"μουσικές αναφορές"
H κυρία Ζερμαίν Ταϊφέρ
1892, χρονιά που γεννιέται το μπάσκετ και εφευρίσκεται η κυλιόμενη σκάλα. Και λοιπόν; θα πείτε..
Συνθέτρια, αγαπημένη φίλη για μια ζωή του Ερίκ Σατί, που τον αποκαλούσε “άγγελο και ποιητή”, φλογερή αριστερή ιδεολόγος από τα εφηβικά μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της, το γυναικείο μέλος της Ομάδας των Έξι, η Ζερμαίν Ταϊφέρ (Germaine Tailleferre) γεννήθηκε στο μικρό Σεν Μορ ντε Φος, βόρεια του Παρισιού, τον Απρίλη του 1892, και έζησε ενενήντα ένα χρόνια. Χρειάστηκε να αντιπαλέψει σθεναρά πολλές κακοτυχίες και αντιξοότητες. Η πρώτη ήταν η αντίθεση του οινοπαραγωγού πατέρα της στη βαθιά της επιθυμία να ασχοληθεί με τη μουσική και ειδικά με τη σύνθεση. “Σύνθεση; Μα αυτά είναι ανήκουστα πράγματα! Είσαι πάνω απ’ όλα γυναίκα – ή μήπως όχι;” Με κόπο και θυσίες κατόρθωσε να ολοκληρώσει σπουδές πιάνου και σολφέζ στο Ωδείο του Παρισιού. Από το 1912 που γνωρίζει τον Ντεμπυσσύ και συναντά στο Ωδείο τους Χόνεγκερ, Ορίκ και Μιλό, αλλάζει η ζωή της. Από τώρα και στο εξής αποφασίζει μάλιστα ότι θα ονομάζεται Tailleferre και όχι Taillefesse, όπως ήταν το πραγματικό της επίθετο.
Συναναστρέφεται καλλιτέχνες και διανοούμενους στη Μονμάρτη, τον Απολλιναίρ, τη ζωγράφο και γλύπτρια Μαρί Λορενσίν, τον Πωλ Φορ. Τη συνδέει από τότε φιλία ζωής με τον “πρωταγωνιστή της εποχής” Ζαν Κοκτώ.
Η Ταϊφέρ συνθέτει πλέον σοβαρά και μελετά μουσική ακόμα σοβαρότερα. Της αρέσει να παίζει με τις ώρες στο πιάνο μουσική του Ραμώ και του Σκαρλάττι. Το 1915 παίρνει το δίπλωμα της φούγκας ενώ πρωτοπαρουσιάζονται κάποια δειλά πρώτα έργα της, που χαρακτηρίζονται από διάχυτη ραβελική αρμονία. Από το 1917 ανακαλύπτει την τζαζ μουσική, γνωρίζει τον Ντιάγκιλεφ και τον Μπρετόν, είναι βασικό και αναπόσπαστο μέλος της συντροφιάς του Μοντιλιάνι και του Πικάσσο. Στο σπίτι του πρώτου συναντιούνται με τους Ντυρέ και Πουλένκ, προετοιμάζουν το ιδεολογικό περιεχόμενο της Ομάδας των Έξι και σκαρώνουν μουσικές βραδιές.
Οι Έξι προκαλούν πολλές συζητήσεις εκείνη την εποχή (1918-1920). Πάντως, η πιο... προσφιλής συζήτηση όσων τους αμφισβητούν περιστρέφεται συχνά γύρω από το “τι θέλει μια γυναίκα ανάμεσα σε πέντε συνθέτες. Το group des six αποτελείται από πέντε άνδρες και μια groupette…” σχολιάζουν μουσικολογώντας.
Κι όμως. Η Ζερμαίν Ταϊφέρ ήταν από τους δυναμικότερους υπερασπιστές των μουσικών αιτημάτων της ομάδας αυτής. Εναντιώνεται στον βαγκνερικό μουσικό στοχασμό αλλά και στον ιμπρεσιονισμό, υπεραμύνεται κυρίως της αυθόρμητης έκφρασης. Από τότε ήδη και μέχρι το τέλος της ζωής της επέμενε ότι η σύνθεση οφείλει να διατηρεί δύο ιδιότητες, την αθωότητα και την καθαρότητα των προθέσεων του συνθέτη.
Από το 1920 συναναστράφηκε πολύ τον Ραβέλ. Ήταν μια σχέση φιλική, αλλά και με προεκτάσεις στη μουσική της εμπειρία, με κοινό παρανομαστή τη σύνθεση. Η επικοινωνία τους διακόπηκε δέκα χρόνια αργότερα, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει το γιατί.
Ακόμα και στη Γαλλία οι περισσότεροι πίστευαν ότι η συνθετική πορεία της Ταϊφέρ ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1930, κάτι που σαφώς αδικεί την επέκεινα πλούσια παραγωγή έργων της σπουδαίας συνθέτριας και αγωνίστριας, αν σκεφτούμε ότι μέχρι τότε συνέθεσε περίπου πενήντα έργα ενώ από εκεί και πέρα σχεδόν τα τριπλάσια. Το γεγονός ότι μετά το γάμο της (1927) με τον διάσημο σκιτσογράφο, φίλο και συνεργάτη του Τσάρλι Τσάπλιν, Ραλφ Μπάρτον, εγκαταστάθηκε μαζί του στο Μανχάταν για τρία περίπου χρόνια και απομακρύνθηκε από το παριζιάνικο περιβάλλον, ίσως συνέτεινε στο να χαθούν πρόσκαιρα τα μουσικά της ίχνη. Η στενή φιλική της σχέση με τον Τσάρλι Τσάπλιν και η κινηματογραφική εμπειρία από τις ταινίες εκείνης της εποχής, της πρόσφερε όμορφες αναμνήσεις που με μεγάλη προθυμία ήθελε να διηγείται στους νέους αργότερα.
Το 1927 επέστρεψε στο Παρίσι. Το 1929 ο γάμος της διαλύθηκε αφήνοντάς τη μετέωρη και ψυχικά ανήμπορη. Συνέπεια του διαζυγίου φαίνεται να είναι η (μοναδική ίσως) φεμινιστική της έκρηξη μέσα από τα Έξι γαλλικά τραγούδια σε κείμενα του 15ου και του 18ου αιώνα, που περιγράφουν τις τραγικές συνθήκες της ζωής των γυναικών εκείνων των εποχών. Ο Μπάρτον έφυγε για την Αμερική και λίγες εβδομάδες αργότερα αυτοκτόνησε. Το 1932 η συνθέτρια ξαναπαντρεύεται, αυτή τη φορά το δικηγόρο Ζαν Λαζεά, πατέρα της μονάκριβης κόρης της, Φρανσουάζ.
Μέχρι το 1942 η Ταϊφέρ συνθέτει ακατάπαυστα, αν και η υποστήριξη από τον νέο της σύζυγο μόνον ως μηδαμινή μπορεί να χαρακτηριστεί. Υπομονετικά προσπαθεί να μη διαλύσει, τουλάχιστον τυπικά, την οικογένεια, αν και εντέλει, το 1955, δεν αποφεύγει ούτε κι αυτό.
Οι καιροί είναι δύσκολοι. Η Ταϊφέρ αναγκάζεται, χωρίς τη συνδρομή του συζύγου της, να φύγει μαζί με την κόρη και την αδελφή της για την Αμερική προκειμένου να γλιτώσουν από τη λαίλαπα του πολέμου. Ακολούθως βρίσκεται στην Ισπανία και την Πορτογαλία αναζητώντας τρόπους να επιβιώσει βιοποριστικά και καλλιτεχνικά. Από το 1946 που επιστρέφουν στη Γαλλία, η συνθέτρια εγκαθίσταται πρώτα στη Νίκαια και ακολούθως σ’ ένα σπίτι του Έκτου Διαμερίσματος του Παρισιού, που το διακοσμεί εντυπωσιακά, με υπέροχες παραδοσιακές ταπισερί και πίνακες που της είχαν χαρίσει οι “μεγάλοι φίλοι της”. Ζωγραφίζει, γράφει ποίηση και αφιερώνεται και πάλι στη σύνθεση, από την οποία, όπως έλεγε, έπαιρνε τροφή για να ζει... Συνεργάζεται με τον Ιονέσκο, γράφει μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο, συνθέτει από νεορομαντικά έως και αλεατορικά ακόμη έργα.
Η μουσική της διαδρομή την κάνει ολοένα και πιο ευτυχισμένη, αλλά οικονομικά δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Έτσι, αν και πολύ ηλικιωμένη πια, περήφανη, χαμογελαστή και πάντα περιποιημένη και όμορφη, εργάζεται ως ακομπανιατρίς σε ένα παριζιάνικο ιδιωτικό σχολείο, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της καθημερινότητας. Παρ’ όλα όσα κλήθηκε να αντιμετωπίσει, δεν εξέφρασε ποτέ αρνητικές σκέψεις για τους οικείους της, τους συναδέλφους και τους άλλους συνθέτες, παραμένοντας σταθερή φίλη με όλους μέχρι το τέλος.
Η Ταϊφέρ δούλευε και συνέθετε μέχρι τις τελευταίες της ώρες. Έλεγε πάντα στους μαθητές της: “Μάθετε πρωτίστως να πολεμάτε τη ρουτίνα και να παρακολουθείτε με σεβασμό κάθε νεωτερισμό. Ποιότητα και θάρρος απαιτείται για να είστε μέσα στην εξέλιξη της ζωής…” Πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 1983.
Έφη Αγραφιώτη
effie@tar.gr
επιμέλεια - διόρθωση: Νεφέλη Καλογεροπούλου
ακούστε: έργα για βιολί και πιάνο της Germaine Tailleferre από το tar-radio.com
Παράρτημα: στιγμιότυπα από τη ζωή και την τέχνη της
Και μια συνέντευξη (1979) της συνθέτριας στον Ζωρζ Χακουάρ που αφορά στις αναμνήσεις της από τον διάσημο φίλο της Τσάρλι Τσάπλιν. Αξίζει να διαβάσετε αποσπάσματα:
Τον γνώρισα το 1927. Είχαμε πολύ πρόσφατα παντρευτεί με τον Ραλφ Μπάρτον. Ο Τσάπλιν ήρθε στη Νέα Υόρκη για να συμβουλευτεί το δικηγόρο του σχετικά με το διαζύγιό του από τη δεύτερη σύζυγό του. Ο δικηγόρος είχε τόσες πολλές υποθέσεις που ο φτωχός ο Τσάρλι τρελαινόταν! Τον κυνηγούσε να τον συναντήσει και δεν τον έβρισκε πουθενά. Περνούσε μαζί μας σχεδόν όλες του τις ώρες. Να πώς περάσαμε το μήνα του μέλιτος με τον άντρα μου! Αντί για δύο είμασταν τρεις… Ζούσαμε σε ένα ηλιόλουστο ατελιέ. Καθώς ο σύζυγός μου ήταν σχεδιαστής, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη. Ο Τσάρλι δεν μιλούσε πολύ. Ακούγεται απίστευτο, αλλά ήταν σεμνός και ντροπαλός άνθρωπος. Δεν αγαπούσε τα πλήθη και τις δεξιώσεις, δεν έβγαινε, δεν έπινε παρά ελάχιστα, ντυνόταν χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο, σαν όλο τον κόσμο. Έλεγε: “Τι περίεργο, στο δρόμο με αναγνωρίζουν κάποιοι, αλλά σε γενικές γραμμές δεν με αναγνωρίζουν”. Μια φορά κάναμε βόλτα με το αυτοκίνητο ανοιχτό, γιατί έκανε ζέστη. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και απευθυνόμενος προς τον κόσμο που περπατούσε αμέριμνα, έλεγε συνεχώς: “Είμαι ο Τσάρλι Τσάπλιν, ναι, είμαι ο Τσάρλι Τσάπλιν…” Κάποιοι γύριζαν, τον κοιτούσαν και σήκωναν τους ώμους σαν να έλεγαν “Mα ποιος ανόητος είναι ετούτος πάλι!” Ε, λοιπόν, αυτό τον διασκέδαζε αφάνταστα! Κάποτε ο Κουσεβίτσκι διηύθυνε στη Βοστόνη ένα δικό μου έργο και βέβαια πήγαμε. Φιλοξενηθήκαμε σε σπίτι φίλων που είχαν μικρά παιδιά. Ο Τσάπλιν δεν πήγε σε ξενοδοχείο, παρά έμεινε μαζί μας εκεί και δεν σταμάτησε, επί τρεις μέρες που κράτησαν οι πρόβες, να παίζει ακατάπαυστα τον Σαρλό στα παιδιά, να κάνει γκριμάτσες, να δείχνει τις γνωστές του κινήσεις με το καπέλο και το μπαστούνι για να τα κάνει ευτυχισμένα. Είχε μια απίστευτη ευγένεια και απλότητα.
Μας άρεσε να αυτοσχεδιάζουμε όλη την ημέρα στο ατελιέ που μέναμε. Είχαμε δυο πιάνα και παίζαμε αυθόρμητα, κομμάτια στο ύφος του Σατί, ή μελωδίες με απλά θέματα, συναισθηματικά περισσότερο, ιταλικής μουσικής, ποτέ τζαζ. Αυτά που έπαιζε, έτσι όπως το σκέφτομαι τώρα, ταίριαζαν απόλυτα στην προσωπικότητά του.
Ήθελε να του γράψω μουσική για τις ταινίες του, αλλά δεν καταφέραμε να το υλοποιήσουμε. Βλέπετε, γενικά οι σύζυγοι δεν θέλουν να έχουν γυναίκες που προβάλλονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Εγώ του είχα προτείνει να παραμείνω ανώνυμη αλλά δεν το δεχόταν αυτό, επέμενε να υπογράψω στην ταινία με το επώνυμό μου. Πάντως, όταν έκανε την ταινία Το τσίρκο είχαμε προβάρει μερικά μουσικά θέματα που του άρεσαν και σχεδιάζαμε να πάω στο Χόλιγουντ για να τα δουλέψουμε επιτόπου. Όταν ο σύζυγός μου κι εγώ φεύγαμε για να επιστρέψουμε στη Γαλλία, ο Τσάρλι μάς κοιτούσε με θλιμμένα μάτια, μέχρι που το πλοίο έφυγε για τα καλά από το λιμάνι. Ακόμη θυμάμαι αυτή τη δυνατή σκηνή.
Για να μην ξεχνάμε, φέτος το Δεκέμβρη συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από το θάνατο του αξιαγάπητου Σαρλό.