Pia Raug
Δημιουργία και εκτέλεση = βασική και εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα
Η σχέση μεταξύ της δημιουργίας της μουσικής και της εκτέλεσής της έχει συγκριθεί αρκετές φορές με τη σχέση μεταξύ Βασικής Επιστημονικής έρευνας και εφαρμοσμένης Επιστημονικής έρευνας. Στις μέρες μας όπου οι απαιτήσεις των δυνάμεων της αγοράς και μόνο μοιάζουν να είναι τα μοναδικά εν ισχύ επιχειρήματα που χρειάζονται για να κάνουν τον κόσμο να κινείται, η κοινωνία, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, δεν διαθέτει το θάρρος να υποστηρίξει και να κατανοήσει την ανάγκη του να ευνοήσει αυτό που ακόμα δεν έχει διαφανεί, ή ακουστεί ή επινοηθεί.
Αυτό ισχύει τόσο για την επιστήμη όσο και για την τέχνη. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα –τουλάχιστον αυτά που λειτουργούν στο δυτικό ημισφαίριο, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω– βλέπουν ένα αυξανόμενο και πολύ μεγάλο τμήμα της δημόσιας χρηματοδότησης που προορίζεται για την επιστήμη να χορηγείται στις εφαρμοσμένες επιστήμες. Θα έλεγε κανείς ότι το «πορτοφόλι» της κοινωνίας ανοίγει πολύ ευκολότερα και περισσότερο όταν υπάρχει μία άμεση, ορατή και προσοδοφόρα σχέση με το “Research to Retail” (Έρευνα για τη Λιανική Αγορά).
Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο γεννάται μια σπουδαία μουσική δημιουργία ή ένα σπουδαίο έργο τέχνης, ή μια σημαντική επινόηση. Χρειάζεται θάρρος ώστε μία κοινωνία να τολμήσει το άγνωστο, και συνάμα χρειάζεται πνεύμα και ψυχή για να δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Χρειάζεται, όμως, και προθυμία να βιώσει μια πιθανή αποτυχία. Τόσο στην καλλιτεχνική δημιουργία όσο και στη βασική έρευνα δεν θα υπάρξουν ποτέ εγγυήσεις για κερδοφόρα αποτελέσματα. Και ούτε πρέπει να υπάρχουν. Είναι ευκολότερο να δώσει κάνεις κάποιου είδους εγγυήσεις για «αποτελέσματα» στην εκτέλεση/ερμηνεία της τέχνης από ότι στις εφαρμοσμένες επιστήμες. Και οι συνέπειες αντιμετωπίζονται εύκολα: Αν πετύχεις, επιβιώνεις. Αν «αποτύχεις», δεν πρόκειται να πάρεις επιχορήγηση ή άλλες επιδοτήσεις την επόμενη φορά.
Στη Δανία έχουμε δει τους προϋπολογισμούς για την παιδεία –και ιδιαίτερα για την τέχνη και βεβαίως για τη μουσική-- να συρρικνώνονται δραματικά τα τελευταία χρόνια. Ναι –για δεκαετίες, λόγω εύλογου πλούτου, γίναμε «κακομαθημένοι» και προνομιούχοι, οπότε ποιοι είμαστε εμείς για να παραπονιόμαστε; Όμως, σε συνδυασμό με την επιρροή που η βιομηχανία των υποκινούμενων από την εμπορική ψυχαγωγία ΜΜΕ ασκεί στη νεολαία και στη γνώμη που αυτή έχει για τον εαυτό της, καθώς και στα όνειρά της, αυτή είναι μία αδιαμφισβήτητη καταστροφή για το μέλλον της μουσικής. Στη Δανία αναφέρεται ότι για ολόκληρες ομάδες κλασσικών μουσικών οργάνων δεν υπάρχουν πλέον αρκετοί σπουδαστές που να διασφαλίζουν το μέλλον της συμφωνικής μουσικής.
Κατά κάποιο τρόπο φαίνεται ότι είναι ευκολότερο για τις κοινωνίες και τους πολίτες τους να συλλάβουν το γεγονός ότι η εφαρμοσμένη επιστήμη πρέπει να χρηματοδοτείται, ενώ για την εκτέλεση της μουσικής απαιτούνται αίθουσες συναυλιών, ορχήστρες, διευθυντές ορχήστρας και έμπειροι, σπουδαγμένοι μουσικοί. Αν και ακόμη κι αυτό αμφισβητείται, με νουθεσίες για αποτελεσματικότητα, για ορατά «αποτελέσματα» και για τεκμηριωμένη σχέση χρηματοδότησης/κερδοφορίας. Τι σημασία έχει αν οι τηλεοπτικοί σταθμοί απειλούν να καταργήσουν τις Συμφωνικές τους Ορχήστρες και τις μεγάλες μπάντες – ή αν το έχουν ήδη κάνει; Η μουσική υπάρχει παντού ούτως ή άλλως. Και μάλιστα δωρεάν! Οπότε γιατί να ασχολούμαστε; Γιατί να δαπανούμε χρήματα; Ακόμα κι αν ήθελε κανείς, θα ήταν αδύνατο να αποφύγει τη μουσική και να ζει στη σιωπή. Είναι όμως αυτό που εισβάλει στη ζωή μας μέσω των σούπερμαρκετ, των ανελκυστήρων, των τρένων, των αεροπλάνων και των τηλεφωνικών γραμμών όντως μουσική; Είναι αυτή η μουσική έκφραση για την οποία έχουμε –ο καθένας με το δικό του τρόπο και βάσει των δικών του ικανοτήτων– εκπαιδευτεί, παλέψει, πονέσει και πληρώσει ακριβά; Άραγε δεν είναι ένα απλό παραπέτασμα που στόχος του είναι και κοιμήσει τις αισθήσεις μας, να μας μετατρέψει σε απαθείς, μη σκεπτόμενους καταναλωτές, αντί σε ανοιχτόμυαλα και δεκτικά άτομα, πρόθυμα να συγκινηθούν τόσο από το οικείο όσο και από το προκλητικό και το άγνωστο;
Η σχέση και οι διαφορές των συνθηκών εργασίας μεταξύ του συνθέτη και των μουσικών.
Έμεινα εμβρόντητη όταν πρωτοδιαπίστωσα ότι μπορεί να υπάρχει μία λεπτοφυής - και ενίοτε πολύ έκδηλη έλλειψη εμπιστοσύνης - μεταξύ των δημιουργών και των εκτελεστών/ερμηνευτών της μουσικής. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Είναι άραγε φθόνος; Προσωπικά πάντοτε υπήρξα και τα δύο. Για 35 χρόνια ζω ερμηνεύοντας τα δικά μου τραγούδια, και έτσι δεν αισθάνομαι διχασμένη. Γνωρίζω πολύ καλά τις διαφορετικές προσεγγίσεις στη μαγεία της μουσικής έκφρασης που πρέπει να έχει η δημιουργία και η εκτέλεση. Αλλά γνωρίζω ακόμα περισσότερο το πόσο εξαρτάται η μία από την άλλη. Δεν μπορώ να κερδίζω το ψωμί μου, ούσα μουσικοσυνθέτης. Πολλοί λίγοι άνθρωποι ανά την υφήλιο κατορθώνουν να το πετύχουν αυτό. Χρειάζομαι την ιδιότητα τής ερμηνεύτριας ώστε να ακούγονται τα τραγούδια μου. Η ερμηνευτική πλευρά μου έχει χρηματοδοτήσει τη δυνατότητα και την ελευθερία μου να γράφω μουσική, καθώς και τις πολιτιστικές αλλά και πολιτικές μου περιπέτειες. Αλλά η ερμηνεύτρια που υπάρχει μέσα μου κατόρθωσε να εξασφαλίζει το βιοπορισμό χάρη στη «δημιουργό» που την προμηθεύει με πρωτότυπο υλικό το οποίο δικαιολογεί την επιθυμία του κοινού να εξακολουθεί να θέλει να την ακούει.
Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι είχα πολύ μεγαλύτερη δύναμη ως ερμηνεύτρια. ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΑΡΝΗΘΩ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΣΩ! Μπορούσα να φύγω ή να αρνηθώ να υπογράψω συμβόλαια αν οι όροι δεν ήταν σωστοί. Ως δημιουργός δεν είχα αυτήν την επιλογή. Όπως λένε και οι αγαπημένοι μου συνάδελφοι-συνθέτες κλασικής μουσικής, αστειευόμενοι: Κι αν κάναμε απεργία; Θα προξενούσε κανενός το ενδιαφέρον ένα σλόγκαν όπως το «ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ ΕΓΧΟΡΔΩΝ»; ΟΧΙ! Θα ξεκαρδιζόντουσαν όλοι στα γέλια.
Εδώ τίθεται το θέμα των Πνευματικών Δικαιωμάτων. Ως ερμηνεύτρια θα «ερμηνεύσω αν έχεις τα χρήματα – ή αν είσαι φίλος μου», αλλά ως συνθέτης μουσικής/τραγουδιών πρέπει να δουλέψω/να δημιουργήσω χωρίς καμία εγγύηση ότι η δουλειά μου θα ερμηνευτεί, θα ακουστεί ή θα αμοιφθεί. Ο μόνος τρόπος να λάβω ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ένα είδος αμοιβής για το χρόνο που αφιέρωσα και την προσπάθεια που κατέβαλλα ως δημιουργός είναι μέσω της ανταμοιβής από μια ορθή και αποτελεσματική συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων μου – αν υπάρχει οποιοσδήποτε από το κοινό που να θέλει να ακούσει τη δουλειά μου. Ως ερμηνεύτρια, στο ελεύθερο επάγγελμα, βασίζομαι μόνο στις δικές μου ικανότητες και μπορώ να θέσω τους δικούς μου όρους. Ως δημιουργός, βασίζομαι αναγκαστικά στη διεθνή και εθνική νομοθεσία και συμβάσεις, και απλώς ελπίζω ότι η μουσική μου θα έχει ζήτηση και ότι το συλλογικό σύστημα θα δουλέψει καλά για λογαριασμό μου, ώστε να κερδίσω κάποια χρήματα και να είμαι βέβαιη ότι οι στιχουργοί που χρησιμοποίησα θα αμοιφθούν και αυτοί για τις προσπάθειές τους.
«Ισχυρά Δικαιώματα» και «Αδύναμα δικαιώματα»
Για μένα ήταν πάντα πασιφανές το γεγονός ότι τα Πνευματικά Δικαιώματα των Δημιουργών –ηθικά και οικονομικά– είναι, από κάποιες απόψεις, πολύ πιο αδύναμα από τα δικαιώματα των εκτελεστών/ερμηνευτών, και συνεπώς πρέπει να τα προστατεύουμε καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια. Τουλάχιστον στη Δανία οι δημιουργοί δεν έχουν κάποια ισχυρή θέση την οποία να προασπίζει μια Συνδικαλιστική Ένωση. Δεν υπάρχει δυνατότητα επιδομάτων ανεργίας, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μετατραπεί η δημιουργία σε υπολογίσιμες ώρες. Ωστόσο, το ισχυρό στοιχείο που ενυπάρχει στα Πνευματικά Δικαιώματα των Δημιουργών συνίσταται στο διεθνές σύστημα αμοιβαιότητας που συμφωνήθηκε, εποπτεύεται και προστατεύεται από τη CISAC –την Παγκόσμια Συνομοσπονδία Ενώσεων Συγγραφέων και Συνθετών– που τηρεί τη Σύμβαση της Βέρνης και τη δέσμευση για «Εθνική Μεταχείριση» σύμφωνα με το όσα ορίζονται στο καταστατικό της CISAC –γεγονός που σημαίνει ότι η μουσική και η στιχουργία όλων των συνθετών και στιχουργών πρέπει να αντιμετωπίζεται σε μια ίση οικονομική βάση ανεξαρτήτου εθνικότητας, χρώματος, φύλου και δόγματος.
Η Σύμβαση της Ρώμης για την προστασία των δικαιωμάτων των εκτελεστών/ερμηνευτών δεν είναι το ίδιο ισχυρή. Και αυτό κυρίως γιατί οι ΗΠΑ δεν την υπέγραψαν. Οι ΗΠΑ υπέγραψαν τη Σύμβαση της Βέρνης. Η μη υπογραφή της Σύμβασης της Ρώμης από την Αμερική δημιουργεί μεγάλα προβλήματα για τους καλλιτέχνες που ηχογραφούν τόσο στις ΗΠΑ όσο και για τους καλλιτέχνες από ολόκληρο τον κόσμο.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες –όπως ο Καναδάς και η Γαλλία– οι δανοί πολιτικοί αρνήθηκαν να ορίσουν ένα υποχρεωτικό ποσοστό εθνικής μουσικής που θα εκπέμπεται από την εθνική ραδιοτηλεόραση. Από την άλλη πλευρά όμως επέτρεψαν στο εθνικό δανέζικο Ραδιοτηλεοπτικό Δίκτυο να εφαρμόζει ένα ανεπίσημο σύστημα ποσοστόσεων για τη χρηματική αμοιβή των μουσικών. Έχουν ένα μηνιαίο προϋπολογισμό (που είναι πάντα πολύ μικρός!) και κάποια στιγμή στη διάρκεια του μήνα το ποσό αυτό θα έχει δαπανηθεί, και έτσι τον υπόλοιπο μήνα θα παίζεται μόνο μουσική που έχει ηχογραφηθεί στις ΗΠΑ – γιατί έτσι δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής αμοιβών σε μουσικούς! Θα πρέπει να πληρώσουν τους συνθέτες λόγω της Σύμβασης της Βέρνης, αλλά μπορούν να αποφύγουν να πληρώσουν τους μουσικούς αφού οι ΗΠΑ δεν υπέγραψαν τη Σύμβαση της Ρώμης. Και η μουσική που έχει ηχογραφηθεί σε χώρες που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Ρώμης συνεπάγεται κόστος λόγω αμοιβής των μουσικών, ενώ η μουσική που έχει ηχογραφηθεί στις ΗΠΑ είναι οικονομικότερη λόγω αυτής της κατάστασης.
Η διαφορά μεταξύ Πνευματικών Δικαιωμάτων των Δημιουργών και Δικαιώματος αναπαραγωγής (copyright)
Τα Πνευματικά Δικαιώματα των Δημιουργών είναι μία Ευρωπαϊκή έννοια 200 ετών. Στη σημασιολογία αναφέρεται ότι το δικαίωμα ανήκει στο συγγραφέα/συνθέτη - δημιουργό. Το δικαίωμα αναπαραγωγής (Copyright) είναι μία αγγλο-αμερικανική επιχειρηματική έννοια. Πρόκειται για ένα βιομηχανικό δικαίωμα και πολύ συχνά ο αρχικός δημιουργός έχει στερηθεί κάθε είδους δικαιώματος. Το τελευταίο δεν μπορεί να συμβεί στην Ευρώπη μέσω του συλλογικού συστήματος των Ενώσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο δημιουργός σύμφωνα με τα Πνευματικά Δικαιώματα των Δημιουργών στην Ευρώπη προστατεύεται ως ένα βαθμό από τον ίδιο του τον εαυτό. Με το σύστημα των δικαιωμάτων αναπαραγωγής (copyright), τα δικαιώματα μπορεί να αγορασθούν και να πωληθούν, να κλαπούν από τον δημιουργό ή να αποκτηθούν μέσω εξαπάτησης του τελευταίου ο οποίος δεν θα έχει την οικονομική δύναμη να τα επανακτήσει. Αυτό, οφείλω να ομολογήσω, είναι για την επιχείρηση των copyright μία κατάσταση του «έχω το πάνω χέρι». Έχει μετατραπεί σε ένα βιομηχανικό δικαίωμα που δίνει στον «κάτοχο» απεριόριστο έλεγχο. Δεν είναι διόλου παράξενο το ότι τα ίδια αυτά εταιρικά επιχειρηματικά συμφέροντα επιθυμούν να έχουν τον ίδιο απεριόριστο έλεγχο στην ευρωπαϊκή αγορά –και συνεπώς δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια για την άσκηση πίεσης (lobbying) στις ευρωπαϊκές αρμόδιες αρχές.
«Η ισχύς εν τη ενώσει» - για να παράγουμε μουσική χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.
Είναι σημαντικό να δεχτούμε την πρόκληση να επικοινωνήσουμε για τα κρίσιμα αυτά θέματα. Είναι απολύτως αναγκαίο να έρθουμε ή να επανέλθουμε σε μία αμοιβαία συμφωνία για τις διαφορετικές συνθήκες εργασίας και τις ανάγκες μας. Να χτίσουμε γέφυρες εμπιστοσύνης και κατανόησης. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην εμπορική κατάσταση που κυριαρχεί στον κόσμο να μπει ανάμεσά μας. Δεν αληθεύει το γεγονός ότι τα Πνευματικά Δικαιώματα των Δημιουργών είναι ο ένοχος για το οικονομικό κακό στον κόσμο της μουσικής. Δεν αληθεύει το ότι τα Πνευματικά Δικαιώματα των Δημιουργών είναι το ένα και μοναδικό εμπόδιο για την ελεύθερη ροή των πληροφοριών στο ψηφιακό κόσμο. Δεν είναι αλήθεια ότι οι συνθέτες και οι μουσικοί είναι αντίπαλοι –για να μην πούμε εχθροί. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε μια κατάσταση όπου «ο ένας βγάζει το μάτι του αλλουνού». Είναι πεπρωμένο να είμαστε μαζί, -ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον. Που θα ήταν σήμερα η μουσική χωρίς όλους εμάς; Ποιος θα είναι ο προορισμός της αν δεν ενώσουμε τις δυνάμεις μας ώστε να υπερασπίσουμε την αγαπημένη μας μουσική, την πραγματική μουσική στον κόσμο; Θα ήμασταν μοιρασμένοι, και υπό τον έλεγχο των πολυεθνικών του κόσμου, όχι για χάρη της μουσικής αλλά του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας των μετόχων.
Ας παλέψουμε λοιπόν για τα αμοιβαία μας δικαιώματα, ακόμα κι όταν αυτά διαφέρουν. Χωρίς τη μουσική δημιουργία και εκτέλεση, ο κόσμος αυτός θα ήταν τόσο παγερός, σκληρός και μοναχικός όσο φαίνεται να είναι μερικές φορές.
Pia Raug
συνθέτρια- στιχουργός- ερμηνεύτρια
πρώην Προέδρος
του Παγκόσμιου Συμβουλίου
Συνθετών, Στιχουργών- CIAM