Η μοίρα του καλλιτέχνη στην Ελλάδα
Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904-1949)
Το τελευταίο διάστημα στη σχετική με την περίπτωση του Σκαλκώτα μουσικολογική συζήτηση έχει αρχίσει μια προσπάθεια προσέγγισης της καλλιτεχνικής και κοινωνικής περιθωριοποίησής του με όρους όσο γίνεται πιο αντικειμενικούς. Αντικειμενικούς, με την έννοια ότι για την περιθωριοποίηση αυτή δεν πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνα τρίτα πρόσωπα, αλλά είτε ο ίδιος ο συνθέτης, είτε ο υπερβολικά νεωτερικός για τα δεδομένα της Ελλάδας προσανατολισμός της μουσικής του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, έρχονται στο φως ντοκουμέντα (δημοσιεύματα, επιστολές) που, υποτίθεται, αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα ο Σκαλκώτας μόνος «έσκαψε το λάκκο του», προσβάλλοντας ανθρώπους και θεσμούς και επιδεικνύοντας εξόχως αλαζονική, υβριστική και εν γένει αμετροεπή συμπεριφορά. Ως εκ τούτου, ουδείς ήταν υποχρεωμένος να συνδράμει στην καλλιτεχνική καθιέρωση και αληθινή επαγγελματική του αποκατάσταση. Μόνος του προκάλεσε τη μοίρα του. Από την άλλη μεριά, ουδείς λογικός άνθρωπος θα περίμενε σε μία περιφερειακή και μουσικά καθυστερημένη χώρα όπως η Ελλάδα να ευδοκιμήσει μία μουσική τόσο ακραία, που ακόμα και στην προηγμένη Δύση ελάχιστους μέχρι τότε είχε οπαδούς.
Αμφότερα τα επιχειρήματα δείχνουν εξόχως ευλογοφανή, σχεδόν απολύτως πειστικά. Απ’ ότι φαίνεται καταφέρουν ισχυρό και οριστικό πλήγμα στη «μυθολογία» εκείνη που ήθελε τον Σκαλκώτα θύμα σκευωρίας συγκεκριμένων ανθρώπων, με προεξάρχοντα αυτών τον Καλομοίρη. Η ρομαντική προσέγγιση του ζητήματος με όρους παρεξηγημένης ιδιοφυΐας πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει και να αποκατασταθεί η τιμή και υπόληψη ανθρώπων που, όπως αποδεικνύει η έρευνα, δεν έφταιξαν σε τίποτα.
Το ότι οι πάσης φύσεως θεωρίες συνομωσίας στερούνται σοβαρότητας και εξηγητικής εγκυρότητας, δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι και τα παραπάνω επιχειρήματα στερούνται προβλημάτων. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα εν λόγω επιχειρήματα έχουν δύο προβληματικές όψεις: μία λογική και μία δεοντολογική-ηθική. Από λογική άποψη, καμία μετάβαση από την έννοια «πρωτοποριακός καλλιτέχνης» στην έννοια «κοινωνική περιθωριοποίηση» δεν υφίσταται! Στις προηγμένες κοινωνίες της Δύσης, αισθητικά ρηξικέλευθοι καλλιτέχνες όπως λ.χ. ο Σαίνμπεργκ έχαιραν σε κάθε περίπτωση αναγνώρισης ως σημαίνοντες καλλιτέχνες και περιζήτητοι δάσκαλοι. Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης μάλιστα, κλήθηκε, ως γνωστόν, να διδάξει από το 1925 έως το 1933, οπότε και εκδιώχθηκε από τους ναζί, στην Πρωσική Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου, όντας, μεταξύ άλλων, δάσκαλος και του Σκαλκώτα, ενώ την περίοδο 1936-1944 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Ουδείς από τους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες εγνωσμένης αξίας, ανεξαρτήτως τάσης και αριθμού οπαδών, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον καλλιτεχνικό ευτελισμό και την κοινωνική χλεύη και απομόνωση. Επομένως, μάλλον στο πλαίσιο ακριβώς της ρομαντικής μυθοπλασίας μπορεί να θεωρηθεί λογικά έγκυρη και δεσμευτική η μετάβαση από την έννοια «πρωτοποριακός καλλιτέχνης» στην έννοια «κοινωνική περιθωριοποίηση». Αυτό ας το λάβει σοβαρά υπόψη της η σύγχρονη σοφιστική υπεράσπιση ενός πρωτάκουστου για την πολιτισμένη ανθρωπότητα καλλιτεχνικού ονείδους.
Ας λάβει, επίσης, σοβαρά υπόψη ότι το έτερο επιχείρημα της προσωπικής ευθύνης του Σκαλκώτα για την καλλιτεχνική και κοινωνική περιθωριοποίησή του στερείται και αυτό προφάνειας, δεοντολογικής αυτή τη φορά. Από την ηθική έννοια «υβριστική συμπεριφορά» επ’ ουδενί τρόπω δεν απορρέει με απόλυτη και δεσμευτική αναγκαιότητα η ηθική έννοια «καλλιτεχνική περιθωριοποίηση». Οι σύγχρονες αστικές κοινωνίες προστατεύουν το δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφράζει απόψεις για θεσμούς και θεσμικούς δρώντες χωρίς το φόβο της καλλιτεχνικής και κοινωνικής τιμωρίας· κάτι τέτοιο σήμερα συμβαίνει μόνο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα! Το γεγονός ότι στη χώρα μας η ελευθερία αυτή δεν είναι διόλου αυτονόητη, λέει μάλλον περισσότερα για το έλλειμμα εξαστισμού και δημοκρατίας της κοινωνίας μας, παρά για το δίκαιο και ηθικό της απομόνωσης ενός καλλιτέχνη σαν τον Σκαλκώτα. Πόσο μάλλον που οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ είχαν τέλεια γνώση της αξίας, του επιπέδου σπουδών και των δυνατοτήτων του εν λόγω καλλιτέχνη. Εξάλλου ηθικό σθένος έχουν, ως γνωστόν, όχι μόνο οι πράξεις αλλά και οι παραλείψεις: όταν κάποιος πνίγεται και δεν κάνουμε τίποτε για να τον σώσουμε, δεν μπορούμε να επικαλεστούμε ως επιχείρημα ότι δεν κάναμε τίποτα! Το ηθικά παράλογο είναι προφανές. Να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι η σύγχρονη έρευνα έχει τεκμηριώσει την απόλυτη επίγνωση που είχαν θεσμικοί δρώντες σαν τον Καλομοίρη όχι για το αν έκαναν κάτι, αλλά ακριβώς για το ότι δεν έκαναν τίποτα ή, εν πάση περιπτώσει, δεν έκαναν το ελάχιστο που θα μπορούσαν να κάνουν απέναντι σε έναν καλλιτέχνη του βεληνεκούς του Σκαλκώτα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, άνθρωποι σαν τον Καλομοίρη, ως ιδιώτες επιχειρηματίες, δεν όφειλαν απολύτως τίποτα όχι μόνο απέναντι στον Σκαλκώτα αλλά και απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη. Το ποιους προσελάμβαναν στα ιδιωτικά μουσικά τους εκπαιδευτήρια ήταν προσωπική τους υπόθεση και δικαίωμα. Τούτο, ωστόσο, δεν αναιρεί την ευθύνη τους ως επικεφαλής των πάσης φύσεως μουσικών θεσμών, αλλά και ως προσώπων που υποτίθεται ότι υπερασπίζονταν με θέρμη την αναγέννηση της έντεχνης μουσικής στον τόπο μας. Διότι η ελάχιστη ηθική υποχρέωση που απορρέει από ένα τέτοιο όραμα είναι η παντοιότροπη στήριξη νέων μουσικών με εγνωσμένη καλλιτεχνική αξία και λαμπρές σπουδές.
Στην ουσία, εδώ ακριβώς είναι που το πρόβλημα της διαχρονικής έλλειψης δημόσιων, κεντρικών και ανώτατων θεσμών μουσικής εκπαίδευσης στη χώρα μας αναδεικνύεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο. Από την κυριολεκτική λιμοκτονία και την έλλειψη κάθε επαφής με τη μουσική πραγματικότητα έσωσε τον Σκαλκώτα ένας δημόσιος θεσμός: η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στα τελευταία αναλόγια των βιολιών της οποίας, ως γνωστόν, για χρόνια υπηρέτησε. Δεν θέλουμε καν να σκεφτούμε ποια θα ήταν η μοίρα του συνθέτη αν δεν υπήρχε ούτε αυτός ο δημόσιος θεσμός. Αντιστοίχως, ούτε μπορούμε να φανταστούμε ποια θα ήταν η μοίρα του αν είχε την τύχη να διδάσκει σε μία εθνική και δημόσια Ανώτατη Σχολή Μουσικής, στα πρότυπα ενός Παρθένη, καθηγητή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και πρωτεργάτη της νεοελληνικής εικαστικής πρωτοπορίας. Παρά τα γνωστά προβλήματα, η θέση διδασκαλίας εξασφάλιζε στον Παρθένη, αν μη τι άλλο, την αξιοπρεπή (δεν έπαιζε στα τελευταία αναλόγια ορχήστρας!) επαφή με τα πράγματα της τέχνης του και με τους νέους, δημιουργικούς και ανήσυχους ανθρώπους, μερικοί εκ των οποίων έγιναν κατόπιν συνεχιστές της σκέψης του και του καλλιτεχνικού του οράματος. Προσέτι, ο Παρθένης απολάμβανε -όχι χωρίς δυσχέρειες είναι αλήθεια- την εύνοια υψηλά ιστάμενων πολιτικών προσώπων σαν το Βενιζέλο.
Όσο δε αφορά τη μουσική, δεν χρειάζεται να πάμε μακριά: είναι πασιφανές πόσο χειραφέτησε το δημόσιο περί μουσικής λόγο η σύσταση των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών των ελληνικών πανεπιστημίων. Το ότι όλα αυτά τα χρόνια γράφω αυτά που γράφω χωρίς το φόβο εγγραφής μου στη «μαύρη λίστα» της ωδειακής ανεργίας, αποτελεί απτή απόδειξη του ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν για την ορθή ανάπτυξη της ελληνικής έντεχνης μουσικής και του περί αυτής διαλόγου οι δημόσιοι μουσικοί καλλιτεχνικοί και εκπαιδευτικοί θεσμοί της χώρας. Εκτός, βεβαίως, αν κάποιοι φροντίσουν η συγκεκριμένη κοινωνική κατάκτηση να υποστεί «ξαφνικό θάνατο», στα χνάρια της ΕΡΤ…
Μάρκος Τσέτσος
Ιανουάριος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας