Η μοίρα του καλλιτέχνη στην Ελλάδα
Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΞΙΩΤΗΣ
Γράφω το κείμενο αυτό με αφορμή ένα άρθρο του συνάδελφου Γιάννη Μπελώνη στο τελευταίο τεύχος (21) του περιοδικού Μουσικολογία. Το άρθρο παρουσιάζει αποκαλυπτικά στοιχεία για το βίο του σήμερα ελάχιστα γνωστού συνθέτη Γεωργίου Αξιώτη (1875-1924). Παρά τις καλές του σπουδές στο San Pietro a Majella της Νάπολης (1895-1901), ο Αξιώτης δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί στο μουσικό στερέωμα της εποχής του, απεβίωσε νωρίς και λησμονήθηκε γρήγορα. Εξέχουσες μουσικές προσωπικότητες της εποχής «απέδιδαν τον παραγκωνισμό του αποκλειστικά στο ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα του» (σ. 163). Ο Λαυράγκας επικαλέστηκε την «αβουλία» του Αξιώτη, ο δε Λαμπελέτ, αναφερόμενος στην πρώτη δημόσια εκτέλεση έργου του, χαιρετίζει «[…] με αληθινήν χαράν την εμφάνισιν του νέου και εξ υπαιτιότητός του αργοπορήσαντος αγωνιστού εις την παλαίστραν της τέχνης» (στο ίδιο).
O συνθέτης Γεώργιος Αξιώτης με την κόρη του Μέλπω,τον γιό του Παναγιώτη και τη σύζυγό του.
Εδώ ακριβώς θα ήθελα να σταθούμε. Ο χώρος της τέχνης, και δη της μουσικής, στην Ελλάδα τουλάχιστον, παρουσιάζεται ως «παλαίστρα» και ο καλλιτέχνης ως «αγωνιστής», ο οποίος, προφανώς, πρέπει να δίνει τη μάχη της επικράτησης όχι με όρους καλλιτεχνικής αξίας του έργου του και κριτικής δημοσιότητας, αλλά με όρους προσωπικού αγώνα, «πάλης» ενάντια σε άλλους καλλιτέχνες (αντ)αγωνιστές. Το έργο του εκτελείται, σχολιάζεται και καθιερώνεται υπό τον όρο και μόνο ότι ο ίδιος θα κατορθώσει να παραγκωνίσει, να σπρώξει έξω από την «παλαίστρα» τους ανταγωνιστές του. Αν τώρα το έργο αυτό έχει ή δεν έχει αξία, ποσώς ενδιαφέρει. Σημασία έχει η επικράτηση του ισχυρότερου, στη λογική ενός άκρατου κοινωνικού δαρβινισμού. Η πιθανή αποτυχία χρεώνεται αποκλειστικά στην ανικανότητα του καλλιτέχνη να προβληθεί και να καθιερωθεί μέσα από την αποτελεσματικότερη δυνατή αξιοποίηση μηχανισμών κοινωνικής ανέλιξης και επικράτησης (φιλίες, γνωριμίες, συμμαχίες, συμπαιγνίες κ.ο.κ.) Η επίκληση σε στοιχεία προσωπικής ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη (αβουλία, αγοραφοβία, εσωστρέφεια), αποτελεί άλλωστε τη μόνιμη επωδό των όψιμων απολογισμών των θεσμικών υπευθύνων. Τρανό παράδειγμα, φυσικά, η περίπτωση του Σκαλκώτα και η προσπάθεια που γίνεται μέχρι και σήμερα ο παραγκωνισμός του να αποδοθεί στην ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του και όχι σε πράξεις ή παραλείψεις τρίτων ή στην έλλειψη αξιόπιστων δημόσιων θεσμών.
Όπως επανειλημμένα έχω επισημάνει, το πρόβλημα έχει δύο όψεις, την υποκειμενική και την αντικειμενική. Η υποκειμενική αφορά το ηθικό κομμάτι του προβλήματος, τις πράξεις ή παραλείψεις, ακριβώς, των εκάστοτε υπευθύνων, έργο των οποίων είναι, εκ της θέσης τους, η απρόσκοπτη πρόσβαση, αν μη τι άλλο, του έργου νεώτερων συναδέλφων στην κριτική δημοσιότητα. Όπως αποδεικνύει η επιστολογραφική τεκμηρίωση του Μπελώνη, στην περίπτωση του Αξιώτη και ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο του βίου του, η ευθύνη για τη μη προαγωγή της μουσικής του δεν μπορεί να χρεωθεί στον ίδιο και σε απορρέουσες από το χαρακτήρα του παραλείψεις. Η δεύτερη όψη, η αντικειμενική, αφορά τη διαχρονική έλλειψη δημόσιων και κοινωνικά ελεγχόμενων καλλιτεχνικών θεσμών, ειδικά στην περίπτωση της μουσικής. Εκ της ιστορικής εμπειρίας συνάγεται, αλλά και εκ της εννοίας απορρέει, ότι στον σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο μόνο τέτοιοι θεσμοί μπορούν να εγγυηθούν τους ελάχιστους αναγκαίους όρους πρόσβασης των καλλιτεχνών στη δημοσιότητα. Αντιθέτως, όπου απουσιάζουν οι θεσμοί αυτοί, είναι στο χέρι του εκάστοτε ιδιώτη καλλιτέχνη-ανταγωνιστή με τη μεγαλύτερη επιρροή να δυσχεραίνει ή ακόμα και να καθιστά αδύνατη την εν λόγω πρόσβαση σε συναδέλφους με μικρότερη ή ανύπαρκτη επιρροή.
Ενάντια στο ήθος του επιστημονικού λειτουργήματος, επιτρέψτε μου να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία. Η απόφαση αποχής από τα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου μου δεν υπαγορεύτηκε μόνο από τις αυξανόμενες απαιτήσεις της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, αλλά και από μιαν εμπειρία ανάλογη αυτής που περιγράφεται στο άρθρο που στάθηκε αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου. Η προσωπική τούτη εμπειρία επαληθεύει, μετά από ενενήντα σχεδόν χρόνια, τις αναφορές του Λαυράγκα σε καλλιτέχνες «αγωνιστές» και στη μουσική ζωή ως «παλαίστρα»: επαφές με ιθύνοντες που μειδιώντας τοποθετούν τίτλους σπουδών και βιογραφικά στο συρτάρι· συναυλίες επιτυχείς, κατά την ομολογία ακροατηρίου, μουσικών και μουσικοκριτικών, τις οποίες ακολουθεί «πηχτή» σιωπή εκ μέρους των ιθυνόντων· ευτελισμός της καλλιτεχνικής προσωπικότητας μέσα από την αέναα επαναλαμβανόμενη διαδικασία κατάθεσης αιτήσεων καλλιτεχνικής συνεργασίας κ.ο.κ. Όλα τούτα περιγράφουν μια γνώριμη στον Έλληνα μουσικό κατάσταση «σισύφειας» προσπάθειας, η οποία αναλώνει και αποπροσανατολίζει τις καλλιτεχνικές δυνάμεις, αποθαρρύνοντας τους ηθικούς και επιβραβεύοντας τους αδίστακτους. Στον αντίποδα, η διαφορετική κατάσταση που είχα την τύχη να βιώσω, ως κιθαριστής τουλάχιστον, στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια των σπουδών μου. Μετά την πρώτη μου συναυλία στην αίθουσα δωματίου της Φιλαρμονικής της Αγ. Πετρούπολης, δεν χρειάστηκε να κάνω απολύτως τίποτα: οι επόμενες εμφανίσεις γίνονταν αποκλειστικά με πρωτοβουλία της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, εκπρόσωποι της οποίας επικοινωνούσαν μαζί μου κάθε χρόνο. Χωρίς φιλίες, γνωριμίες, συμμαχίες, συμπαιγνίες· με μόνο γνώμονα την όποια αξία είχε για εκείνους το παίξιμό μου.
Μάρκος Τσέτσος
Δεκέμβριος 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας