ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΣΧΟΥΤΗΣ
&
SILENT MOVE
(ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΞΕΒΑΝΗΣ)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Τίνα Βαρουχάκη
In Mute Festival. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. 12-13 Οκτωβρίου 2013. Επιμέλεια: Μιχάλης Μοσχούτης. Προβολή τεσσάρων ταινιών βωβού κινηματογράφου:
The Wind (1928) Σκηνοθεσία: Victor Sjöström. Μουσική: Μιχάλης Μοσχούτης.
Nanook of the North (1922). Σκηνοθεσία: Robert J. Flaherty. Μουσική: Thomas Köner (laptop) & Ivana Neimarevic (πιάνο).
The Fall of the House of Usher (1928). Σκηνοθεσία: Jean Epstein. Μουσική: Silent Move (Βασίλης Τζαβάρας: πιάνο, κιθάρα & Γιάννης Παξεβάνης: κιθάρα, tapes).
Strike (1925). Σκηνοθεσία: Sergei Eisenstein. Μουσική: Lawrence English (laptop).
To δελτίο τύπου για το φεστιβάλ στη ΣΓΤ αναφέρεται σε «μια σειρά παραστάσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν είτε προβολές συνοδεία μουσικής, είτε συναυλίες συνοδεία εικόνας». Άραγε τι από τα δυο ισχύει περισσότερο;
Διαβάζοντας τη συνέντευξη που έδωσαν ο Μιχάλης Μοσχούτης και ο Βασίλης Τζαβάρας από τους “Silent Move” σίγουρα θα πάρετε μια ώριμη απάντηση από δυο νέους, σκεπτόμενους δημιουργούς. Και για ό,τι άλλες απορίες έχετε, η συνέχεια επί της οθόνης.
Μ.Μ. “Βέβαια το γεγονός ότι το “The wind” είναι αμερικάνικη παραγωγή, οδήγησε τελικά στο να μην είναι τόσο δραματική, όσο θα έπρεπε να είναι (…) Και βρήκα video - συνέντευξη της ηρωίδας, Lillian Gish, να λέει πόσο ήταν ανήθικο αυτό και απαράδεκτο. Όντως έγινε χειρότερη η ταινία με αυτό το τέλος, αλλά επειδή ήταν τόσο «δυνατά» όλα τα άλλα, θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του βωβού κινηματογράφου”
S.M. “Η επιλογή της ταινίας “Jeanne d'Arc"” ήταν επειδή ήταν τελείως διαφορετική από το “Nosferatu” που είχαμε κάνει και θέλαμε να αποφύγουμε την επανάληψη. Είναι μια ανάγκη δημιουργική, μην έρθει κάποιος και πει «κάνατε το ίδιο παίξιμο σε άλλη ταινία». Η κάθε ταινία πρέπει να είναι ένα βήμα παραπέρα από την προηγούμενη και δημιουργικά και συνθετικά”
T.Β. Πώς προέκυψε η ιδέα για τη διοργάνωση του Φεστιβάλ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών;
Μ.Μ. Ο Βασίλης Τζαβάρας και ο Γιάννης Παξεβάνης (Silent Move) είχαν αρχίσει αυτή την ιδέα στο «Τριανόν». Αλλά και πριν από το «Τριανόν» διοργάνωνα κάποιες βραδιές στο «Nixon screen room» στον Κεραμεικό, που γινόντουσαν προβολές και ζωντανή μουσική και είχα προσκαλέσει τους Silent Move. Εκεί τους είδα πρώτη φορά με την ταινία “Nosferatu” και έτσι προέκυψε η ιδέα να διοργανωθεί το φεστιβάλ στο «Τριανόν». Αργότερα, σκέφτηκα να προωθήσω αυτή την ιδέα στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών». Στο “Mute Festival” έχω επιμεληθεί τον τίτλο, το πρόγραμμα, ποιοι καλλιτέχνες έρχονται από το εξωτερικό, γενικότερα όλο το στήσιμο του Φεστιβάλ κτλ
Τ.Β. Έχετε επιλέξει τις ταινίες και τους συνθέτες που τις επενδύουν;
Μ.Μ. Ναι, έχω επιλέξει τις ταινίες, ως προς τους συνθέτες που έρχονται από το εξωτερικό καταλήξαμε σε συνεργασία με τον κύριο Καρρά, εκτελεστικό διευθυντή και υπεύθυνο του τομέα μουσικής της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών αλλά συζητώντας και με τους Silent Move
Τ.Β. Στο Φεστιβάλ της Στέγης, η επιλογή ταινιών της δεκαετίας του ΄20 – μιας δεκαετίας που έκλεισε με την οικονομική κρίση του ΄29 – θεωρείτε ότι έγινε θέλοντας να τονίσει ενδεχόμενες «κοινές αναλογίες» εκείνης της εποχής με την οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα;
Μ.Μ. H αλήθεια είναι ότι η δεκαετία του ΄20 ήταν η δεκαετία του βωβού κινηματογράφου που αναπτύχθηκε πιο πολύ - πιο πριν δεν είχε φθάσει σε αυτό το επίπεδο. Θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε τι θα γινόταν εάν δεν έμπαινε ο λόγος στις ταινίες επειδή ο λόγος τις άλλαξε τελείως, κατά κάποιο τρόπο ο κινηματογράφος έγινε μια τελείως διαφορετική τέχνη. Θα είχε επίσης ενδιαφέρον να υπάρξει μια σύγχρονη βωβή ταινία μέσα σε πλαίσιο Hollywood παραγωγής κάτι το οποίο θα μπορούσε να είναι πολύ επιτυχημένο. Δεν πιστεύω να είναι τυχαίο ότι προέκυψε το “Artist” που είχε μεγάλη επιτυχία. Πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρχει και μια σύγχρονη ταινία τέτοιου βεληνεκούς σήμερα.
Τ.Β. Νομίζετε ότι η μουσική επένδυση ταινιών βωβού κινηματογράφου μπορεί να δώσει πιο ισχυρά μηνύματα;
Μ.Μ. Ναι μπορεί να γίνει πιο πολυδιάστατη η ανάγνωση μιας ταινίας. Ο David Toop στο βιβλίο του «Sinister Resonance» έλεγε ότι ο βωβός κινηματογράφος είναι πιο κοντά στη ζωγραφική, παρά στο θέατρο. Όντως και οι ηθοποιοί είχαν μια τελείως διαφορετική προσέγγιση και στην αρχή ντρεπόντουσαν να πουν ότι παίζουν σε βωβό κινηματογράφο, ήταν υποτίθεται «κατώτερη» μορφή τέχνης. Αυτή η διάσταση, η πιο εικαστική, είναι που αφορά και την πειραματική μουσική κατά κάποιον τρόπο.
S.M. Έχω μια αίσθηση επειδή βρισκόμαστε στη γένεση του σινεμά και υπάρχει ένα πάθος με την εικόνα, βλέπεις πολύ ωραίες εικόνες, είναι στο στάδιο που «ανακαλύπτουν» τεχνικές. Ας πούμε η ταινία “The Passion of Joan of Arc” στην ουσία είναι από τις πρώτες ταινίες που έχει τόσο κοντινά πλάνα. Ως προς τα μηνύματα, εξαρτάται από την ταινία. Η “Jeanne d'Arc"” είχε. Το “Nosferatu” όχι τόσο. Αλλά αν το δει κανείς εικαστικά, καθαρά καλλιτεχνικά και τεχνικά, είναι εντυπωσιακό τι κάνουν πολλές φορές σε αυτές τις ταινίες.
Τ.Β. Επομένως οι συνθέσεις σας χαρακτηρίζονται ως «πειραματική μουσική»;
Μ.Μ. Το πρόβλημα με την πειραματική μουσική είναι ότι υποδηλώνει ότι εμείς οι μουσικοί “δοκιμάζουμε” και δεν έχουμε κάποια συγκεκριμένη πρόταση και αυτό είναι το προβληματικό σε αυτόν τον όρο.
S.M. Υπάρχει ένα πρόβλημα πώς ορίζεις εσύ την πειραματική μουσική και τι θα καταλάβει ο άλλος. Για παράδειγμα αν είχαμε τη Δανάη Στεφάνου, η οποία έχει μεταφράσει το βιβλίο του M. Nyman για την πειραματική μουσική, θα ξεκινούσε ίσως από τον John Cage.
Μ.Μ. Υπάρχει σίγουρα μια αναφορά από κει.
S.M. Όταν όμως έχουμε έννοιες όπως ο αυτοσχεδιασμός, δεν είναι σαφές αν αναφερόμαστε στη free jazz για παράδειγμα ή αυτοσχεδιαστική σκηνή της Αγγλίας, ο καθένας μπορεί να καταλάβει οτιδήποτε. Εγώ έχω μια επιρροή από τη μουσική του 20ου αιώνα από Webern μέχρι Ligeti, Stockhausen, υπάρχει προφανώς ένα background free jazz, τζάζ της δεκαετίας ΄60, Miles Davis ως προς τον αυτοσχεδιασμό έχω επίσης μια τεράστια επιρροή από τον Keith Jarrett. Φυσικά έχω και ροκ αναφορές.
Μ.Μ. Όλοι μας έχουμε επιρροές που μας έχουν καθορίσει, αλλά τελικά υπάρχει κάτι το οποίο είναι πιο εμφανές, στο τελικό αποτέλεσμα χωρίς όμως αυτό να είναι και απόλυτο. Το ότι μπορεί να έχω παίξει πολύ Bach στη ζωή μου με έχει καθορίσει, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι με οποιοδήποτε τρόπο εμφανές.
Τ.Β. To δελτίο τύπου για το φεστιβάλ στη ΣΓΤ αναφέρεται σε «μια σειρά παραστάσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν είτε προβολές συνοδεία μουσικής, είτε συναυλίες συνοδεία εικόνας». Σύμφωνα με τη δική σας οπτική, τι από τα δυο ισχύει περισσότερο;
Μ.Μ. Θέλω να πιστεύω ότι θα μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα και τα δυο, επειδή η μουσική θα έχει πολύ έντονη παρουσία θα υπάρχουν υψηλές εντάσεις – ειδικά ο Thomas Koner έχει πολύ χαμηλές συχνότητες που τις νοιώθεις και σωματικά, η παρουσία της μουσικής θα είναι αρκετά έντονη, αλλά φυσικά δεν θα υπάρχει η αντιμετώπιση να τραβήξουμε την προσοχή από την εικόνα στη μουσική. Και η λογική είναι ότι προκύπτει ένα τρίτο έργο: υπάρχει η μουσική, υπάρχει και η ταινία και από αυτό προκύπτει κάτι που είναι αυτόνομο. Επομένως την απάντηση θα την αφήσουμε στην κρίση των θεατών.
S.M. Μπορεί να έρθει μια ισορροπία κάποιες φορές να ισχύει το ένα και κάποιες το άλλο. Εμείς νομίζω μπαίνουμε στη λογική ότι συνοδεύουμε μια ταινία, αλλά αυτό το «συνοδεύω» σηκώνει πολλή συζήτηση. Δεν είναι κατά τον παραδοσιακό τρόπο που υπήρχε ένας πιανίστας από κάτω και έπαιζε βάσει της δράσης. Από τη μια συνοδεύουμε και δεν ξεχνάμε την ένταση που έχει η εικόνα, από την άλλη, ο ζωντανός χαρακτήρας της μουσικής είναι νομίζω σε μια ισορροπία που άλλοτε θα πηγαίνει προς τη μια κατεύθυνση και άλλοτε προς την άλλη.
Τ.Β. Τι ιδιαιτερότητες και τι δυσκολίες έχει η σύνθεση πάνω σε μια ταινία βωβού κινηματογράφου;
Μ.Μ. Πιστεύω ότι έχει τεράστια διαφορά. Ο,τι έχω γράψει είναι ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ που οι οδηγίες κατά κάποιο τρόπο το πλαίσιο είναι πολύ συγκεκριμένο και ξέρεις τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις.
S.M. Επειδή είναι βωβή η ταινία, υπάρχει η δυσκολία ότι «πρέπει» να παίζεις συνέχεια. Με το που θα σταματήσεις, εάν υπάρχει σιωπή αυτό σηματοδοτεί ότι για κάποιο λόγο σταμάτησες. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη δυσκολία. Θυμάμαι ότι όταν συνοδεύαμε το Νosferatu που ήταν μιάμιση ώρα, το ότι πρέπει να υπάρχει συνέχεια μουσική ή έστω κάποιοι ήχοι μας άγχωνε.
Τ.Β. Υπάρχει κάποια μεθοδολογία, κάποιες σταθερές για το πώς εργάζεστε;
M.Μ. Δεν υπάρχουν κάποιες σταθερές. Το πεδίο είναι πολύ «ανοικτό». Εγώ επειδή στην ταινία η παρουσία του αέρα είναι πολύ έντονη και η ιστορία είναι ότι η ηρωίδα τρελαίνεται από τον αέρα, υπάρχει αυτή η παρουσία του ήχου που ενώ δεν την ακούμε είναι ξεκάθαρο ότι υπονοείται συνέχεια, οπότε αυτό είναι πολύ δύσκολο. Τη λύση γι΄αυτό, μου την έδωσε ένα pump organ (πληκτροφόρα τα οποία υπάρχουν σε Καθολικές Εκκλησίες αντί για το Εκκλησιαστικό Όργανο). Το είχα βρει στην Αγγλία και έχω ηχογραφήσει πολλούς ήχους που δημιουργούνται από αυτό το όργανο (όχι απαραίτητα όταν παίζω, πχ μπορεί να είναι απλώς κάποιοι θόρυβοι που κάνει το ξύλο ή ο αέρας που βγαίνει από τη φυσούνα.) Αυτά τα έχω επεξεργαστεί και δεν είναι προφανές ότι στην ταινία ακούμε αέρα, αλλά υπάρχει η σύνδεση αυτή. Γενικότερα, όταν λέμε μουσική επένδυση εννοούμε και ηχητική επένδυση, δεν είναι απαραίτητο ότι παίζουμε συνέχεια μελωδία, αρμονία, ρυθμό κτλ παίζουμε απλά κάποιον ήχο που να προκαλεί την αίσθηση ενός χώρου.
Τ.Β. Έχετε επιμεληθεί μουσικά εκθέσεις ζωγραφικής. Υπάρχουν κοινές αναλογίες στο πώς εργάζεστε σε μια βωβή ταινία και πώς σε μια εικαστική έκθεση δεδομένου ότι και τα δυο έχουν κυρίαρχο το στοιχείο της εικόνας;
S.M. Ό,τι δουλειά έχω κάνει με εικαστικά είναι συνήθως είτε video (κινούμενη εικόνα), είτε φωτογραφίες, όπου μπαίνουν και αυτές σε μια κίνηση άρα προφανώς υπάρχει κάτι κινηματογραφικό. O,τι δουλειά έχω κάνει έχει γίνει με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο η ζωγραφική μπορεί να είναι πολύ πιο αφηρημένη, ενώ στην περίπτωση της ταινίας υπάρχει σαφής, συνήθως, αφήγηση και είναι μια ολόκληρη συζήτηση για το κατά πόσον ακολουθεί κανείς την αφήγηση αυτή. Στη δουλειά που κάναμε με τον Γιάννη, πολλές φορές αναρωτιόμαστε ποια κατεύθυνση θα πάρουμε - ειδικά σε κάποιες σκηνές. Πολλές φορές ζητάς και να αποφύγεις το πολύ προφανές.
Μ.Μ. Σίγουρα το ενδιαφέρον είναι να προκύπτουν κάποιες αντιθέσεις, δηλαδή σε μια έντονη σκηνή, θα γίνει πολύ πιο δυνατή αν η μουσική έχει έναν πιο ήπιο χαρακτήρα. Για παράδειγμα η μουσική του Lawrence English που έγινε και ανάθεση της «Στέγης» έχει αυτό το χαρακτήρα δεν θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι τραχιά και δύσκολη μουσική, έχει κάτι ήπιο. Αλλά και στο «strike» επειδή έχει σοκαριστικές σκηνές, αν βάλεις κάτι πολύ ενεργητικό από πίσω ως μουσική, μπορεί να χάσει αυτή την ένταση.
Τ.Β. κ Μοσχούτη, λέτε σε μια συνέντευξής σας: «Συνήθως η μουσική που έχει ατμοσφαιρικό ή κινηματογραφικό ύφος αντιμετωπίζεται ως κάτι λειψό, κάτι που μπορεί να παίξει μόνο ένα συμπληρωματικό ρόλο σε κάτι άλλο. Η απουσία πολλές φορές δημιουργεί ανασφάλεια και την ανάγκη να αποκατασταθεί, αλλά εμένα με ενδιαφέρει η διατήρηση αυτού του αρνητικού χώρου». Πώς οριοθετείτε αυτό τον «αρνητικό χώρο»;
Μ.Μ. Η ιδέα του αρνητικού χώρου προκύπτει από το οπτικό κομμάτι, δηλαδή τι είναι ανοικτός χώρος σε ένα κινηματογραφικό έργο, το οποίο θα μπορούσαμε να το μεταφέρουμε και στον ήχο. Τα πράγματα που απουσιάζουν, μια καθαρά αφαιρετική προσέγγιση.
Τ.Β. Στις ταινίες το επιχειρείτε συχνά αυτό;
M.M. Μερικές φορές παίζω κάτι ζωντανά και το ηχογραφώ και μετά το βλέπω με την εικόνα και συνειδητοποιώ ότι όσο λιγότερο παίζω, τόσο καλύτερα υπηρετεί την εικόνα. Επίσης, παίζοντας πολύ και με την ακουστική του χώρου με ποιες συχνότητες μπορεί να προκαλέσουν κάποιο feedback, ξέρω ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν θα μπορέσω να το κάνω ξανά το ίδιο, γιατί ο κάθε χώρος συμπεριφέρεται διαφορετικά.
S.M. Ειδικά όταν είναι δυο μουσικοί (όπως είναι η περίπτωση των Silent Move) είναι ακόμα πιο δύσκολο πώς θα κρατηθούνε ισορροπίες πώς δεν θα παρασύρει ο ένας τον άλλο. Αυτό που λέει και ο Μιχάλης έχει πολύ δίκιο είναι μια ιστορία αφαίρεσης. Αν συζητάγαμε για μια μέθοδο προφανώς αρχίζεις να κάνεις πολλά και μετά αφαιρείς. Το πολύ ενδιαφέρον είναι αυτός ο ζωντανός χαρακτήρας. Όσο και να το χει δουλέψει κανείς (εμείς πολλές φορές έχουμε και ένα σκελετό και σημειώσεις - όχι παρτιτούρα) ωστόσο, έχει μια ελευθερία μέσα στη φόρμα. Το “Nosferatu” που το έχουμε παίξει πολλές φορές, κάθε φορά ήταν τελείως άλλο πράγμα. Παρότι υπήρχε φόρμα, υπήρχαν και προηχογραφημένα, υπήρχαν και σημεία που ξέραμε ότι άλλαζε η κατάσταση, το πώς τελικά φτιαχνόταν όλο αυτό το υλικό, κάθε φορά ήταν άλλο. Δεν νομίζω ότι γίνεται αλλιώς, αν αυτοσχεδιάζεις.
Τ.Β. Τι ρόλο έχει ο αυτοσχεδιασμός στις συνθέσεις σας;
S.M. Kαταρχήν το φεστιβάλ στο “Τριανόν” είχε τίτλο «σινεμά και αυτοσχεδιασμός» άρα ήταν εστιασμένο στον αυτοσχεδιασμό. Στη δουλειά που κάνουμε με τους Silent Move έχουμε χρησιμοποιήσει κατά καιρούς διάφορα μέσα που βοηθούν να φτιαχτεί ένα κλίμα ή μια ατμόσφαιρα κάνουμε και λούπες επί τόπου, και το αφήνουμε πολύ ανοικτό ως προς τον αυτοσχεδιασμό με απλές οδηγίες ανοικτής φόρμας.
Τ.Β. Εσείς κ Τζαβάρα, ετοιμάζετε τον προσεχή Νοέμβριο ένα σεμινάριο για τον αυτοσχεδιασμό. Περί τίνος πρόκειται;
Β. Τζ. Επειδή έχω ασχοληθεί πολύ με τον αυτοσχεδιασμό θέλω να ξεκινήσω κάποια εκπαιδευτικά χρησιμοποιώντας όλη αυτή την εμπειρία. Η ενασχόληση με τον αυτοσχεδιασμό υπήρξε αποκαλυπτική συνθετικά μουσικά και εκπαιδευτικά έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Θέλω οι συμμετέχοντες να έρθουν σε επαφή με τα βασικά στοιχεία της μουσικής «αποενοχοποιημένα», όχι απαραίτητα να μπουν με τον παραδοσιακό τρόπο στη μουσική. Οι ενήλικες να μπούνε στη λογική της μουσικής να καταλάβουν τι σημαίνει «παράγω ήχο».Έχω δει να γίνεται με εντυπωσιακά αποτελέσματα: ενήλικες που δεν είχαν σχέση με τη μουσική και στην πρώτη συνάντηση ήταν αμήχανοι και μέσα στη διαδικασία κάποιων ημερών είδα να έχουν «μεταμορφωθεί».
Μ.Μ. Στις μικρές ηλικίες είναι πιο ενδιαφέρον επειδή αργότερα είναι δύσκολο να δράσουν τόσο ελεύθερα και με φαντασία. Σε μικρά παιδιά πάντα υπάρχει τρόπος, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε περιβάλλον οικογενειακό, θα ανταποκριθούνε και αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον.
Τ.Β. Στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, το laptop τοποθετείται δίπλα στα φυσικά μουσικά όργανα. Ποιος είναι ο ρόλος του στις συνθέσεις σας και πώς αλληλεπιδρά με τα φυσικά μουσικά όργανα;
Μ.Μ. Εμένα με έχει προβληματίσει ότι έχει μπει laptop. Θα ήθελα να μπει κάτι άλλο, επειδή το laptop είναι κάτι που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις με χίλιους διαφορετικούς τρόπους δεν σημαίνει κάτι από μόνο του. Τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιώ πιο πολύ, αλλά δεν είμαι “laptop μουσικός”. Υπάρχει κόσμος που έχει μια σχέση με τον προγραμματισμό και όντως αναπτύσσει μια αντίστοιχη σχέση με το laptop όπως πχ με την κιθάρα. Για μένα είναι περισσότερο ένα εργαλείο στο οποίο έχω επεξεργαστεί κάποια στοιχεία. Στις συναυλίες παίζω πιο πολύ κιθάρα.
S.M. Το laptop είναι ένα εργαλείο, ένα όργανο. Εξαρτάται πώς θα το χρησιμοποιήσεις. Εμείς προς το παρόν δεν χρησιμοποιούμε laptop στα live.
Τ.Β. Γιατί επιλέξατε αυτές τις ταινίες και ποια στοιχεία τους αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης;
S.M. Την ταινία που παίζουμε εμείς που βασίζεται στο διήγημα του Edgar Allan Poe “The Fall of the House of Usher” την ανακαλύψαμε μαζί με τον Μιχάλη Μοσχούτη κάποια στιγμή και είδαμε μια ολόκληρη σκηνή που όντως είναι από τις πιο δυνατές. Έχουμε την εμπειρία από το “Nosferatu,” βέβαια δεν είναι το ίδιο, του Poe δεν είναι θρίλερ, αλλά έχει ένα πολύ σκοτεινό κλίμα. Προσπαθούμε να συνομιλήσουμε με αυτή την ατμόσφαιρα. Η επιλογή της “Jeanne d'Arc"” που κάναμε είναι τελείως άλλη ταινία και βέβαια θέλαμε να αποφύγουμε την επανάληψη. Είναι μια ανάγκη δημιουργική, μην έρθει κάποιος και πει «κάνατε το ίδιο παίξιμο σε άλλη ταινία». Η κάθε ταινία πρέπει να είναι ένα βήμα παραπέρα από την προηγούμενη δημιουργικά και συνθετικά. Εγώ το βλέπω σαν μια πορεία παρόλο το όχημα είναι κάθε φορά μια διαφορετική ταινία, η μουσική και η σχέση που καλλιεργείται ως ντουέτο περνάει μέσα από όλα αυτά. Ως προς την ταινία δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη πώς θα τελειώνει η μουσική, γιατί αυτό είναι πάντοτε ένα θέμα.
Μ.Μ. Στο «Τριανόν» είχα παίξει ταινία του ιδίου σκηνοθέτη. Αυτή που είχα παίξει στο «Τριανόν» ήταν του 1917, αλλά μου άρεσε ότι ήταν γυρισμένη στη φύση και είχε έναν ρυθμό πιο αργό. Η ταινία “The wind” παρότι είναι γυρισμένη πάνω από δέκα χρόνια αργότερα, έχει αυτό το έντονο στοιχείο της φύσης. Και αρχίζει κάνοντας μια αναφορά στη φύση: “είναι η ιστορία μιας γυναίκας που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του ανέμου” και αναφέρεται στο πώς μπορεί η φύση να μας κυριεύσει. Και μετά βλέπουμε μια αμερικάνικη παραγωγή με τη Lillian Gish. Βέβαια το γεγονός ότι είναι αμερικάνικη παραγωγή, οδήγησε τελικά στο να μην είναι τόσο δραματική, όσο θα έπρεπε να είναι.
Τ.Β. Αποκλίνει από το βιβλίο;
Μ.Μ. Ναι υπήρχε ένα βιβλίο και έχουνε αλλάξει το τέλος
Τ.Β. Εσείς διαφωνείτε;
Μ.Μ. Ναι διαφωνώ. Και βρήκα και video - συνέντευξη της ηρωίδας, Lillian Gish, να λέει πόσο ήταν ανήθικο αυτό και απαράδεκτο. Όντως έγινε χειρότερη η ταινία με αυτό το τέλος, αλλά επειδή ήταν τόσο «δυνατά» όλα τα άλλα, θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του βωβού κινηματογράφου και εκείνη τόνιζε ακριβώς αυτό, ότι παρότι έγινε αυτός ο συμβιβασμός, έχει παραμείνει μια πολύ δυνατή ταινία.
Τ.Β. Τι σχέδια έχετε εντός του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους;
S.M. Με τους silent move έχουμε έτοιμη μια ηχογράφηση για την ταινία “The Passion of Joan of Arc” άρα είναι στόχος να βγει άμεσα. Και μετά την εμπειρία της «Στέγης» ελπίζουμε να προχωρήσουμε σε κυκλοφορία cd. Σκοπεύουμε να γίνουν και άλλες εμφανίσεις και με ενδιαφέρει πολύ να κάνουμε και άλλες ταινίες.
Τ.Β. έχετε κυκλοφορήσει πολλά cds και στις αρχές του 2013 το “enclosure” Ωστόσο, δεν βλέπετε κάποιες δυσκολίες στο να βγει ένα cd;
S.M. Παλιά το να βγάλει κανείς ένα δίσκο ήταν αδιανόητο και ακριβό. Σήμερα, κυκλοφορούν μικρά project σε ψηφιακή μορφή. Το τι ανταπόκριση έχει αυτό, είναι άλλη συζήτηση. Νομίζω ότι το κομμάτι της δισκογραφίας μάλλον είναι καλύτερο για δουλειές λίγο πιο ιδιαίτερες ή δύσκολες στο χώρο της λεγόμενης «πειραματικής» μουσικής. Βέβαια, η δισκογραφία έχει αλλάξει πολύ. Το cd δεν έχει κάποια βαρύτητα. Ίσα, ίσα που το βινύλιο επανέρχεται. Αυτό που έχει αλλάξει επίσης στη δισκογραφία είναι η δυνατότητα να ανεβάσεις στο internet δουλειά σου και με αυτό τον τρόπο δημοσιοποιείται αμέσως. Μπορείς να μην μπεις καν στη λογική μιας digital έκδοσης.
Μ.Μ. Μέσα σε αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησα ένα άλμπουμ που το έκανα online στην Echomusic και το υλικό αυτό το δούλεψα στο studio και δεν προέκυψε κάποιο φυσικό αντικείμενο υπάρχει μόνο δωρεάν στο διαδίκτυο, είναι no budget δουλειά. Γνωρίζω ότι αυτό έχει περιορισμένες δυνατότητες να προβληθεί, αλλά όσον αφορά μια έκδοση που να την έχουμε στα χέρια μας αυτό που με απασχολεί να κάνω είναι βινύλιο. Βέβαια είναι πολύ ακριβό, αλλά εκεί υπάρχει το ενδιαφέρον. Να αγοράσει κανείς το βινύλιο, αλλά να μπορεί να το κατεβάσει και ψηφιακά.
Τ.Β. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Μ.Μ. Στη Στέγη θα διοργανωθούν και κάποια εκπαιδευτικά εργαστήρια το Σάββατο και την Κυριακή το πρωί για μικρά παιδιά. Eπίσης την Κυριακή πριν τις προβολές θα γίνει συζήτηση με τους μουσικούς του Φεστιβάλ και Έλληνες σκηνοθέτες. Θα μιλήσουν ο Κωνσταντής Φραγκόπουλος, που θα συντονίζει και τη συζήτηση, η Στέλλα Θεοδωράκη και ο Γιώργος Ζώης.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Οκτώβριος 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
Περισσότερες πληροφορίες:
http://www.sgt.gr/gr/programme/event/1138
http://vassilistzavaras.com/discography/
http://echomusicrecordings.wordpress.com/online-releases/michalis-moschoutis-acti_actii/