ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΞΙΕΣ,
ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ «ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ»
Μια υπέροχη βραδιά ρεσιτάλ πιάνου μας προσέφερε η σολίστ Έφη Αγραφιώτη, το περασμένο Σάββατο, 20 Οκτωβρίου, στην κατάμεστη από μουσικόφιλους αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
Το πρώτο μέρος του προγράμματος, περιελάμβανε τη Sonata opus posth. 120, D 664 σε λα μείζονα (1825) του Franz Schubert, καθώς και τη Sonata op 110 σε λα ύφεση μείζονα (1821) του Ludwig van Beethoven. Στο δεύτερο μέρος ερμήνευσε ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον έργο του Cesar Franck, Πρελούδιο, Χορικό και Φούγκα (1884), δημιουργώντας ιδιαίτερη αίσθηση, τόσο για την πρωτοτυπία παρουσίασης του εν λόγω έργου, όσο και για την εξαιρετική της ερμηνεία.
Η συναυλία, όπως την είδε και την αποτύπωσε η μικρή μαθήτρια Αίγλη Δανοπούλου
Στο πρόσωπο της κυρίας Αγραφιώτη αντανακλάται η έντονη προσωπικότητα ενός αληθινά διανοούμενου ανθρώπου, με εξαιρετικές και πολύπλευρες σπουδές και σπουδαία σολιστική και παιδαγωγική καριέρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Γνωστή είναι η μέριμνά της για τη διάδοση του έργου Ελλήνων συνθετών, είτε στο πλαίσιο συναυλιών, είτε μέσα από τη δισκογραφία και το - επίσης πλούσιο - συγγραφικό της έργο. Αλλά και πασίγνωστη η μέριμνα για τους μαθητές της, δεν είναι καθόλου υπερβολικό να την χαρακτηρίσουμε ως υποδειγματικό μουσικο-παιδαγωγό. Διότι εδώ και τρεις δεκατίες η Αγραφιώτη δεν έχει απλώς διδάξει. Έχει ενθαρρύνει, καθοδηγήσει, εμπνεύσει και ως εκ τούτου αναδείξει στο χώρο της κλασικής μουσικής σημαντικότατους νέους σολίστ και δασκάλους.
Σπανίως σε μια συναυλία έχει υπάρξει τόσο έντονη συναισθηματική φόρτιση. Το κοινό – πλήρως συνειδητοποιημένο και αληθινά μουσικόφιλο – παρακολούθησε όχι μόνο με αμείωτο ενδιαφέρον, αλλά με έκδηλη αγάπη και συγκίνηση. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό, είναι ότι μετά την ολοκλήρωση του ρεσιτάλ, στην ατέλειωτη ουρά των συγχαρητηρίων δεν «χωρούσαν» τυπικότητες. Περίμεναν όλοι υπομονετικά, γιατί καθένας κατανοούσε ότι από μόνη της η λέξη «συγχαρητήρια» ήταν λίγη για να εκφράσει συναισθήματα αγάπης, θαυμασμού και ευγνωμοσύνης στη μεγάλη πιανίστα. Ούτε ένας, ούτε δυο, αλλά δεκάδες παλιοί και νυν μαθητές της, έπεφταν στην αγκαλιά της και εκείνη τους έσφιγγε ακόμη περισσότερο υπενθυμίζοντάς μας αξίες που τείνουν να εκλείψουν …
Επισημαίνεται ότι η εν λόγω συναυλία υλοποιήθηκε με την ευκαιρία της πρώτης επετείου από τη δημιουργία της πολιτιστικής διαδικτυακής ομάδας «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» στο πλαίσιο συνδιοργάνωσης με τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Με περισσότερα από 5300 μέλη σήμερα, η ομάδα «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα», δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του δημοσιογράφου κ Νίκου Βατόπουλου, υπεύθυνου του πολιτιστικού ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή». Η εν λόγω εκδήλωση, αποτελεί μια από τις πολλές και ποικίλες δράσεις πολιτιστικού, κοινωνικού ή ακόμη και οικολογικού χαρακτήρα που προγραμματίζονται με τη βοήθεια του μέσου κοινωνικής δικτύωσης “facebook” και υλοποιούνται στο κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο της προσπάθειας να «τονωθεί» με πολιτιστικές δράσεις το κέντρο της πόλης και να καταστεί σημείο αναφοράς στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Έφη Αγραφιώτη και Νίκος Βατόπουλος
Σε online άρθρο του με την ευκαιρία των πρώτων γενεθλίων της ομάδας, ο δημοσιογράφος κ Νίκος Βατόπουλος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ένας χρόνος με το “Κάθε Σάββατο στην Αθήνα” με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Έμαθα για τον εαυτό μου, μέσα από τη δημιουργική συνύπαρξη με δεκάδες νέους φίλους και είδα την Αθήνα με ανανεωμένη αγάπη».
Σε αυτό το πνεύμα άλλωστε, οι διοργανωτές μετά την ολοκλήρωση της συναυλίας, απηύθυναν ανοικτή πρόσκληση στο κοινό για «επετειακό κέρασμα», όπως χαρακτηριστικά είδαμε να αναγράφεται και στην καλαίσθητη αφίσα της μουσικής εκδήλωσης.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Οκτώβριος 2012
Οι συνθέτες του προγράμματος
Το κείμενο του προγράμματος, από την Έφη Αγραφιώτη
Για τον Φραντς Σούμπερτ (1797-1828)
Από το 1818 ο Σούμπερτ αφοσιώθηκε στη μουσική και ζούσε φτωχικά και μποέμικα στη Βιέννη, δίχως άλλη πηγή εσόδων πλην μερικών ιδιωτικών μαθημάτων. Ο κόμης Εστερχάζι τον προσέλαβε εκείνη τη χρονιά για να διδάξει μουσική στις κόρες του. Από το 1820 που τα έργα του παίχτηκαν για πρώτη φορά δημόσια, είχε τις πρώτες επιτυχίες. Ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι μουσικές βραδιές, οι "σουμπερτιάδες", στις οποίες συνόδευε στο πιάνο τον βαρύτονο Μίκαελ Φογκλ, κύριο ερμηνευτή των Lieder του. Οι συνθήκες ζωής του Σούμπερτ δυσκόλεψαν το 1823, όταν εκδήλωσε αφροδίσιο νόσημα. Το γεγονός του δημιούργησε κατάθλιψη. Πιθανολογείται ότι αυτή η άσχημη ψυχολογική κατάσταση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει την 8η συμφωνία του, που έμεινε γνωστή ως ημιτελής Τα χρόνια περνούσαν με εναλλαγές ανάμεσα στην επιτυχία και τις δυσκολίες ως το 1828, όταν η κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε από τυφοειδή πυρετό, που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο, στις 19 Νοεμβρίου, σε ηλικία 31 ετών. Στο μνημείο του Σούμπερτ, γράφει ο ποιητής Franz Grillparzer "Die Tonkunst begrub hier einen reichen Besitz,aber noch viel schonere Hoffnungen" (Η Τέχνη της Μουσικής ενταφίασε εδώ ένα πλούσιο απόκτημα, αλλά ακόμη ωραιότερες προσδοκίες.
Για πολλές δεκαετίες επικρατούσε η άποψη ότι το έργο του έτυχε περιορισμένης εκτίμησης κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κι όμως περισσότερες από 100 συνθέσεις του είχαν ήδη εκδοθεί ήδη τότε. Στη Βιέννη μεσουρανούσε ο Μπετόβεν, ο οποίος προφανώς επισκίαζε το έργο του Σούμπερτ. Ο Σούμπερτ ήταν θαυμαστής του Μπετόβεν από το 1814, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο "Φιντέλιο". Ο Μπετόβεν είχε εκτιμήσει δημοσίως το έργο του Σούμπερτ. Ο δύο τους συναντήθηκαν για μία και μοναδική φορά στις 19 Μαρτίου 1827. Λίγο καιρό μετά ο Μπετόβεν πέθανε.
Έως τα μέσα του 20ου αιώνα, η φήμη του Σούμπερτ στηρίχτηκε στο λυρικό και μελωδικό του στυλ. Μια καθαρή και ουσιαστική εικόνα του ως μείζονος δημιουργού του 19ου αιώνα έχουμε τις τελευταίες δεκαετίες, που η οργανική του μουσική έγινε ευρύτερα γνωστή, χάρη στις εργασίες σημαντικών μουσικολόγων και στις ερμηνείες και ηχογραφήσεις των έργων του. Η ειδική έρευνα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις τελευταίες συνθέσεις του Σούμπερτ, (έργα μετά το 1822) που προσφέρουν καθαρή εικόνα των ώριμων - ύστερων συνθετικών επιδιώξεών του, και αποτυπώνουν την εξέλιξη της ρομαντικής γραφής του 19ο αιώνα. Η λυρική έκφραση, οι ρητορικές αλλά δεξιοτεχνικές καλοδουλεμένες φράσεις και η χρήση παραδοσιακών μουσικών στοιχείων δεν λείπει αλλά παράλληλα, έχουμε την αίσθηση ότι ο ρομαντισμός τους είναι αυτοσκοπός. Ο Ρόμπερτ Σούμαν επισημαίνει σε μια αναλυτική παρουσίαση των συνθέσεων του Σούμπερτ για πιάνο, την τάση απομόνωσης, που γίνεται ιδιαιτέρα αισθητή μετά το 1824 ενόψει του επερχόμενου θανάτου του, τάση που εντοπίζεται και στον τρόπο ανάπτυξης του μορφολογικού πλαισίου της σονάτας έργο 120 ή στην τήρηση ορισμένων ηχητικών γραμμών στην καθιερωμένη φόρμα της.
Για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827)
Το έργο του Μπετόβεν ταξινομείται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από τις πρώτες δημιουργίες του μέχρι το 1802. Η εποχή αυτή τον οδηγεί στο «προσωπικό ύφος». Η δεύτερη, ως το1816, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι χάρη στα μεγάλα συνθέματά του ο Μπετόβεν είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος συνθέτης. Η τελευταία περίοδος διακρίνεται από την παρουσία του προσωπικού ρομαντικού στοιχείου στις συνθέσεις του και την έντονα φιλοσοφική ενατένιση.
Από το 1802 αντιμετωπίζει αλλά και αποδέχεται τον τρόμο της απώλειας ακοής. Αγωνιστικότητα και βούληση τον χαρακτηρίζουν.
Στη "Διαθήκη του Χάιλιγκενστάτ" γράφει: "Ώ άνθρωποι, που με θεωρείτε και με κρίνετε μοχθηρό και μισάνθρωπο, πόσο με αδικείτε. Η καρδιά μου από τότε που ήμουν έφηβος ήταν δοσμένη στη λαχτάρα για το Καλό. Αισθανόμουν έτοιμος να πραγματοποιήσω μεγάλα πράγματα. Σκεφθείτε όμως ότι εδώ και έξι χρόνια με έχει χτυπήσει ανεπανόρθωτη συμφορά. Είχα αποφασίσει να δώσω ένα τέλος. Μονάχα η τέχνη με συγκράτησε. Μου είναι αδύνατο να εγκαταλείψω τον κόσμο πριν ολοκληρώσω όσα ήμουν προορισμένος να δώσω. Γνωρίζω καλά από τον αγαπημένο μου Πλάτωνα "ποια είναι η μοίρα που περιμένει τους αυτόχειρες στο μεταθανάτιο ταξίδι της ψυχής"…
Την περίοδο 1806 - 1808, ο Μπετόβεν αποδέχεται ότι θα συνθέτει πλέον υπό το καθεστώς της απόλυτης απώλειας της ακοής κι αυτό όλο και περισσότερο τον στενοχωρεί. Ολοκλήρωσε στα χρόνια αυτά την 4η, την 5η και την 6η Συμφωνία ( Ποιμενική ). Στην δεύτερη περίοδο του Μπετόβεν ανήκουν ακόμα τα τρία τελευταία κοντσέρτα για πιάνο, το μοναδικό κοντσέρτο για βιολί, πέντε κουαρτέτα εγχόρδων (7-11) και έξι σονάτες για πιάνο στις οποίες περιλαμβάνεται η σονάτα Waldstein και η Appasionata.
Το 1816 η συντριπτική απώλεια ακοής τον αναγκάζει να αποσυρθεί από κοινωνικές εκδηλώσεις και να κλειστεί με τραγικές επιπτώσεις στον εαυτό του. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από πνευματικό βάθος και δομή πιο αφηρημένη, πιο σύνθετη και συχνά δύσκολα κατανοήσιμη. Από το 1818 είναι εντελώς κωφός. Κατά την τρίτη δημιουργική περίοδο ολοκληρώνει την 9η Συμφωνία, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια τον Μάιο του 1824.
Ο Μπετόβεν συνθέτει με την εσωτερική ακοή και τον παλμό του αδιέξοδου συναισθήματος τα τελευταία έξι κουαρτέτα εγχόρδων, τις μεγαλοπρεπείς και δύσβατες τελευταίες έξι σονάτες για πιάνο με τις οποίες απαιτεί από τον μουσικό να παίζει ρόλο ψυχολόγου, ηθοποιού, φιλοσόφου. Σε κάθε περίπτωση, το ηρωικό πνεύμα με το οποίο αντιμετώπισε τις δοκιμασίες της πολύπαθης ζωής του και η βαθιά εσωτερικότητα του μουσικού – ανθρώπου δεν τον εγκατέλειψαν ούτε τα χρόνια της απόλυτης σιωπής, έργο των οποίων είναι η προτελευταία του σονάτα, η τριακοστή πρώτη, σε λα ύφεση μείζονα, έργο 110 η οποία στο αυτόγραφο φέρει ημερομηνία ολοκλήρωσης 25 Δεκεμβρίου 1821.
Ο Μπετόβεν είναι ο συνθέτης που απογείωσε την κλασική εποχή και προδιέγραψε τον ρομαντισμό. Ο Γιοχάνες Μπραμς έγραψε ότι συνέθετε πάντα κάτω από την συντριπτική σκιά του Μπετόβεν ακούγοντας πίσω του τα βαριά βήματα ενός Γίγαντα.
Για τον Σεζάρ Φρανκ (1822-1890)
O δάσκαλος του Κλωντ Ντεμπυσσύ ήταν συνθέτης, δάσκαλος πιάνου και σύνθεσης, οργανίστας, που εργάστηκε στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του. Γεννήθηκε στη Λιέγη. Σε αυτή την πόλη έδωσε τις πρώτες συναυλίες στα δώδεκά του χρόνια. Κέρδισε από νωρίς φήμη ως τρομερός αυτοσχεδιαστής. Το 1858 έγινε οργανίστας στη Sainte-Clotilde, μια θέση που διατήρησε για το υπόλοιπο της ζωής του. Δίδαξε στο Ωδείο του Παρισιού από το 1872. Ο Franck έγραψε πολλά έργα που θεωρούνται πρότυπα κλασικού ρεπερτορίου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται έργα συμφωνικά, μουσική δωματίου, πανέμροφα τραγούδια και έργα για πληκτροφόρα. Η περίοδος από το 1874 μέχρι το θάνατό του είναι έντονα δημιουργική: ορατόρια, έργα για πιάνο, κουαρτέτα εγχόρδων, σονάτες για βιολί, μουσική μπαλέτου, συμφωνικά και εντυπωσιακές μεγάλες φόρμες, παραλλαγές, διάφορα κομμάτια για εκκλησιαστικό όργανο.
Το 1885 τιμήθηκε με το βραβείο της Λεγεώνος της Τιμής, και το 1886 έγινε πρόεδρος της Société Nationale de Musique. Έργο αυτής της εποχής είναι το άκρως δεξιοτεχνικό, πολυσχιδές Πρελούδιο Χορικό και Φούγκα το οποίο ο πιανίστας Άρτουρ Σνάμπελ χαρακτήριζε ως αντίστοιχο του μεγαλείου της σονάτας του Λιστ για πιάνο, αποδίδοντας το γεγονός ότι το έργο αυτό παρέμενε υπό σκιάν, στην ανάγκη των πιανιστών να ικανοποιούν τους ακροατές τους παίζοντας διαρκώς τα ήδη καθιερωμένα έργα.
Στις αρχές Μαΐου 1890 μια πλευρίτιδα οδήγησε τον Φρανκ στη διάγνωση εμφυσήματος στον πνεύμονα. Δεν κατάφερε να επιστρέψει έκτοτε στην αγαπημένη του γωνιά, στο Όργανο της Sainte-Clotilde όπου έπαιζε τα συγκλονιστικά Χορικά και αυτοσχεδίαζε εντυπωσιακά.
Η επιρροή του συνέβαλε σε τρεις τομείς: στη μουσική δωματίου ήταν ο μεταρρυθμιστής, με την εισαγωγή της αρχής της κυκλικής μορφής. Βασιζόταν στη διαρκή αναβίωση παλαιότερα αναλυμένων μουσικών θεμάτων και ιδεών, που οδηγούσαν σε πληθωρικές παραλλαγές μέχρι την οριστική τους κατάληξη στα εντυπωσιακά φινάλε των έργων. Η συνοχή των συνθέσεών του έμεινε υποδειγματική. Τέλος, η απόλυτη ειλικρίνεια και η βαθιά ανθρωπιά που χαρακτήριζε τον διακριτικό αυτόν άνθρωπο με τις εκλεπτυσμένες εμπνεύσεις εμπότισε τη γενιά του Debussy και του Ravel, που τον θεωρούσαν αξεπέραστο, παρότι η αισθητική τους άποψη για τη σύνθεση ασφαλώς σε ελάχιστα ομοιάζει με τη δική του.
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας