. Και να προσθέσω εδώ ότι δεν συμπεριελήφθησαν στο πρόγραμμα η σονάτα του Manuel Maria Ponce ή το “insieme” του John Duarte, που είναι τα γνωστότερα έργα για τσέμπαλο και κιθάρα.
Το έργο του κ. Μαραμή «3 Φανταστικοί χοροί» μου το έδωσε η Δέσποινα, η οποία υπήρξε συμφοιτήτριά του στην Ουαλία. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο έργο σε μοντέρνα γλώσσα με πολλά ελληνικά στοιχεία, το οποίο μου προσέφερε μεγάλη απόλαυση και ελπίζω και στο κοινό. Ο Δημήτρης Μαραμής είναι και πιανίστας. Σπούδασε σύνθεση και έχει συνθέσει μουσική για θέατρο και για τον κινηματογράφο και έργα για κιθάρα σόλο που δεν έχουν εκδοθεί. Η παρουσία του στη συναυλία, καθώς και τα καλά του λόγια ήταν για μας ιδιαίτερη τιμή.
Το έργο του Pasieczny «Bangerang» το άκουσα σε μια περιήγησή μου στο διαδίκτυο. Το παίξαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και φαντάζομαι ότι και σε πολλές άλλες χώρες δεν θα έχει ξαναπαιχτεί, γιατί είναι ένα έργο για ένα σπάνιο συνδυασμό τσέμπαλου και κιθάρας. Εντυπωσιακό, ισορροπημένο, καλόγουστο, μου φάνηκε ιδανική επιλογή για το τέλος της συναυλίας. Δεν είχε όμως εκδοθεί και χρειάστηκε να επικοινωνήσω προσωπικά με το συνθέτη, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου το στείλει. Αν δεν κάνω λάθος το έργο τελικά εξεδόθη πολύ πρόσφατα. Ο Pasieczny είναι πολύ παραγωγικός συνθέτης. Έχει εμπλουτίσει το κιθαριστικό ρεπερτόριο με πολλά έργα.
Ο Πολωνός κιθαριστής και συνθέτης Marek Pasieczny
Τ.Β. Στις ηχογραφήσεις σας περιλαμβάνετε μεταξύ άλλων και έργα σε πρώτη εκτέλεση. Αυτή η πρωτοβουλία εντάσσεται σε μια προσπάθεια εμπλουτισμού του ρεπερτορίου της κλασικής κιθάρας;
Μ.Κ. Είχα την τύχη να κάνω πρώτες εκτελέσεις έργων στη σκηνή και στη δισκογραφία. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα ανάληψης κάποιας πρωτοβουλίας. Έτυχε να μου εμπιστευθούν τα έργα τους κάποιοι συνθέτες (Joaquin Clerch, Περικλής Κούκος, Έφη Μαρκουλάκη) και το θεώρησα μεγάλη τιμή, ευθύνη, αλλά και πρόκληση. Ελπίζω να συμβεί και στο μέλλον, γιατί το να δουλεύει κανείς με έργα που πρόκειται να πάρουν «σάρκα και οστά» από τα χέρια του είναι μοναδικό!
Ξέρετε…ο συνθέτης υπάρχει μέσα από τον εκτελεστή, όπως ο θεατρικός συγγραφέας υπάρχει μέσα από τον θίασο των ηθοποιών. Σε άλλα είδη τέχνης, στα εικαστικά, για παράδειγμα, όταν τελειώσει ο ζωγράφος ένα πίνακα και βάλει την τελευταία του πινελιά, ο πίνακας υπάρχει είναι ζωντανός μπορείς να τον δεις, να τον εκθέσεις κτλ Όταν βάλει τη διπλή διαστολή στο τέλος του έργου ο συνθέτης, το έργο είναι νότες πάνω σ΄ ένα χαρτί. Δεν έχει ζωντανέψει ακόμα. Χρειάζεται και τον εκτελεστή – αυτόν που τελικά θα του δώσει ζωή. Και ο εκτελεστής έχει και λίγο ρόλο (υπό αυτή την έννοια) συν-δημιουργού, τελειώνει τη δουλειά του συνθέτη. Και μπορεί ένας εκτελεστής να αναδείξει το έργο και μπορεί και να το «χαντακώσει». Εγώ προσπαθώ να δώσω όλες μου τις δυνάμεις να αναδείξω όσο γίνεται το έργο. Γιατί εάν αρχίσεις να το βλέπεις με κριτικό μάτι, θα σε περιορίσει από το να κάνεις την καλύτερη δυνατή εκτέλεση. Γι΄αυτό είναι απαραίτητη η καλή συνεργασία δημιουργών και ερμηνευτών προκειμένου να παίρνουν ζωή τα νέα έργα και να υπάρχουν κίνητρα για περαιτέρω δημιουργία.
Άλλωστε, είναι και υποχρέωση των ερμηνευτών απέναντι στο κοινό να το κρατούν ενήμερο σε σχέση με τη συνθετική παραγωγή του σήμερα.
Τ.Β. Έχετε συμπράξει με ορχήστρες εντός και εκτός συνόρων. Παρατηρείτε κάποιες αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης και τις συνθήκες λειτουργίας αυτών των Ορχηστρών;
Μ.Κ. Είναι κατά περίπτωση. Και μέσα στην ίδια χώρα μπορείς να συναντήσεις μια ορχήστρα που οι μουσικοί να΄ χουν να παλέψουν για χίλια δυο πράγματα και μια ορχήστρα που - λόγω παράδοσης - να είναι πάντοτε εύρωστη οικονομικά. Τα πράγματα είναι διαφορετικά και στην Ελλάδα από ορχήστρα σε ορχήστρα. Μην περιμένετε να σας πω ότι στο εξωτερικό οι ορχήστρες είναι πάντα καλύτερες από τις ελληνικές. Θεωρώ την ΚΟΑ μια από τις καλύτερες ορχήστρες μεταξύ εκείνων που έχω συνεργαστεί. Η Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Βουκουρεστίου ήταν εξαιρετική, θυμάμαι και μια ορχήστρα του εξωτερικού – επιτρέψτε μου να μην αναφέρω το όνομά της – η οποία ενώ έπαιζε σε μια εκπληκτικής αισθητικής αίθουσα στην οποία είχαν εμφανιστεί μεταξύ άλλων ο Liszt και ο Bella Bartok, είχε πολύ χαμηλό επίπεδο, φοβερά οικονομικά προβλήματα και έδινε εικόνα διάλυσης. Οι ισπανικές ορχήστρες που είχα την ευκαιρία να γνωρίσω, ήταν αρκετά υψηλού επιπέδου.
Σύμπραξη με την ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Μάρτιος 2003)
Τ.Β. Πως βιώσατε τη συνεργασία με διάσημες ορχήστρες;
Μ.Κ. Η ορχήστρα έχει έγχορδα και πνευστά – άρα όργανα τα οποία παράγουν ήχους που μπορούν να διαρκέσουν… Δεν υπάρχει άλλο όργανο – εκτός ίσως και από το πιάνο ή την άρπα – που ανάμεσα στο ηχόχρωμα της ορχήστρας να λάμπει! Αυτό είναι πολύ γοητευτικό – ειδικά όταν το έργο αναδεικνύει αυτή τη σχέση. Και δεν είναι εύκολο… γιατί από την μια το ηχόχρωμα της κιθάρας, μπορεί να δώσει πολύ όμορφα αποτελέσματα με την ορχήστρα και από την άλλη, η κιθάρα είναι εξαιρετικά χαμηλόφωνο όργανο και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πάρα πολλά προβλήματα. Άρα έχεις και απαίτηση από το συνθέτη να το έχει προβλέψει και οι παρτιτούρες του να είναι κατάλληλα ενορχηστρωμένες.
Υπάρχουν concerti για κιθάρα και ορχήστρα που αξίζει τον κόπο να παίζονται και έχουν αυτές τις προδιαγραφές. Συνήθως βέβαια το “Aranjuez” μας ζητάνε όποτε παίζουμε με ορχήστρες, γιατί είναι το πιο διάσημο και είναι και αυτό που οι ορχήστρες έχουν στο ρεπερτόριό τους. Τα πιο πολλά έργα για κιθάρα και ορχήστρα δεν είναι πολύ γνωστά εκτός του χώρου των κιθαριστών…
Τ.Β. Θα προτείνατε κάποια έργα που δεν είναι τόσο δημοφιλή;
Μ.Κ. Έχω πολλά αγαπημένα concerti, τα οποία δεν είναι της πρώτης γραμμής σε δημοτικότητα. Μ΄ αρέσει πολύ το κονσέρτο “del Sur” του M.M. Ponce και επειδή το έχω παίξει έχω μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του – βέβαια κι αυτό δεν είναι παντελώς άγνωστο… Βλέπω μια διάθεση από συνθέτες να γράφουν και σήμερα καινούργια έργα για κιθάρα και ορχήστρα. Έχουμε τα concerti του Leo Brouwer που καταρχήν είναι αρκετά σε αριθμό και πολύ σημαντικά και έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι γραμμένα από έναν άνθρωπο που επειδή υπήρξε και διευθυντής ορχήστρας και κιθαριστής, ξέρει να «παντρέψει» καλά την κιθάρα με το συμφωνικό σύνολο. Και άλλοι συνθέτες – κιθαριστές και μη – έγραψαν και στον 20ο αιώνα στο τέλος και ακόμη στις αρχές του 21ου για κιθάρα και ορχήστρα εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριο. Το ερώτημα είναι αν θα βρουν την ευκαιρία να παίζονται συχνά αυτά τα έργα.
Το εξώφυλλο του δίσκου του “TAR”«Έλληνες κιθαριστές, ερμηνεύουν Έλληνες συνθέτες».
Τ.Β. Έχετε κάποιες συνεργασίες με νέους συνθέτες, οι οποίοι αξίζουν και δεν είναι ευρέως γνωστοί;
Μ.Κ. Καταρχήν πριν αναφερθώ στη συνεργασία μου με νέους συνθέτες μου δίνετε την αφορμή να πω ότι με πρωτοβουλία του “TAR,” συνεργάστηκα με τον κ Κούκο, ο οποίος είναι πάρα πολύ σημαντικός συνθέτης και αναγνωρισμένος και ήταν πολύ μεγάλη τιμή για μένα που φτιάξαμε το έργο, “A΄ Midsummer Night΄s Dream,” το οποίο στην ουσία είναι διασκευή από ένα παλαιότερο δικό του και το ηχογραφήσαμε για το δίσκο του “TAR” «Έλληνες κιθαριστές, ερμηνεύουν Έλληνες συνθέτες».
Εκτός από τη συνεργασία με τον κ Μαραμή, που θα ήθελα να συνεχιστεί και με το υπόλοιπο ρεπερτόριο έργων του για κιθάρα, έχουμε ξεκινήσει μια συνεργασία με την Έφη Μαρκουλάκη, η οποία είναι μια πολύ αξιόλογη συνθέτης – όχι τόσο πολύ ευρέως γνωστή – που έχει τιμήσει με έργα της το ρεπερτόριο της κιθάρας. Ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας παλαιότερα, νομίζω το 2007, με ένα έργο – το χορό αρ2. Θα κάνουμε μια συναυλία στις 11 Μαΐου με έργα με επίκεντρο την κιθάρα, αλλά και με πολλούς συνεργάτες, διότι θα έχουμε έργα που περιέχουν βιολί, βιολοντσέλο, φλάουτο, μεσόφωνο, βαρύτονο – σε μικρότερα ή μεγαλύτερα σχήματα. Έτσι θα έχουμε την ευκαιρία και πάλι να παίξουμε έργα που θα παρουσιαστούν στο κοινό για πρώτη φορά.
Μ. Κονταξάκης – D. Ivanovich
Τ.Β. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τη συνεργασία σας με τον Κροάτη σολίστ κιθάρας και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Evora στην Πορτογαλία, Dejan Ivanovich;
Μ.Κ. Το Duo με τον Dejan είναι από τις δραστηριότητες για τις οποίες είμαι πολύ περήφανος. Συναντηθήκαμε σε διαγωνισμούς και διαπιστώσαμε πως ταιριάζαμε σαν άνθρωποι, αλλά είχαμε και παρόμοια αισθητική. Είχαμε όλες τις προϋποθέσεις για να ξεκινήσουμε μια συνεργασία εκτός από μια: μένουμε στα δυο άκρα της Ευρώπης. Έχουμε την ευκαιρία να παίζουμε μαζί μόνο για λίγες μέρες πριν από τις εμφανίσεις μας. Παρόλα αυτά, ξεκινήσαμε το 2004 και συνεχίζουμε παρά τις αντιξοότητες που προκύπτουν από τη μεγάλη απόσταση. Από τις σημαντικότερες στιγμές για μας, ήταν η Πορτογαλική πρεμιέρα του κοντσέρτου Madrigal του Rodrigo με την Ορχήστρα Filarmonia das Beiras το Σεπτέμβρη του 2004 και η κυκλοφορία του δίσκου μας “Les Deux Amis” τον Ιούλιο του 2010. Είναι το μοναδικό cd του Duo. Και είμαστε πολύ περήφανοι γι΄ αυτό, γιατί είναι πολύ δύσκολο να συνεργαστείς από απόσταση! Θυμάμαι να είμαστε στα τηλέφωνα για ώρες! Ηχογραφήθηκε στη Γερμανία, στην Κολωνία…Και εμείς βρεθήκαμε και την επόμενη μέρα έπρεπε να ξεκινήσουμε να ηχογραφούμε το δίσκο!
Επίσης θέλω να αναφερθώ στο συγκινητικό γράμμα που λάβαμε το περασμένο καλοκαίρι από τη Cecilia Rodrigo - κόρη του μεγάλου συνθέτη, που μιλάει με τα πιο θερμά λόγια για το δίσκο και ιδιαίτερα για το έργο του πατέρα της που περιλαμβάνει (Tonadilla).
Φωτογραφία από την Πορτογαλική πρεμιέρα του κοντσέρτου “Madrigal” του Rodrigo με την Ορχήστρα “Filarmonia das Beiras”
Τ.Β. Eίστε ικανοποιημένος από τους χώρους συναυλιών που έχουμε στην Ελλάδα; (Θα σας παρακαλούσα να μου απαντήσετε τόσο από την οπτική του σολίστ, όσο και του ακροατή κλασικής μουσικής)
Μ.Κ. Νομίζω πως στην Αθήνα έχουμε πολλούς και καλούς χώρους συναυλιών. Βέβαια ως κιθαριστής θα ήθελα περισσότερους μικρούς χώρους με καλή ακουστική που καμιά φορά είναι δύσκολο να βρει κανείς. Τίθεται όμως το θέμα όχι αν έχουμε καλούς χώρους, αλλά τι παίζεται σ’ αυτούς. Με ενοχλεί ο προγραμματισμός εκδηλώσεων έξω από την κλασική μουσική σε χώρους που κατεξοχήν φιλοξενούν κλασική μουσική. Μπορεί να πρόκειται για θαυμάσιες εκδηλώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνονται αλλού και να μην καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο από μια μουσική που δεν μπορεί να παρουσιαστεί παρά μόνο εκεί. Και επειδή Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, πρέπει να δούμε και τι γίνεται στην Περιφέρεια. Και το ερώτημα είναι: χώρους χρειάζονται εκεί ή εκδηλώσεις; Aς γίνει μια συναυλία και εν πάσει περιπτώσει – ας είναι και σε λίγο χειρότερο χώρο, αλλά να γίνει. Αν θέλουμε να σταθούμε στην ουσία θα πρέπει να δεχτούμε ότι είναι σημαντικότερο να παρουσιάζονται εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου και αν είναι δυνατόν σε κάθε γωνιά της χώρας, παρά να φτιάξουμε νέους και καλύτερους χώρους που μπορεί να μείνουν ανεκμετάλλευτοι.
Τ.Β. Έχετε συμβάλει σε τέτοιες πρωτοβουλίες, απ΄ ότι νομίζω...για παράδειγμα στο Φεστιβάλ της Νάξου
Μ.Κ. Ναι, βεβαίως και στο Φεστιβάλ της Νάξου και σε διάφορες εκδηλώσεις στην Περιφέρεια – βέβαια δεν αποτελούν δική μου πρωτοβουλία. Φυσικά όπου με προσκαλέσουν είναι τιμή μου να πάω… Tον Απρίλιο θα είμαι στο φεστιβάλ της Βέροιας για σεμινάρια και ένα σόλο ρεσιτάλ. Νοιώθεις καμία φορά ότι το κοινό της Περιφέρειας είναι πιο «διψασμένο», λιγότερο κορεσμένο από το κοινό των μεγάλων αστικών κέντρων. Και έχει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον κάποιες φορές να παίζεις σε ένα τέτοιο κοινό…
Τ.Β. Πώς κρίνετε την συμπεριφορά του κοινού στις συναυλίες… ας πούμε το χειροκρότημα ανάμεσα στα μέρη των έργων ...σας αποσυντονίζει;
Μ.Κ. Εγώ προσωπικά δεν ενοχλούμαι ιδιαίτερα από το χειροκρότημα ανάμεσα στα μέρη. Το έχω υπολογίσει ως ενδεχόμενο. Θυμάμαι κάποτε που είδα ένα ρεσιτάλ του Σγούρου που το κοινό ξεκίνησε να χειροκροτάει μετά το τέλος του πρώτου μέρους από ένα έργο και εκείνος ξεκίνησε την ίδια στιγμή να παίζει το επόμενο μέρος … Και ένοιωθες ότι η συγκέντρωσή του είναι τέτοια που σχεδόν δεν ακούει το χειροκρότημα. Εμείς δεν πρέπει να απευθυνόμαστε σε μια ελίτ. Θα πρέπει να απευθυνόμαστε σε όλο τον κόσμο. Έχει μεγαλύτερη σημασία να αγγίξουμε ανθρώπους που συνήθως δεν πάνε σε τέτοιες εκδηλώσεις να έρθουν μια φορά και ας χειροκροτήσουν ανάμεσα στα μέρη. Και αρκεί να τους κάνουμε εμείς να περάσουν καλά και να σκεφθούν το ενδεχόμενο να ξαναρθούν. Και άμα έρθουν πέντε – δέκα φορές θα μάθουν και να μην χειροκροτούν ανάμεσα στα μέρη.
Τ.Β. Έχετε δώσει ρεσιτάλ ή διδάξει σε χώρες με διαφορετική μεταξύ τους πολιτική κουλτούρα ή και οικονομική ανάπτυξη. Αναφέρω ενδεικτικά: Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κροατία, Πολωνία, Ρουμανία, Κούβα κτλ. Νομίζετε ότι η θέση που έχει η κλασική κιθάρα σε μια χώρα συναρτάται με την ποιότητα της δημοκρατίας και το βαθμό οικονομικής της ανάπτυξης;
Μ.Κ. Νομίζω ότι η καλλιτεχνική δημιουργία δε σταματά σε περιόδους δύσκολες, αντιθέτως εντείνεται, γιατί η ανάγκη έκφρασης γίνεται μεγαλύτερη. Στο μεσοπόλεμο, σε μια οικονομικά κατεστραμμένη Ευρώπη γεννήθηκαν νέα ρεύματα και τάσεις που άλλαξαν την πορεία της ιστορίας της τέχνης. Και στην περίοδο της δικτατορίας εδώ στην Ελλάδα, πίσω από τις φτηνές δημιουργίες που προορίζονταν για ευρεία κατανάλωση υπήρξε σημαντικό καλλιτεχνικό έργο. Επειδή με ρωτάτε συγκεκριμένα για την κλασική κιθάρα, πρέπει να πω πως η θέση που έχει σε μια χώρα είναι κυρίως συνάρτηση της παράδοσης. Αναλογιστείτε για παράδειγμα πόσοι αξιόλογοι συνθέτες έργων για κιθάρα και πόσοι κιθαριστές σπουδαίοι είναι λατινοαμερικάνοι. Είναι επειδή υπάρχει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη ή δημοκρατική παράδοση; Μάλλον όχι. Συμβαίνει επειδή η κιθάρα είναι κομμάτι της κουλτούρας τους.
Τ.Β. Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα η κιθάρα έχει τη θέση που της αξίζει; Eίναι κομμάτι της Ελληνικής κουλτούρας;
Μ.Κ. Νομίζω ναι. Στην Ελλάδα συντελέστηκε μεγάλη πρόοδος τις τελευταίες δεκαετίες σ΄ αυτό τον τομέα και κατέστη χώρος με πολλούς νέους ταλαντούχους κιθαριστές και «κιθαριστικά» γεγονότα.
Τ.Β. Θα μπορούσε να είναι και λίγο καλύτερα;
Μ.Κ. Πάντα μπορεί να είναι καλύτερα. Αυτό είναι και λίγο συνάρτηση του ενδιαφέροντος που δείχνει το κοινό. Έχω την εντύπωση ότι αυτό το ενδιαφέρον ίσως τα τελευταία χρόνια παρέμεινε στάσιμο ή ελαφρώς μειώθηκε. Κάνει και λίγο κύκλο αυτό, αλλά νομίζω ότι είμαστε από εκείνες τις χώρες που η κιθάρα είναι μέσα στην κουλτούρα μας. Είναι από τα πιο δημοφιλή όργανα στα ωδεία. Αλλά και σε υψηλότερο επίπεδο βλέπεις ότι έχουμε ταλέντα, μαθητές που προχωρούν, σολίστες που κάνουν καριέρα, που πηγαίνουν στο εξωτερικό…
Τ.Β. Έχετε βραβευθεί σε πολλούς διεθνείς διαγωνισμούς, ενώ είστε ο πρώτος Έλληνας κιθαριστής που έλαβε το 1ο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό «Fr. Tarrega» το 2005. Πώς αντιμετωπίστηκε αυτή η διάκριση στην Ελλάδα;
Μ.Κ. Είναι μεγάλη τιμή να βραβεύεται κανείς με ένα βραβείο που στο παρελθόν έχει απονεμηθεί σε κορυφαίους καλλιτέχνες (David Russell, Aniello Desiderio, Zoran Dukic, Ana Vidovic κ.α.). Η επιτυχία αυτή μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω κάποιες περιοδείες με ρεσιτάλ στην Ισπανία και κυρίως να κάνω το δίσκο με τη NAXOS που σημαίνει μια αυτόματη κατακόρυφη άνοδο της δημοτικότητάς μου διεθνώς εξαιτίας της διανομής της συγκεκριμένης εταιρίας. Είναι βέβαιο πως και στην Ελλάδα υπήρξε μια μεγαλύτερη αναγνώριση της δουλειάς μου. Και κάτι που το θεωρώ σημαντικό: αισθάνομαι ότι αυτή η επιτυχία ενίσχυσε την εκτίμηση των συναδέλφων μου, μια εκτίμηση που υπήρχε και πριν βέβαια. Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο κέρδος για μένα.
Τ.Β. Μετά την απόκτηση του διπλώματος, συνεχίσατε της σπουδές σας για δυο ακόμη χρόνια με τον κ Κοτσιώλη και αργότερα κάνατε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Dϋsseldorf) με τον Joaquin Clerch. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε σε τι συνίσταται αυτή η εξειδίκευση;
Μ.Κ. Δεν πρόκειται για εξειδίκευση. Δεν ασχολήθηκα δηλαδή καθώς προχωρούσα τις σπουδές μου με συγκεκριμένο κομμάτι του ρεπερτορίου για να θεωρήσουμε ότι εξειδικεύτηκα σε κάτι. Τον κ. Κοτσιώλη τον γνώρισα προσωπικά το 1993 όταν πρωτοπήγα στο φεστιβάλ του Βόλου. Στην τάξη του μπήκα το 1996 και τον Ιούνιο του 1998 πήρα το δίπλωμά μου. Ένιωθα ότι τα δυο χρόνια μαθητείας κοντά του δεν ήταν αρκετά και αφού υπήρχε δυνατότητα για μεταδιπλωματικό κύκλο σπουδών αποφάσισα να συνεχίσω. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, καταλαβαίνω ότι με τους σπουδαίους δασκάλους μπορεί κανείς πάντα να συνεχίζει. Σταματάει γιατί κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει. Με τον Joaquin Clerch ήταν παρόμοια αίσθηση. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που συνάντησα αυτούς τους ανθρώπους και μελέτησα κοντά τους. Θα ήθελα να αναφερθώ και στο Βασίλη Μαστοράκη που υπήρξε δάσκαλός μου από το 1991 έως το 1996 και ήταν ο πρώτος που πίστεψε στις δυνατότητές μου ενθαρρύνοντάς με να ασχοληθώ σοβαρά με τη μουσική.
Τ.Β. Στην Ελλάδα υπάρχουν «Σχολές» κλασικής κιθάρας οι οποίες ακολουθούν διαφορετική μεθοδολογία και κατά μια οπτική – ίσως όχι την κυρίαρχη –θεωρούνται «ανταγωνιστικές». Πιστεύετε ότι θα ωφελούσε τη θέση της κλασικής κιθάρας στη χώρα μας, ένα εγχείρημα συνεργασίας μεταξύ των «Σχολών»;
Μ.Κ. Είναι φυσικό να υπάρχουν διαφορετικές «Σχολές», όπου υπάρχει η έννοια της τεχνικής και της ερμηνείας. «Σχολές» υπάρχουν σε κάθε μορφής τέχνης και αυτό είναι πλούτος. Αλίμονο μας αν όλοι οι δάσκαλοι έλεγαν τα ίδια ακριβώς πράγματα, αν όλοι οι ερμηνευτές προσέγγιζαν τα έργα με τον ίδιο τρόπο. Ακόμη και ο ανταγωνισμός μεταξύ Σχολών μπορεί να δώσει ωραίους καρπούς. Δε νομίζω πως το ζητούμενο είναι η συνεργασία μεταξύ Σχολών, δεν ξέρω και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει. Αυτό που συμβαίνει με την κιθάρα είναι το εξής: πολλά θέματα που αφορούν τη διδασκαλία και ιδιαίτερα την τεχνική δεν έχουν μπει σε τάξη. Διδάσκονται αποσπασματικά με ασάφειες, παραλείψεις ή σε λάθος χρόνο. Αυτό δε γίνεται φυσικά μόνο στην Ελλάδα. Πιθανόν οφείλεται στο γεγονός ότι η κλασική κιθάρα είναι ένα σχετικά νέο όργανο του οποίου η τεχνική άλλαξε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι πιστεύω θέμα χρόνου να συστηματοποιηθεί η διδασκαλία με έναν τρόπο πιο σύγχρονο και λειτουργικό. Διαφορετικές Σχολές ωστόσο πάντα θα υπάρχουν.
Τ.Β. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο μαθητές κλασικής κιθάρας «προχωρημένου επιπέδου» να έχουν δεξιοτεχνία, αλλά να παρουσιάζουν ένα έλλειμμα «ακουστικής εμπειρίας», το οποίο αντανακλάται στην ερμηνεία τους. Η δική σας εμπειρία ως δασκάλου επιβεβαιώνει ή διαψεύδει αυτή την άποψη;
Μ.Κ. Eξαρτάται από την περίπτωση. Καθένας μαθητής είναι ξεχωριστός. Η αίσθησή μου είναι ότι ο μέσος μαθητής βομβαρδίζεται από πάρα πολλές πληροφορίες, ζει μια καθημερινότητα πάρα πολύ έντονη, κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα και είναι πάρα πολύ δύσκολο να εμβαθύνει σε κάποιο από αυτά. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να εμβαθύνει και στην κιθάρα. Κάνει κιθάρα, όπως, μαθαίνει μια ξένη γλώσσα, τένις ή μπάσκετ – ως μια ακόμη εξωσχολική δραστηριότητα. Τώρα εξαρτώνται πάρα πολλά πρώτα από το οικογενειακό περιβάλλον και μετά από τον δάσκαλο, ο οποίος βλέπει τους μαθητές μόνο σαράντα λεπτά την εβδομάδα. Βλέπεις λοιπόν περιπτώσεις που επειδή οι γονείς ακούνε κλασική μουσική στο σπίτι, ακούει και το παιδί. Όμως δεν είναι ο μέσος μαθητής.
…Βέβαια είναι πραγματικά δύσκολο να φτάσει κανείς σε πολύ υψηλό επίπεδο. Πρέπει να έχει «καλά χέρια», να δουλεύει πολύ σκληρά, να έχει ακούσματα, καλλιεργημένη αισθητική, να είναι «καλοδιδαγμένος», να έχει καλή ψυχολογία, αυτοπεποίθηση, ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Καμιά φορά μπορεί να λείπει ένα από τα παραπάνω σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά σχεδόν αδύνατη την πρόοδο. Και βέβαια οι σπουδαίοι σολίστες έχουν όλα τα παραπάνω όμως σε διαφορετική αναλογία ο ένας απ’ τον άλλο. Είναι βέβαιο όμως πως αν λείπει κάτι από όλα, αυτό αντανακλάται στην ερμηνεία μας. Οι σπουδαστές έχουν συνήθως τα δυνατά τους σημεία και τις αδυναμίες τους, όπως όλοι μας. Οφείλουν λοιπόν να αναδείξουν τις αρετές τους όσο περισσότερο γίνεται δουλεύοντας ταυτόχρονα τις αδυναμίες τους για είναι κατά το δυνατόν ολοκληρωμένοι.
Ρεσιτάλ στην Ισπανία (1998)
Τ.Β. Σε ό,τι αφορά τους δικούς σας μαθητές, καταβάλετε κάποιες προσπάθειες εξοικείωσής τους με ακούσματα κλασικής κιθάρας και μουσικής γενικότερα; Ας πούμε τους ενθαρρύνετε να πηγαίνουν σε συναυλίες;
Μ.Κ. Οι περισσότεροι συνάδελφοι το κάνουν και εγώ φυσικά και μάλιστα με μεγάλη ένταση. Διότι θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σε πολλές περιπτώσεις συμπληρώνει το μάθημα, δίνει ποιότητα.
Κοιτάξτε στη σημερινή εποχή – την εποχή της τεχνολογίας – ανοίγεις έναν υπολογιστή και ακούς σε ζωντανή εκτέλεση όποιο κομμάτι θες (σχεδόν) ή μπορείς να αγοράσεις cd και να ακούσεις, οι συναυλίες είναι περισσότερες…Η πρόσβαση που έχει σήμερα σε πληροφορία κάποιος που πραγματικά ενδιαφέρεται είναι πολύ μεγάλη.
Όμως δεν αρκεί να έχεις ένα σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή φορτωμένο με μουσική. Πρέπει αυτή τη μουσική να την ακούσεις και να την ακούσεις προσεχτικά! Αυτό είναι που παίρνει χρόνο. Και από αυτό πάσχουμε! Από την έλλειψη αυτού του δημιουργικού χρόνου να κάτσεις χωρίς άγχος και να ακούσεις…
Τ.Β. Θα σας έχει φαντάζομαι συμβεί με ενήλικες μαθητές να σας πουν «κ Κονταξάκη εγώ δεν θέλω να μάθω κλασική κιθάρα, αλλά απλώς κάποια ακόρντα για να παίζω τραγούδια». Πως χειρίζεστε αυτές τις περιπτώσεις;
Μ.Κ. Καλό είναι να έχει κάποιος τη στοιχειώδη υποδομή και από κει και πέρα να επιλέξει το ρεπερτόριο με το οποίο θα ασχοληθεί. Πως αντιμετωπίζω λοιπόν αυτές τις περιπτώσεις: εξηγώ ότι η δουλειά που κάνει κάποιος για να αναπτύξει την τεχνική του είναι ίδια, είτε πρόκειται να παίξει Bach, είτε πρόκειται να παίξει οτιδήποτε. Το ρεπερτόριο μπορείς να το διαλέξεις. Μπορείς να μάθεις να παίζεις τραγούδια, αλλά να ξεκινήσεις κάνοντας την ίδια δουλειά που κάνει εκείνος που μαθαίνει σε βάθος ένα μουσικό όργανο.
Τ.Β. Σε τι επίπεδο κατά τη γνώμη σας θα πρέπει να φθάσει ένα παιδί για να μπορεί να παίζει τραγούδια;
Μ.Κ. Καλό θα ήταν να φθάσει σε επίπεδο προχωρημένης κατωτέρας ή καλύτερα πρώτων τάξεων μέσης (τεχνικά μιλώντας). Για έναν ενήλικα μαθητή – ειδικά εάν παίζει και λίγο μόνος του από πριν – δεν είναι και πολύ δύσκολο!
Τ.Β. Χθες επιστρέψατε από το εξωτερικό. Είχατε συναυλίες;
Μ.Κ. Μέσα στις δραστηριότητες μου είναι και η συμμετοχή στον γκρούπ «Encardia» που μελετά και παρουσιάζει μουσική του Ιταλικού νότου κυρίως από τα ελληνόφωνα, αλλά όχι μόνο. Eίχαμε τέσσερις συναυλίες στο εξωτερικό, μια στην Ελβετία (Ζυρίχη) και τρεις στη Γερμανία (στο Freiburg δυο εμφανίσεις και άλλη μια στο Augsburg -μια πόλη κοντά στο Μόναχο).
Τ.Β. Υπάρχει κάποιος λόγος που παίζετε τραγούδια της Κάτω Ιταλίας;
Μ.Κ. Κανένας από μας δεν έχει σχέση. Είναι όλοι Έλληνες και ούτε υπάρχει κάποια συγγενική σχέση με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Μας ενώνει η αγάπη γι΄ αυτή τη μουσική. Είναι μουσική πολύ δυνατή και εσωτερική που μας εμπνέει να ασχολούμαστε μαζί της.
Εξώφυλλο από δίσκο του συγκροτήματος (2010)
Τ.Β. Άλλαξε κάτι στη καριέρα σας από την εποχή «προ» στην εποχή «μετά» κρίσης;
Μ.Κ. Τα πράγματα έγιναν δυσκολότερα και για μένα όπως και για όλο τον κόσμο. Όμως δεν επηρέασε η κρίση μόνο τις δουλειές μας, αλλά και την ψυχολογία μας. Ο κόσμος δεν έχει πού να ακουμπήσει, σε τι να ελπίσει. Ακούω ηλικιωμένους ανθρώπους να λένε «έχουμε περάσει και χειρότερα» και έχουν δίκιο. Αλλά τότε τουλάχιστον ήξερες γιατί και ενάντια σε ποιόν να αγωνιστείς. Ποιος είναι μαζί σου και ποιος όχι. Σήμερα το τοπίο είναι θολό, δεν ξέρουμε τι να πιστέψουμε και τα ΜΜΕ δεν βοηθούν καθόλου για να φτάσει η αλήθεια και σε μας-το αντίθετο- και αυτό που ενοχλεί πιο πολύ είναι η απροκάλυπτη, η χυδαία κοροϊδία την οποία υφιστάμεθα. Πιστεύω πολύ στο ρόλο των ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών ειδικά αυτή την εποχή της κρίσης. Θεωρώ ότι η πολιτισμική κρίση, η κρίση ηθικής και αξιών προϋπήρχε και ήταν κατά κάποιο τρόπο το λάδι στη φωτιά της οικονομικής κρίσης. Κατά τον ίδιο τρόπο, νομίζω πως η πολιτισμική ανάταση θα είναι ένα μέσο που θα βοηθήσει στην επιστροφή στην ευημερία, αν και ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσουμε τη σημασία του όρου. Το θέμα σήμερα είναι πώς θα βγούμε από αυτό το βούρκο, όχι αν είχα πέρυσι δέκα συναυλίες και φέτος έχω πέντε.
Το κανάλι του Ντούο στο youtube:
Το εξώφυλλο του δίσκου “Les Deux Amis”(2010)
http://www.youtube.com/user/kontaxakisivanovich
Τ.Β. Έχετε δυο μικρά παιδιά. Θα τα ενθαρρύνετε να ασχοληθούν με την κιθάρα;
Μ.Κ. Nαι, βεβαίως! Με τη μουσική νομίζω ότι θα ασχοληθούν, γιατί τους βλέπω να έχουν πολύ ενθουσιασμό και η Αλίκη και ο Μύρωνας. Θα τα ενθαρρύνω να ασχοληθούν με όποιο μουσικό όργανο επιθυμούν…
Νομίζω ότι η ενασχόληση με τη μουσική – ανεξάρτητα από το αν θα το ακολουθήσεις ως επάγγελμα μόνο καλά έχει να σου δώσει. Και εμένα εάν με ρωτούσατε στα 18 δεν θα σας έλεγα ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική. Έγινε σιγά, σιγά. Σταδιακά. Όταν μελετάω νοιώθω ότι ήδη έχω κάνει απόσβεση και ότι η μουσική μ΄ έχει ανταμείψει που ασχολήθηκα μαζί της. Αφού μπορούμε να ζούμε και απ΄ αυτό είμαστε ιδιαίτερα τυχεροί!
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Φεβρουάριος 2012
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας