“Να απαγορεύσουμε το χειροκρότημα!”
Προκλητικός και παραπλανητικός ο τίτλος.
Δεν αναλαμβάνω βέβαια καμία πρωτοβουλία εναντίον αυτής της εκδήλωσης …συμμετοχικής δημοκρατίας του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.
Πήρα αφορμή από ένα “ Μουσικολογώντας” του Νότη Μαυρουδή και αποφάσισα να γράψω για ένα θέμα που σκεφτόμουν αρκετό καιρό.
Πώς συμπεριφέρεται το κοινό ανά τους αιώνες και σε διάφορα είδη και στιλ μουσικής;
Ποια είναι η πρέπουσα συμπεριφορά και η έκφραση συναισθημάτων επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας σε μια συναυλία μουσικής;
Για διάφορους λόγους (προσωπικούς, χωροταξικούς του ΤΑΡ κ.α), θα προσεγγίσω μόνο τον χώρο της λεγόμενης κλασσικής μουσικής (με πολύ ευρεία έννοια). Άλλωστε τις συμπεριφορές του κοινού στα διάφορα μπουζουξίδικα, σκυλομάγαζα, γλέντια, πανηγύρια, ροκ, χέβυ μέταλ συναυλίες κοκ., φαντάζομαι ότι όλοι τις γνωρίζουμε.
Ο τίτλος είναι δάνειος, από τον γνωστό και μη εξαιρετέο-και διαβόητα εκκεντρικό και πνευματώδη- Γκλέν Γκούλντ. “Let’s Βan applause”. Έτσι τιτλοφορείται ένα άρθρο –σχόλιο, που δημοσίευσε το 1962 .
Πρόθεση μου δεν είναι να αναλύσω, ή να ερευνήσω, ή να εικάσω την προέλευση, το νόημα κλπ., του χειροκροτήματος. Αυτό είναι ένα πεδίο που ανήκει στην κοινωνιο-ψυχολογία και σε όσους αρέσκονται σε αυτές τις αναλύσεις και φυσικά αισθάνονται ότι είναι πλήρως εφοδιασμένοι για αυτές.
Εγώ θα παραθέσω κάποια γεγονότα, κάποιες ιστορίες, διδακτικές και διασκεδαστικές.
Βέβαια συμβάντα διασκεδαστικά, ενοχλητικά, εξοργιστικά κλπ., έχουν όλοι να διηγηθούν, όμως θα αναφερθώ σε συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν ολόκληρες εποχές και στιλ μουσικής.
Το “αποφασίσαμε και διατάσσουμε” του Αρτούρο Τοσκανίνι.
Στον μεγάλο μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι, του οποίου φέτος κλείνουν 50 χρόνια από τον θάνατο του, χρωστάμε μια από τις πιο σωστές και σοβαρές παρεμβάσεις στα διαδραματιζόμενα στις παραστάσεις της όπερας. Το ότι απαγόρευσε το χειροκρότημα μετά από διάφορες δημοφιλείς άριες, έτσι ώστε να μην διακόπτεται η συνοχή του έργου. Βέβαια αυτό δεν μπόρεσε να επιβληθεί, και έτσι μετά από σχεδόν κάθε Τόσκα που τραγουδά «έζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα» πριν σκοτώσει τον κακό Σκάρπια, ξεσπά ένα θυελλώδες χειροκρότημα, χάνοντας έτσι την πραγματικά μαγευτική γραφή του Πουτσίνι και την ανατριχιαστική συγχορδία-μοτίβο του Σκάρπια.
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν άπειρα. Ίσως να είναι και αυτός ένας λόγος που ο Βάγκνερ δημιούργησε την συνθετική του μέθοδο (εξαγγελτικά μοτίβα, ατελείωτη μελωδία, σχεδόν διαρκές ρετσιτατίβο, μη ύπαρξη καθαρής άριας κλπ), υπηρετώντας έτσι καθαρά το δραματικό στοιχείο του έργου.
Ο Βάγκνερ υπήρξε και θύμα μιας από τις πλέον διαβόητες αποδοκιμασίες στην ιστορία της μουσικής: Όταν ανέβηκε η όπερα Ταγχόυζερ στο Παρίσι, νεαροί σνόμπ δημιούργησαν χαώδη κατάσταση με φωνές, ροκάνες, σειρήνες κλπ.
Το ίδιο υπέστη και ο Στραβίνσκι, στο Παρίσι, 55 χρόνια αργότερα στην πρεμιέρα της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης.
Από το Παρίσι έχουμε και μια αναφορά του Μότσαρτ, σε γράμμα προς τον πατέρα του Λεοπόλδο, απ’ όπου αντλούμε κάποια στοιχεία για τα έθιμα της εποχής και του τόπου: «… ξεκίνησα με δυο βιολιά μόνο, πιάνο για οκτώ μέτρα, μετά φόρτε έτσι ώστε στο πιάνο το κοινό έκανε όπως το είχα φανταστεί «Σςςςςς!» και όταν άκουσαν το φόρτε άρχισαν μεμιάς να χειροκροτούν.» (Γράμμα του Αμαντέους στον Λεοπόλδο, Παρίσι 3 Ιουνίου 1778. Αναφέρεται στην συμφωνία αρ.31, Κ297, την γνωστή ως «του Παρισιού»).
Υπάρχουν καταγραφές και για την πρεμιέρα της 7ης συμφωνίας του Μπετόβεν, όπου αναφέρεται ότι στο κοινό άρεσε τόσο πολύ το δεύτερο μέρος (το περίφημο Allegreto), ώστε αυτό επαναλήφθηκε αμέσως δηλ. πριν από τα υπόλοιπα μέρη της συμφωνίας. Συμπεριφορές σαν αυτές είναι βεβαία απαράδεκτες στις μέρες μας.
Μια άλλη συνήθης πρακτική στα χρόνια από 1850 έως σχεδόν τον 2ο πόλεμο, ήταν να παίζεται συχνά η 9η του Μπετόβεν χωρίς το χορωδιακό φινάλε. Σε πολλές περιπτώσεις ακολούθησε αυτή την πρακτική και ο μεγάλος Μπρούνο Βάλτερ. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν ίσως σε πρακτικά ζητήματα (εύρεση διαθέσιμης χορωδίας ίσως), παρά σε οποιουδήποτε τύπου κριτική παρέμβαση.
Αυτές οι ενέργειες βεβαία του Βάλτερ, δεν τον εμπόδισαν να κατακεραυνώσει τον δικό μας Δημήτρη Μητρόπουλο, όταν ο τελευταίος διηύθυνε στα 1960 την 9η συμφωνία του Μάλερ στην Νέα Υόρκη με την Φιλαρμονική, και την χώρισε σε δυο μέρη: 1ο και 2ο στο πρώτο μέρος της συναυλίας, και 3ο-4ο στο δεύτερο. Ο λόγος αυτής της ενέργειας του Μητρόπουλου (όπως εξηγεί ο ίδιος σε γράμμα του στην Καίτη Κατσογιάννη), ήταν να γίνει αυτό το δύσκολο και πρωτοπαρουσιαζόμενο ακόμα τότε έργο, πιο εύπεπτο στο κοινό.
Η θρησκευτική μουσική και η μουσική σε θρησκευτικούς χώρους.
Με ιδιαίτερο τρόπο αντιμετωπίζονταν μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα κονσέρτα θρησκευτικής μουσικής σε χώρους θρησκευτικούς μα και αίθουσες συναυλιών, στην κεντρική Ευρώπη, κυρίως όμως στην Γερμανία.
Το κοινό δεν χειροκροτούσε ούτε κατά την είσοδο των καλλιτεχνών, ούτε μετά το τέλος των έργων.
Αυτό δημιουργούσε μια υπέροχη κατανυκτική ατμόσφαιρα, ιδανική για την ακρόαση και τον στοχασμό έργων όπως Πάθη του Μπαχ, Ρέκβιεμ και Λειτουργίες διαφορών συνθετών. Μιας και η παρακολούθηση τέτοιων συναυλιών είναι δύσκολη για εμάς, μα και γιατί πλέον έχουν επέλθει ήδη αλλαγές στη συμπεριφορά του κοινού, ένας τρόπος να βιώσουμε αυτή την εμπειρία είναι βλέποντας τέτοια κονσέρτα σε DVD. Έτσι θα δούμε το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ υπό την διεύθυνση του Μπέρνσταιν η του Σόλτι να καταλήγει όχι σε ένα χείμαρρο χειροκροτημάτων και κραυγών αλλά στην ηχώ των μεγάλων καθεδρικών και στις κωδωνοκρουσίες που ακούγονται από έξω, μέχρι την πλήρη σιωπή.
Μα και κοσμικά έργα που παίζονται σε εκκλησίες, τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης. Ο μεγάλος μαέστρος Γκύντερ Βάντ έλεγε, σε μια συνέντευξη του για την εκτέλεση της 9ης συμφωνίας του Μπρούκνερ σε ένα ναό στην Βαυαρία, όπου το κοινό μετά το τέλος αφού έμεινε σιωπηλό πολύ ώρα, απλά σηκώθηκε και αποχώρησε ήσυχα. Για να προσθέσει, ο γηραιός και ευγενής μαέστρος: «Είχαν καταλάβει.»
Αυτοί είχαν καταλάβει τι άκουσαν και πως έπρεπε να αντιδράσουν, σε αντίθεση με τους διάφορους «σοβαρούς-γνώστες» φιλόμουσους, που πριν ακόμα τελειώσει ο ήχος της Παθητικής ή του Χειμωνιάτικου Ταξιδιού ή της 9ης του Μάλερ ή της Σακόν του Μπαχ ή του Νοκτούρναλ του Μπρίτεν, έχουν ξεσπάσει σε ηχηρά «Μπράβο» αποδοκιμάζοντας έτσι, κατ’ ουσίαν, τους εκτελεστές.
Μια βροντώδης «αποδοκιμασία» αφού αυτοί (οι μουσικοί) απέτυχαν να μεταδώσουν την έκσταση και το πάθος μιας μουσικής που σε αφήνει ξέπνοο και ανήμπορο να αντιδράσεις δημαγωγικά.
Νέοι καιροί, νέα ήθη.
Κάθε τέλος Απριλίου-αρχές Μαΐου γίνονται στην Λειψία τα τελευταία χρόνια οι γιορτές Μπαχ (Bachfest Leipzig), στον Άγιο Θωμά.
Το 2006 σε μια συναυλία όπου παίχθηκε το 5ο Βραδεμβούργιο του Μπαχ, μόλις ο Ton Koopman τελείωσε την γνωστή καντέντσα του 1ου μέρους, το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα, μια αντίδραση ιδιωματική της τζαζ. Σίγουρα δεν ήταν ο ενθουσιασμός του κοινού για την εκτέλεση του Koopman που βεβαίως θα ήταν εξαιρετική. Ούτε το ότι οι τζαζίστες αισθάνονται μια συγγένεια με τις πρακτικές του Μπαχ. Ήταν ίσως μια κάποια αυθόρμητη, μεμονωμένη και ενοχλητική τελικά παρέμβαση που ελπίζω να μην βρει μιμητές.
Για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους καιρούς μας ως προς την μουσική (εμπορευματοποίηση, έλλειψη συναισθήματος κλπ.), όμως οι τρόποι των ακροατών απέναντι στα αριστουργήματα που ακούνε, έχουν παγιωθεί σε μια κατάσταση ευγένειας, δημιουργίας κατάλληλης ατμοσφαίρας και ησυχίας κοκ., έτσι ώστε νομίζω πως έχουμε πετύχει ένα σωστό «οδηγό καλής συμπεριφοράς» των συναυλιών.
Βέβαια ας ήταν να ακούγαμε κάτι καινούργιο αντίστοιχο -για παράδειγμα- της 7ης του Μπετόβεν, και ας ξεσπούσαμε σε άκαιρα χειροκροτήματα. Ίσως, ακόμα καλύτερα, να είχαμε μια εμπειρία αντίστοιχη της Ιεροτελεστίας (του Στραβίνσκι), να …πιαστούμε στα χέρια ώστε να εκτονωθούμε έτσι και λίγο…
Τάκης Ατσιδάκος
atsidakos@tar.gr
(Ιούνιος 2007)
Βιβλιογραφία:
1. The Glenn Gould Reader( ed. Tim Page) faber and faber
2.Γραμματα του Β.Α.Μότσαρτ, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
3.Δημήτρης Μητρόπουλος. Η αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη. Ίκαρος
DVD:
W.A.Mozart: Requiem. L.Bernstein DG
G.Solti DECCA