"ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΩΝΤΑΣ 16" Περί ποδοσφαίρουκαι τινών άλλων…
Δεν το συζητάμε, η βραδιά της Τετάρτης (23/5/07) με την Μίλαν και τη Λίβερπουλ, κέρδισε το ενδιαφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας. Πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά όταν το παγκοσμιοποιημένο ποδόσφαιρο εμφανίζει τις δύο μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης, αντιμέτωπες; Εμείς των …Τεχνών, ας το πάρουμε είδηση πως «εν αρχή» το θέαμα. Το θέαμα εκείνο που συναρπάζει και αιχμαλωτίζει ιδιόμορφα και το ποδόσφαιρο ως ουσία και θέαμα, είναι όντως το πιο λαϊκό των αθλημάτων και –κυρίως- συναρπάζει! Εγώ τώρα δεν θα σταθώ στις φάσεις, στο αποτέλεσμα και στα παράγωγα μιας γιορτής του ποδοσφαίρου που επιτυχώς διεκπεραιώθηκε από την Ελλάδα. Όμως, θα μας απασχολήσει για λίγο το μουσικό θέμα (ο ύμνος- ταυτότητα θα λέγαμε) του θεσμού Τσάμπιονς Λιγκ (Champions League). Θεωρώ πως το συγκεκριμένο μουσικό σήμα ενός τέτοιου ποδοσφαιρικού θεσμού, αποτελεί ένα περίεργο …σχήμα οξύμωρο! Τουλάχιστον στην Ελλάδα, με το συνολικό δεδομένο αισθητικής της ποδοσφαιρικής κουλτούρας, έχουμε συνηθίσει σε άλλα μέτρα και άλλα σταθμά. Μεταφρασμένα όλα αυτά σε μουσική γλώσσα, ακούμε τους ύμνους μεγάλων ποδοσφαιρικών ΠΑΕ που είναι ταυτισμένοι (οι ύμνοι) με ό,τι πιο φτηνό και χαβαλετζίδικο μουσικό υλικό υπάρχει, παρμένο από τη λογική (για να μην πω «αισθητική») της νυχτερινής πίστας των πιο κιτς τραγουδιών… Προσοχή για να μην παρεξηγούμαστε: δεν θα είχα την παραμικρή απαίτηση οι ύμνοι των ομάδων να διέπονται από βαθυστόχαστες μουσικές ιδέες και έντεχνες επεξεργασίες μιας λόγι-ας αισθητικής. Αντιλαμβάνομαι και τους λόγους, και τους σκοπούς αλλά και τον κόσμο στον οποίο αποτείνονται. Ετούτο όμως δεν απαλλάσσει τις διοικήσεις των ελληνικών ΠΑΕ από την υποχρέωση να ψάξουν λίγο παραπάνω τον μουσικό προσανατολισμό για να συνοδέψει ψυχικά και συναισθηματικά τον φίλαθλο στο θέμα της εγρήγορσης για την ομάδα του. Θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε πριν από τον ύμνο, την καταγωγή της ομάδας. Νομίζω πως αυτό είναι απαραίτητο στοιχείο που θα βοηθούσε να στοιχειοθετηθεί το συναισθηματικό υπόστρωμα της μουσικής επιλογής ή της σύνθεσης. Πάρτε για παράδειγμα τις καταβολές των τριών μεγάλων ΠΑΕ. Ο πρωτοπόρος Ολυμπιακός από τα λαϊκά και φτωχά κοινωνικά στρώματα του λιμανιού του Πειραιά. Ο Παναθηναϊκός από τα μεσαία της Αθήνας. Η ΑΕΚ από τον ελληνισμό της προσφυγικής Κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής της, θα όφειλαν (και οι τρεις ομάδες) να σταθούν προσεκτικότερες στις επιλογές τους και να μην αφήσουν να εξελιχθεί ένα μουσικό κατασκεύασμα αντίστοιχο της νυχτερινής παρακμιακής μουσικής «κουλτούρας»… Όλοι γνωρίζουμε πως οι νίκες, οι γιορτές, κλπ, γιορτάζονται σε κοσμικά νυχτερινά μαγαζιά της παραλιακής, εν ήδη θεσμού, με άφθονη σαμπάνια, γαρδένια και («από μένα το καλάθι στην κυρία…»). Ο αντίστοιχος μουσικός εμποτισμός είναι δεδομένος. Δεν θα περιμέναμε ασφαλώς από τους επικεφαλής του ελληνικού ποδοσφαίρου ενός τέτοιου κόσμου, να ανατρέξουν στο Μπαχ, τον Σκαρλάτι, τον Βιβάλντι και τον Χέντελ!!! Κι όμως, στον προκλασικό Χέντελ αναζήτησαν οι επί κεφαλής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου UEFA την μουσική καταγωγή του ύμνου του Τσάμπιονς Λιγκ! Δεν το βρίσκετε εντυπωσιακό; Ανέθεσαν το 1992 την μουσική σύνθεση στον Άγγλο συνθέτη Τόνυ Μπρίττεν ο οποίος βασίστηκε σε μέρος από έργο του Χέντελ με τον τίτλο «Ανθέμια της στέψης - Zadok the Priest». (Δείτε την παρτιτούρα εδώ) Ο συνθέτης επεξεργάστηκε με γνώση και φαντασία ένα μοτίβο από αυτό το έργο, που μας παραπέμπει σε δοξαστικά μέρη από ορατόρια σε ύφος Gloria! Ενέπλεξε και χορικά με τη σπουδαία συμφωνική ορχήστρα Royal Philarmonic Orchestra, καθώς και τη χορωδία της Ακαδημίας του Αγίου Μαρτίνου των αγρών, και μας έδωσε μια μουσική σύνθεση που ανατρέπει (επί τέλους) την παγιωμένη θέση πως, το ποδόσφαιρο αναζητάει τους πιο φτηνούς τρόπους για να ικανοποιήσει το ευρύτατο παγκόσμιο κοινό του. Όχι λοιπόν. Τα ελληνικά δεδομένα δεν ισχύουν (ευτυχώς) εις την αλλοδαπήν… Είναι νωπή ακόμα η μνήμη του περασμένου Νοέμβρη (2006) στο στάδιο Μπερναμπέου της Μαδρίτης, όταν μπροστά σε 80.000 κόσμο, σε έναν αγώνα της Ρεάλ για να τιμήσουν τη μνήμη του παλαίμαχου Φέρεντς Πούσκας, στήσανε στη μέση του κατάμεστου γηπέδου μια βιολοντσελίστα που έπαιζε κλασική μουσική βεβαίως και ο κόσμος άκουγε και χειροκροτούσε!!! Ποια θα μπορούσε να ήταν η αντιστοιχία όλων αυτών στην Ελλάδα; Αυτό που έχει δοκιμαστεί μερικές φορές είναι ο Χατζηγιάννης, ο Ρέμος, η Βίση και η Βανδή… Πώς να συγκρίνεις τα ανομοιογενή; Αδιέξοδο όταν η μαζική κουλτούρα (ή η κουλτούρα των μαζών) έχει εκληφθεί εδώ ως κάτι αντίστοιχο της γαρδένιας, των ντεσιμπέλ, και της έννοιας του «τη βρίσκω», «με φτιάχνεις» κλπ. Άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, διαφορετικός πολιτισμός της μάζας… Και οι σκέψεις δεν τελειώνουν εδώ. Έχουμε και τον διαιτητή του αγώνα Μίλαν -Λίβερπουλ που μάθαμε πως είναι πιανίστας και διευθυντής Ωδείου της Γερμανίας. Λάτρης της κλασσικής μουσικής και του Μπετόβεν. Ο Χέρμπερτ Φάντελ, γεννημένος το 1964 έχει ξεκινήσει να διαιτητεύει ποδοσφαιρικούς αγώνες από το 1989. Από το 1996 σφυράει σε αγώνες Ά Εθνικής Γερμανίας και από το 1998 μπήκε σε διεθνή παιχνίδια. Από το 2003 διαιτητεύει παιχνίδια του Τσάμπιονς Λινγκ. Μουσική και Ποδόσφαιρο παράλληλα. Να γίνει αυτό ένα λαμπρό παράδειγμα πως το ποδόσφαιρο δεν είναι (κατ’ ανάγκη) η αντίπερα όχθη της καλής Μουσικής. Να γίνει συνείδηση πως οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου δεν είναι (και πάλι κατ’ ανάγκη) οι γραφικοί μάγκες, οι νταήδες, οι χουλιγκάνοι, οι μισθοφόροι των προέδρων, οι κουρεμένοι γορίλες, οι συνυφασμένοι με τις ανομίες της νύχτας και οι θεριακλήδες μηχανόβιοι. Ναι, υπάρχει και ο άλλος κόσμος, που μπορεί να είναι εσύ κι εγώ. Ο άγριος κόσμος του ποδοσφαίρου είναι έτσι δρομολογημένος γιατί τα συμφέροντα των μεγαλομετόχων είναι ανεξέλεγκτα σε μια αγορά που επικράτησε με αντίστοιχο άγριο τρόπο και έφτιαξε στρατούς που υπερασπίζονται (με αγριότητα) τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Τα αιματηρά παράλογα γεγονότα της λεωφόρου Λαυρίου, τα λένε όλα. Μουσικολογώντας για …ποδόσφαιρο! Ηχεί περίεργα αυτός ο συνδυασμός, ίσως γιατί εδώ, σ’ αυτή τη χώρα, είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Ο αθλητικός πολιτισμός θεωρείται (και αυτή), έννοια ανύπαρκτη. Θα περάσουν ίσως πολλά χρόνια ώσπου να περάσει το μήνυμα πως το τωρινό status αυτής της αμαρτωλής σχέσης (αθλητισμού - πολιτισμού), είναι μια σχέση που διαμορφώθηκε στρεβλά από την πολιτική και τα ψηφοθηρικά συμφέροντα της κομπογιαννίτικης λογικής «μη χάσουμε ψηφοφόρους», καθώς και την ανοχή που επέδειξε (αυτή η πολιτική) τα τελευταία 40 χρόνια, ιδιαίτερα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Αδιαφορώντας βεβαίως για στοιχειώδη πνευματικά κριτήρια που θα οδηγούσαν τον κόσμο του ποδοσφαίρου σε άλλους δρόμους, πιο προχωρημένους. Σας διαβεβαιώ πως οι σκέψεις μου αυτές είναι …μουσικολογοκεντρικές.