"μουσικές αναφορές"
Μέρες ελληνικού ραδιοφώνου
Μια παλιότερη επίσκεψη στο χώρο των 100 τετραγωνικών μέτρων του Μουσείου Ραδιοφώνου, Μακεδονική Φωνοθήκη, στη Θεσσαλονίκη, μου έδωσε αφορμή να ξεδιπλώσω μνήμες και συναισθήματα από μια εποχή που πρόλαβα να ζήσω, παιδί κι εγώ των ημερών που το τρανζίστορ ή το λίγο μεγαλύτερο “ράδιο” κολλούσε σαν βεντούζα στο αυτί και στο μαξιλάρι και η φαντασία ταξίδευε στο «καλύτερο υπαρκτό» (ή το άριστο ανύπαρκτο) του μέλλοντός μας.
Ακούγονται «ξένα» στα σημερινά παιδιά αλλά δεν είναι. Για τις προηγούμενες γενιές το ραδιόφωνο ήταν πηγή, τρόπος επικοινωνίας με ό,τι δεν γνωρίζαμε, ήταν καλλιέργεια και διασκέδαση, ενημέρωση, παιδεία, διάδοση ιδεών, εξάσκηση της νόησης, επαφή με τη διεθνή κουλτούρα, συναισθηματική και αισθητική δύναμη. Ήταν το τελευταίο πράγμα το βράδυ και το πρώτο το πρωί, όπως το περιγράφει τόσο αληθινά ο Μπρεχτ.
Όταν ο Γουλιέλμος Μαρκόνι (1874-1937) από τη Μπολόνια, είκοσι ενός ετών τότε, αυτοδίδακτος πειραματιστής (πειραματάκιας που λένε οι νέοι σήμερα) συνδυάζοντας το πηνίο του Χερτζ με την επινόησή του της γείωσης και την κεραία του Ποπόφ πέτυχε (1899) να αποστείλει και να λάβει μήνυμα από απόσταση εκατό περίπου μέτρων, τον χαρακτήρισαν φιλόδοξο και ονειροπαρμένο. Τα Αγγλικά Ταχυδρομεία του έδωσαν την ευκαιρία που του στέρησε η Ιταλία και στήριξαν τα πειράματά του. Το ασύρματο σήμα έφτασε τα μερικά χιλιόμετρα και τρία χρόνια μετά διέσχιζε τον Ατλαντικό. Αυτός ο σεμνός ολιγομίλητος Ιταλός που δεν διέθετε καν πανεπιστημιακό τίτλο παρά μόνον απλές τεχνικές γνώσεις τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1909.
Τα Βαλκάνια είχαν το δικό τους Marconi. Ήταν ο μηχανολόγος ηλεκτρολόγος Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947) που το 1923 ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη τα ραδιοφωνικά πειράματα. Ο πρώτος του σταθμός, και μετά ο σταθμός της «Αντάντ» ήχησε το 1925 στην επέτειο της 25ης Μαρτίου, με ορμητήριο-βάση το σπίτι του. Ακολουθούν εξελίξεις, ενθουσιασμοί, γραφειοκρατίες, απαγορεύσεις, αναστολές λειτουργίας, συγχύσεις, αδιέξοδα, για τον άνθρωπο αυτό που με την προσωπική εργασία και τη ψυχή του ζωντάνεψε τη πόλη μεταφέροντας σε τακτικές εκπομπές ειδήσεις, ιατρικά και αθλητικά νέα, μουσική, θέατρο από αυτί σε αυτί, μέχρι το 1947, που πέθανε από θλίψη, επειδή ο σταθμός του υπέστη αναγκαστική απαλλοτρίωση από το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας.
Μια γραφική εικόνα, αν τη δούμε με σημερινή ματιά, είναι αυτή του ραδιοφώνου ΤΤΤ του Πειραιά, που το 1932 μετέδιδε τις Λειτουργίες και τις Ακολουθίες από την Καλλίπολη, συγκεντρώνοντας πολλούς κατοίκους στα προνομιούχα σπίτια που διέθεταν ραδιοφωνικό δέκτη. Το 1938 τέλος ιδρύθηκε ο Κρατικός Ραδιοσταθμός Αθηνών. Εδώ Αθήναι! -και μετά τσομπανάκος ήμουνα προβατάκια έβοσκα... κουδουνάκια κλπ-.
Το δίκτυο του Ε.Ι.Ρ, μετέπειτα Ε.Ι.Ρ.Τ, ακούμπησε στο τραπέζι αλλά και στο μαξιλάρι μας τους πιο προικισμένους ανθρώπους των τεχνών, τους πιο εμπνευσμένους των γραμμάτων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις χαρακτηριστικές ιδιόχρωμες φωνές του Θάνου Κωτσόπουλου, της Αθανασίας Μουστάκα, της Κατίνας Παξινού, του Δημήτρη Χορν, αλλά και του Κώστα Γιαννίδη, της Σοφίας και της Αθηνάς Σπανούδη, του Ανδρέα Καραντώνη, του Αχιλλέα Μαμάκη, του Δημήτρη Μυράτ, του Γιώργου Σεφέρη που διάβαζε τόσο αισθαντικά το Τετράδιο Γυμνασμάτων, και που άκουσα πρώτη φορά στο ραδιόφωνό μου, δώρο του παππού μου το 1963, χρονιά που ο ποιητής πήρε το Νόμπελ. Ασύλληπτα πράγματα!
Αντικείμενα εποχής, λυχνίες, δέκτες, ντοκουμέντα, συγκεντρώθηκαν και στην Αθήνα, στο Μουσείο Ραδιοφώνου στο Γκάζι που μπορούν να συντονίσουν το χθες και το σήμερα του επισκέπτη. Για τους μαθητές θα ήταν ωραία εκδρομή, σαφώς ουσιαστικότερη από το να τρέχουν χωρίς κανένα πρόγραμμα «για... πολιτιστικό περίπατο» στον Άλιμο με τους καθηγητές ήσυχους με τον καφέ στα χέρια.
Μια από τις δυνατότερες στιγμές του ραδιοφώνου που εγώ πρόλαβα, ήταν οι θεατρικές μεταφορές. Ραδιοφωνικές παραστάσεις που σου έδιναν την άνεση να φανταστείς τους πρωταγωνιστές όπως εσύ τους ήθελες, να φανταστείς σκηνές με σκηνικά και φως, μια μεταλλαγή του οπτικού σε θεατρικό ακρόαμα.
ραδιόφωνο του 1948
Όσο για τη μουσική, ακούγαμε αδιάλειπτα και… κρίναμε τα πάντα, κλασική, ελαφρά, τζαζ, εκπομπές συνδυασμού κουίζ με μουσικές, ζωντανές μεταδόσεις από τις ραδιοφωνικές αίθουσες με την ορχήστρα του Ε.Ι.Ρ και γνωστούς τραγουδιστές και άλλα πολλά. Ένα πλούσιο υπόβαθρο αναμνήσεων που βοήθησε πολλούς από μας να αγαπάμε ακόμα σήμερα τόσο τη ραδιοφωνική ανάσα. Θυμάμαι (και χαμογελώ πια) πώς φανταζόμουν να λειτουργεί το στούντιο, με τεράστια πολυσχιδή μηχανήματα που με τρόπο απίστευτα περίπλοκο έφτανε και στο να μας μεταδίδει τους δίσκους! Δίσκος, μαγική λέξη… Στέρεο εγγραφές, δίσκοι LP που αν ήσουν και ο τυχερός της απαραίτητης κλήρωσης μιας εκπομπής δισκογραφικής εταιρίας μπορούσες να κερδίσεις ένα σαρανταπεντάρι, ακόμα και τριαντατριάρι καμιά φορά, αρκεί να είχες κάμποσες μέρες «διορία» να στείλεις γράμμα, ή τηλέφωνο στο σπίτι σου για να τους τηλεφωνήσεις..
Κοιτούσαμε τότε εμείς οι «ενημερωμένοι» τα εβδομηνταοχτάρια των γονιών μας σαν απαρχαιωμένα κατάλοιπα. Εμείς ακούγαμε “σύγχρονους” δίσκους με καλό ήχο χωρίς θόρυβο και κυρίως ελαφρείς! Μεγάλο προσόν και αυτό για ένα δίσκο της εποχής!
Το Τρίτο Πρόγραμμα είχε ιδρυθεί το 1954 με πρωτοβουλία του τότε διευθυντή προγράμματος του κρατικού ραδιοφώνου, του πολύπλευρου ζακύνθιου θεατρικού συγγραφέα Διονύση Ρώμα (1906-1981), που ονειρευόταν αίθουσες για ηχογραφήσεις αντάξιες της μουσικής τέχνης και των ξένων και ελλήνων καλλιτεχνών, φιλοδοξούσε με το καιρό να φέρει τον αέρα της σύγχρονης διανόησης και των νέων επιστημών στα μικρόφωνα της Αθήνας, ανησυχούσε αν η ακουστική ποιότητα που θα πρόσφερε το Τρίτο του 1955 και του 1960 θα ήταν αντάξια του επιπέδου του ακροατηρίου του, ως όφειλε! Καημένε Ρώμα... η μετατροπή των ονείρων σε έργα θέλει εκτός από αρετή και τόλμη, κι άλλα «κότσια» στην Ελλάδα..
Το Τρίτο στην αρχή έπαιζε τέσσερις ώρες κάθε μέρα, αργότερα οι ώρες έγιναν έξι. Θυμάμαι πόσο οι οικογένειες μας προετοίμαζαν να το ακούσουμε με διαφορετική συγκέντρωση από ό,τι τα «ελαφρά προγράμματα». (Κι αυτό γραφικό ακούγεται έτσι;). Θυμάμαι επίσης τις επίσημες δηλώσεις από τους ιθύνοντες του ραδιοφώνου: με την ίδρυση του Τρίτου αποσυμφορήθηκαν τα άλλα δύο προγράμματα από τη βαριά σοβαρή μουσική και έχουν περισσότερο χρόνο για διασκεδαστικές εκπομπές. Πολλά συνέβησαν από το 1960 μέχρι σήμερα, αλλά εκτός από αναλαμπές η κρατική γραμμή δε όρθωσε τείχη στο να σταθεί και να εδραιωθεί μέσα από τη διάρκεια, να διοικηθεί το Τρίτο καλλιτεχνικά και να υπερασπίσει τον πολιτισμό και την αισθητική, που (υπάρχουν αποδείξεις και αρχεία) φιλοξένησε. Κεντρικός πόλος προβλημάτων το οικονομικό, εν μέσω μικροπολιτικής και υπαλληλίστικης νοοτροπίας. Όπως ο πολιτισμός εν γένει, έτσι και το Τρίτο χρειαζόταν ανέκαθεν φαντασία, ενθουσιασμό και χρήματα… Περίεργα πράγματα, να «μη τα φέρνεις» κι όμως να τα ζητάς! Οι διευθυντές του είχαν πάντα προβλήματα συνεννόησης με τους Γενικούς. Ιστορικός ήταν «ο πόλεμος» επί Γιάννη Λάμψα. Όσο για την περίοδο Μάνου Χατζιδάκι, όλοι θυμόμαστε ότι αυτόν μέχρι για κομμουνιστική εισβολή τον κατηγόρησαν! Και βέβαια ο Χατζιδάκις δεν έκρυβε λόγια, κάνοντας δύσκολη ακόμα και τη θέση όσων τον υποστήριζαν στο Ραδιομέγαρο.
ακούστε: τραγούδια απο τη "Λιλιπούπολη" στο TaR-radio.com
Ανάμεσα σε συμπληγάδες, μέχρι το 1982 το Τρίτο ανέπτυξε τη φαντασία και τη δημιουργική του τακτική, γεφυρώνοντας τα πριν με τα μετά. Οι διάδοχοι του Μάνου στάθηκαν άξιοι στη θέση που τους προτάθηκε. Ο Γιώργος Κουρουπός (από το 1977 ως το 1981), ο Κυριάκος Σφέτσας, μουσικά προικισμένοι, ποτισμένοι με καλλιτεχνική ευαισθησία και ποιοτικές αγωνίες, προσπάθησαν πολύ, είναι γεγονός. Ο δεύτερος έμεινε στη θέση του σχεδόν 12 έτη, ρεκόρ αντοχής.. Είχε την εύνοια του Ιάκωβου Καμπανέλλη αφ’ ενός και το φυσικό ταλέντο να μένει ψύχραιμος, χαμηλών τόνων και ρεαλιστής μπροστά σε μεγάλα ή μικρά προβλήματα διαχείρισης. Στενοχωριόταν για πολλά θέματα, θυμάμαι πόσες μάχες έδωσε για το γεγονός ότι ο πομπός του Τρίτου δεν ακουγόταν καθαρά ούτε στο μισό λεκανοπέδιο. Φωνές βοώντων στην έρημο, αναποτελεσματικές οι προσπάθειες των συνεργατών, του ίδιου και μέρους του Τύπου. Από τότε διαφαινόταν και επισημαινόταν μια αργή αλλά υποβόσκουσα τακτική θανάτου του σταθμού.
Σε μια αντιφατική εποχή, πολιτικά και πολιτιστικά αναλαμβάνει το 1994 ο Γιώργος Τσαγκάρης. Μέσα στις πρώτες δέκα μέρες δεκάδες ιδέες πετούσαν στο διάδρομο του πρώτου ορόφου! Γινόταν ενίοτε γραφικός με τον ενθουσιασμό του αλλά δεν επηρεαζόταν. «Εγώ είμαι μουσικός, δεν είμαι διαχειριστής. Η τεχνολογία τεχνολογία και η τέχνη τέχνη... Πάμε να κατεβάσουμε τη μουσική στο φυσικό της χώρο, στον Εθνικό Κήπο, στο πεζόδρομο, στη Πνύκα, στη Στοά του Βιβλίου, να βγάλουμε ζωντανές εκπομπές από το στούντιο και από άλλες αίθουσες». Όπου κι αν γίνονταν συναυλίες το Τρίτο με τα λίγα του μέσα επεδίωκε να παρίσταται και να αναμεταδίδει. Συμπόσια, σεμινάρια, συνέδρια, εικαστική κίνηση, θέατρο, εκδόσεις, φιλοσοφία, επικαιρότητα... Με σαράντα εκατ. δραχμές το 2000 το Τρίτο πλήρωσε το ετήσιο πρόγραμμά του! Αυτά τα χρήματα καταναλώνονταν, σε άλλα προγράμματα της ΕΡΤ, σε λιγότερο από έξι μήνες.
Πίσω από τα «άτυπα», τα καλλιτεχνικά οράματα δηλαδή, ο Τσαγκάρης κατηγορήθηκε και πολεμήθηκε σκληρά κατ’ εξακολούθηση, διότι δεν ήταν προσεκτικός στα «τυπικά». Ίσως να υπήρξαν δικαιολογημένες επιθέσεις. Κανείς όμως δε μπορεί να μη τον εκτιμήσει εκ των υστέρων, για τη δημιουργική ορμή, που δεν έκρυβε υστεροβουλία, που ξανάκανε το κοινό να ακούσει το Τρίτο «μας». Ακόμα και κάποιοι που χρησιμοποιώντας τους δικούς τους μηχανισμούς πιέσεων είχαν σκοπό να τον πλήξουν, ήρθε η στιγμή που συνεργάστηκαν αρμονικά μαζί του, κάνοντας τις «παρεξηγήσεις» να λήξουν και αντικαθιστώντας τα κακά λόγια με κομπλιμέντα. Αν μέχρι την αποκαθήλωσή του κατόρθωσε να αυξήσει το ποσοστό ακρόασης, στη συνέχεια το Τρίτο έχασε, από αυτά που παρατηρώ, τους παραδοσιακούς παλιούς φανατικούς φίλους ακροατές..
Κυριάκος Σφέτσας
Γιώργος Κουρουπός
Ανήκα στους συνεργάτες του Τρίτου από το 1976 μέχρι το 2000. Γνώρισα τους ακροατές και τους φίλους του. Ερχόμουν, θυμάμαι, μερικές φορές στην Ελλάδα μόνο για τις ηχογραφήσεις των εκπομπών. Δεν μετάνιωσα ποτέ, θα τιμώ πάντα το χώρο αυτό, που αυτοδίκαια πρέπει να απαιτήσουμε να μας ανήκει. Καμία κρατικοδίαιτη διοίκηση δεν έχει δικαίωμα να στερήσει το Τρίτο από την ακροαματική του δυναμική, εκτός αν είναι προαποφασισμένο, η αναλγησία στον τόπο να εξακολουθεί να συγκατοικεί με την υπεραπλούστευση. Από μικρά παιδιά μέχρι τη πολιτική και τη μουσική μας ωριμότητα, όλα σχεδόν τα προσεγγίσαμε μέσα απ’ αυτό το συμβολικό μικρόφωνο. Και δεν ήμασταν δα και τόσοι λίγοι!
Και σήμερα; Πρόκληση! Αδιαφορία κρυμμένη σε λέξεις κενές περιεχομένου. Ο πολιτισμός στη φαρέτρα των μικρών και των μεγάλων δήθεν. Αυτό δεν είναι το Τρίτο καμιάς γενιάς, ούτε της δικής μου, των πενηντάρηδων, ούτε και των νεώτερων, είναι ένα Τρίτο σχεδόν ανύπαρκτο, παράγκα μερικών που το χρησιμοποιούν σαν τσιφλίκι και που με δυο τρεις καλές εκπομπές και τρεις τέσσερις καλούς μουσικούς παραγωγούς –να ‘ναι καλά οι άνθρωποι και να χτυπάνε ξύλο μην έρθει η ώρα...- προσπαθεί να πείσει. Ποιον; Ας περιμένουμε να δούμε αν ο Μάνος Χατζιδάκις είχε δίκιο όταν έλεγε ότι πρέπει να πιάσει πάτο για να ξαναπεταχτεί στην επιφάνεια ίσως άπνιχτο... Βέβαια, αυτό που δεν υπενόησε είναι μήπως το πνίξουν... μετά το πρώτο του σωσμό.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε τάχιστα έστω σε μια άλλη «εξέλιξη» που αφορά την πολύπαθη μουσική, μέσα από τα τεκταινόμενα στο ραδιοφωνικό σταθμό Κόσμος αυτή τη φορά, που τόσο διαφήμιζε ως μοντέρνο εναλλακτικό σταθμό η ΕΡΤ το 2002. Ο «Κόσμος» έφτιαξε σχεδόν αμέσως το δικό του πιστό ακροατήριο χάρη στους δυναμικούς ευφάνταστους ανθρώπους που αρχικά το επάνδρωσαν. Τον άκουγε ένα πολύχρωμο φάσμα κοινού και αυτό είναι –νομίζω- το πιο σπουδαίο. Βέβαια τις καθημερινές ο σταθμός γινόταν αθηναϊκός αφού οι αναμεταδότες... ξεκουράζονταν. Οι ακροατές των άλλων πόλεων άκουγαν τις Κυριακές, έστω, δεν ήταν καθόλου άσχημα. Αίφνης άλλαξαν όλα, πρόσωπα, ώρες, περιεχόμενο, στυλ, και κυρίως μουσική επιλογή! Διαφημίσεις έβδομης κατηγορίας, εξυπνάδες, δήθεν ζωντανές συνδέσεις, ένας αέρας κακογουστιάς μακράν της αρχικής στοχοθεσίας. Έβαλε και το περίφημο νομοθετικό πλαίσιο το δεξί χεράκι του και ήρθε η ολοκλήρωση. Ο Κόσμος 93,6 είναι πια τέλειος, η τέλεια συνταγή, μην ανησυχείτε αγαπητοί μου ακροατές! Είναι βολικός, ακίνδυνος, αφρώδης, εύπεπτος, σαν όλους τους άλλους. «Ζήτω» ακόμα μια φορά στην ΕΡΤ.
Ας τελειώσουμε όμως με εικόνα σαφώς πιο όμορφη. Αξίζει νομίζω να περιτυλίξουμε το άσχημο με κάτι ομορφότερο και πιο ρομαντικό εν πάση περιπτώσει... Ποιο; Λέω να παραθέσω το πρόγραμμα της πρώτης μέρας λειτουργίας του Τρίτου προγράμματος. Στις οκτώ και τέταρτο το βράδυ αρχίζει η πρώτη ραδιοφωνική συναυλία. Περιλαμβάνει έργα Διονυσίου Λαυράγκα, Μάριου Βάρβογλη, Νίκου Σκαλκώτα, Μανόλη Καλομοίρη. Το πρόγραμμα συνεχίζεται με την Λουΐζα Μύλλερ, του Τζιουζέππε Βέρντι.
Και μερικές πληροφορίες, σαν φιογκάκι στο περιτύλιγμα, για τη μουσική coda μας: το σταθμό διοίκησαν μεταξύ άλλων, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος (1954-1956), που σας αναφέρω έτσι για την ιστορία ότι ζήτησε από τα ωδεία να του προτείνουν ανθρώπους ικανούς για παραγωγές μουσικών εκπομπών, ο Αλέκος Κόντης από κοινού με τον Κρίτωνα Κηπουρίδη (1956), ο Γιώργος Σισιλιάνος –για λίγο- μετά τη μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Νόνης πριν από αυτήν.
Αντίοχος Ευαγγελάτος
Ακολουθεί άνεμος αναδημιουργίας στο Τρίτο. Αυθορμήτως παραθέτω ονόματα χωρίς διάθεση να μεροληπτήσω η να αξιολογήσω: Καρμπόνε, Λεωτσάκος, Βισβάρδη, Επιφανίου, Αργυρώ Μεταξά, Σαλονικιού, Καραβία, Τόλια, Καραϊνδρου, Ευθυμιάτου, Ψαράκης, Σκαλτσά, η νέα ομάδα των παιδιών του Μάνου Χατζιδάκι, ο Γρηγορίου, ο Μαραγκόπουλος και η παράλληλη ενεργοποίηση ανθρώπων επίλεκτων από άλλους χώρους, δεκάδες άλλοι σημαντικοί άνθρωποι του καλλιτεχνικού στερεώματος που δεν αναφέρω εδώ. Απέναντι σε όλους υπήρξε αποδοχή και στήριξη των ακροατών, σχετική ή απόλυτη, αυτό είναι άλλο θέμα, παρ ότι πάντα το Τρίτο είχε την εικόνα του αποπαιδιού της κεντρικής διοίκησης. Η ευχή τώρα είναι μία: είθε να δώσει ο χρόνος και να μας ξανατύχει ένα ραδιοφωνικό καλό, το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό μέσο το χρωστάει στους Έλληνες που το πληρώνουν και το συντηρούν όχι για να μιμείται εξαμβλωματικές αισθητικές και τακτικές αλλά για να προάγει και να υπερασπίζει τον πολιτισμό, έναντι παντός τιμήματος και σε όλες του τις μορφές, λόγιες και παραδοσιακές.
ακούστε μία εκπομπή του Γ' Προγράμματος (Μάρτιος 2001):
Αριστοτέλης Κουντούρωφ (της Έφης Αγραφιώτη)
Έφη Αγραφιώτη
effie@tar.gr
Μάρτιος 2007