Bendik Hofseth
"Σύγχρονες προκλήσεις και ευκαιρίες για τους Ευρωπαίους Δημιουργούς μέσα στην ψηφιακή οικονομία"
Ποίος μεσάζοντας θα αποδειχθεί ο πιο έμπιστος συνεργάτης των δημιουργών στην ψηφιακή εποχή; Ποίος θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του κοινού; Οι δισκογραφικές εταιρίες; Οι εκδότες; Τα «Creative Commons» (εναλλακτική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων που επιτρέπει την αναπαραγωγή στο διαδίκτυο υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις) ή άλλα καθεστώτα εναλλακτικών δικαιωμάτων; Κάποιος νέος μεσάζοντας που δεν έχει εμφανιστεί ακόμα; Κατά την άποψή μου, η απάντηση είναι απλή: οι Ενώσεις Δημιουργών, γνωστές και ως Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης ή Εταιρείες Πνευματικών Δικαιωμάτων.
Πιστέυω στις ενώσεις μας, στις πολιτικές και στις δράσεις τους. Τους εμπιστεύτηκα τα πνευματικά μου δικαιώματα στον πραγματικό, εκτός «δικτύου» κόσμο και δε σκοπεύω να τα εγκαταλείψω τώρα, αλλά να τα εμπιστευτώ και πάλι στον επιγραμμικό κόσμο (online).
Γιατί πιστεύω πως εδώ θα έχω την ευκαιρία να βρω και την ανταμοιβή και την προστασία που χρειάζομαι στην ψηφιακή αγορά.
Τελευταία, οι εταιρείες Δημιουργών έχουν βρεθεί στο στόχαστρο και διερευνούνται από εκπρόσωπους του κλάδου αλλά και κυβερνήσεων στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε ορισμένα σημεία, η κριτική βρίσκει πεδίο: οι ενώσεις Δημιουργών θα μπορούσαν να λειτουργούν με μεγαλύτερη διαφάνεια, να τελούν ταχύτερα διανομές δικαιωμάτων, να αναβαθμίζουν τις αμοιβαίες συμφωνίες μας και να μας εκπροσωπούν περισσότερο. ‘Όπως και με τις περισσότερες επιχειρήσεις, υπάρχει σαφώς περιθώριο βελτίωσης κι εμείς, ως δημιουργοί, μέλη και ιδρυτές των ενώσεών μας, οφείλουμε να ασκήσουμε πίεση στους διαχειριστές των εταιρειών μας έτσι ώστε να προβούν στις απαραίτητες αλλαγές.
Όσον αφορά στην υπόθεση πάνω στην οποία βασίζεται η κριτική, αυτή είναι λανθασμένη. Οι ενώσεις Δημιουργών δεν ευθύνονται για την αργή ανάπτυξη της ψηφιακής αγοράς για τη μουσική. Αυτές ήταν ανέκαθεν διατεθειμένες να χορηγήσουν άδειες για διαδικτυακές υπηρεσίες. Οι δισκογραφικές εταιρίες, και ιδιαίτερα οι μεγάλες δισκογραφικές, είναι εκείνες που δημιουργούν το πρόβλημα επειδή θέτουν περιορισμούς στις άδειες και στη μεταφορά πνευματικών δικαιωμάτων. Η άποψη των δημιουργών είναι ότι όπου οι ενώσεις δημιουργών διευκολύνουν την χρήση και την αξιοποίηση της μουσικής μας, οι πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρίες, για κάποιον παράλογο λόγο, δεν επιτρέπουν να συμβεί το ίδιο και στον επιγραμμικό κόσμο (Online).
Διάφορα τμήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Η Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς, η Γ.Δ. Ανταγωνισμού, η Γ.Δ. της Κοινωνίας των Πληροφοριών και φυσικά η Γ.Δ. Πολιτισμού και Εκπαίδευσης) έχουν επέμβει στους πυλώνες των εταιρειών μας. Φημολογείται μάλιστα πως ετοιμάζουν μία νέα σειρά επιθέσεων που θα ξεκινήσει μέσα στους επόμενους μήνες. Αποκαλούν τις ενώσεις μας μονοπώλια και ζητούν μεγαλύτερο βαθμό υιοθέτησης της ανταγωνιστικότητας σε μία ενιαία αγορά. Εγώ, από την άλλη, πιστεύω πως οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες είναι εκείνες που δρουν μονοπωλιακά και που ενδιαφέρονται μόνο να προκαλέσουν έναν «αγώνα προς το τίποτα» όσον αφορά στην καταβολή δικαιωμάτων εκμετάλλευσης και χρήσης (royalties) στους δημιουργούς,. Κατά την άποψή μου, οι ενώσεις μας είναι κοινοπραξίες και μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις που διαχειρίζονται τα πνευματικά μας δικαιώματα διεθνώς, με πρακτικό τρόπο, και προσφέρουν στα μέλη τους βαθύτερη κατανόηση του χώρου, καθώς και τα απαραίτητα δημοκρατικά δικαιώματα.
Είναι λοιπόν καιρός να θέσουμε το εξής απλό ερώτημα: Ποίος ο λόγος να ρυθμίσουμε μία αγορά που δεν έχει ωριμάσει; Οι τεχνολογίες δεν έχουν καθιερωθεί ακόμα, αναπτύσσονται νέες υπηρεσίες, εμφανίζονται διαρκώς νέα επιχειρησιακά μοντέλα, και δεν γράφονται, προς το παρόν, νέα μουσικά έργα ειδικά για το διαδίκτυο (όσα βρίσκονται εκεί είναι, κατά πλειοψηφία, τα απομεινάρια και τα ψίχουλα της δισκογραφίας). Όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά μίας αγοράς που διαμορφώνεται οργανικά, όπου οι δημιουργοί, οι βιομηχανίες του κλάδου και οι καταναλωτές συμμετέχουν εξίσου στη διαμόρφωση μίας μελλοντικής αγοράς, μέσω των λύσεων που προτείνουν και του τρόπου που ανταποκρίνονται σε αυτές.
Όταν οι σχεδιαστές πολιτικής βάζουν το δάχτυλο στη σκανδάλη χωρίς να γνωρίζουν με τί ακριβώς έχουν να κάνουν, υπάρχει κίνδυνος να αστοχήσουν και να πετύχουν με τα βόλια τους τον ανυποψίαστο πιανίστα. Είναι κάπως σα να γράφουν οι ιστορικοί την ιστορία του μέλλοντος, σα να λέει ο γκαλερίστας στον καλλιτέχνη τί να ζωγραφίσει. Μία τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντιεπαγγελματική.
Ελπίζω πως, ως συνάδελφοι δημιουργοί, μοιράζεστε την άποψή μου πως οι εταιρείες διαχείρισης δικαιωμάτων των Δημιουργών, ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι χρήσιμες και κερδοφόρες. Είμαι απολύτως αποφασισμένος να αγωνισθώ για ένα καλύτερο μέλλον για τις μικρότερες εταιρείες, εκ μέρους όλων των Δημιουργών και των εκδοτών. Η ύπαρξη εταιρείας διαχείρισης δικαιωμάτων των Δημιουργών σε κάθε τομέα ωφελεί και τους δημιουργούς και την πολιτιστική ποικιλομορφία εφόσον ενισχύουν την αντίληψη του κοινού σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα, παρακολουθούν και αξιοποιούν αποτελεσματικά τις αγορές και παρέχουν ευκαιρίες σε νέα ταλέντα, για νέα ρεπερτόρια και για τη δημιουργία εξειδικευμένων αγορών (niche).
Από μία περιορισμένη οπτική γωνία, το να υπάρχουν πολλαπλές εταιρείες διαχείρισης που να λειτουργούν από διαφορετικά back-office, και να προσφέρουν διαφορετικές υπηρεσίες στους δικαιούχους τους, μοιάζει πιο δαπανηρό. Από την άλλη πλευρά, όμως, η διατήρηση των μικρών και μεσαίων εταιρειών διαχείρισης αποφέρει μεγαλύτερο εισόδημα και εγγυάται την τοπική διανομή. Εξάλλου, τα μέλη είναι εκείνα που πληρώνουν πρόθυμα τις υπηρεσίες αυτές και όχι το ευρύ κοινό.
Η μεγαλύτερη όμως απειλή δεν προέρχεται από τους πολιτικούς στις Βρυξέλλες αλλά από τις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης. Λόγω της πολιτικής αναταραχής, δεν υπάρχει πια αλληλεγγύη μεταξύ τους. Δεν ένωσαν τις δυνάμεις τους, δεν αγωνίστηκαν μαζί. Οι ικανότητές τους να προσαρμοστούν στις αλλαγές που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφέρουν σημαντικά και αυτό έχει οδηγήσει σε καχυποψία, μυστικοπάθεια και μία στροφή προς εθνικές ατζέντες. Ανακοινώνονται διαρκώς νέες συμμαχίες back-office και χορηγήσεις αδειών (licencing) και συζητιούνται τεράστιες επενδύσεις με τα χρήματά μας.
Είναι σίγουρο πως όλα αυτά δεν γίνονται πάντα με γνώμονα το συμφέρον των δικαιούχων ολόκληρης της Ευρώπης και πως αποτελούν κάλεσμα για αφύπνιση και μεγάλη πρόκληση για εμάς, τους δικαιούχους. Είναι καιρός να σταματήσουμε όλοι, συνθέτες και εκδότες, να κρυβόμαστε πίσω από διοικητικές επιτροπές, να κάνουμε τη φωνή μας να ακουστεί και να βεβαιωθούμε πως δεν θα θυσιαστούν οι εταιρείες διαχείρισης των δικαιωμάτων μας στο βωμό κάποιου παράλογου παιχνιδιού ισχύος μεταξύ φορέων που υποτίθεται πως μεριμνούν για εμάς.
Οι διαφορές μεταξύ των Ευρωπαϊκών ενώσεων διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων είναι γνωστές εδώ και καιρό στους λίγους που είχαν την κατάλληλη πληροφόρηση. Διαφέρουν ως προς το μέγεθος, τη δομή τους, τους εσωτερικούς κανονισμούς τους. Είναι εθνικές οντότητες με διαφορετικά νομικά πλαίσια, που λειτουργούν σε διαφορετικές αγορές. Διαφέρει ο πολιτιστικός τους ρόλος στην αντίστοιχη κοινωνία στην οποία δρουν, όπως επίσης και οι σχέσεις τους με τις εθνικές και τοπικές ενώσεις συνθετών.
Ως δημιουργός, πιστεύω πως οι τοπικές εταιρείες διαχείρισης πρέπει να έχουν μία σχετική αυτονομία, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της περιφέρειας που καλύπτουν. Στην Πολωνία, την Αυστρία και τη Νορβηγία οι εγχώριες αγορές, που φτάνουν το 20%, κατακλύζονται από ξένα ρεπερτόρια. Χρειάζονται, λοιπόν, εταιρείες που να παρέχουν πολιτιστικές υπηρεσίες στα μέλη τους, βοηθώντας τα να χρηματοδοτούν συναυλίες, ηχογραφήσεις, κλπ. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, οι εγχώριες αγορές είναι πολύ ισχυρές (ως και 70%) ενώ συμπληρώνονται με την εξαγωγική αγορά τους. Αυτές οι χώρες έχουν ανάγκη μια διαφορετική εταιρεία διαχείρισης που να λειτουργεί περισσότερο βάσει εξατομικευμένων διανομών. Αν ήταν όλες οι αγορές ίδιες, θα είχαμε αύριο κιόλας ενιαία αγορά. Όπως έχουν τα πράγματα, όμως, οι ρυθμίσεις σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να γίνουν με μεγάλη προσοχή ώστε να μην διαταραχθούν τα υπάρχοντα πολιτιστικά οικο-συστήματα.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες, μη οικονομικού χαρακτήρα, που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη όσον αφορά στις εταιρείες διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων των Δημιουργών: θέματα τοπικής και εθνικής μουσικής ταυτότητας, θέματα σχετικά με τις τριτοκοσμικές οικονομίες και τις προοπτικές τους, καθαρά πολιτιστικές πλευρές της υφιστάμενης αλλά και της μελλοντικής μουσικής παραγωγής, την πολιτιστική ποικιλομορφία, κλπ. Αν πρόκειται να αξιολογήσουμε το σύνολο των παροχών των εταιρειών διαχείρισης, μας χρειάζεται μια ευρύτερη δημοκρατική διαδικασία από αυτήν που έχουμε δει ως τώρα. Κατά την άποψή μου, προκειμένου να αποφευχθούν καταστάσεις όπως η σημερινή, όπου βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι μέσα σε μία διαδικασία Συστάσεων και Ενστάσεων, πρέπει να γίνει διάλογος με όλες τις συναφείς Γενικές Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τους νομικούς φορείς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τους εθνικούς πολιτικούς φορείς. Γιατί άλλωστε να μην καλωσορίσουμε κάποια Ευρωπαϊκή Οδηγία; Είναι γνωστό πως υπάρχει ισχυρή πολιτική υποστήριξη για την υπόθεσή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσουμε την ορμή που είχαμε μετά τις περσινές μας προσπάθειές με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις επιτροπές της και το Κοινοβούλιο, έτσι ώστε να βεβαιωθούμε πως θα ακουστεί η φωνή μας στην συνεχιζόμενη πολιτική μάχη για το μέλλον των πνευματικών δικαιωμάτων. Πρέπει να είμαστε πάντοτε ενήμεροι, να ασκούμε πίεση, να επικοινωνούμε ξεκάθαρα. Και πρέπει να φανούμε δημιουργικοί και επινοητικοί.
Θέλω να σας μιλήσω για ένα πιλοτικό πρόγραμμα στην αγορά της Ισλανδίας, στο οποίο συμμετέχει η μικρή Ισλανδική Εταιρεία Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων των Δημιουργών, η STEF. Συνεργάζονται με τους προμηθευτές υπηρεσιών διαδικτύου της Ισλανδίας ώστε να προσφέρουν στους καταναλωτές την δυνατότητα πρόσβασης σε κατοχυρωμένο υλικό στο διαδίκτυο με πάγιο μηνιαίο κόστος. Το μοντέλο αυτό είναι παρόμοιο με το παραδοσιακό σύστημα αμοιβής των δικαιούχων για χρήση των μουσικών τους έργων στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, κατόπιν χορήγησης αδείας από την εταιρεία. Οι προϋποθέσεις για ένα θετικό αποτέλεσμα είναι η θετική στάση από πλευράς των μεγάλων προμηθευτών υπηρεσιών διαδικτύου και των δικαιούχων, η ύπαρξη κοινής αντίληψης από πλευράς του κοινού, η υποστήριξη από τις αρμόδιες αρχές και η θετική στάση των δικαιούχων των δικαιωμάτων.
Γιατί όμως να συμφωνήσουν οι προμηθευτές υπηρεσιών διαδικτύου με κάποια λύση για το παραπάνω πρόβλημα; Κατ’αρχήν, γιατί θα αρέσει στους πελάτες τους. Οι γονείς θα είναι λιγότερο ανήσυχοι σχετικά με το τί ακριβώς κάνουν τα παιδιά τους και τις πιθανές συνέπειες. Δεύτερον, είναι ηθικό τους καθήκον τους. Επίσης και οι προμηθευτές αλλά και οι πελάτες τους θέλουν να αποφύγουν προβλήματα όπως νομικές κυρώσεις και δυσφήμιση. Πάνω απ’όλα όμως, μία τέτοια λύση θα άνοιγε γι’αυτούς νέους επιχειρηματικούς διαύλους. Όπως έχουν τα πράγματα, πολλοί προμηθευτές υπηρεσιών διαδικτύου δυσκολεύονται να αποδείξουν στους επενδυτές τους την εγκυρότητα των επιχειρησιακών τους μοντέλων, ειδικά όταν μέχρι και το 80% του υλικού που αναμεταδίδεται παραβιάζει τους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Ίσως, λοιπόν, να μπορέσουν τελικά να συνεργαστούν οι δικαιούχοι με τους προμηθευτές υπηρεσιών διαδικτύου, αντί να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Βάσει προκαταρκτικών επαφών και συναντήσεων ανάμεσα σε προμηθευτές υπηρεσιών διαδικτύου και συναφείς ομάδες δικαιούχων, οι προοπτικές δείχνουν θετικές. Η πιο ελκυστική μορφή συνεργασίας – και για τις δύο πλευρές – φαίνεται πως είναι ένα γνώριμο εργαλείο: το σύστημα χορήγησης γενικής άδειας (blanket licencing) με εκτεταμένες συλλογικές συμβάσεις, κι όχι κάποια μορφή φορολόγησης. Σύστημα βασισμένο, και πάλι, στο μοντέλο αναμετάδοσης του παρελθόντος.
Θα υπάρξουν σίγουρα προκλήσεις στην πορεία προς την πραγμάτωση ενός τέτοιου έργου. Θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις του νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων και είναι απαραίτητη και η υποστήριξη όλων των κατηγοριών δικαιούχων. Οι συμβάσεις μεταξύ εταιρειών διαχείρισης και προμηθευτών υπηρεσιών διαδικτύου θα πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμένους περιορισμούς σχετικά με τη χρήση της μουσικής. Θα πρέπει επίσης να προσφέρεται στον καταναλωτή η δυνατότητα εθελοντικού αυτο-αποκλεισμού (opt-out).
Παρ’όλα αυτά, η πρωτοβουλία αυτή βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο κι αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία στις αρχές του επόμενου έτους. Η Ισλανδική αγορά είναι μικρή και συνεπώς ελέγχεται εύκολα. Είναι επίσης μοντέρνα και ανοιχτή σε ριζοσπαστικές ιδέες. Οι αντιλήψεις των πολιτικών, των νομοθετών και της μουσικής βιομηχανίας δεν παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις. Οι δημιουργοί της Ισλανδίας είναι ενθουσιασμένοι που γίνεται αυτή η δοκιμή, όπως άλλωστε είναι και οι δισκογραφικές εταιρίες, οι εκδότες, οι ερμηνευτές, οι πολιτικοί, οι νομοθέτες και οι προμηθευτές υπηρεσιών διαδικτύου. Θέλω να υπογραμμίσω πως δεν πρόκειται για πρωτοβουλία του CISAC ή του CIAM, αλλά για κάτι που παρακολουθούμε με μεγάλη προσοχή, παραμένοντας ανοιχτοί σε νέα επιχειρησιακά μοντέλα.
Παρά τους κινδύνους που πιθανόν διατρέχουμε και την αβεβαιότητα σχετικά με το πού ακριβώς κατευθυνόμαστε, προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τη βιομηχανία της δημιουργίας στην ψηφιακή εποχή με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να είναι όλοι κερδισμένοι: δημιουργοί, ερμηνευτές, μεσάζοντες και καταναλωτές.
Bendik Hofseth
συνθέτης- ερμηνευτής
νυν Πρόεδρος
του Παγκόσμιου Συμβουλίου
Συνθετών, Στιχουργών- CIAM