Ήταν μια ωραία βραδιά εκείνη της 8/5/07 στην αίθουσα Divina του Athenaeum και η χαρά της μουσικής απόλαυσης ήταν ζωγραφισμένη στο πολυπληθές ακροατήριο. Ομολογώ πως έχω καιρό να ζήσω ένα ρεσιτάλ δίχως άγχος γι αυτό που ακούω. Όχι πως οι ερμηνευτές των ρεσιτάλ παίζουν με άγχος και αβεβαιότητα, αντιθέτως, οι νέοι κιθαριστές (στην πλειοψηφία τους) παρουσιάζονται μελετημένοι και σίγουροι. Αλλού είναι το πρόβλημα. Το άγχος το δικό μας βγάζουμε μπροστά σε συνθέσεις που γνωρίζουμε εκ των προτέρων τις παγίδες και τις τεχνικές δυσκολίες που υπάρχουν. Είναι κάτι, σαν να συμπάσχουμε στο πρόγραμμα, στα κομμάτια και στην προσωπική δοκιμασία. Το «προσωπικό» που γίνεται «συλλογικό»… Η συναυλία στο Athenaeum μας χρησίμευσε να «θυμηθούμε» πως οι συναυλίες, οι παραστάσεις και τα ρεσιτάλ, θα πρέπει να ακούγονται χαλαρά και με ηρεμία από το κοινό. Όχι πως η ομάδα των τεσσάρων καλλιτεχνών (κιθάρα- φλάουτο- τσέλο-φωνή) είχε εύκολο έργο να εκτελέσει, απεναντίας, οι διασκευές του Σπύρου Μιχαήλ για τα τρία όργανα υπήρξαν τεχνικά απαιτητικές, γιατί προέρχονται από μουσικά ιδιώματα αρκετά μακριά από τις μουσικές «συνήθειες» της κλασικής κιθάρας από την οποία ο Μιχαήλ προέρχεται (υπήρξε μαθητής του Δημήτρη Φάμπα). Οι μουσικές που ακούστηκαν στη συναυλία αυτή ήταν από συνθέτες μιας διαφορετικής αντίληψης που έφτιαξε τον κορμό της, ως επί τω πλείστον από την τζαζ και την σόουλ, από τα σπιρίτσουαλς και τα γκόσπελς και τα κάντρυ, από τα μιούζικαλς (Broadway style) και τις σάμπες και μπόσα νόβα της Βραζιλίας. Τέλος, από την διαχρονική επεξεργασία ρυθμών, αρμονιών και στιλ, τεχνοτροπιών και- πάνω απ’ όλα- από την μαύρη και λευκή ανθρώπινη κουλτούρα που αποκρυστάλλωσε έναν (μουσικό) λόγο που έμελλε να απλωθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και να συναντήσει την παγκοσμιότητα. Έγινε η μουσική που στηρίχτηκε από τις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες (Αμερική -Αγγλία) και από την παγκόσμια δισκογραφική βιομηχανία. Ακούσαμε μουσικές από μεγάλη λίστα συνθετών: Wilson, Miller, Wright, Shearing, Legrand, Jones, Herman, JohnstonYoumans, Bernstein, Machado, A. C. Jobim, Abreu, Gershwin, Strayhorn, Simons, καθώς και τους Έλληνες Τ. Μωράκη και Κ.Γιαννίδη. Ο Σ. Μιχαήλ δούλεψε με πολλή προσοχή και έμπνευση ώστε να καταφέρει να προσαρμόσει όλα αυτά τα ιδιώματα σε έναν τρόπο (και έναν ήχο) πιο κλασικό, χωρίς όμως την αυστηρότητα και την πειθαρχημένη φόρμα της λόγι-ας μουσικής γραφής. Όλο αυτό το πλούσιο σε μελωδίες, ρυθμούς και αρμονίες ρεπερτόριο, ορθώς μετακινήθηκε (από τον ενορχηστρωτή) προς κατευθύνσεις όχι μιας καθαρόαιμης τζαζ, ούτε μιας απόλυτα πιστής μπόσα-νόβα, αλλά νοιώσαμε πως βρισκόταν «εκεί κοντά», να συνδέει τα τρία όργανα (κιθάρα- φλάουτο-τσέλο) δίνοντάς τους ρόλους σχεδόν αυτόνομους, που συνδεόντουσαν αριστοτεχνικά με το σύνολο, φτιάχνοντας υποδομή άρτια για να «ακουμπήσει» η φωνή της Λίλιαν Τσατσαρώνη σε πολλά από τα κομμάτια της βραδιάς… Νομίζω πως όσοι από εμάς απέχουν από τη μαγεία τέτοιων συνθέσεων, χάνουν τη γοητεία μιας τέτοιας ηχητικής μυσταγωγίας, που ασφαλώς έχει ανάγκη από ειδικές ικανότητες χειρισμού των οργάνων και των αρμονικών –ρυθμολογικών απαιτήσεων. Ο κιθαριστής Σ. Μιχαήλ οργάνωσε το υλικό του, έχοντας χρήσιμους συνοδοιπόρους την φλαουτίστα Η. Καρανικόλα και τον τσελίστα Μ. Πορφύρη. Απολαύσαμε απόλυτο συντονισμό και γνώση των ποικίλων στιλ. Εν τέλει, οι παρτιτούρες του Μιχαήλ είναι χρήσιμες για τους μουσικούς που επιθυμούν μια διαφορετική προσέγγιση σε μουσικές που δημιουργούν ψυχική ευφορία… Ίσως είναι σκόπιμο να παραθέσω το απόσπασμα από το έντυπο πρόγραμμα που το ίδιο το συγκρότημα “free time Quartet” γράφει: «Στόχος (της ομάδας) είναι η εναλλακτική απόδοση δημοφιλών αλλά και λιγότερο γνωστών οργανικών συνθέσεων και τραγουδιών της παλαιότερης και σύγχρονης μουσικής δημιουργίας, κάνοντας χρήση των πλούσιων ηχοχρωμάτων που προέρχονται από ένα κλασσικό σύνολο μουσικής δωματίου». Όντως, το “free time Quartet” είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός συνόλου μουσικής δωματίου, και απ’ αυτή την άποψη λειτούργησε πολύ καλά, με έξυπνο ρεπερτόριο που όμως δεν είναι καθόλου εύκολο να υλοποιηθεί. Χρειάζεται τεχνική και μουσική ικανότητα που δεν θα την συναντήσουμε σε πολύ κόσμο… Όπου και να ξαναπαίξουν, μη τους χάσετε.